Ανεβαίνει το θερμόμετρο στην Προανακριτική Επιτροπή, καθώς οι μεθοδεύσεις της πλειοψηφίας της Νέας Δημοκρατίας πυροδοτούν συνεχείς αντιδράσεις από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και του ελεγχόμενου πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, με τελευταίο επεισόδιο να αφορά τις αποφάσεις για την κλήση μαρτύρων για το νέο, διευρυμένο κατηγορητήριο. Η Νέα Δημοκρατία αγνόησε σχεδόν όλες τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για κλήση μαρτύρων, ενώ προχώρησε στην κλήση μη πολιτικών προσώπων, της δημοσιογράφου Γιάννας Παπαδάκου και των εκδοτών Γιάννη Φιλιππάκη και Αλέξανδρου Τάρκα.

Μάλιστα, για τις παραπάνω κλήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφυγε ήδη στο Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής ώστε να ζητήσει την κρίση του για το νόμιμο της εξέτασης ιδιωτών μαρτύρων. Παράλληλα, καταγγέλλει τη Νέα Δημοκρατία για την απόφασή της να καλέσει «πρώην υπουργό-πολιτικό πρόσωπο να παράσχει εξηγήσεις επί των αδικημάτων του νέου κατηγορητηρίου, χωρίς και πριν ακόμα διενεργηθεί ούτε μία πράξη έρευνας και συλλογής αποδεικτικών στοιχείων».

Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ομάδας ΣΥΡΙΖΑ της Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης:

Η Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης (στο εξής «Επιτροπή) μετά το νέο «κατηγορητήριο» ΚΑΤΑ του κ. Παπαγγελόπουλου, συνεδρίασε στις 4.06.2020 και αποφάσισε επί δύο θεμάτων, τα οποία δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά της, το πρώτο: καλεί τους τυχόν συμμετόχους του υπουργού για παροχή εξηγήσεων στο στάδιο λειτουργίας της «Επιτροπής» και πριν ακόμα καταστεί «κατηγορούμενος» ο πρώην υπουργός, και δεύτερον: ενώ ερευνά, υποτίθεται, νέο κατηγορητήριο, δεν προβαίνει σε καμία διενέργεια συλλογής αποδεικτικών στοιχείων για την στοιχειοθέτηση ή μη των νέων κατηγοριών(σύμφωνα με τον ν.ΚΠΔ υπάρχει πλέον ρητή υποχρέωση σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, να ερευνάται, όχι μόνο η τυχόν ενοχή αλλά και η αθωότητα του υπόπτου ή κατηγορουμένου, κατ’ άρθρο 239 ΚΠΔ, με εξέταση μαρτύρων και συλλογή αποδείξεων), αλλά αντίθετα καλεί τον αρχικά εγκαλούμενο ως ύποπτο, πρώην υπουργό, να παράσχει εξηγήσεις, χωρίς προηγουμένως να ενεργηθεί ούτε η ελάχιστη εξέταση μαρτύρων και συλλογή αποδεικτικών στοιχείων επί των αδικημάτων του νέου κατηγορητηρίου.

Ταυτόχρονα, καλεί ως «υπόπτους» ιδιώτες μη πολιτικά πρόσωπα, χωρίς γι αυτά να έχει υπάρξει απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία σύμφωνα με το Σύνταγμα, τον ν. 3126/03 και τον ΚΠΔ, αποφαίνεται και ερευνά ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ το πολιτικό πρόσωπο, πρώην υπουργό, και γι αυτό είναι το μοναδικό πρόσωπο που παρέστη και στην Ολομέλεια της Βουλής για να αντικρούσει τις σε βάρος του κατηγορίες.

Ενόψει αυτών, στην συνεδρίαση της «Επιτροπής» της 4.06.2020, εμείς ως ομάδα Βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ υποβάλαμε ενστάσεις για τις δύο προαναφερόμενες μη σύννομες αποφάσεις της, και γι αυτό αποφασίσαμε να προσφύγουμε στο Επιστημονικό Συμβούλιό της Βουλής, υποβάλλοντας αναλυτικά όλα όσα υποστηρίξαμε στη συνεδρίαση αυτή, υπό τη μορφή δύο ερωτημάτων:

΄Εχει τη νομική δυνατότητα και αρμοδιότητα η «Επιτροπή» να καλέσει, και μάλιστα a priori, χωρίς τη διεξαγωγή καμία έρευνας και αποδεικτικής διαδικασίας, τους τυχόν συμμετόχους στο στάδιο της Προκαταρκτικής Εξέτασης και παντάπασι πριν την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του πρώην υπουργού-πολιτικού προσώπου; Η θέση μας είναι αρνητική και στηρίζεται στο Σύνταγμα και το νόμο, αλλά και πληθώρα νομολογίας, καθώς και στην επιστήμη και θεωρία του ποινικού και ποινικοδικονομικού δικαίου.
Είναι από ποινικοδικονομικής απόψεως ανεκτό και σύννομο να καλείται ο πρώην υπουργός-πολιτικό πρόσωπο να παράσχει εξηγήσεις επί των αδικημάτων του νέου κατηγορητηρίου, χωρίς και πριν ακόμα διενεργηθεί ούτε μία(αριθμητικό 1) πράξη έρευνας και συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, για να μπορεί και η Επιτροπή, αλλά, και κυρίως, ο «εγκαλούμενος» πρώην υπουργός να παράσχει εξηγήσεις, όχι γενικά και αφηρημένα επί των τίτλων των νέων κατηγοριών, αλλά επί συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «επαρκείς ενδείξεις» και να δικαιολογήσουν την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του από την Ολομέλεια της Βουλής, λειτουργούσα ως Εισαγγελέας που έχει αρμοδιότητα άσκησης ποινικής δίωξης, μετά τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων από την «Επιτροπή», που ενεργεί ως γενικός προανακριτικός υπάλληλος, κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ;
Και αν αυτό δεν είναι ανεκτό για το εγκαλούμενο «πολιτικό πρόσωπο», είναι πολλαπλώς παράνομο για τους ιδιώτες, τυχόν συμμετόχους του, όπως αναλυτικά επίσης παραθέτουμε στο πολυσέλιδο υπόμνημά μας. Και η θέση μας επιβεβαιώθηκε σήμερα από την κατάθεση του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας του Πρωτοδικείου Αθήνας κ. Ιωαννίδη, ο οποίος διαβεβαίωσε δύο πράγματα:

Ότι ο ίδιος έδωσε παραγγελία σε Εισαγγελικό Λειτουργό, στον φυσικό δικαστή δηλαδή, να διερευνήσει τη μήνυση Μιωνή κατά των μη πολιτικών προσώπων που η «Επιτροπή» μας αποφάσισε να καλέσει ως «υπόπτους»(Παπαδάκου, Φιλιππάκη και Τάρκα) και
Ότι απαγορεύεται από το νόμο (ΚΠΔ) για τα ίδια πρόσωπα και την ίδια υπόθεση, να γίνεται έρευνα από δύο διαφορετικά Εισαγγελικά όργανα ταυτόχρονα, όπως εν προκειμένω, και από την Εισαγγελία Πρωτοδικών δηλαδή και από την «Επιτροπή» μας που λειτουργεί ως Εισαγγελέας που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση.
Έτσι αποκαλύφθηκε πλήρως η υποκρισία, η σκοπιμότητα και η παρανομία της πλειοψηφίας της Ν.Δ., που παρά το νόμο και αντίθετα με το Σύνταγμα, έχει προαποφασίσει την παραπομπή Παπαγγελόπουλου, χωρίς καν να εξετάσει τους μάρτυρες που προτείνει, και κυρίως τους εισαγγελικούς λειτουργούς για τους οποίους ο κ. Μιωνής άφησε υπαινιγμούς για συμμετοχή ή υποβοήθηση της «συμμορίας», που υπάρχει μόνο στο μυαλό του. Και γι αυτό η πλειοψηφία της Ν.Δ. δεν τολμά να καλέσει ως μάρτυρες τους εισαγγελικούς λειτουργούς που έλαβαν καταθέσεις από τον Φαλτσιανί, χειρίστηκαν τις υποθέσεις Μιωνή και γνωρίζουν «από πρώτο χέρι» τι ακριβώς έχει συμβεί και έχει μεσολαβήσει. Φοβούνται τους εισαγγελείς, ενώ σε ένα Κράτος Δικαίου και μία ευνομούμενη πολιτεία, θα έπρεπε να το επιδιώκουν. Θλίψη και μόνο θλίψη.

Η θέση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής επί των δύο προαναφερομένων ζητημάτων είναι κρίσιμη, διότι ομιλούμε για «δικαιώματα» υπόπτων και μάλιστα και μη πολιτικών προσώπων που ήδη ελέγχονται από τον φυσικό τους δικαστή (άρθρα 8 και 96 Σ), που αποτελούν τον πυρήνα του Κράτους Δικαίου και της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, όπως οριοθετούνται και υπό την ισχύ της ΕΣΔΑ, του Θεμελιώδη Χάρτη Ατομικών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., και φυσικά της Νομολογίας του ΕΔΑΔ. Ιδίως όταν καλούνται ως ύποπτοι, χωρίς ποτέ να έχουν κληθεί στην Ολομέλεια για να «απολογηθούν», ούτως ειπείν. Που ζούμε; Σε τι ακριβώς καθεστώς;

Εξάλλου, την Τρίτη, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης προχώρησε σε δήλωση για «πρωτοφανής αυταρχική καταπάτηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων μου παραπέμπει ευθέως σε ολοκληρωτικά καθεστώτα», τονίζοντας πως «η κατ’ εξακολούθηση παραβίαση του Συντάγματος και οι συνεχείς παρανομίες σε βάρος μου δεν ωφέλησαν σε τίποτα τους συκοφάντες σκευωρούς κατηγόρους μου».

«Εννέα μήνες παράνομων ερευνών, 200.000 σελίδες δικογραφία και κανένα απολύτως στοιχείο σε βάρος μου. Αντιθέτως στη δικογραφία υπάρχουν εκατοντάδες αδιάσειστα στοιχεία της αθωότητάς μου. Αυτά θέλουν να κρύψουν οι κατήγοροί μου. Αυτά θέλουν να με εμποδίσουν να αποκαλύψω» αναφέρει, μεταξύ άλλων ο Δ. Παπαγγελόπουλος, υπογραμμίζοντας πως «Μου έδωσαν προθεσμία 10 ημερών για να μελετήσω μια τεράστια δικογραφία και να προετοιμάσω την υπεράσπισή μου. Ούτε να φυλλομετρήσω δεν προλαβαίνω 200.000 σελίδες σε δέκα ημέρες».

«Η πρωτοφανής αυταρχική καταπάτηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων μου παραπέμπει ευθέως σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο νομικός κόσμος, οι δικηγορικοί σύλλογοι, η ακαδημαϊκή κοινότητα ιδίως των νομικών σχολών και οι δημοκρατικοί πολίτες πρέπει να αντιδράσουν» τονίζει ακόμα ο πρώην αναπληρωτής υπουργός, καθώς καταλήγει τονίζοντας πως «Η κατάλυση του κράτους δικαίου μας αφορά όλους. Σήμερα η καμπάνα χτυπάει για μένα. Αύριο θα χτυπήσει για σας».

Σημειώνεται πως σε συνέντευξή της στην τηλεόραση του Κόντρα, η δημοσιογράφος Γιάννα Παπαδάκου που έχει κληθεί να καταθέσει ως «ύποπτη», δήλωσε πως για πρώτη φορά στην ιστορία της η Βουλή καλεί έναν πολίτη ως ύποπτο.

«Κάποια πάνε να διαστρέψουν την αλήθεια, να ανατρέψουν την ιστορία. Οι άνθρωποι που έκαναν σωστά τη δουλειά τους, έκαναν δημοσιογραφική έρευνα, υπηρέτησαν το λειτούργημά τους είτε ως δημοσιογράφοι, είτε ως εισαγγελικοί λειτουργοί, είτε ως πολιτικοί ενθαρρύνοντας τις έρευνες για δύο μεγάλα σκάνδαλα όπως Novartis και λίστα Λαγκάρντ, αυτοί οι άνθρωποι τείνουν να μετατραπούν σε κατηγορούμενοι» ανέφερε, μεταξύ άλλων, ενώ υποστήριξε πως κλήθηκε ως ύποπτη επειδή δύο μάρτυρες είπαν ψέματα.

«Η μία μάρτυρας είναι η εισαγγελική λειτουργός κυρία Ράικου. Ισχυρίστηκε ότι άκουσε για πρώτη φορά για πολιτικούς από εμένα το Μάρτιο του 2017. Τα έγγραφα του FBI που έφτασαν πρόσφατα στην προανακριτική επιτροπή, αποδεικνύουν ότι ήξερε για χρηματισμό κυβερνητικών παραγόντων από το Δεκέμβριο του 2016» τόνισε η δημοσιογράφος. «Την πείραξε η αποκάλυψη των περίφημων τριών εμβασμάτων που όχι ενός που έλεγε ψευδώς, που πήρε ο άντρας της από την Novartis. Το ένα ήρθε επί δικιάς της θητείας. Αποκαλύπτεται γιατί στράφηκε εναντίον μου» συμπλήρωσε ακόμα η Γ. Παπαδάκου, προσθέτοντας πως ο δεύτερος μάρτυρας που είπε ψέματα είναι ο Σ. Μιωνή.

Ομολογία προσχηματικών κλήσεων από τη Νέα Δημοκρατία

Την Τρίτη, οι καταθέσεις συνεχίστηκαν με έναν από τους μάρτυρες που είχε προτείνει ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, τον εφέτη Κωνσταντίνο Σταμαδιανό, η οποία χαρακτηρίστηκε ως «κατάθεση εξπρές». Σύμφωνα με πλήθος δημοσιευμάτων που αναφέρονται σε πηγές της Προανακριτικής, ο εφέτης κατέθεσε για λιγότερο από ένα τέταρτο της ώρας, με τον ίδιο να αναφέρει πως δεν έχει «καμία γνώση για τις διερευνούμενες πράξεις».

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ο Κ. Σταμαδιανός απάντησε σε ερώτηση του Θάνου Πλεύρη για το αν έχει δεχθεί πιέσεις από τον Δ. Παπαγγελόπουλο και εάν «γνωρίζετε τα περί Ρασπούτιν», αναφέροντας λακωνικά πως «Με τον κ. Παπαγγελόπουλο είχαμε συνυπάρξει στο Πρωτοδικείο το 2002. Ουδέποτε έχω επικοινωνήσει ή με έχει πάρει τηλέφωνο. Ό,τι γνωρίζω το γνωρίζω από τον Τύπο και την τηλεόραση. Δεν έχω να καταθέσω κάτι». Ακόμα, ο εφέτης φέρεται να δήλωσε πως έχει θετική άποψη για τον αντιεισαγγελέα Ιωάννη Αγγελή και την πρώην εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς, Ελένη Ράικου, καθώς και πως δεν έχει ακούσει κάτι αρνητικό ούτε για τους κ.κ. Αθανασίου, Τσατάνη και Κυβέλου.

Ωστόσο, ένα στοιχείο που φαίνεται πως προέκυψε κατά την κατάθεση και αξίζει να σημειωθεί, είναι η αναφορά του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Κ. Μαρκόπουλου, που παραδέχτηκε πως «Εμείς καλέσαμε τους εν λόγω μάρτυρες για να μην πει κανείς ότι δεν καλούμε μάρτυρες». Η αναφορά του αυτή πυροδότησε, όπως ήταν φυσικό, τις αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κατηγόρησε την κυβερνητική πλειοψηφία για ομολογία των μεθοδεύσεων σε βάρος της Προανακριτικής, ενώ ο Κ. Σταμαδιανός είχε μόλις δηλώσει πως «Δεν είμαι εισαγγελέας. Αρμοδιότεροι να απαντήσουν για αυτούς είναι συνάδελφοί τους».

Όπως αναφέρεται, η βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Δ. Αυγέρη, απάντησε στον Κ. Μαρκόπουλο πως «Μόλις επιβεβαιώσατε ότι είναι προσχηματική η πρόσκληση και ότι η επιλογή δεν έγινε με κριτήριο της διερεύνηση της αλήθειας». Μάλιστα, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Σπ. Λάππας, έκανε στη συνέχεια λόγο για ολίσθημα που «δεν έχει όρια», σημειώνοντας πως «Επαναφέρει το θέμα του Ζαγοραίου και Καλούδη. Έχετε μια καταγγελία και δεν καλείτε τους μάρτυρες που προτείνει ο εγκαλούμενος;».

Σημειώνεται πως σύμφωνα με πηγές της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την πορεία των κλήσεων των δύο εισαγγελέων Ζαγοραίου και Καλούδη θα εξαρτηθεί και η στάση του κόμματός τους στην Προανακριτική.

Διαμαρτύρεται και διαψεύδει ο Λοβέρδος – Τον Αγγελή του δείχνει η Τουλουπάκη

Αξίζει να σημειωθεί πως με καθυστέρηση αρκετών ημερών από την πολυσέλιδη κατάθεση της εισαγγελέως κατά της Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, στους εισαγγελείς του Αρείου Πάγου, ο ελεγχόμενος από τη Δικαιοσύνη, Ανδρέας Λοβέρδος, απέστειλε την Τρίτη επιστολή στην Προανακριτική Επιτροπή, με την οποία διαψεύδει τους «ισχυρισμούς Τουλουπάκη», ότι «δήθεν συνταξίδευε» με τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Αγγελή στη Βιένη, κατά το επίμαχο ταξίδι των δικαστικών λειτουργών.

Ο βουλευτής του ΚΙΝΑΛ καταλογίζει «πανικό» στη «συμμορία», υποστηρίζοντας πως ούτε το επίμαχο διάστημα, ούτε το 2018 και το 2019 ταξίδεψε από τη Βιέννη στην Αθήνα.

Διαβάστε αναλυτικά την επιστολή του:

προς την προανακριτική επιτροπή:

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Με έκπληξη πληροφορήθηκα ότι η Εισαγγελέας Διαφθοράς κ. Ελένη Τουλουπάκη σε έγγραφο υπόμνημα εξηγήσεων της προς τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου κ.κ. Ευάγγελο Ζαχαρή και Λάμπρο Σοφουλάκη, που διενεργούν προκαταρκτική έρευνα για την υπόθεση NOVARTIS, αναφέρει, ότι δήθεν συνταξίδευσα σε αεροπορική πτήση από Βιέννη προς Αθήνα με τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ιωάννη Αγγελή.

Η αναφορά αυτή, η οποία αναπαράχθηκε σε πρωτοσέλιδο και με ψευδέστατους ερμηνευτικούς ισχυρισμούς από την εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», τυγχάνει απολύτως ψευδής, δεδομένου ότι δεν έχω ταξιδέψει από Βιέννη προς Αθήνα όχι μόνο κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αλλά και για όλο το έτος 2018 καθώς και για το έτος 2019.

Κύριε Πρόεδρε,

Είναι προφανές ότι οι εμπλεκόμενοι στην κατά τον Ποινικό Κώδικα σχετική συμμορία, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πλέον τα αμείλικτα ερωτήματα της Ελληνικής Δικαιοσύνης, έχουν καταληφθεί από πανικό εξαιτίας της δεινής θέσης που έχουν περιέλθει και προσπαθούν να αποσείσουν τις πάσης φύσεως ευθύνες τους με ψευδείς ισχυρισμούς που αναδεικνύουν την εσχάτη ένδεια των υπερασπιστικών τους θέσεων για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει στη συγκεκριμένη υπόθεση.

Με τιμή,

Ανδρέας Λοβέρδος-κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Κινήματος Αλλαγής

Η διάψευσή του, ωστόσο, απαντήθηκε άμεσα από την εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς, η οποία υπογραμμίζει πως για την συνάντηση του βουλευτή του ΚΙΝΑΛ με τον αντιεισαγγελέα Αγγελή έλαβε γνώση από τον ίδιο τον αντιεισαγγελέα, και συγκεκριμένα από την κατάθεση του τελευταίου στην Προανακριτική Επιτροπή. Μάλιστα, υπογραμμίζει πως ο αντιεισαγγελέας τη χαρακτήρισε «θεϊκό σημάδι», και καλεί τον Ανδρ. Λοβέρδο να διαψεύσει τον Ιωαν. Αγγελή και όχι την ίδια.

Συγκεκριμένα, η Ε. Τουλουπάκη απάντησε τα εξής:

«Οι εξηγήσεις μου όπως και η κλήση μου σε εξηγήσεις δεν διέρρευσαν στον Τύπο από εμένα αλλά μετά τη διαβίβασή τους στη Βουλή των Ελλήνων. Έλαβα το πρώτον γνώση της συνάντησης των κ.κ. Λοβέρδου και Αγγελή στην πτήση από τη Βιέννη από την κατάθεση του κ. Αγγελή ενώπιον της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής. Επί της καταθέσεως αυτής σχολίασα ως είχα δικονομικό δικαίωμα. Τη συνάντηση μάλιστα αυτή ο κ. Αγγελής χαρακτηρίζει ως ”θεϊκό σημάδι”. Πράγματι την ίδια άποψη αποκόμισα κι εγώ διαβάζοντας την κατάθεσή του. Αν το περιστατικό είναι αναληθές τότε ο κ. Λοβέρδος θα πρέπει να διαψεύσει τον κ. Αγγελή κι όχι εμένα. Τα λοιπά περί συμμορίας τα αντιπαρέρχομαι καθ’ όσον δεν αξίζουν ούτε καν σχολιασμού από εισαγγελέα που σέβεται τον εαυτό του».