Το γνωστότερο όλων των σκίτσων του Μπομπ Μάινορ είναι το «Επιτέλους ο Τέλειος Στρατιώτης», At Last a Perfect Soldier, το οποίο ζωγραφίζει ως βασικός σκιτσογράφος του ριζοσπαστικού αριστερού περιοδικού Οι Μάζες, ζωγραφίζει για να αντιταχθεί στην προδιαγραφόμενη εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο που θα ονομαζόταν Α’ Παγκόσμιος. Αξέχαστο και σημαντικό ακόμη, όπως δείχνει και η πολύ πρόσφατη ανάσυρσή ενός σκίτσου του 1915 το 2018, για να κρίνει τη σχέση του Τραμπ με τη δικαιοσύνη.
Ο ιδανικός πολεμιστής είναι ΚΔΩΑ, Κτηνώδης Δύναμη, Ογκώδης Άγνοια, όπως θα έλεγε κι ο Κουτρουμπούσης – ακέφαλος και ανεγκέφαλος αλλά πολύ δυνατός.
Ήταν τέτοια η απήχηση του σκίτσου, και άλλων σκίτσων που ακολούθησαν, και άρθρων που γράφτηκαν, στο περιοδικό, ώστε παρενέβη το Κράτος των ΗΠΑ για να σταματήσει την διανομή του Οι Μάζες, μέσω ταχυδρομείου, με τους προνομιακούς όρους των περιοδικών. Όταν δεν καταφέρνουν να τους κλείσουν έτσι, συλλαμβάνουν τον Μάινορ και άλλα στελέχη, και τους διώκουν με το Νόμο Περί Κατασκοπείας, τον Espionage Act του 2017, τότε ολόφρεσκο, που οδηγεί, μετά από έναν πολύμηνο δικαστικό αγώνα, στο κλείσιμο του περιοδικού, το Δεκέμβρη του 1917, ένα μήνα μετά την Σοβιετική Επανάσταση, διότι προήγαγε «την προδοσία, την εξέγερση και την βίαιη αντίσταση σε οποιονδήποτε νόμο των ΗΠΑ». Τα στελέχη του εντύπου φυλακίζονται. Με τον ίδιο νόμο Περί Κατασκοπείας οι διώξεις συνεχίζονται για πάνω από έναν αιώνα τώρα: με τον ίδιο νόμο έχουν διωχθεί ο Γιουτζίν Ντεμπς, o Ντάνιελ Ελσμπεργκ, ο Έντουαρντ Σνόουντεν, η Τσέλσυ Μάνινγκ, ο Τζούλιαν Ασάνζ…
Δεν είναι αυτό όμως το σκίτσο του που κάνει τον τελευταίο καιρό τον γύρο του διαδικτύου. Είναι ένα σκίτσο του 1925, στο οποίο τρεις μη λευκοί γίγαντες, η Κίνα, η Αφρική και η Ινδία, ξυπόλυτοι, με εργατική φόρμα, κι ένα χαμόγελο εκδίκησης, κοιτούν, στα πόδια τους, τους καλοντυμένους Αμερικάνους, Βρετανούς και Γάλλους ιμπεριαλιστές, που κρατούν, μικροί κι ανίσχυροι, τα μαστίγιά τους – πίσω από τους τρεις γίγαντες, χαμογελά, ένοπλος, διακριτικός, ένας σοβιετικός στρατιώτης. «Μια μέρα θα ξυπνήσουν»…
Αν η έρευνά μου είναι σωστή, στο τουίτερ πρωτοεμφανίζεται αρχές Μαρτίου. Το θυμίζει η Ινδή δημοσιογράφος Αμρίτα Μπρίντερ, που το συνοδεύει με τις γραμμές: «Μια μέρα θα ξυπνήσουν! Σχεδόν 100 χρόνια πριν, ο διάσημος σκιτσογράφος των ΗΠΑ Μπομπ Μάινορ συνειδητοποίησε ότι τα δυτικά έθνη κυβερνούσαν τον κόσμο γιατί ήταν πλούσια σε χρήμα και όπλα. Η Κίνα, η Ινδία, η Αφρική ήταν φτωχές σε χρήμα και όπλα, αλλά πλούσιες σε ανθρώπους. Μια μέρα, η ισορροπία της ισχύος θα ανατρεπόταν».
Η υποδοχή, μετεξέλιξη, αναδημοσίευση του σκίτσου, με αλλαγές και προσθήκες στα συνοδευτικό κείμενο, το έφερε δεκάδες φορές στο μέηλ μου, στο τουίτερ ξένων συναδέλφων που ακολουθώ, στο τέλεγκραμ, στο ίνστα… Ξανά και ξανά και ξανά, ο Παγκόσμιος Νότος έλεγε ότι βρήκε τη φωνή του, ότι διεκδικεί μιαν άλλη, ισότιμη σχέση στον κόσμο, έναν μη μονοπολικό, έναν δικαιότερο κόσμο.
Για τον Παγκόσμιο Νότο, που αναθαρρεύει, το σκίτσο αποδεικνύεται σχεδόν προφητικό και εκφράζει νέα αντίσταση. Κάνει το γύρο του διαδικτύου την ώρα που η Αφρική δέχεται επισκέψεις υψηλότατες, από την Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ ως την αντιπρόεδρό τους και τον υπουργό Εξωτερικών τους, από τον Γάλλο πρόεδρο ως τον πρόεδρο της γερμανικής βουλής, που τάζουν χρήμα και λαγούς με πετραχήλια, και απαντά αρνητικά, με αξιοπρέπεια, διεκδικώντας τη δική της φωνή. Που η Κίνα, με την έξοδο 350 εκατομμυρίων ανθρώπων από τη φτώχεια, διεκδικεί λόγο, και μάλιστα λόγο ειρήνης, και πρωτεύουσα θέση στο παγκόσμιο σκηνικό. Που η Ινδία, βλέπει στην ενεργειακή ανακατάταξη τη μεγάλη της ευκαιρία για την έξοδο και των δικών της εκατομμυρίων από τη φτώχεια. Λείπει η Βραζιλία από το σκίτσο, που με ένα τρόπο αναφέρεται στις BRICS, όμως ο κόσμος αλλάζει, και αλλάζει όπως θεωρούσε ένας παλιός κομμουνιστής, ακτιβιστής και δημιουργός, σκιτσογράαφος. Ο Μπομπ Μάινορ.
Και μας τον θυμίζει, για να θυμηθούμε μέσα από τη ζωή του τους επιτυχημένους κι αποτυχημένους αγώνες αυτού του αιώνα, ξανακοιτώντας και την κατάληξη.
Η προσωπική του ιστορία ξεκινάει στο Τέξας. Γιος δικηγόρου, που μένει άνεργος, παρακολουθεί τέσσερα χρόνια μόνο σχολείο, από τα 10 ως τα 14 του, και κάνει δουλειές του ποδαριού για να βοηθήσει την οικογένειά του. Στα 18 του μπαίνει σκιτσογράφος και ρεπόρτερ στην Εφημερίδα του Σαν Αντόνιο (San Antonio Gazette) και μεταγράφεται λίγο αργότερα στην εφημερίδα του Τζόζεφ Πούλιτζερ (St. Louis Post-Dispatch). Εκείνη την εποχή συνειδητοποιεί ότι έχει αρχίσει να χάνει την ακοή του – ο γιατρός που τον κουράρει είναι σοσιαλιστής και γίνεται ο οδηγός του στις κομμουνιστικές ιδέες. Μπαίνει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1907 και έχει επαφές, και μεγάλη συμπάθεια, στο αμερικάνικο αναρχικό κίνημα της εποχής. Το 1913, όταν δέχεται πρόταση μεταγραφής από τον Κόσμο της Νέας Υόρκης (New York World), ζητεί να του επιτρέψουν να σπουδάσει στην Ευρώπη πρώτα. Πηγαίνει στο Παρίσι για δέκα μήνες, γράφεται στην ακαδημία Ζυλιέν και έρχεται σε επαφές με το γαλλικό αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα. Η επιστροφή του βρίσκει την εφημερίδα ενταγμένη στις αντιπολεμικές φωνές, και τον ίδιο επικεφαλής του τμήματος των σκιτσογράφων, ο πιο καλοπληρωμένος σκιτσογράφος της χώρας εκείνη την εποχή. Για λίγο. Η εφημερίδα περνά στο φιλοπολεμικό μέτωπο και του ζητούν να σκιτσάρει αναλόγως. Αρνείται. Τον κρατούν, τον καλοπληρώνουν, βάσει του συμβολαίου του, αλλά δε δημοσιεύουν τίποτε. Δε σταματά να σκιτσάρει, όμως – απλώς δίνει τα αντιπολεμικά και αγωνιστικά σκίτσα του αλλού. Τελικά τον απολύουν με αφορμή την δημιουργία ενός σκίτσου για το αναρχικό φύλλο Μητέρα Γη (Mother Earth) το οποίο διηύθυνε η Έμμα Γκόλντμαν, αλλά ουσιαστικά γιατί ψάχναν τρόπο να απαλλαχθούν από αυτόν.
Στοχοποιείται: από τη μία οι πολεμόφιλοι και από την άλλοι οι ηθικιστές, τον κυνηγούν για τη στάση του. Κάπου τότε αποκτά και το παρατσούκλι «Μπομπ ο αγωνιστής» (Fightin’ Bob).
Το 1918 πάει, ανταποκριτής για την αριστερή εφημερίδα Κάλεσμα (The Call), στο Παρίσι και στη Μόσχα: η Επανάσταση που συμβαίνει και οι αναρχικές του ιδέες έρχονται πολλές φορές σε σύγκρουση, μισεί τη γραφειοκρατική δομή που ήδη βλέπει να αναδύεται, μέχρι που γνωρίζει το Λένιν. Η προσωπική σχέση των δύο ανδρών είναι φιλική και αλληλοσεβασμού. Με υπόδειξη του Λένιν, γράφει αντιπολεμικές προκηρύξεις στα αγγλικά, για να διανέμονται στους αγγλόφωνους στρατιώτες στο μέτωπο.
Γυρνώντας, περνά από τη Γερμανία, όπου συγκλονίζεται από την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, κι εκείνων ενταγμένων στο αντιπολεμικό κίνημα. Φεύγει για το Παρίσι, όπου τον συλλαμβάνουν γιατί οργανώνει τους σιδηροδρομικούς σε απεργία για τη μη αποστολή πολεμικού υλικού στο μέτωπο, και τον παραδίδουν στο αμερικάνικο στρατόπεδο. Οι συμπατριώτες του στρατιωτικοί τον κατηγορούν για «προδοτική προπαγάνδα εις βάρος των βρετανικών και αμερικανικών στρατευμάτων» – στο τσακ γλιτώνει την εκτέλεση, λόγω της διασημότητάς του ως καλλιτέχνη.
Το 1920 κάνει το μεγάλο βήμα. Δημοσιεύει το άρθρο «Άλλαξα κάπως γνώμη», για να εξηγήσει γιατί περνάει από τον αναρχικό χώρο στον κομμουνιστικό, εντασσόμενος στο νεογέννητο Αμερικάνικο Κομμουνιστικό Kόμμα, προϊόν της διάσπασης των σοσιαλιστών μετά τη σοβιετική Επανάσταση. Υπόκειται σε διώξεις – το FBI κυνηγάει όλα τα ηγετικά στελέχη των κομμουνιστών- συλλαμβάνεται, φυλακίζεται. Όταν πηγαίνει να στηρίξει απεργούς, κακοποιείται από τους μπράβους της εργοδοσίας. Γράφει και σχεδιάζει στα γυναικεία κινηματικά περιοδικά (Woman’s Journal και Woman Voter), υπέρ του φεμινιστικού κινήματος. Είναι πια στέλεχος του Κόμματος, ακτιβιστής. Τα σκίτσα μπορούν να περιμένουν. Σκιτσάρει σπάνια, για τον Απελευθερωτή, Liberator, το φύλλο που αντικατέστησε τις Μάζες. Θέτει ζητήματα και δημιουργεί για τα δικαιώματα των Αφροαμερικάνων, γράφει, δημοσιογραφεί υπέρ των Αφροαμερικάνων, αγκαλιάζει το κίνημα του Μάρκους Γκάρβεϊ, βγαίνει στο ρεπορτάζ για να αποδείξει τη σχέση των λευκών αρχών στην οργάνωση λυντσαρισμάτων, και αντιδρά όταν το κόμμα βάζει νερό στο κρασί του, στο συγκεκριμένο θέμα – είναι η μόνη φορά που δεν ακολουθεί πιστά την κομματική γραμμή και διαφωνεί. Παράλληλα, δημιουργεί τις πρώτες δομές για την οργάνωση των ανέργων…
Το 1936 φεύγει για την Ισπανία, κομισάριος του κομμουνιστικού κόμματος των ΗΠΑ στις Διεθνείς Ταξιαρχίες και οργανωτής της Ταξιαρχίας Αβραάμ Λίνκολν, των Αμερικάνων εθελοντών. Όταν το 1940 φυλακίζεται ο γενικός γραμματέας του ΚΚΗΠΑ, Ερλ Μπρόουερ, αναλαμβάνει εκτελεστικός γενικός γραμματέας.
Ο Μπομπ Μάινορ έφυγε από τη ζωή το 1952, κατάκοιτος από το 1948, μετά από καρδιακό επεισόδιο. Η κατάστασή του τον γλίτωσε από τις διώξεις που υπέστησαν, εκείνη την εποχή, οι σύντροφοί του, από το Μακάρθυ και το πογκρομ κατά των κομμουνιστών. Η απόφαση του αμερικανικού κράτους να μην διωχθεί αναφέρεται ξεκάθαρα στην κατάσταση της υγείας του.
Σήμερα το έργο του διδάσκεται στην ιστορία της δημοσιογραφίας, για την αξία του πολιτικού του σχολιασμού και την εισαγωγή των λιθογραφικών κραγιονιών στο πολιτικό σκίτσο- αλλά δεν ανήκει στα πολύ γνωστά ονόματα. Αν ξανάρθε στην επικαιρότητα πρόσφατα, ήρθε χάρη σε ένα πολύ λιγότερο διάσημο σκίτσο του, που ξεκίνησαν να θυμίζουν στο twitter δημοσιογράφοι και πολίτες του Παγκόσμιου Νότου.