Σημαίνει ότι φεύγεις δώδεκα παρά από το πατρικό για να γλιτώσεις την αλλαγή. “Μύγα σε τσίμπησε παιδάκι μου;” Όχι. Κι όμως, απόλυτα προγραμματισμένο ήταν. Το σχέδιο ναι, το πως θα νιώσω πάλι όχι. Σχεδόν προγραμματισμένο δηλαδή. Το πλάνο ήταν να μη κουνηθώ καθόλου από το σπίτι μου, να μείνω οριζοντιωμένη στη φλοκάτη μου να πίνω καπνιστό ουίσκι και να ακούω βινύλια. Εντάξει ναι το ξέρω δεν μπορώ να πίνω ξαπλωμένη θα πνιγώ. Θα σηκωνόμουν τότε για να χυθώ στην πολυθρόνα. Στην κουνιστή. Όχι της γιαγιάς. Του Iκέα.
Και η αλήθεια είναι ότι περίπου αυτό έκανα μέχρι τις 9 το βράδυ. Αφήστε που το μεσημέρι εγώ μια χαρά είχα κάνει αυτοσχέδιο μίνι ρεβεγιόν σε κάτι σκαλάκια στη Νεάπολη Eξαρχείων. Σιγά μη σας πω πού και σιγά μη σας πω περισσότερα. Γιατί δε μας νοιάζει πως πέρασες το πρωί, το μεσημέρι, το προηγούμενο βράδυ, πως θα περάσεις το επόμενο, μας νοιάζει μην κάτσεις μόνη τον επίδικο χρόνο μεταξύ 22.00-00.30. Πρωτοχρονιάτικο. Χρονιάρα μέρα. Κάθε χρόνο εθιμοτυπικά μάς ένοιαζε. Μα ειδικά φέτος μία ευκαιρία έχουμε με κυβερνητική εντολή να συναινέσουμε, καταναγκαστικά ή μη, σε αυτό το τραπέζι και εσύ την πετάς. Δηλαδή είναι ή τώρα ή ποτέ; Γιατί αυτό το γιορτινό α λα καρτ δικαίωμα μου μοιάζει περισσότερο με οne night stand χωρίς sleepover. Το οποίο όχι, δε θα το πέταγα.
Ο αδελφός μου επέμενε να πάω σε ένα σπίτι στο Λυκαβηττό σε κάτι φίλους της κοπέλας του, γνωστούς δικούς του, άσχετους δικούς μου. “Κάνε κάτι διαφορετικό σήμερα, σπίτι μπορείς να κάτσεις κάθε μέρα”. Ναι αλλά εγώ σήμερα θέλω να κάτσω σπίτι μου. Και αύριο πιθανόν θα θέλω κόσμο αλλά δε θα έχω κόσμο γιατί όλοι θα έχουν χανγκόβερ. Μετά από ένα τηλέφωνο και δύο μηνύματα που δοκίμαζε να με πείσει αρχίσαμε να μπαίνουμε σε άλλα χωράφια: Μήπως να πάω να ευχαριστήσω αυτόν. Αυτός πάλι επέμενε να ευχαριστήσει εμένα. Πιάσ’το αυγό και κούρεφτο.
Η μάνα μου και ο πατέρας μου πάλι, είχαν ψιλοαποδεχθεί, ή προσποιούνταν και το έκαναν καλά, ότι δε θα πήγαινα. Εγώ όχι ακριβώς. Συνήθως κάθε χρόνο πήγαινα, και τα τελευταία χρόνια δε βιαζόμουν να φύγω να πάω να παρτάρω με τη μπουκιά στο στόμα στις 12μιση.Την έβγαζα στο τζάκι και παίζαμε 31. Στρώναμε την τσόχα στην τραπεζαρία, φέρναμε την τράπουλα και τις μάρκες που τις φύλαγαν σε γυάλινο κουτί στο ντουλάπι του μπουφέ. Ούτε καν. Με καρύδια παίζαμε. Ένα καρύδι αντιστοιχούσε σε ένα, άντε δύο ευρώ στο τσακίρ κέφι. Στο τέλος περνάγαμε από τη μπάνκα για εξαργύρωση. Έτσι λέγαμε στην αρχή. Στο τέλος πάντα με τα καρύδια μέναμε. Αλλά αυτό ήταν για ζέσταμα για να καταλήξουμε στο Μουντζούρη. Δεν έχει καμία σημασία να μάθετε τώρα πως παίζεται, σημασία έχει ότι πάντα ο πατέρας μου την πάταγε και κατέληγε μουντζουρωμένος με κάρβουνο από το τζάκι. Σα βασανιστήριο ακούστηκε αυτό αλλά σβηστό και κρύο ήταν το κάρβουνο. Εντωμεταξύ σπάνια θυμάμαι μεγάλα οικογενειακά τραπέζια την πρωτοχρονιά. Κάποιοι μεμονωμένοι οικογενειακοί φίλοι, ούτε αναγκαστικοί συγγενείς ούτε άβολες στιγμές με εθνικόφρονες θείους. Συνήθως ήμασταν οι 4. Και έπαιζε σχεδόν κάθε χρόνο και η κουβέντα “Θέλετε να πούμε σε κάποιον, θέλετε να φέρετε κάνα φίλο σας, να μην είμαστε μόνοι μας;” Οπότε έχουμε και λέμε: 4 άνθρωποι είναι μόνοι τους. 5 άνθρωποι μαζί με τη γιαγιά ίσως είναι μόνοι τους. Οι γονείς σου 2 άνθρωποι δεν πρέπει να περάσουν μόνοι τους πρωτοχρονιά και 1 άνθρωπος για τους άλλους είναι μόνος, για αυτόν όχι. Θα σκίσουν τα πτυχία τους οι μαθηματικοί και ορισμό της μοναξιάς δε θα βρούνε. Δεν έχω προσωπικά με την πρωτοχρονιά. Το σύμπτωμα τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε, γιατρέ. Πρώτα σαν μια εσωτερική αντίδραση, σαν υποψία ψυχαναγκασμού στο επιβαλλόμενο μεγάλο πάρτυ της χρονιάς, εξελίχθηκε σε αποδοχή ότι δε χρειάζεται να χωρέσουμε τα πάντα σε ένα βράδυ, και γονείς, και τραπέζι, και δώρα, και βασιλόπιτα, και πάρτυ, και φέτος κατέληξε σε αντιπάθεια και φυγή. Η τελική αντίστροφη μέτρηση άρχισε να με αγχώνει, να με εκνευρίζει. Κάπου σ’αυτό έπαιξε ρόλο φυσικά ότι στις 00.01 θα έμενα σύξυλη να κοιταζόμαστε με τους δικούς μου σαν συμπεθέρες που μόλις γνωρίστηκαν, χωρίς να μπορώ να τους αγκαλιάσω. Και είναι ότι και σε αυτό το κρίσιμο πεντάλεπτο έπρεπε ανεξαρτήτως διάθεσης να φορέσω μια θεσμική, επιφανειακή χαρά σαν διαφήμιση για κορν φλέικς μη τολμήσει και μας βρει το νέο έτος προβληματισμένους ή στις κλειστές μας. Δε θα μας μπει καλά. Ότι θα μας ακολουθεί και θα μας στοιχειώσει και θα μας πάει έτσι όλη η χρονιά. Μη σε βρει στο μπάνιο, μη σε βρει μόνη μη σε βρει κλαμμένη, μη σε βρει στο δόξα πατρί βασικά. Και δώσ’του ρεζολούσιον. Και απολογισμός. Τολμάμε να βγάλουμε συμπεράσματα για το πρόσημο που είχε η περσινή χρονιά σαν να πρέπει να κρατήσουμε αρχείο αν ήταν καλή ή κακή η σοδειά φέτος. Και συνήθως πακετάρουμε και διαολοστέλνουμε την προηγούμενη χρονιά σε μια κορύφωση δεισιδαιμονίας και πρόληψης και μιζέριας. Και φορτώνουμε συμβολισμούς και σημειολογίες με γούρια και ρόδια που έχουν ξεχαστεί μέχρι τα Φώτα. Άντε μέχρι του Αγιαννιού. Μπορούμε να κάνουμε απολογισμό και ρεζολούσιον κάθε μέρα; Έ όχι και κάθε μέρα ε; Κάθε εβδομάδα έστω; Ούτε κάθε βδομάδα; Κάθε μήνα, τελευταία προσφορά! Ενδοσκόπηση, παραγωγική ανασυγκρότηση, tomorrow is another day, τι πήγε στραβά τι πήγε καλά κ.ο.κ. Αλλιώς, ας κάνει πρωτοχρονιά όποτε θέλει ο καθένας και η καθεμία και γω τη βασιλόπιτα θα την κόψω από το πρωί της παραμονής. Και δε θα γκουγκλάρω βασιλόπιτα για να τη φτιάξω. Θα γκουκλάρω κέικ σοκολάτα με μπανάνα. Γιατί είχα πολλές μπανάνες και είχαν μαυρίσει. Και θα είναι τετράγωνη. Γιατί το ταψί είναι στρογγυλό αλλά έφαγα τις γωνίες το πρωί με τον καφέ.
Και είναι και το άλλο. Από πότε η αίσθηση του χρόνου είναι ίδια, απαράλλαχτη και ενιαία για όλους; Αυτό τώρα που το σκέφτομαι είναι πολύ ωραία δικαιολογία όταν αργείς στα ραντεβού σου. Είναι βιωμένος κοινός τόπος η ελαστική αντίληψη για το χρόνο που μπορεί να διαστέλλεται σε μια αίθουσα αναμονής και να συστέλλεται σε ένα ταξίδι που δεν καταλαβαίνεις πότε προσγειώθηκες πάλι στο Ελ.Βενιζέλος. Και μπορεί να μη μπορούμε -όσο και να προσπαθούμε- να παγώσουμε εκείνες τις δύο ώρες που θέλουμε, μπορούμε όμως ίσως να σταματήσουμε να αιωρούμαστε σαν το εκκρεμές μεταξύ αγωνιώδους αναμονής για το μέλλον και νοσταλγίας για το παρελθόν. Να μείνουμε λίγο σε ακινησία στο παρόν.
Τι είναι παρόν ε; Αφού το ανοίξαμε τώρα το θέμα, και με έναν εντελώς πρόχειρο, αντιεπιστημονικό συλλογισμό, πάντα φλερτάροντας με την ιδέα να κάψουμε τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, η αίσθηση του παρόντος μου μοιάζει να είναι άχρονη και θα την έβαζα κάπως σε συνάρτηση με την εναλλαγή συναισθημάτων και παραστάσεων. Εκεί τουλάχιστον μου γίνεται περισσότερο αντιληπτό και διακριτό. Γιατί αλλιώς το παρόν εξαφανίστηκε ήδη. Αν λοιπόν ζούσαμε τη μέρα της μαρμότας, ναι το παρόν θα μπορούσε να μοιάζει σαν μια βδομάδα. Αλλά το παρόν δε θα μπορούσε επίσης να είναι όσο και ένα τραγούδι που μέσα στα τρία λεπτά το συναίσθημα είναι κατά προσέγγιση ενιαίο; Αν επίσης δε μπορείς να σηκωθείς από τον καναπέ και να κάνεις βήμα από το σκοτάδι που μπήκες, ναι μια μέρα μοιάζει ένα ομοιογενές παρόν και με το «σήμερα είμαι σκατά» θα μπορούσες να εννοείς όλη τη μέρα. Ή απλώς δε ζουμάρεις ποτέ στις στιγμές που ακόμα και μέσα σε εκείνη τη μέρα (χαμο)γέλασες γιατί τις ξεχνάς ή είναι εντελώς αδύναμες και στο διάλυμα που έχεις φτιάξει πριν πέσεις για ύπνο μένει αδιάλυτη πάνω πάνω η θλίψη όπως το λάδι στο νερό. Οπότε μπορεί να μη χρειάζεται να ορίσουμε. Μπορεί να αρκεί να θρυμματίσουμε τη μέρα και την ώρα και να κεντράρουμε στο όποιο «τώρα» χωρίς μπρος-πίσω. Και μετά ας ενώσουμε πάλι το παζλ των στιγμών και ας κάνουμε τον υπολογισμό πριν τον συνολικό αφορισμό της μέρας, της εβδομάδας, του μήνα, του χρόνου. Όταν το’σκασα από την πρωτοχρονιά, πήγα μέχρι την Αναπαύσεως το τρίτο φανάρι από τα Μελίσσια, και γύρισα πίσω. Για να παίξουμε 31. Με αμύγδαλα αυτή τη φορά. Και ήταν η δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο βράδυ που ένιωσα ότι ο πατέρας μου ήταν όπως πριν και τον είδα να γελάει λίγο μετά από μήνες όταν έκανε τη μάνα και μοίραζε φύλλα. Η πρώτη ήταν όταν τον άρχισα στις ερωτήσεις για τη μετεμφυλιακή περίοδο και τα σίξτιζ και, πέφτοντας στην παγίδα μου, άρχισε να μου απαντά και να μου αφηγείται ορεξάτος και παρών. Όπως παλιά. Μπορεί και να έχασα μερικά από αυτά που μου έλεγε μάλλον γιατί ενθουσιασμένη από την απρόσμενη ανταπόκριση του, χανόμουν σε σκέψεις τύπου: να γιατί δεν έχω ανοίξει βιβλίο ιστορίας αφού είχα την προφορική βικιπαίδεια, και: ρε, λες να ξαναβρήκα το κουμπί του; Δεν ξέρω αν τα ξυπνήματα του πατέρα μου είναι σαν τα πυροτεχνήματα της πρωτοχρονιάς. Αλλά τι σημασία έχει; Όλα εφήμερα δεν είναι;