Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στην βιβλιοπαρουσίαση των κειμένων της Κλάρα Τσέτκιν που οργανώθηκε από τις εκδόσεις Redmarks στον Κήπο του συλλόγου Ελληνών Αρχαιολόγων στις 22/11/2022.

Καλησπέρα σε όλους και όλες που βρίσκονται σήμερα εδώ για την αυτή την παρουσίαση ενός πολύ ενδιαφέροντος και εξαιρετικά, δυστυχώς, επίκαιρου βιβλίου το οποίο περιλαμβάνει κείμενα της Γερμανίδας επαναστάτριας Κλάρα Τσέτκιν τα οποία γράφτηκαν ακριβώς πριν από 100 χρόνια. Το δυστυχώς πάει στο γεγονός ότι το φαινόμενο με το οποίο καταπιάνεται στα κείμενα – ο φασισμός – συνεχίζει μέχρι και σήμερα να υφίσταται, παραλλαγμένο μεν, υπαρκτό δε, πράγμα το οποίο σημαίνει πως θα πρέπει να συνεχίζουμε ως κομμουνιστές τον αγώνα για την εξαφάνιση του. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να το καταλάβουμε, την φυσιογνωμία του, τα χαρακτηριστικά του, την ιστορικότητα και τις διάφορες μεταλλάξεις του φασισμού στην διαχρονία του. Είναι επιτακτικό αυτό το καθήκον γιατί ο φασισμός δεν είναι κάτι που έρχεται από το μέλλον, είναι κάτι που είναι εδώ, ζεις μεταξύ μας, πολιτεύεται και προσεχώς από ότι φαίνεται στην χώρας μας θα έχει ακόμη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Άρα είναι κάτι άμεσο για αυτό και θα πρέπει να είναι άμεσες οι ενέργειες στις οποίες θα προβούμε ως κομμουνιστές για να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά.

Εγώ σήμερα αυτό το οποίο θα κάνω στα επόμενα λίγα λεπτά που έχω είναι να καταθέσω ορισμένες σκέψεις για το κείμενο αυτό σχετίζοντας με το τι βιώνουμε σήμερα, το τι έχουμε βιώσει τα τελευταία δώδεκα χρόνια και το τι έχουμε να βιώσουμε εδώ από εδώ και πέρα στην χώρα μας σε σχέση με αυτό το φαινόμενο που λέγεται φασισμός ή άκρα δεξιά. Κρίνω ότι τα κείμενα αυτά που περιλαμβάνονται στον βιβλίο αυτό έχουν να μας πουν πολλά τόσο για την κατανόηση του φαινομένου αυτού σήμερα, τι είναι και πως αναπαράγεται, όσο και για τα καθήκοντα μας ως αριστεροί σε σχέση με την αντιμετώπιση του. Άρα μιλάμε για ένα κείμενο εξαιρετικά οξυδερκές το οποίο υπερβαίνει την στενή συγκυρία στην οποία γράφεται παρέχοντας σκέψεις, προβληματισμούς και ιδέες που ακουμπάνε και στο σήμερα αρκετά καλά.

Πιο είναι λοιπόν το πλαίσιο στο οποίο γράφεται το κείμενο αυτό. Το ιστορικό πλαίσιο εν συντομία είναι αυτό της επαύριον του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και των ανακατατάξεών που αυτός έφερε σε κοινωνικό, πολιτικό, γεωπολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο στην υφήλιο. Ένα από τα φαινόμενα τα οποία ξεπηδούν από το συγκείμενο αυτό είναι οι φασίστες του Μουσολίνι οι οποίοι πολύ γρήγορα καταλαβαίνουν την εξουσία στην γείτονα Ιταλία και διατηρούνται σε αυτήν μέχρι και το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Η πραγματικότητα αυτή θα θέσει εν πολλοίς και τον ιδεότυπο για τα υπόλοιπα μεσοπολεμικά φασιστικά κινήματα, κράτη και ηγεσίες. Η Κομιντέρν αντιλαμβανόμενη εγκαίρως – ήδη από το 1923, ένα χρόνο μόλις μετά την κατάκτηση της εξουσίας από τους φασίστες – την σημασία αυτού του φαινόμενου αναθέτει στην Γερμανίδα Κομμουνίστρια Τσέτκιν να συγκροτήσει μια ανάλυση για τον φασισμό και τα αντίστοιχα καθήκοντα που απορρέουν από αυτήν για τους υπόλοιπους συντρόφους τους στην νέα αυτή αυτήν συγκυρία.

Επίσης, το 1923 που βγαίνουν τα κείμενα θα πρέπει να ειπωθεί ότι το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε άμυνα. Γιατί; Διότι η Ρωσική Επανάσταση του 1917 αδυνατεί να επεκταθεί στην κεντρική Ευρώπη με δυο κεντρικούς σταθμούς στην ιστορική διαδικασία αυτή, την ήττα του Biennio Rosso στην Ιταλία μετά την προδοσία του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και του συνδικάτου του CGIL αφότου αρνήθηκαν αμφότερα να εκμεταλλευτούν την δυνατότητα επέκτασης της εξεργεσιακής δραστηριότητας των εργατών στα εργοστάσια του Βορρά στην υπόλοιπη χώρα επαναλαμβάνοντας το πείραμα του Λένιν στην Ρωσία και επίσης εξίσου σημαντική ήταν η ήττα της Γερμανικής επανάστασης κατά την διάρκεια της οποίας δολοφονούνται ορισμένοι από τους πρωτεργάτες της, όπως οι Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκχεντ, από τα χέρια των Freikoprs τα οποία οπλίζει η Σοσιαλδημοκρατία. Το μπλοκάρισμα της επέκτασης του μοντέλου της Ρωσικής επανάστασης δεν είχε μόνο ως αποτέλεσμα την μη μόλυνση με τον κομμουνιστικό ιό της κεντρικής Ευρώπης και την συνεπαγόμενη πολιτική και κοινωνική συντηρητική στροφή εντός της Σοβιετικής Ένωσης αλλά όπως μας επισημάνει και ο ιστορικός Perry Anderson και αντίκτυπο στον τύπο μαρξισμού που από το σημείο αυτό και μετά θα παράγεται· ο μαρξισμός που θα παραγόταν από τότε και έπειτα από το ΚΚΣΕ και τους δορυφόρους τους ήταν ένα θεωρητικό σώμα στο οποίο απέλειπε η οπτική της επαναστατικής ρήξης ως συστατικού στοιχείου αυτού.

Το κύριο πρόβλημα ωστόσο στην συγκυρία αυτή δεν ήταν θεωρητικής φύσης αλλά πολιτικής και αυτό είχε να κάνει με την εμφάνιση της αντεπανάστασης ως απάντησης σε ότι προηγήθηκε. Πρώτα στην Ιταλία, στην συνέχεια στην Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη θα αναδύονται κινήματα και κόμματα υπερεθνικιστικά, αντικομουνιστικά, σοβινιστικά τα οποία θα ανατρέπουν τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τα κοινοβούλια του εγκαθιδρύοντας νέες αυταρχικές κρατικές μορφές και αλλάζοντας το μέχρι εκείνη την στιγμή ισχύον πολιτικό παράδειγμα.

Αυτό είναι λοιπόν το πλαίσιο στο οποίο γράφονται τα κείμενα της Κλάρα Τσέτκιν ως κείμενα έκτακτης ανάγκης τα οποία σκοπεύουν να παρέμβουν στην συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία και να την μετασχηματίσουν. Επίσης επιχειρούν να απαντήσουν και σε μια προγενέστερη εισήγηση του Αμαντέο Μπορντίγκα εκ μέρους της διεθνούς που γράφτηκε ένα χρόνο πριν η οποία προέκρινε την σοσιαλδημοκρατία ως το βασικό αντίπαλο του κομμουνιστικό κινήματος και παραγνώριζε την διακριτότητα του φασιστικού φαινόμενου από το υπόλοιπο αστικό πολιτικό φάσμα ταυτίζοντάς τα.

Τι λένε αυτά τα κείμενα και γιατί είναι επίκαιρα και θα σταθώ στην ελληνική περίπτωση, κάτι που δεν σημαίνει βέβαια ότι αυτά τα συμπεράσματα δεν μπορούν να εξαχθούν και εκτός αυτού του συγκειμένου.

Πρώτη παρατήρηση. Ο φασισμός είναι δομικό αποτέλεσμα της κρίσης του καπιταλισμού και της κατάρρευσης των ισχυόντων κρατικών μορφών. Στο μεσοπολεμικό συγκείμενο προκύπτει από μια διαλυμένη οικονομικά Ευρώπη μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, στην σημερινή συγκυρία προκύπτει μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και τις εξακτινώσεις της στα διαφορετικά εθνικά πλαίσια. Άρα είναι με άλλα λόγια δομικό σύστοιχο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Στα καθ’ υμάς, πότε βλέπουμε τον φασιστικό φαινόμενο να εμφανίζεται το φαινόμενο αυτό; Στην συγκυρία της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων τα οποία διέλυσαν την ελληνική κοινωνία και την οικονομία. Πρώτα εμφανίζεται η ΧΑ το 2010-11 όταν το πολιτικό σύστημα διαλύεται και τα δεξιά κόμματα της περιόδου αποσυντίθεται. Αρχίζει με τα πογκρόμ εναντίον μεταναστών και εργατών και συνεχίζει με την δολοφονία Φύσσα το 2013, πότε γίνεται αυτό; Όταν το κίνημα εν μέρει έχει επαναπαυτεί και όταν η ίδια έχει αποκτήσει αυτοπεποίθηση έχοντας κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και υποστηριζόμενη από τμήμα του βαθέως κράτους και προσωπικοτήτων της αστικής τάξης.

Είναι ζήτημα δομικό του συστήματος μόνο; Έχει να κάνει δηλαδή μόνο με την οικονομία; Προκύπτει φυσικά, ως φυσικό φαινόμενο, νομοτελειακά μετά από κάθε κρίση; Σαφώς και όχι. Τι μας λέει η Κλάρα Τσέτκιν για αυτό;

Όπως είπα και πάνω, η εμφάνιση του Φασισμού και του Ναζισμού – κατά την Γερμανίδα κομμουνίστρια προκύπτει όταν το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση. Με άλλα λόγια, ο φασισμός είναι προϊόν πολιτικής ήττας. Τι συνέβη στην Ελλάδα αντίστοιχο με όρους πολιτικής ήττας που θα μπορούσε να ερμηνεύσει, σίγουρα όχι την εμφάνιση αλλά την συνέχιση και χειρότερα ακόμα την κανονικοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής και των πρακτικών της; Η γνωστή και μη εξαιρετέα σε όλους μας ήττα του Ιουλίου του 2015, η συμβιβαστική λογική που προηγήθηκε και του οτιδήποτε ακολουθήσε την ήττα του καλοκαιριού του 2015. Σταμάτησε μετά το 2019 η επιρροή και η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής αφότου η Χρυσή Αυγή καταδικάστηκε;

Όχι, το ακριβώς αντίθετο, όπως δείχνει και το βιβλίο μας με τον χαρακτηριστικό τίτλο, Η Κανονικοποίηση του Ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα, το οποίο μπορείτε να προμηθευτείτε εδώ δωρεάν. Η Τσέτκιν το λέει καθαρά στις σελίδες του βιβλίου το οποίου σήμερα παρουσιάζουμε ότι τις πολιτικές ήττες τόσο στην Ιταλία όσο και στην Γερμανία τις ακολουθεί μια ηττοπάθεια, ένας πολιτικός αναχωρητισμός, μια επιστροφή στην ιδιωτική ζωή και κάποιες φορές μια στροφή αυτών που έχουν απογοητευτεί στην άκρα δεξιά, διευκρινίζοντας βέβαια ότι έργο της Αριστεράς είναι να παρέμβει στις μάζες και να επιχειρήσει να τις μεταπείσει, να τους δώσει προοπτική. Θέλει με άλλα λόγια συγκεκριμένη πολιτική δουλειά.

Ειδικότερα, η δουλειά αυτή είναι αναγκαία και επιτακτική ακριβώς για να αντιστρέψει αυτό το οποίο μόλις προείπα, την κανονικοποίηση της ακροδεξιάς λογικής, ως κάτι εύλογο, ως κάτι θεμιτό και ως κάτι μη επικινδύνο, ως κοινή λογική που θα έλεγε και ο Αντόνιο Γκράμσι.

Και τι σημαίνει κανονικοποίηση, για να μην παρεξηγηθώ. Σημαίνει ότι αυτή η λογική αρχίζει και εμφιλοχωρεί σε μια κρίσιμη μάζα κόσμου, όχι αναγκαστικά πλειοψηφική, αλλά κρίσιμη με την έννοια της παραγωγής πολιτικών αποτελεσμάτων και κοινωνικών πρακτικών. Έτσι εδώ θα διαφωνήσω ελαφρά σε σχέση με μια παρατήρηση που γίνεται στην αρχή του βιβλίου ότι η ακροδεξιά ιδεολογία δεν έχει εμφιλοχωρήσει στο κοινωνικό σώμα. Νομίζω μια τέτοια υπόθεση εργασίας θα σήμαινε ότι η ιδεολογία είναι κάτι χωρίς επιπτώσεις, κάτι το οποίο δεν μπορεί να προκαλέσει την ιδεολογική έγκληση του υποκειμένου. Νομίζω ορθότερο είναι από το να βλέπουμε ένα κοινωνικό σώμα το οποίο είναι αδιαπέραστο από τέτοιου τύπου ιδέες, να το προσεγγίσουμε ως κάτι το οποίο μετασχηματίζεται και πολώνεται. Και αυτό είναι που συμβαίνει σήμερα. Από εδώ και πέρα, τουλάχιστον η δική μου αίσθηση είναι, ότι θα πηγαίνουμε σε κοινωνίες πολωμένες, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, οι οποίες δεν θα διαχωρίζονται μόνο με όρους ταξικούς αλλά και με αυστηρά ιδεολογικούς. Κάτι το οποίο πρέπει να έχουμε στο νου μας για το τι έρχεται κοινωνικά την επόμενη χρονική περίοδο.

Η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς λογικής επίσης τεκμαίρεται και από το γεγονός ότι μια θεωρητικά μόνο φιλελεύθερη κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία έχει στελεχωθεί εν πολλοίς από διακριμένα ακροδεξιά στελέχη προερχόμενα από παλαιότερα ακροδεξιά κόμματα όπως το ΛΑΟΣ τα οποία εφαρμόζουν αντίστοιχες πολιτικές και αυτό το γεγονός δεν προκαλεί κάποια αίσθηση, δεν θεωρείται πρόβλημα αλλά κάτι κανονικό. Από όλη την κοινωνία; Όχι. Αλλά από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού της δυναμικού το οποίο παρότι αυτό-προσδιορίζεται ως φιλελεύθερο δεν έχει παρά ταύτα πρόβλημα από ότι δείχνουν οι δημοσκοπικές σφυγμομετρήσεις να την ξαναψηφίσει. Άρα βλέπουμε μια μετατόπιση του λεγόμενου κέντρου προς τα δεξιά εάν όχι ακροδεξιά, πράγμα που επαναπροσδιορίζει το ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και επανοημοτοδοτεί τι είναι κέντρο και τι είναι άκρο.

Το γεγονός ότι έχουν πολλαπλασιαστεί οι ακροδεξιοί θύλακες, κόμματα και κινήματα τα τελευταία τρία έτη δεν θα το θεωρήσω ακόμη ως δεδομένο για το ότι υπάρχει μια ακροδεξιοποίηση σημαντικών τμημάτων της κοινωνίας αλλά μάλλον ως ένδειξη. Τα της απόδειξης μετά τις εκλογές του 2023.

Ωστόσο η Τσέτσκιν ως κομμουνίστρια και όχι ως μια απλή μεταμοντέρνα ερευνήτρια σε κάποιο ιδιωτικοποιημένο πανεπιστήμιο της δύσης δεν μένει μόνο στο κομμάτι της διάγνωσης του τις πταίει αλλά προχωράει και σε πολιτικές προτάσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου.

Είναι επίκαιρες αυτές και χρήσιμες σήμερα, 100 χρόνια μετά; Η απάντηση είναι σαφώς και ναι. Τι προτείνει λοιπόν;

Πρώτον. Ιδεολογικός αγώνας. Θα πρέπει ως αριστεροί – κομμουνιστές – να καταδείξουμε όπως λέει η Τσέτκιν τις αντιφάσεις της ακροδεξιάς ιδεολογίας και πρακτικής. Τι δηλαδή; Ότι άλλα λένε και ότι άλλα κάνουν. Στα καθ’ υμάς είχαμε μια Χρυσή Αυγή η οποία μιλούσε στο όνομα του ελληνικού λαού και δεν υπήρχε ένα νομοσχέδιο, ένα υπέρ του εφοπλιστικού κεφαλαίου μέσα στην βουλή το οποίο να μην υπερψήφισε. Γιατί; Γιατί τα έπαιρνε από αυτούς και συντασσόταν με τα συμφέροντά τους. Αρκεί αυτό; η Κατάδειξη των αντιφάσεων, σαφώς και όχι.

Λέει λοιπόν η Κλάρα Τσέτκιν 100 πριν ότι πέραν αυτού και για να γίνει αυτό με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα πρέπει να γίνει καταγραφή και ανάλυση εκ μέρους του κομμουνιστικού κινήματος του ακροδεξιού φαινομένου. Με άλλα λόγια έρευνα! Χρειάζεται άρα περισσότερη και συστηματικότερη δεσμευμένη έρευνα για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο, την μορφή και τους μετασχηματισμούς της σύγχρονης άκρας δεξιάς.

Μας συμβουλεύει επίσης η Τσέτκιν ότι αυτή η έρευνα πρέπει να έχει διεθνιστική διάσταση και ότι οι αγωνιστές θα πρέπει να μιλούν με την γλώσσα των απλών ανθρώπων για το τι συνιστά ακροδεξιά, χωρίς ωστόσο να κάνουν ιδεολογικές παραχωρήσεις. Άρα όχι ελιτισμός και πίστη στις ιδεολογικές αρχές.

Πέρα από το ιδεολογικό αγώνα θέλει πολιτικό αγώνα, οργάνωση σε ενιαίο μέτωπο – αλλά όχι σε μέτωπο όπως είχε καταδείξει ο σταλινισμός στο παρελθόν με τα τάχα προοδευτικά τμήματα της αστικής τάξης αλλά με τον κόσμο της εργασίας. Άρα με μια σαφής πρωτοπορία του εργατικού κινήματος θα πρέπει να δημιουργηθούν μέτωπα τόσο με κόμματα, κινήματα και οργανώσεις που θα συγκροτηθούν στην βάση της αντιφασιστικής ενότητας. Αλλά τονίζω εκ νέου, με κόμματα, οργανώσεις και κινήματα τα οποία στηρίζουν τον κόσμο της εργασίας.

Το τρίτο το οποίο δεν ξέχωρο από το δεύτερο είναι η αυτοάμυνα – στο μεσοπόλεμο κυρίως –αυτό συνέβαινε με περιφρουρήσεις στους χώρους εργασίας με πολιτοφυλακές. Νομίζω στον σήμερα έναντι αυτού, το αντίστοιχο που οφείλουμε να προτεραιοποιήσουμε είναι η κινηματική δράση, η καλή οργάνωση και η αλληλεγγύη.

Με άλλα λόγια, δεν έχουμε παρά να δράσουμε και δη άμεσα, η Τσέτκιν παρέχει με τις αναλύσεις της τροφή για σκέψη και προβληματισμό και κατανόηση πολύπλοκων φαινόμενων όπως αυτών του φασισμού. Εμείς σαφώς δεν πρέπει να μείνουμε στις προτροπές της Τσέκτιν σε αυτό αλλά να τις προχωρήσουμε και να τις δούμε στο σήμερα, να τις προσαρμόσουμε και να εμπνευστούμε από αυτές.

Και θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο το οποίο βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την λογική:

«Ναι, ο φασισμός είναι σίγουρα καταδικασμένος να αποσυντεθεί εσωτερικά και να καταρρεύσει. Μόνο προσωρινά μπορεί να υπηρετήσει την αστική τάξη ως εργαλείο ταξικής πάλης. Μόνο προσωρινά μπορεί να ενισχύσει, είτε νόμιμα είτε παράνομα, την εξουσία του αστικού κράτους ενάντια στο προλεταριάτο. Ωστόσο, θα ήταν καταστροφικό να περιοριστούμε εμείς στο ρόλο των έξυπνων και εκλεπτυσμένων παρατηρητών αυτής της διαδικασίας αποσύνθεσης. Αντιθέτως, είναι χρέος και καθήκον μας να προωθήσουμε αυτήν τη διαδικασία και να την επιταχύνουμε με κάθε δυνατό μέσο».