του Μηνά Κωνσταντίνου
Παραμονές της διενέργειας του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015 και λίγο μετά το διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα, ήταν η ΕΚΤ που ελάμβανε την απόφαση να παγώσει τη χρηματοδότηση του ELA. Επόμενη πράξη, άμεσος εξαναγκσμός σε κλείσιμο των τραπεζών και επιβολή capital controls, καθιστώντας ένα καίριο πλήγμα στη διαπραγματευτική θέση της χώρας και την ελληνική οικονομία. Η συνέχεια γνωστή, και με το παραπάνω.
Τον Ιούλιο του 2015, ο πρώην υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής του DiEM25 Γιάνης Βαρουφάκης, μαζί με τον Γερμανό ευρωβουλευτή, Φάμπιο Ντε Μάσι, ζητούσε από την ΕΚΤ το αντίγραφο εκείνης της νομικής γνωμάτευσης, που οδήγησε στην παραπάνω απόφαση, για να συναντήσει την άρνηση του διοικητή της, Μάριο Ντράγκι. Το Δεκέμβριο του 2017, οι δύο άνδρες επανήλθαν στο αίτημά τους, ζητώντας πρόσβαση σε όλες τις εξωτερικές νομικές γνωμοδοτήσεις που φέρεται να είχε ζητήσει η ΕΚΤ, με σκοπό την εξέταση των αποφάσεών της τής 4ης Φεβρουαρίου και της 28ης Ιουνίου 2015 σχετικά με την επείγουσα στήριξη της ρευστότητας που παρασχέθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος σε ελληνικές τράπεζες.
Σημειώνεται πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναγνωρίζει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα, το οποίο, όμως, υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος, όπως στην περίπτωση που ένα έγγραφο προορίζεται για εσωτερική χρήση, στο πλαίσιο συσκέψεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός της ΕΚΤ και της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών, των εθνικών αρμόδιων αρχών ή των εθνικών εντεταλμένων αρχών, ή αποτυπώνει ανταλλαγή απόψεων μεταξύ της ΕΚΤ και λοιπών συναφών αρχών και φορέων. Όπως αναφέρεται, οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να εφαρμόζονται αυστηρά.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ΕΚΤ αρνήθηκε τη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων επανειλημμένως, με τον Γ. Βαρουφάκη και τον Φ. Ντε Μάσι να ξεκινούν πανευρωπαϊκή καμπάνια με χιλιάδες υπογραφές, υποβάλλοντας επίσημο αίτημα (mass freedom of information request) προς την ΕΚΤ και τον Πρόεδρό της για δημοσιοποίηση της σχετικής νομικής γνωμάτευσης. Το αίτημα αυτό το προσυπέγραψε πλήθος ακαδημαϊκών και πολιτικών προσωπικοτήτων της Ευρώπης, κάτι που δεν το εμπόδισε να πέσει και πάλι στο κενό. Έτσι, οι ελπίδες στράφηκαν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μην ενοχλείτε την ΕΚΤ όταν σκέφτεται
Παρά το έντονο δημόσιο ενδιαφέρον, τόσο για τους Έλληνες, όσο και για τους Ευρωπαίους πολίτες, η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ συντάχθηκε και αυτή με τη στάση της ΕΚΤ. Χωρίς, όπως τονίζει ο Γιάνης Βαρουφάκης, την παραμικρή νομική αιτιολόγηση, η ΕΚΤ αποδέχθηκε πλήρως το σκεπτικό της ΕΚΤ, υποστηρίζοντας πως η δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα περιόριζε τον «χώρο προβληματισμού» της ΕΚΤ.
«Αντίθετα με την άποψη των εναγόντων, η ΕΚΤ δικαιολογημένα έλαβε υπ’ όψιν της τον υποθετικό αντίκτυπο που θα είχε η κοινοποίηση της γνωμοδότησης στον “χώρο σκέψης της” [“its space to think”] το 2015 αλλά και μετά το 2015», συνοψίζεται η στάση του ευρωδικαστηρίου.
Κατά το Δικαστήριο, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η εξαίρεση που αφορά την προστασία των εγγράφων για εσωτερική χρήση δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Υποστηρίζει πως το επίμαχο έγγραφο δεν είναι εσωτερικής φύσεως ούτε συνδέεται με διοικητική, δικαστική ή νομοθετική διαδικασία ως προπαρασκευαστικό έγγραφο για την τελική απόφαση. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογεί επαρκώς την εξαίρεση σχετικά με τα έγγραφα για εσωτερική χρήση.
Μετά την απόφαση, οι δύο προσφεύγοντες ανακοίνωσαν πως θα ασκήσουν έφεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Όμως όλα όσα μέχρι στιγμής έχουν διαμειφθεί, αποδεικνύουν εκείνο που, τουλάχιστον από το 2015, όλοι έχουμε νιώσει στο πετσί μας. Η ΕΚΤ βρίσκεται εκτός ελέγχου, εκτός υποχρέωσης διαφάνειας και πλήρως προστατευόμενη πίσω από τις βαριές, κλειστές πόρτες της.
Εκτός ελέγχου χάρη στην κρίση
Τα παραπάνω δεσπόζουν στο άρθρο 130 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η οποία μαζί με την Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση κατοχυρώνει την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Υπεράνω, δηλαδή, κάθε ελέγχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ευρωζώνης και των εθνικών κυβερνήσεων.
Εν τη γεννέση της, πίσω στο 1999, ο ρόλος της ΕΚΤ περιοριζόταν στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, τα βασικά επιτόκια και τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος. Με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, σταδιακά και δυναμικά, στην ΕΚΤ εκχωρήθηκαν ολοένα και περισσότερες εξουσίες.
Μεταξύ άλλων, εμπλέκεται πλέον άμεσα στις πολιτικές αποφάσεις, καθώς κατέχει κυρίαρχο ρόλο στις αποφάσεις της Ένωσης και της Ευρωζώνης, όπως στην ελληνική τρόικα, στην Ιρλανδία και την Ιταλία. Ακόμη, ελέγχει ένα ευρύ πρόγραμμα εισροής κεφαλαίων στην οικονομία, με εξέχουσα θέση την αγορά των κρατικών και εταιρικών ομολόγων, όπως το πρόγραμμα αγοράς κινητών αξιών (SMP-ANFA), ενώ έχει την εποπτεία των μεγαλύτερων τραπεζών, των megabanks της ΕΕ στο πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης, αρκετές από τις οποίες συμμετέχουν ως σύμβουλοι. Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ έχει τα τελευταία χρόνια ενισχύσει τη συμμετοχή της στις χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις, όπως με την Ένωση Κεφαλαιαγορών.
Πίσω από τις κλειστές πόρτες
Όπως είναι γνωστό, η ΕΚΤ επιδιώκει ενεργά την εξωτερική εμπειρογνωμοσύνη για τις πολιτικές, γεγονός που προέκυψε και από την ίδια την εκδίκαση της προσφυγής στο Δικαστήριο της ΕΕ. Στο άρθρο του TPP «Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει η ΕΚΤ, τόσο πιο πολύ φαίνεται ο ρόλος της» είχαμε παρουσιάσει τη ζοφερή εικόνα που αποκάλυπτε η έκθεση του Παρατηρητηρίου Εταιρικής Ευρώπης (Corporate Europe Observatory), «Ανοιχτή πόρτα για τις οικονομικές δυνάμεις στην ΕΚΤ» στα τέλη του 2017, αναδεικνύοντας τον κεντρικό ρόλο στη διαδικασία έχουν οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας και των μεγάλων πολυεθνικών.
Το 2017, από τις 517 θέσεις συμβούλων της ΕΚΤ, τις 508 καταλάμβαναν εκπρόσωποι των ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Με απλά λόγια, περισσότεροι από το 98% των συμβούλων στους κύκλους της ΕΚΤ διατηρούν άμεσους και επισήμως δεσμούς με τις μεγάλες εταιρείες. Μάλιστα, όπως υπογραμμίζεται, από τους 144 φορείς που κατέχουν έδρα στη συμβουλευτική ομάδα της ΕΚΤ, οι 64 δεν είναι καν καταγεγραμμένοι στον κατάλογο λόμπι της ΕΕ, το περιβόητο μητρώο διαφάνειας της ΕΕ.
Με απλά λόγια, η συντριπτική πλειοψηφία των θέσεων «συμβούλων» της ΕΚΤ για την άσκηση της πολιτικής της, βρίσκεται στα χέρια των megabanks της Ευρώπης, όπως η γερμανική Deutsche Bank και η Commerzbank, η γαλλική BNP Paribas, η Societé Générale, η Crédit Agricole, η ιταλική UniCredit, ενώ στις λίστες συναντάμε ακόμη χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως η Intesa Sanpaolo, η Ισπανική Santander, η US Citibank και η BNY Mellon. Περισσότεροι από το 98% των συμβούλων στους κύκλους της ΕΚΤ διατηρούν άμεσους και επισήμως δεσμούς με τις μεγάλες εταιρείες, χωρίς καμία υποχρέωση διαφάνειας.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα λόγια του ίδιου του Διευθυντή Αρχής Συμμόρφωσης και Διακυβέρνησης της ΕΚΤ που έχει παραδεχτεί πως η συνεργασία της ΕΚΤ με τους παραπάνω γίνεται για ενημερώσεις, «είτε θεματικά, είτε ανοικτού τύπου», αποδεικνύουν τον τεράστιο βαθμό εμπλοκής που έχουν στις αποφάσεις του -κατά τ' άλλα- ανεξάρτητου ανώτατου ευρωπαϊκού οργάνου, επιφορτισμένου με την προστασία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αποτελούν μέρος της «ανεξαρτησίάς» και για την ΕΚΤ και τον Μ. Ντράγκι, όπως απάντησε σε σχετική ερώτηση ευρωβουλευτών της Αριστεράς, των Πρασίνων και των Σοσιαλιστών είναι «εντός της εντολής της».
Κάποιος θα πρέπει να τα φυλάει
«Ως υπουργός Οικονομικών ζήτησα πολλά από τους Έλληνες – αλλά αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν προς το συμφέρον των Ελλήνων, εφόσον ήθελαν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη» δήλωνε προ ημερών ένας ακόμα εκ των πρωταγωνιστών της ελληνικής κρίσης του 2015. Η ρήση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μοιάζει να καλύπτει και να εκφράζει το γενικό μότο, που ακολουθούν τόσο οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όσο και η ΕΚΤ.
Εκείνοι ξέρουν τι κάνουν, εμείς οφείλουμε να μην τα ρωτάμε καν…
Το 2015, η ΕΚΤ έλαβε μία πολιτική απόφαση, στρέφοντας τα χρηματοπιστωτικά όπλα που κατέχει εναντίον πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ώρα που οι υπόλοιποι πολίτες της Ένωσης παρακολουθούσαν «προς γνώση και συμμόρφωση». Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά, οι αποφάσεις της όχι μόνο παραμένουν στο απυρόβλητο, αλλά και στο σκοτάδι. Η ΕΚΤ και η υπόλοιπη νομεκλατούρα της Ευρώπης επένδυσαν στον φόβο, έλαβαν αποφάσεις «για το καλό» των Ελλήνων πολιτών που ήταν «κακά παιδιά», παραδειγματίζοντας κάθε άλλο απείθαρχο στην ευρωπαϊκή επικράτεια. What ever it takes, που έλεγε κάποτε ο ίδιος ο Ντράγκι.
«Αν η απόφαση της ΕΚΤ ήταν νόμιμη, τι την εμποδίζει να δημοσιοποιήσει την γνωμοδότηση και τον λόγο που έκλεισε τις τράπεζες;» συνοψίζει ο Γ. Βαρουφάκης την ανάγκη δημοσιοποίησης των επίμαχων εγγράφων, ένα αίτημα που -κανονικά- θα έπρεπε να διατρανώνει το σύνολο του ελληνικού, και όχι μόνο, πολιτικού συστήματος. Και σίγουρα η ελληνική κυβέρνηση.
Δηλαδή, εσύ δεν θέλεις να ξέρεις εάν η ΕΚΤ έκλεισε παράνομα τις τράπεζες;