γράφει η Ηρώ Διώτη, πολιτική επιστήμονας, συν-συντονίστρια ΜέΡΑ25
Τον Μάρτιο του 2019, κυκλοφόρησε στη Γαλλία ένα βιβλίο που προκάλεσε αίσθηση, του κοινωνιολόγου Φρανσουά Ντιμπέ, διευθυντή Σπουδών στη διάσημη Εκόλ ντεζότ Ετίντ, ένα από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια κοινωνικών επιστημών στην Ευρώπη. Το βιβλίο που μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην Ελλάδα τον περασμένο Νοέμβριο, είχε τον τίτλο «Ο καιρός των θλιμμένων παθών. Ανισότητες και λαϊκισμός». Το βιβλίο αυτό θίγει ένα από τα πιο περίπλοκα και σημαντικά προβλήματα της εποχής μας, αναφορικά με τον τρόπο που κινούνται και δρουν οι κοινωνίες. Είναι το ζήτημα του τρόπου με τον οποίον βιώνεται στις μέρες μας η ανισότητα ή για να είμαστε ακριβείς με το πνεύμα του βιβλίου, οι ανισότητες, οι πολλαπλές διαφορετικές ταυτότητες.
Ο Ντιμπέ γράφει ουσιαστικά ότι οι κοινωνίες εξέρχονται από μια σταθερά πολλών δεκαετιών, σύμφωνα με την οποία η ανισότητα βιωνόταν ταξικά. Υπήρχαν προφανώς και άλλες παράμετροι, είχε πάντα σημασία αν είσαι άνδρας ή γυναίκα, αν είσαι μαύρος ή λευκός, ωστόσο αυτές ήταν ανισότητες που με κάποιον τρόπο εντάσσονταν στην κεντρική ανισότητα, αυτή μεταξύ των τάξεων. Αυτό, λέει ο Ντιμπέ, έχει πάψει να ισχύει και έχει δώσει τη θέση του σε μια πολλαπλότητα ανισοτήτων, οι οποίες διαπλέκονται μεταξύ τους, επικαλύπτονται ενίοτε και τελικά, επειδή δεν υπάρχει κάποια κεντρική οδός στην οποία να συναντιούνται όλες, βιώνονται ατομικά.
Σε αυτό το καθεστώς των πολλαπλών ανισοτήτων, υποστηρίζει το βιβλίο, χωρίς να κρύβει το σάστισμά του, είμαστε «άνισοι ως». Δεν είναι πλέον η κοινωνική τάξη που αθροίζει τις ανισότητες, αλλά ένας άπειρος αριθμός ταυτοτήτων. Είμαι εργαζόμενη και αυτό με καθιστά κατώτερο από έναν επιχειρηματία, αλλά εργαζόμενη γραφείου, κάτι που με καθιστά προνομιούχο έναντι ενός εργάτη στον δρόμο. Την ίδια ώρα αυτός είναι άνδρας κι εγώ γυναίκα, εγώ εργάζομαι στο σπίτι και έχω χρόνο για τον εαυτό μου, αυτός όμως έχει πιο σαφές ωράριο και ίσως λίγο μεγαλύτερο μισθό. Ζω στην επαρχία και έχω πρόσβαση σε ελεύθερους χώρους και μένω κοντά στους φίλους μου, αλλά έχω μικρά περιθώρια ανέλιξης. Και η λίστα είναι ατελείωτη καθώς προστίθενται σε αυτή κριτήρια που μπορεί να αφορούν το οτιδήποτε. Την ηλικία, την καταγωγή, τη φυσική δύναμη, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την επισφάλεια, την εκπαίδευση, την οικογενειακή κατάσταση.
Στο τέλος της ημέρας, ποια είναι η κοινότητα των καταπιεσμένων; Ποιοι είναι οι εκμεταλλευτές και ποιοι οι εκμεταλλευόμενοι; Σε αυτό δεν υπάρχει πια απάντηση. Συνήθως, λέει ο Ντιμπέ, αγανακτούμε με τον διπλανό μας, συγκρινόμαστε με τον κοντινότερο και στρεφόμαστε ενάντια στην ανισότητα που διαβλέπουμε σε σχέση με αυτόν. Με κάπως πιο επιστημονικούς όρους, ο Ντιμπέ περιγράφει πώς δυναμώνει ο φασισμός μέσα στις κοινωνίες. Η ανισότητα δε βιώνεται συλλογικά, αλλά ατομικά. Ο εχθρός, ο αντίπαλός μας δεν βρίσκεται πλέον από πάνω μας, αλλά δίπλα μας.
Να η συνθήκη μέσα από την οποία, η Αριστερά παύει να είναι πλέον η τράπεζα του θυμού για τις κοινωνίες και τη θέση της παίρνει η ακροδεξιά.
Ο Ντιμπέ δεν έχει ακριβώς απάντηση σε αυτό το πρόβλημα που περιγράφει. Υποστηρίζει ότι αυτή η ατομική αγανάκτηση έχει στην πραγματικότητα κοινωνική υπόσταση -και αυτό προφανώς είναι σωστό- και εμείς, ως Αριστερά, πρέπει να τονίσουμε αυτή την κοινωνική υπόσταση, την ανάγκη να είναι συλλογική η διεκδίκηση, να μην τρέχουμε πίσω από τον λαϊκισμό γιατί στο τέλος αυτός θα βγαίνει πάντα πρώτος. Αφού, λέει, δεν είμαστε η τράπεζα του θυμού, ας γίνουμε η τράπεζα της ελπίδας.
Και εδώ είναι που θέλω να αρχίσω να μιλάω για το βιβλίο του Χρήστου Λάσκου, «Να ξαναμιλήσουμε για την εκμετάλλευση, Απλοϊκά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας». Ένα βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε τον περασμένο Φεβρουάριο και αποτελεί την συρραφή και την επανεπεξεργασία κειμένων που ο Χρήστος έγραψε ανάμεσα στο 2022 και το 2023 -είναι επομένως μια δουλειά που γίνεται ελάχιστο χρόνο αργότερα από αυτήν που γέννησε το βιβλίο για τον Καιρό των Θλιμμένων Παθών. Κάτι που σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνει, όχι ίσως την σκέψη και τις επεξεργασίες που το γέννησαν, αλλά σίγουρα τη συγκυρία και τις εμπειρίες που το ενέπνευσαν. Και κάνοντάς το αυτό, ο Χρήστος, υπενθυμίζει, με τρόπο εξαιρετικά κατανοητό, εύληπτο και σαφή, ποια είναι, ποια παραμένει η Route 66 -η παλιά και κεντρική αρτηρία- της εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό. Δηλαδή το γεγονός ότι ζούμε σε ένα οικονομικό σύστημα, και ένα κοινωνικό σύστημα, το οποίο βασίζεται σε μια πολύ απλή διαδικασία στη ρίζα του. Στη διαρκή αναδιανομή του εισοδήματος από τους φτωχούς που παράγουν τον πλούτο, στους πλούσιους που τον απολαμβάνουν. Στη διαρκή μετατροπή δηλαδή του ανθρώπινου κόπου σε κέρδος για τις επιχειρήσεις, σε βαθμό οριακής ασφυξίας για τους εργαζόμενους. Αυτή είναι μια διαδικασία τόσο απαραίτητη για να προχωρά ο καπιταλισμός όσο το πετάλι είναι απαραίτητο για να προχωρά το ποδήλατο.
Το βιβλίο του Χρήστου Λάσκου μάς δείχνει ότι πίσω από το να είμαστε άνδρες, γυναίκες, μαύροι, άσπροι, να ζούμε σε ήσυχες ή πολυσύχναστες γειτονιές, να δουλεύουμε στο σπίτι ή στο εργοστάσιο, είμαστε στην πραγματικότητα γρανάζια μιας μηχανής που το λάδι για να δουλέψει είναι η διαρκής κλοπή. Ότι ο καπιταλισμός είναι ένας Ρομπέν των Δασών από την ανάποδη. Ο παράνομος φυγάς του δάσους του Σέργουντ έκλεβε από τους πλούσιους για να τα δώσει στους φτωχούς, ενώ το σύστημα στο οποίο ζούμε κλέβει από τους φτωχούς και τα δίνει στους πλούσιους.
Και το βιβλίο του Χρήστου Λάσκου, το κάνει αυτό σαφές συνεισφέροντας δύο πολύτιμα εργαλεία για κάθε άνθρωπο που παρεμβαίνει πολιτικά μέσα στην κοινωνία. Το πρώτο, είναι ότι αντίθετα από μια ευρύτατα καλλιεργημένη αυταπάτη, με την οποία έζησε και ζει και η Αριστερά εδώ και δεκαετίες, ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι ένας ψοφοδεής κακομοίρικος καπιταλισμός, ανάξιος ακόμα και να έχει αυτό το όνομα.
Ή, για να είμαστε ακριβείς, αν έχει τέτοια στοιχεία ενίοτε απέναντι στους διεθνείς εταίρους και ανταγωνιστές του, είναι ταυτόχρονα ένας πολύ ρωμαλέος, άγριος, επιθετικός καπιταλισμός όταν έχει να κάνει με τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στην Ελλάδα. Είναι ένας καπιταλισμός που, όπως πολύ εύστοχα αναδεικνύει ο Χρήστος έχει το μεγαλύτερο -συντριπτικά μάλιστα- ποσοστό κέρδους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι ένας καπιταλισμός που, όπως έχουμε δει στα στοιχεία της Eurostat, εξαναγκάζει τις υποτελείς τάξεις, στον περισσότερο εβδομαδιαία χρόνο εργασίας σε όλη την Ευρώπη. Πρέπει λοιπόν να πάψουμε να σκεφτόμαστε τον Έλληνα επιχειρηματία ως έναν φουκαρά που ζητά ένα ξεροκόμματο στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και να τον σκεφτόμαστε σαν έναν τρομερό μάγκα λωποδύτη, ο οποίος καταφέρνει να έχει το μέγιστο κέρδος, βάζοντας όλους τους υπόλοιπους να εργάζονται τον μέγιστο δυνατό χρόνο και κάνοντας ο ίδιος την ελάχιστη δυνατή επένδυση. Για την ακρίβεια μηδενική ή και αρνητική επένδυση τα χρόνια των Μνημονίων και εκείνων που τα ακολούθησαν. Ο Έλληνας καπιταλιστής είναι ένας πραγματικός «τεμπέλης της εύφορης κοιλάδας», έχει καταφέρει κάτι που ούτε στα όνειρά τους βλέπουν οι ευρωπαίοι συνάδελφοί του, να κερδίζει πολλά χωρίς να βάζει τίποτα και χωρίς να ρισκάρει τίποτα.
Το δεύτερο εργαλείο που μας προσφέρει ο Χρήστος Λάσκος στο βιβλίο του είναι το γκρέμισμα ορισμένων κατά συνθήκη ψευδών του καπιταλισμού και κυρίως των υποστηρικτών του και των απολογητών του φιλελευθερισμού. Κάθε απόφοιτος λυκείου, διαβάζοντας το βιβλίο, είναι σε θέση να καταλάβει πώς οι αριθμοί στον καπιταλισμό λένε ψέματα, πώς τα ποσοστά του πληθωρισμού ή του ΑΕΠ είναι ψευδεπίγραφοι και αυθαίρετοι μέσοι όροι, που αυτό που μας λένε περίπου ότι ένας άνθρωπος που πάσχει από βαριά παχυσαρκία και ένας άνθρωπος που πάσχει από βαριά ασιτία μας κάνουν δύο ανθρώπους με ισορροπημένα κιλά. Ή ότι η ιδέα ότι το μυστικό της οικονομικής υγείας βρίσκεται στην υγιή επιχειρηματικότητά είναι μια μπούρδα και μισή. Ότι οι ίδιες οι επιχειρήσεις λειτουργούν χάρη στη συλλογική δύναμη των εργαζομένων και ουδόλως χάρη στο κοφτερό μυαλό των CEO. Ακόμα – ακόμα και ότι η ιδέα του «αόρατου χεριού» δεν ήταν διόλου σίγουρη για τον εαυτό της στο έργο του πάπα των φιλελεύθερων Άνταμ Σμιθ, ο οποίος ξόδεψε πολλή μελάνη για να ασχοληθεί με την προστασία από την επιχειρηματική αυθαιρεσία.
Και μας λέει και κάτι άλλο ο Χρήστος, στο τέλος αυτού του σπουδαίου βιβλίου. Ότι δεν υπάρχουν νομοτέλειες. Ότι αυτό υπήρξε για δεκαετίες το δικό μας κατά συνθήκη ψεύδος, η ιδέα ότι η ιστορία θα έχει αναγκαστικά καλό τέλος. Δεν είναι έτσι. Βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο περιβαλλοντικής καταστροφής του πλανήτη αλλά και πολιτισμικής κατάρρευσης της ανθρωπότητας. Και πρέπει να δράσουμε για να αλλάξουμε αυτή την πορεία. Ο σοσιαλισμός δεν είναι μια νομοτέλεια, αλλά παραμένει μια δυνατότητα και μάλιστα μια αναγκαία δυνατότητα όπως καταλαβαίνει ο καθένας κλείνοντας αυτό το βιβλίο.
Βρισκόμαστε στη μεγάλη και στη μικρή εικόνα σε αυτή την κατάσταση. Οφείλουμε να ξαναορίσουμε την κεντρική αρτηρία της εκμετάλλευσης και να παρέμβουμε σε αυτή. Δεν είμαστε βέβαια σε ευνοϊκή θέση, βρισκόμαστε, στην καρδιά της πιο σκοτεινής ευρωπαϊκής νύχτας. Αλλά ετοιμάζουμε μια αναγέννηση μέσα στα ερείπια. Οι Αυστριακοί, λαός κάπως παρεξηγημένος στην πραγματικότητα, έχουν μια χαριτωμένη φράση για τον στρατό τους. Λένε ότι έχασε όλες τις μάχες που έδωσε, εκτός από εκείνες που στην αρχή τους δεν είχε καμία ελπίδα. Νομίζω ότι είμαστε ακριβώς στη στιγμή, που μπορούμε να εμπνευστούμε από αυτή την παραδοξότητα και να βγούμε έξω στον καθαρό αέρα και να νικήσουμε. Το βιβλίο του Χρήστου Λάσκου είναι ένας οδηγός για αυτό.