του Βαγγέλη Γεωργίου

Από πρόπερσι το καλοκαίρι που ξεκίνησε η αύξηση μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία προς την Ελλάδα, υπήρξε μία τάση από πλευράς ΜΜΕ αδιακρίτως, να χρησιμοποιούν τον όρο «πρόσφυγες» και καθόλου σχεδόν τον όρο «μετανάστες». Παρ' όλο, βέβαια, που οι περισσότεροι εξ αυτών προέρχονταν από εμπόλεμες ζώνες και ήταν πράγματι πρόσφυγες, διαπιστώνεται έλλειψη διάκρισης μεταξύ των δύο εννοιών (πρόσφυγας / μετανάστης), σαν να πρόκειται για ανθρώπους που χρήζουν όλοι διεθνούς προστασίας.

Μιλώντας στο ΤΡΡ, η πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕΜΕ) Δρ. Εγκληματολογίας, Αναστασία Χαλκιά, επισημαίνει ότι «δε βοηθά κανέναν ούτε ο στιγματιστικός λόγος, ο οποίος κυριαρχεί συχνά εν είδει εντυπωσιασμού και όχι μόνο, αλλά ούτε η απόδοση μίας ταυτότητας στον άλλον που επί της ουσίας δε διαθέτει. Το να τονίζουμε ότι κάποιος είναι πρόσφυγας ενώ δεν είναι, δε μας κάνει κατ΄ ανάγκη πιο ανθρωπιστές. Διότι είναι σαν να παραδεχόμαστε έμμεσα ότι, εάν ανάμεσα στους πρόσφυγες υπάρχουν και μετανάστες, οι δεύτεροι δεν αξίζουν εξίσου τη συμπάθειά μας. Ο νόμος προβλέπει για κάθε ειδική κατηγορία πληθυσμού συγκεκριμένη αντιμετώπιση. Ζητούμενο είναι η τήρηση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου, η ανθρώπινη και μη εξευτελιστική μεταχείριση σε κάθε περίπτωση και όχι η κατάχρηση στην απόδοση ταυτοτήτων που άλλοτε έχει ως στόχο να ‘αθωώσει’ άλλοτε να ‘ενοχοποιήσει’ και άλλοτε να προκαλέσει συναισθήματα οίκτου και λύπης.

»Θα αναφέραμε ποτέ, 'Πρόσφυγας συνελήφθη κατά τη διάρρηξη οικίας'; Ή μήπως στην περίπτωση αυτή η δημοσιογραφική αναφορά θα ήταν πάντα 'μετανάστης' (ακόμα κι αν ήταν Έλληνας πολίτης με άλλη εθνοτική/εθνική καταγωγή); Ο δημοσιογραφικός λόγος χρειάζεται, λοιπόν, να διακρίνει ανάμεσα στις επιμέρους περιπτώσεις, πράγμα που προϋποθέτει γνώση τού υπό παρουσίαση αντικειμένου, ψύχραιμη προσέγγιση και κατ΄επέκταση βούληση για αντικειμενική πληροφόρηση».

Το χαρακτηριστικότερο ίσως δημοσιογραφικό ατόπημα στην Ελλάδα είναι η χρήση του όρου «λαθρομετανάστης» ο οποίος έχει απαλειφθεί από τους διεθνείς οργανισμούς ήδη από το 1975. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ενώ στον τίτλο χρησιμοποιείται ο λανθασμένος όρος «λαθρομετανάστης» στο κείμενο γίνεται αναφορά στο ορθό «παράτυπος μετανάστης». Είναι ένα δείγμα πως τελευταία, αυτή η στιγματιστική στάση απέναντι στον Άλλο περιορίζεται κυρίως σε όσους εκφράζουν την ακροδεξιά ατζέντα.  Ο Νιλς Μουϊζνιεκς, Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, συνέστησε στις ελληνικές Αρχές να χρησιμοποιούν κατά το δημόσιο λόγο τους το «παράτυπος μετανάστης».

«Όταν αποδίδεται συλλήβδην και αδιακρίτως η ιδιότητα του 'λαθρομετανάστη' σε κάθε μετανάστη», λέει η κα Χαλκιά, «ως πανταχού παρών επιθετικός προσδιορισμός αυτού, καταλήγουμε σε μη ορθές ταυτίσεις, όπως, για παράδειγμα, να θεωρείται κάθε μετανάστης 'παράνομος'. Αποτέλεσμα είναι να επισείουμε σε όλους όσοι φαίνονται 'διαφορετικοί' μία εγκληματική ιδιότητα, παραβλέποντας ότι αρκετοί εξ αυτών βρίσκονται στη χώρα μας με νομιμοποιητικά έγγραφα (π.χ. άδειες διαμονής) ή ακόμα και ως Έλληνες πολίτες, κατόπιν πολιτογράφησής τους».

Πώς να καλύψεις ένα ναζιστικό κόμμα

Στα πρώτα χρόνια της κρίσης, προβλήθηκαν οι θέσεις της Χρυσής Αυγής για τη μετανάστευση και τη διαφθορά τής πολιτικής στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με το πρόταγμα της ανόρθωσης του ελληνικού «έθνους» από τις «στάχτες» του. «Παράλληλα», λέει η κα Χαλκιά, «τα ΜΜΕ εστίασαν σε ζητήματα life style των νεαρότερων εκπροσώπων της, τονίζοντας το ‘macho’ προφίλ τους. Η προβολή αυτή κανονικοποίησε την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής και μετατόπισε το κέντρο βάρους από την εγκληματική της δράση σε στοιχεία, εκ πρώτης όψεως, ουδέτερα και πολιτικά ανώδυνα. Κατόπιν της δολοφονίας του Π.Φύσσα, η προβολή περιορίστηκε στα Μέσα που εποπτεύει το κόμμα και η Χρυσή Αυγή έπαψε, σε σημαντικό βαθμό, να αποτελεί δημόσιο συνομιλητή. Σήμερα, αντικείμενο πληροφόρησης, αλλά όχι πρώτη είδηση, αποτελεί η δίκη αυτής. Η συμβολή των ΜΜΕ στην ενίσχυση της Χρυσής Αυγής, είναι σημαντική μεν αλλά όχι αιτιώδης, με την έννοια της άμεσης συσχέτισης. Απαιτείται πάντα να προϋπάρχει ένα κοινωνικό πλαίσιο ικανό να ενδυναμώσει την ακροδεξιά πολιτική. Τα ΜΜΕ μόνα τους δεν αρκούν, γι΄αυτό και μόνο σε ένα δεύτερο επίπεδο, επικουρικά και έμμεσα, μπορούν να το κάνουν. Η όποια συμβολή τους είναι προϊόν αλληλεπίδρασης και το αποτέλεσμά της διαφοροποιείται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των ατόμων προς τα οποία απευθύνονται, τα χαρακτηριστικά του μέσου και του μηνύματος και ανάλογα με τις περιστάσεις. Συνεπώς, το έρεισμα της Χρυσής Αυγής προϋπήρχε στην ελληνική κοινωνία και τα ΜΜΕ συνέβαλαν στη σταθεροποίηση της συστημικής της θέσης. Από την άλλη πλευρά, ας μην παραβλέπουμε ότι παράλληλα ασκήθηκε έντονη κριτική προς αυτήν με τη μορφή δημοσιευμάτων, εκδηλώσεων κ.λπ. η οποία συνέτεινε προς την αντίθετη κατεύθυνση βέβαια».

«Υπεράνθρωποι» με αναπηρία και «αποτυχημένοι» αυτόχειρες ως παραδείγματα προς αποφυγή

Αν εφαρμόσουμε σε δημοσιεύματα σχετικά με τους πρόσφατους Παραολυμπιακούς στο Ρίο ή τους Special Olympics της Αθήνας το 2011 την μέθοδο της λεξικομετρίας (ανάλυση συχνότητας εμφανίσεως λέξεων) είναι πιθανό να παρατηρήσουμε την εντυπωσιακή επανάληψη της λέξης «συγκίνηση». Είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων δημοσιογράφων να προβάλλουν υπερβολικά θετικά τους αθλητές με αναπηρία φορτίζοντας συναισθηματικά τις σχετικές ειδήσεις. Στο συγκεκριμένο δημοσίευμα ο δημοσιογράφος, αφού διαφημίζει την καμπάνια του ΟΠΑΠ, αναφέρει ότι «…και στις ατελείωτες ώρες των γυρισμάτων έδωσαν ξανά τον καλύτερό τους εαυτό και στάθηκαν, πάλι, δυνατότεροι από όλους». Αν και αυτό αποτελεί ένα παράδειγμα σκοπιμότητας –κοινωνική ευθύνη μιας εταιρείας τζόγου- ωστόσο είναι αλήθεια πως πολλοί δημοσιογράφοι, αν και έχουν καλές προθέσεις, δείχνουν αμήχανοι να παρουσιάσουν ζητήματα ΑμεΑ και καταφεύγουν στη θεοποίηση απλών αθλητών. Αντίθετα, ίσως ένα δείγμα ορθής δημοσιογραφικής πρακτικής είναι το δημοσίευμα της Βασιλικής Χρυσοστομίδου «Η αναπηρία δεν είναι παρά μια κοινωνική κατασκευή». Άραγε ποιες λέξεις ή φράσεις πρέπει να απορρίπονται ως λανθασμένες; Ήδη από το 2006 στον δημοσιογραφικό οδηγό για θέματα αναπηρίας και ΜΜΕ αναφέρεται ότι «είναι απορριπτέοι όλοι οι υπερβολικοί χαρακτηρισμοί που παραπέμπουν γενικώς και αορίστως στον άνθρωπο με αναπηρία είτε στην αναπηρία και στο ελάχιστο δε συγκεκριμενοποιούν την ανθρώπινη διαφορετικότητα. Όταν για παράδειγμα, σκεφτούμε τις φράσεις 'νικητές της ζωής' ή 'πρωταθλητές της θέλησης' που θα μπορούσαν θεωρητικά να αφορούν οποιονδήποτε πολίτη, γνωρίζουμε μέσα μας ότι αφορούν πολίτες με αναπηρία. Το κριτήριο, συνεπώς, εντοπισμού και απόρριψης είναι απλούστατα συνειρμικό».
Απορριπτέα ορολογία «θετικής υπερβολής» (Πηγή: Δημοσιογραφικός Οδηγός 2006)

  • Άτομα με ειδικές ικανότητες
  • Ήρωες της ζωής (ωσάν η ζωή να είναι ηρωική)
  • Νικητές της ζωής (..πρέπει οπωσδήποτε να νικήσεις)
  • Νικητές της αναπηρίας (ωσάν η αναπηρία να είναι… αντίπαλος)
  • Με τα μάτια της ψυχής (αφορά πολίτες με προβλήματα όρασης)
  • Πρωταθλητές της θέλησης
  • Άτομα με ειδικές αναπηρίες
  • Άτομα με ειδικές δεξιότητες
  • Ολυμπιονίκες της ζωής (αναφέρεται στους αθλητές με αναπηρία)
  • Ολυμπιονίκες της θέλησης

Αν εφαρμόσουμε ξανά -νοερά- τη μέθοδο της λεξικομετρίας σε άρθρα σχετικά με υποθέσεις αυτοκτονίας θα δούμε πόσο συχνά αναφέρεται η λέξη «αυτοκτονία» στον τίτλο γνωστών ΜΜΕ όπως της huffingtonpost, ethnos.gr, koutipandoras.gr. Αν και οι τίτλοι σχεδιάζονται για να είναι ελκυστικοί, δίνοντας την ουσία της ιστορίας με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις, ωστόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας λέει ρητά ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση της λέξης «αυτοκτονία» στον τίτλο, όπως επίσης και η σαφής αναφορά στον τρόπο ή στον τόπο της αυτοκτονίας. Περνώντας στο άρθρο, σε πολλά δημοσιεύματα χρησιμοποιούνται βαρύγδουπες φράσεις ή λέξεις, όπως «επιδημία αυτοκτονιών», «μάστιγα» ή ακόμα και το «ανεπιτυχής απόπειρα» που προσδίδει ένα χαρακτήρα «κατορθώματος» στην τραγικότητα του θέματος. Εξάλλου, ακόμα και σε δημοσιεύματα διαφορετικού περιεχομένου, συναντούμε  φράσεις όπως «πολιτική αυτοκτονία» ή «φλερτάρει με την ιδέα της αυτοκτονίας», που προκειμένου να διακοσμήσουν την είδηση μειώνουν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Σύμφωνα με ειδική μελέτη που παρέλαβαν τα ΜΜΕ διεθνώς από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και το Διεθνή Σύνδεσμο για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας (International Association for Suicide Prevention-IASP), πάνω από  50 έρευνες καταγράφουν ότι τα ΜΜΕ συμβάλλουν σημαντικά στο φαινόμενο των αυτοκτονιών λόγω μιμητισμού αυτοκτονικών συμπεριφορών. Συνεπώς η δημοσιογραφική άγνοια είναι άκρως επικίνδυνη.

Πορνογραφικά ένστικτα δημοσιογραφούντων

Πολλά ελληνικά ΜΜΕ πρόσφατα άδραξαν την ευκαιρία και μετέδωσαν την είδηση της σεξουαλικής επίθεσης σε φοιτήτρια στο ΑΠΘ σαν να επρόκειτο για ερωτική ταινία. Τα σχετικά δημοσιεύματα συνοδεύτηκαν με «εξαιρετικές» φωτογραφίες αναπαράστασης, εξισώνοντας κατά κάποιο τρόπο το βιασμό με το σεξ. Η πρόστυχη δυσαναλογία εικόνας-λόγου για να οπτικοποιηθεί η είδηση είναι μια ένδειξη του σεξιστικού λόγου πολλών Ελλήνων δημοσιογράφων. «Δυστυχώς ο σεξισμός», όπως λέει στο ΤΡΡ η συμβουλευτική ψυχολόγος Εύα Στάμου, «είναι ενσωματωμένος στην κουλτούρα μας σε τέτοιο βαθμό που τόσο άντρες όσο και γυναίκες δημοσιογράφοι, μπορεί να κάνουν σεξιστικά σχόλια ακόμα και ως μέρος πολιτικού ρεπορτάζ. Και στο εξωτερικό υπάρχουν φαινόμενα σεξισμού στη δημοσιογραφία αλλά περιορίζονται κυρίως στο λεγόμενο κίτρινο τύπο. Στην Ελλάδα δεν είμαστε ακόμα τόσο ενημερωμένοι για αυτά τα ζητήματα και δε δίνουν όλοι οι δημοσιογράφοι τη δέουσα προσοχή όταν παρουσιάζουν ευαίσθητα θέματα, με αποτέλεσμα να θυσιάζεται η εγκυρότητα της είδησης στο βωμό της ηδονοθηρίας και του εύκολου εντυπωσιασμού».

Η διασύνδεση σεξ και βίας έχει καταπολεμηθεί στις ΗΠΑ από το Εθνικό Κέντρο Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης (NCOSE) -άλλοτε υπερβολικά–  το οποίο πρόσφατα επέκρινε έντονα τους New York Times διότι προβάλλοντας το «50 Αποχρώσεις του γκρι» εξίσωναν τα σεξουαλικά δικαιώματα με τα βασανιστήρια και τη βία. «Τόσο η θεματολογία του βιβλίου», σύμφωνα με την Εύα Στάμου, «όσο και ο τρόπος με τον οποίο αυτή προβάλλεται από κάποιους δημοσιογράφους, μπορεί να οδηγήσει στην σεξουαλική εκμετάλλευση και χειραγώγηση των γυναικών. Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας βρίσκεται εγκλωβισμένη σε καταστάσεις όπου η ψυχοπαθολογία παρουσιάζεται ως μία ερεθιστική διαδικασία, όπου η σύμβαση θέλει την γυναίκα να είναι πάντα το θύμα και ποτέ ο θύτης.  Όλα αυτά στο όνομα της ερωτικής ηδονής που επιτυγχάνεται μόνο μέσω του σαδομαζοχισμού που αντί να αποδίδεται στο χώρο της ψυχοπαθολογίας όπου πραγματικά ανήκει, παρουσιάζεται ως απόλυτα ‘κανονικός’, ‘αποδεκτός’ και ‘φυσιολογικός’ τρόπος ερωτικής συνεύρεσης, οδηγώντας στην αναπαραγωγή άβουλων, ερωτικά κακοποιημένων γυναικών. Συνδέοντας το σαδομαζοχισμό με την διασκέδαση, ακόμα κι αν δεν είναι αυτός ο στόχος, προάγεται η βία, ο ναρκισσισμός, η ανάγκη επιβολής στον άλλο. Τελικά, η συγκεκριμένη διαφημιστική προσέγγιση προσβάλλει τόσο τις γυναίκες που έχουν πραγματικά βιαστεί και κακοποιηθεί, όσο και το σύγχρονο άντρα, ταυτίζοντας την αρρενωπότητα με τη βίαιη επιβολή».

Πέραν όμως της καλλιεργούμενης βίας, ο Τύπος αλλοτριώνει τα πρότυπα στις νεαρές περισσότερο ηλικίες με έναν απεριόριστο βομβαρδισμό ερωτικής εικόνας. Έντυπα, όπως η ελληνική έκδοση του cosmopolitan, αναπαράγουν υπερ-σεξουαλικές εικόνες, πολλές φορές κατ΄αντιγραφή ξένων εντύπων. Αν τα κορίτσια αγοράζουν (ή ζητήσουν από τους γονείς τους να τους αγοράσουν) ρούχα όπως αυτά που φορούν οι διασημότητες για να φαίνονται πιο ελκυστικά, τότε στην πραγματικότητα σεξουαλικοποιούνται και τα ίδια. Όπως αναφέρει η Αμερικανική Ένωση Ψυχολογίας, έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχει οπωσδήποτε διασύνδεση μεταξύ αυτής της σεξουαλικοποίησης και των τριών βασικότερων προβλημάτων ψυχικής υγείας στις γυναίκες: διατροφικές διαταραχές, χαμηλή αυτοεκτίμηση και κατάθλιψη.

Πράγματι, όπως καταλήγει η Εύα Στάμου, «η έκθεση ανήλικων κοριτσιών σε υπερ-σεξουαλικές εικόνες μέσω εκπομπών, περιοδικών και διαφημίσεων, τους δημιουργεί την εντύπωση ότι και τα ίδια πρέπει να δείχνουν πάντα όμορφα και σέξι. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, που είναι γνωστή με τον όρο «σεξουαλικοποίηση», τα κορίτσια μεγαλώνουν με το άγχος να είναι όμορφα, καλοντυμένα, αδύνατα και οδηγούνται σε πρόωρη σεξουαλική αφύπνιση που δεν επέρχεται με φυσικό τρόπο αλλά επιβάλλεται βίαια, με αποτέλεσμα η παιδική αθωότητα να υποχωρεί, δίνοντας τη θέση της στην πρόκληση και τον καταναλωτισμό. Τα κορίτσια και οι έφηβες που δεν έχουν την πνευματική ωριμότητα, την αντίληψη, την εμπειρία και τις γνώσεις που απαιτούνται ώστε να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, οικειοθελώς προσφέρονται ως σεξουαλικά αντικείμενα σε μία προσπάθεια να προσπεράσουν την παιδικότητα χωρίς να τη βιώσουν κανονικά και να ενταχθούν στον ενήλικο βίο».

Πληθώρα αναλυτών και έλλειψη δημοσιογράφων

Πολλοί θα έχουν παρατηρήσει ανθρώπους του φιλικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος λίγο πριν τα βραδινά δελτία ειδήσεων να λένε, «περιμένω να δω τον Χατζηνικολάου», ή «θέλω να δω τι θα πει ο Τράγκας». Συμβαίνει συχνά. Οι τηλεθεατές-αποδέκτες έχουν ταυτίσει την είδηση με αυτόν που την ανακοινώνει. Τα επιτελεία των ιδιωτικών κυρίως δελτίων ειδήσεων έχουν δημιουργήσει γύρω από τους παρουσιαστές μια «αυλή» δημοσιογράφων που χρωματίζουν τόσο την είδηση, σχολιάζοντάς την, ώστε ξεχνά κανείς τα γεγονότα και απλά ταυτίζεται με όψεις για τα γεγονότα.

Αν παραφράσουμε αυτό που έγραφε τη δεκαετία του 1960 ο Siegfried Pausewang αναφερόμενος στην Bild, που «παρήγαγε μια κοινωνική τυφλότητα», η ηθική ταύτιση με το καλό, που επιτυγχάνεται με την αγανάκτηση των τηλεθεατών, δημιουργεί ταυτόχρονα ένα είδος κοινότητας όλων των τηλεθεατών του καναλιού. Έτσι τη θέση της ορθολογικής κρίσης παίρνει η ηθική αγανάκτηση ενάντια στο «κακό» -δηλαδή τα λαμόγια- και στη θέση της κριτικής ανάλυσης μπαίνει η ταύτιση με τους υψηλά ισταμένους και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Η Επίκουρος Καθηγήτρια Μαριάννα Πατρωνα που ειδικεύεται στις «Επικοινωνιακές Δεξιότητες Δημόσιου Λόγου συμπεραίνει ότι «στην Ελλάδα, ο κώδικας δεοντολογίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) έχει σιωπηρά καταργηθεί, έχοντας αντικατασταθεί από ένα επιτρεπτικό δημοσιογραφικό λόγο. Ένα είδος ‘απελευθερωμένης’ και ‘εξουσιοδοτημένης’ πολιτικής δημοσιογραφίας φαίνεται να είναι η κατευθυντήρια γραμμή για τη σημερινή ειδησεογραφική πρακτική, με άλλα λόγια, ένας επαγγελματικά αποδεκτός και κερδοφόρος σε νούμερα τηλεθέασης τρόπος ‘αναπαράστασης’ της πολιτικής είδησης». Το παράδειγμα του Mega Channel του πρώτου καναλιού που εισήγαγε στην Ελλάδα το 2004 αυτή τη Δομημένη Ομαδική Συζήτηση (Structured Panel Discussion) είναι το πιο χαρακτηριστικό όπως φαίνεται και στο συγκεκριμένο αφιέρωμα.

Ίσως πρέπει να αντηχήσει στα ελληνικά ΜΜΕ η φωνή της Επιτροπής Ελευθερίας του Τύπου στις ΗΠΑ, η οποία είπε το 1947 ότι «ο Τύπος πρέπει να γνωρίζει ότι τα σφάλματά του έχουν πάψει να είναι απλά καπρίτσια του κλάδου και ότι έχουν γίνει δημόσιος κίνδυνος […]. Η ελευθεροτυπία είναι μια λειτουργία μέσα σε μια κοινωνία και πρέπει να ποικίλλει ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο».