«Από το 1962 η Ιερουσαλήμ έχει απελευθερωθεί δύο φορές: στην κηδεία του Φαϊσάλ αλ- Χουσεϊνί και σήμερα, στην κηδεία της Σιρίν Αμπού Ακλα»*

Για όποιον θυμάται την κηδεία του Φαϊσάλ αλ- Χουσεϊνί, το 2001, η σύγκριση και το συμπέρασμα είναι δίκαια. Ο Παλαιστίνιος ηγέτης πίσω από την ειρηνευτική διαδικασία, ο άνθρωπος που οδήγησε την Παλαιστινιακή πλευρά από τα στρατόπεδα εκπαίδευσης των αγωνιστών ως το Όσλο και κέρδισε επάξια το όνομα «Λιοντάρι της Ιερουσαλήμ» αποχαιρετίστηκε με τρόπο συγκλονιστικό από το λαό της Παλαιστίνης, παρόντα και ενωμένο, κρατώντας τα λάβαρά του, πίσω του, δίπλα του, να ορκίζεται την απελευθέρωση της γης του. Όπως αποχαιρέτησε ο ίδιος λαός και τη Σιρίν.

 Η Σιρίν Αμπού Ακλα, που αξιώθηκε χθες αντίστοιχου αποχαιρετισμού, με τη βία του καθεστώτος απαρτχάιντ του Ισραήλ παρούσα, σε σημείο που να προσβάλλει τη νεκρή, δεν ήταν μια ηγέτις της Φατάχ ή μια πολιτική προσωπικότητα αντίστοιχης του αλ – Χουσεϊνί, ο οποίος είχε προσφέρει από όλα τα στρατόπεδα στον Παλαιστινιακό αγώνα: είχε πάρει όπλα, είχε υπηρετήσει την διπλωματία, είχε φυλακιστεί, βασανιστεί. Το στρατόπεδο της Σιρίν ήταν ένα: η δημοσιογραφία. Στην υπηρεσία της αλήθειας, δηλαδή της κάλυψης του αγώνα του ηρωικού Παλαιστινιακού λαού. Γι’ αυτό εκτελέστηκε με μια σφαίρα των αποικιοκρατικών, κατοχικών ισραηλινών δυνάμεων. Και ας φορούσε το μπλε γιλέκο με την ολοκάθαρη επιγραφή PRESS. Ή μάλλον, ακόμη περισσότερο γι’ αυτό. Τα θύματα – δημοσιογράφοι της Ισραηλινής βαρβαρότητας πάντα έχουν σαφή διακριτικά. Αυτά ακριβώς τα διακριτικά που θεωρούνται ντε φάκτο έγκλημα από τους Ισραηλινούς. 

«Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις την πραγματικότητα της Παλαιστίνης, αλλά τουλάχιστον μπόρεσα να κάνω να ακουστεί στον κόσμο η φωνή του λαού» Σιρίν αμπού Ακλα

Η Σιρίν εκτελέστηκε εν ψυχρώ πριν λίγες μέρες φορώντας το γνωστό μπλε γιλέκο. Δεν ήταν η πρώτη. Δεν θα είναι η τελευταία. Όχι εκεί, όχι απέναντι στο βάρβαρο ισραηλινό καθεστώς.

Στις 25 Απριλίου του 2018 ο φωτορεπόρτερ Αχμάντ Αμπού Χουσεϊν είχε δολοφονηθεί με αντίστοιχο τρόπο, ενώ κάλυπτε πορεία διαμαρτυρίας στη Γάζα. Φοροώντας το γνωστό μπλε γιλέκο. Αυτό που στην Παλαιστίνη σε κάνει στόχο των Ισραηλινών και δε σου διασφαλίζει κανένα δικαίωμα. 

Ο φωτορεπόρτερ Ραμί Ραγιάν δολοφονήθηκε στις 30 Ιουλίου του 2014, ενώ υπήρχε τετράωρη ανακωχή ανακοινωθεισα από ισραηλινής πλευράς. Κάλυπτε το άνοιγμα μιας τοπικής αγοράς, σε αυτόν το χρόνο. Βρέθηκε νεκρός στο δρόμο, δολοφονημένος από ισραηλινή σφαίρα. Με το μπλε γιλέκο του. Πως και γιατί παραμένει άγνωστο. 

Ο Γιασέρ Μουρταχά δολοφονήθηκε τον Απρίλη του 2018, με πλήρη τα δημοσιογραφικά χαρακτηριστικά, το μπλε γιλέκο, την επιγραφή PRESS ευανάγνωστη, και μια μικρή κάμερα στο χέρι, από πυρά ισραηλινού ελεύθερου σκοπευτή – όπως και η Σιρίν. 

Ο 22χρονος δημοσιογράφος Μπαζίλ Ιμπραίμ Φαράζ δολοφονήθηκε το Δεκέμβρη του 2008, όταν χτυπήθηκε το αυτοκίνητο στο οποίο μετέβαινε, με το τετραμελές τηλεοπτικό συνεργείο του. 

Άλλοι 40 δημοσιογράφοι είχαν την ίδια ακριβώς μοίρα. Οι ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις εκτελούν ανενόχλητες και ατιμώρητες Παλαιστίνιους δημοσιογράφους. Όλοι πέφτουν θύματα της ίδιας βίας και ατιμωρησίας. Όσο και αν πέρνουν τα μέτρα τους.

«Δεν πάμε για ρεπορτάζ για να πεθάνουμε. Πάμε και προσπαθούμε να βρούμε που να σταθούμε και πως να προστατεύσουμε όλη την ομάδα, πριν καν σκεφτούμε πότε θα βγούμε ή τι θα πούμε» Σιρίν αμπού Ακλα

Μετά κάθε δολοφονία, το σενάριο είναι ακριβώς το ίδιο: ο δήθεν πολιτισμένος κόσμος, ΟΗΕ, ανθρωπιστικές οργανώσεις, κυβερνήσεις, καλούν σε διερεύνηση «ανεξάρτητη» και «πλήρη» των συνθηκών της κάθε δολοφονίας, το Ισραήλ άλλοτε το υπόσχεται κι άλλοτε σιωπά, ο χρόνος περνάει χωρίς αποτέλεσμα και, μέχρι σήμερα, ποτέ και κανείς δεν έχει τιμωρηθεί. Αν στον 21ο αιώνα, παγκόσμια, ο Τύπος φιμώνεται με τέτοιαν ευκολία, είναι γιατί επί δεκαετίες, σε αγωνιζόμενες πατρίδες σαν την Παλαιστίνη, ο Τύπος δολοφονείται ατιμώρητα. Οι δολοφονίες δημοσιογράφων είναι κανονικότητα.

«Καταδικάζω τον φόνο της Σιρίν Αμπού Ακλά. Ο φόνος μιας ξεκάθαρα ταυτοποιημένης εργαζόμενης στον Τύπο, σε περιοχή σύρραξης, αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Καλώ τις σχετικές αρχές να διερευνήσουν το έγκλημα και να φέρουν τους υπεύθυνους στηη δικαιοσύνη». ΓΓ του ΟΗΕ

 Η βία κατά των δημοσιογράφων και ειδικά η ατιμωρησία των ενόχων, όπως καταγράφει και ο ΟΗΕ, έχει ένα στόχο: «να πυροδοτήσει περαιτέρω τον κύκλο της βίας [κατά του Τύπου], με αποτέλεσμα την αυτολογοκρισία, που αποστερεί την κοινωνία από την πληροφορία και επηρεάζει ακόμη περισσότερο την ελευθερία του Τύπου. Έτσι, άμεσα επιρρεάζει τις προσπάθειες, τις βασισμένες στα ανθρώπινα δικαιώματα, για την ειρήνη, την ασφάλεια..». Οι καταδίκες του ΟΗΕ, όμως, δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα. Απλώς αυξάνονται σε αριθμό, κάθε φορά που ένας δημοσιογράφος πέφτει θύμα της βίας του κράτους απαρτχάιντ. Όπως ανέφερε πρόσφατα ο αντιπρόεδρος της δημοσιογραφικής ένωσης της Παλαιστίνης, Ταχσίν αλ-Αστάλ, «πρέπει ο ΟΗΕ να αναλάβει τις ευθύνες του», πέραν των εκκλήσεων που δεκαετίες τώρα δεν φέρουν κανένα αποτέλεσμα, ώστε να έρθουν αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη οι δολοφόνοι των εκπροσώπων του Τύπου. Και των 46 εκπροσώπων του Τύπου που έχουν δολοφονηθεί από τον καιρό της Ιντιφάντας του Αλ Ακσά, το 2000. 

Στο Ισραήλ των δολοφονιών, των τραυματισμών, των ξυλοδαρμών δημοσιογράφων που τολμούν να καταγράφουν την αλήθεια «το συνδικάτο [του Τύπου] καταγράφει κάθε χρόνο 500 έως 700 επιθέσεις των δυνάμεων κατοχής εις βάρος Παλαιστίνιων δημοσιογράφων». Ο στόχος ένας: «να κλείσουν το στόμα των δημοσιογράφων και να εμποδίσουν να βγει προς τα έξω, προς τον κόσμο η αληθινή εικόνα». Μάλιστα, όπως έχει καταγγείλει ο εκπρόσωπος της Επιτροπής Προστασίας Δημοσιογράφων, Ιγνάσιο Μιγκέλ Δελγάδο, «το Ισραήλ δεν χρησιμοποιεί καν μη θανάσιμες μεθόδους .. ώστε να διασφαλίσει την ασφάλεια των δημοσιογράφων» ενώ παράλληλα «έχει γίνει ρουτίνα η μη διερεύνηση» των υποθέσεων που αυτή η ασφάλεια έχει καταστρατηγηθεί, είτε πρόκειται για ξυλοδαρμό είτε για δολοφονία. Οι δημοσιογράφοι αποτελούν στόχο, ακόμη και μαζικό: ποιός δε θυμάται το βομβαρδισμό ολόκληρου κτιρίου που στέγαζε δημοσιογραφικά γραφεία, από το Αλ τζαζίρα ως το ασοσιέιτεντ πρες, στις 15 του Μάη του 2021, κατά τη διάρκεια των ανελέητων ισραηλινών βομβαρδισμών της Γάζας; 

«Υπάρχει πλήρης ατιμωρησία, σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή είναι η αλήθεια, και κανείς δε μπορεί να εμπιστευτεί το Ισραήλ για τη διελεύκανσή τους», Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Η άλλη πάγια τακτική, σε περιπτώσεις κακοποίησης ή τραυματισμού δημοσιογράφου από τις ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις, είναι η μη καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης, με τη συνενοχή του δικαστικού συστήματος. Ακόμη και αν το ισραηλινό δικαστήριο παραδεχθεί – όπως έχει γίνει πολλές φορές – ότι ο τραυματισμός ενός δημοσιογράφου έγινε από στρατιωτικά πυρά, ο παθών «δε δικαιούται καμμία αποζημίωση καθώς πρόκειται για τραυματισμό σε πολενική επιχείρηση». Οι ανώνυμοι, ατιμώρητοι, αμετανόητοι δολοφόνοι των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, έχουν την πλήρη κάλυψη του κράτους του Ισραήλ. Και, δυστυχώς, όταν  η εθνοκάθαρση εις βάρος των Παλαιστινίων είναι μια αποδεκτή λύση για την συντριπτική πλειονότητα του «απλού λαού» του Ισραήλ, την ατιμωρησία την εγγυάται ο ίδιος ο λαός αυτός. 

«Η Σιρίν..ήταν αναπόσπαστο κομμάτι στη διάσωση της παλαιστινιακής μας μνήμης, της εθνικής μας ταυτότητας, της σχέσης μας με τη γη και τον κατακτητή. Ένωνε όλους εμάς, στη Λωρίδα της Γάζας, με τη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ, [παλαιστινιακή γη] από όπου μας χωρίζει το Ισραήλ». Μαραντ Χουναϊντ, Αλ Τζαζίρα

Η πιο πρόσφατη δολοφονία δημοσιογράφου, έπληξε, πέρα από τον Τύπο, και ένα σύμβολο, όμως. Η 51χρονη γυναίκα δεν ήταν απλά μια δημοσιογράφος του Αλ Τζαζίρα σε εμπόλεμη ζώνη. Ήταν η χρονικογράφος του δράματος του Παλαιστινιακού λαού και των εγκλημάτων των ισραηλινών δυνάμεων κατοχής επί 20 χρόνια. Η ίδια της η δουλειά την είχε μετατρέψει σε σύμβολο. Γι αυτό και το μίσος του κατακτητή «χτύπησε» ακόμη και την κηδεία της, χθες, Παρασκευή. Γι’ αυτό και οι ισραηλινοί αστυνομικοί, οι ειδικές τους δυνάμεις, χτύπησαν το ίδιο της το φέρετρο, μόλις βγήκε από το νοσοκομείο όπου φυλάγονταν, χτύπησαν τους ανθρώπους που το μετέφεραν, ώστε να το ρίξουν στο έδαφος, σε μια πράξη που προσβάλλει κάθε έννοια πολιτισμού. Η δικαιολογία τους: δεν ήθελαν να μεταφερθεί το φέρετρο με τη Σιρίν με τα χέρια των ανθρώπων, αλλά με νεκροφόρα… ευθεία επίθεση ακόμη και στο δικαίωμα στο πένθος και στην τιμή προς τον νεκρό. Ο επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής της ΕΕ στην Παλαιστίνη, Σβεν Κουν φον Μπάργκστοφ, που παρίστατο στην έναρξη της πομπής, ήταν μάρτυρας: «η αστυνομία αρνήθηκε να επιτρέψει τη μεταφορά του φέρετρου στην εκκλησία, στους ώμους των ανθρώπων.. Η αστυνομία αρνούνταν να αφήσει να περάσουν κρατώντας το φέρετρο». Η αστυνομία που απαγόρευσε το άκουσμα συνθημάτων, που επετέθη και έδειρε, με τα γκλομπ, τους ανθρώπους που κρατούσαν το φέρετρο, μέχρι να τους δουν αιμόφυρτους στο έδαφος. Κι ύστερα δακρυγόνα… λες και χρειάζονταν βοήθεια τα δάκρυα.. 

Ο ίδιος ο ευρωπαίος διπλωμάτης μπήκε στην μέση, ακόμη και ο αδελφός της δολοφονημένης δημοσιογράφου προσπάθησε να διαπραγματευτεί, ζήτησε μάλιστα να υποχωρήσουν οι δικοί του άνθρωποι και να τοποθετήσουν το φέρετρο στη νεκροφόρα, γιατί «ήταν αδύνατον να πειστεί η αστυνομία να αλλάξει γνώμη»…

Η αστυνομία δεν άλλαξε γνώμη. Το φέρετρο μπήκε στη νεκροφόρα και οδηγήθηκε με τη συνοδεία χιλιάδων λαού, χιλιάδων παλαιστινιακών σημαιών, χιλιάδων υποσχέσεων για τη συνέχιση του αγώνα, στην πύλη της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, και από κει, πεζή, στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. 

«H Σιρίν δολοφονήθηκε. Δεν “σκοτώθηκε”. Δολοφονήθηκε. Δολοφονήθηκε γιατί, ακόμη μια φορά, είπε την αλήθεια για το πώς το Ισραήλ έχει αποκλείσει, χτυπήσει, “επιδράμει”, εκδιώξει, φυλακίσει, τραυματίσει, βασανίσει, δολοφονήσει και τρομοκρατήσει γενιές παλαιστινίων, μέρα τη μέρα, εβδομάδα την εβδομάδα, μήνα τον μήνα, χρόνο με το χρόνο, δεκαετία τη δεκαετία… Ο θάνατός της δεν θα αναφερόταν καν στα δυτικά μέσα ενημέρωσης, αν δεν ήταν και αμερικανίδα πολίτις». Άντριου Μιτροβίτσα, Αλ Τζαζίρα

 

*Μήνυμα που έφτασε σε μένα, από φίλη που θέλει να παραμείνει ανώνυμη