«Η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης». Η ρήση είναι πασίγνωστη· την αντικρίζουμε, άλλωστε, με κεφαλαία γράμματα, στην κεντρική αίθουσα της ΕΣΗΕΑ στην οδό Ακαδημίας. Πρόκειται για τον τίτλο ενός (ανυπόγραφου) άρθρου του Ελβετού φιλέλληνα Ιωάννη Ιακώβου Μάγερ, το 1824, στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά, που εξέδιδε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι¹. Η φράση ανήκει στον Άγγλο φιλόσοφο Τζέρεμυ Μπένθαμ², ο οποίος θεωρούσε ότι η δημοσιότητα αποτελεί τον βασικό μηχανισμό για τον έλεγχο της εξουσίας αλλά και την κοινωνική ασφάλεια.

Θα αναρωτιέστε ίσως, αγαπημένοι αναγνώστες και αναγνώστριες, πόθεν αυτή η στοχαστική διάθεση τούτο το πρωινό του Νοέμβρη του 2021, ποια φιλοσοφικά διαβάσματα με οδήγησαν στις ατραπούς αυτούς. Και όμως, αιτία δεν ήταν η ανάγνωση κάποιας μελέτης περί ωφελιμισμού ή των οικείων κεφαλαίων από την Ιστορία της φιλοσοφίας της Encyclopédie de la Pléiade, στην οποία από τα φοιτητικά μου χρόνια ανατρέχω. Το έναυσμα ήταν πολύ πιο άμεσο, αλλά και απειλητικό: η είδηση ότι ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας Ελληνικός Χρυσός έκανε αγωγή με την οποία ζητάει υπέρογκη αποζημίωση από το σάιτ alterthess της Θεσσαλονίκης και τη δημοσιογράφο Σταυρούλα Πουλημένη, για ένα δημοσίευμά τους. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2020, δύο στελέχη της Ελληνικός Χρυσός καταδικάστηκαν για παραβάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Την είδηση δημοσίευσε το alterthess. Ο ένας από τους δύο καταδικασθέντες, ο Ευστάθιος Λιάλιος, κατέθεσε αγωγή με την οποία ζητάει αποζημίωση 100.000€, υποστηρίζοντας ότι το δημοσίευμα, που αναφέρει το όνομά του, συνιστά παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, χωρίς τη συναίνεσή του, και προσβάλλει βάναυσα την προσωπικότητά του· ακόμα, ότι του προξένησε ψυχική ταραχή και ψυχικό άλγος και υπέστη ηθική βλάβη.

Πριν από οτιδήποτε άλλο, χρειάζεται να διαβάσουμε το ρεπορτάζ της Σταυρούλας Πουλημένη (alterthess, 27.10.2020).

To δημοσίευμα του alterthess για το οποίο ζητούνται 100.000

«Σε ένα χρόνο και έξι μήνες με αναστολή καταδικάστηκαν αντίστοιχα δύο υψηλόβαθμα στελέχη της Ελληνικός Χρυσός στο Πρωτοδικείο Πολυγύρου για ρύπανση του νερού στην Ολυμπιάδα και το Στρατώνι. Η δίωξη προέκυψε μετά από αναφορά του Δήμου Αριστοτέλη, καταγγελίες πολιτών το 2015 αλλά και τα πορίσματα της Επιθεώρησης Μεταλλείων για μια σειρά παραβάσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας εκ μέρους της εταιρείας. Πρόκειται για τον Μ. Θεοδωρακόπουλο τότε διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας και τον Ευστ. Λιάλιο, τομεάρχη των Μεταλλείων Ολυμπιάδας.

Τα αποτελέσματα των αναλύσεων στα νερά των μονάδων κατεργασίας στα μεταλεία Στρατωνίου και στον Μαντέμ Λάκκο, σύμφωνα με τα πορίσματα, τα οποία εστάλησαν από τον Δήμο Αριστοτέλη στην Εισαγγελία Χαλκιδικής, έδειχναν υπερβάσεις στα όρια διάθεσης υγρών αποβλήτων και συγκεκριμένα βαρεών μετάλλων αλλά και αρσενικού κάτι που συνιστά ρύπανση των επιφανειακών υδάτων και υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

“Οι ποινές που επιβλήθηκαν σε πρώτο βαθμό καταδεικνύουν τις ευθύνες της Ελληνικός Χρυσός και φανερώνουν τις πρακτικές της, σε μία περίοδο που η εταιρία επιδιώκει νέα σύμβαση με το δημόσιο και ζητά εκπτώσεις στις περιβαλλοντικές υποχρεώσεις της”, σημειώνει μεταξύ άλλων σε δήλωσή της η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Χαλκιδικής Κυριακή Μάλαμα, καταγγέλοντας ότι στην έξοδο από το δικαστήριο, δύο γνωστά υψηλόβαθμα στελέχη της Ελληνικός Χρυσός προπηλάκισαν και απείλησαν μάρτυρες της υπόθεσης, λέγοντας ότι “θα έρθει και σε εσάς η σειρά σας”.

Να υπενθυμίσουμε ότι για το σύνολο των παραβάσεων που διαπίστωσαν οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος την περίοδο 2012-2014, δύο στελέχη της Ελληνικός Χρυσός θα δικαστούν στις 19 Νοέμβρη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ως υπαίτια για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος κατ’ εξακολούθηση στις περιοχές του Στρατωνίου και της Ολυμπιάδας Χαλκιδικής με την επιβαρυντική διάταξη ότι σκόπευαν να προσπορίσουν οικονομικό όφελος στην εταιρεία».

Παρέθεσα αυτούσιο το δημοσίευμα, όχι μόνο για να ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε, αλλά επειδή μια απλή ανάγνωσή του καταδεικνύει ορισμένα βασικά:

α) Καταρχάς, πρόκειται για ένα ρεπορτάζ που αποτυπώνει το γεγονός της καταδίκης μαζί με κάποιες δηλώσεις και πληροφορίες –όπως πάμπολλα ανάλογα που δημοσιεύονται καθημερινά στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, ελληνικό και διεθνή–, χωρίς κανένα υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτηρισμό για τον ενάγοντα. Ας σημειώσουμε ότι το alterthess, ένα ανεξάρτητο δημοσιογραφικό site με έδρα τη Θεσσαλονίκη, είχε όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να καλύψει την είδηση, λόγω της σημασίας της (τοπικής αλλά και ευρύτερης), καθώς και της συστηματικής του ενασχόλησης με περιβαλλοντικά ζητήματα.

β) Πράγματι, ο Ευ. Λιάλιος μπορεί να αισθάνθηκε ψυχική ταραχή. Αλλά η αιτία της ήταν, άραγε, το δημοσίευμα ή η απόφαση του δικαστηρίου; Η απόφαση (όπως και η διαδικασία) είναι εξ ορισμού δημόσιες και μπορεί να τις πληροφορηθεί ο καθένας: όσοι ήταν παρόντες στη δίκη, όσοι έτυχε να βρεθούν στην αίθουσα, όσοι ενδιαφέρονταν. Και είναι πολλοί αυτοί και αυτές που ενδιαφέρονταν και άμεσα (ο Δήμος Αριστοτέλη και οι πολίτες που είχαν καταθέσει τις σχετικές καταγγελίες, η Επιθεώρηση Μεταλλείων που συνέταξε τα σχετικά πορίσματα, θέλοντας να διαφυλάξει το δημόσιο συμφέρον) και γενικότερα. Μήπως λοιπόν για την όποια ψυχική ταραχή και άλγος ο κ. Λιάλιος έπρεπε να ενάγει τους δικαστές που τον καταδίκασαν;

γ) Η αγωγή δεν κάνει πουθενά λόγο για συκοφαντική δυσφήμιση ή ψευδείς ειδήσεις (δεν θα μπορούσε άλλωστε)· αφιερώνεται αποκλειστικά στην αναφορά του ονόματος του Ευ. Λιάλιου, με τον ισχυρισμό ότι η δημοσίευση της είδησης της καταδίκης αποτελεί επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.

Η αξίωση οι ειδήσεις να δημοσιεύονται χωρίς ονομαστικές αναφορές, είναι εξαιρετικά προβληματική από τη σκοπιά της ενημέρωσης, του δημόσιου διαλόγου και της δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί τα ονόματα των προσώπων σε ένα δημοσίευμα δεν αποτελούν καταχωρίσεις του τηλεφωνικού καταλόγου ούτε νούμερα του λαϊκού λαχείου· συνιστούν ουσιώδες κομμάτι της πληροφορίας, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τη λογοδοσία, την κριτική, τη διαμόρφωση άποψης. Έτσι, αποτελεί βασική υποχρέωση του δημοσιογράφου να κατονομάζει, de bono et malo. Αντίθετα, η μη αναγραφή των ονομάτων μπορεί να οδηγήσει σε τραγελαφικές καταστάσεις όπου θα συνυπάρχουν η συσκότιση με την υποκρισία και τη γελοιότητα. Συσκότιση, γιατί είναι εντελώς διαφορετικό, για τους αναγνώστες (τους ενδιαφερόμενους, για τους πολίτες, για τον ιστορικό κάποια χρόνια αργότερα) να διαβάζουν τα αρχικά ενός ονόματος ή «γενικός γραμματέας υπουργείου» ή «διάσημος ποινικολόγος» και να μετατρέπονται σε ντετέκτιβ για να αποκαλύψουν περί ποίου πρόκειται. Και γελοιότητα γιατί μπορεί να ζήσουμε γενικευμένες καταστάσεις υποκριτικής ψευδοπροστασίας των προσωπικών δεδομένων, με αναφορές του τύπου  «γνωστός ηθοποιός», όπως έλεγαν και ξανάλεγαν στα κανάλια για τον Πέτρο Φιλιππίδη στην περίπτωση του ελληνικού metoo, που όλοι ήξεραν αλλά κανείς δεν κατονόμαζε.

δ) Αν θεωρείται αγώγιμο ή μηνύσιμο ένα τέτοιο ρεπορτάζ, ας σκεφτούμε τι μπορεί να συμβεί για δημοσιεύματα που αναφέρονται όχι σε καταδίκες, αλλά σε καταγγελίες, διώξεις, περιέχουν κριτική κ.ο.κ.

ε) Η απαίτηση αποζημίωσης 100.000 ευρώ, και μάλιστα από ένα αυτοχρηματοδοτούμενο συνεταιριστικό μέσο (με απειλή προσωπικής κράτησης της δημοσιογράφου, αν δεν καταβληθούν) είναι εκφοβιστική ως αξίωση και εξοντωτική σε περίπτωση που η αγωγή ευοδωθεί.

Στην επικράτεια των SLAPPs: νομικό μπούλινγκ που υποδύεται την προστασία δικαιωμάτων

Με όλα τα παραπάνω, η υπόθεση φαντάζει κάπως αλλόκοτη. Άραγε ο Ευ. Λιάλιος θέλησε να καταθέσει μια τόσο τραβηγμένη αγωγή, τελώντας εν βρασμώ ψυχής; Ή μήπως διαθέτει κάποιο νομικό υπερόπλο που μας διαφεύγει;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η αγωγή μπορεί να ενταχθεί σε μια πρακτική που έχει αναπτυχθεί ευρέως σε όλο τον πλανήτη τα τελευταία χρόνια και ονομάζεται SLAPP (Strategic lawsuits against public participation· στα ελληνικά: Στρατηγικές αγωγές κατά της συμμετοχής του κοινού). Η πρακτική συνίσταται σε αβάσιμες ή υπερβολικές αγωγές και μηνύσεις που καταθέτει ένας ισχυρός φορέας ή πρόσωπο (κρατικό όργανο, επιχείρηση, στέλεχος, αξιωματούχος) ενάντια σε ασθενέστερα μέρη, όπως δημοσιογράφοι, ακτιβιστές, πολίτες, υπερασπιστές δικαιωμάτων και συλλογικότητες, που ασκούν κριτική. Βασικά αδικήματα που επιστρατεύονται σε αυτές είναι η (συκοφαντική) δυσφήμιση, η ηθική βλάβη, η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων.

Οι SLAPPs δεν έχουν κύριο στόχο να κερδηθεί η υπόθεση, κάτι που, παρεμπιπτόντως, είναι εξαιρετικά δύσκολο· η αγωγή ή η μήνυση έχουν αυταξία αυτές καθαυτές. Στόχος είναι ο εκφοβισμός, η εξουθένωση, η απαξίωση και η φίμωση όσων ασκούν κριτική, καθώς η μεγάλη διάρκεια της διαμάχης μπορεί να έχει σοβαρό οικονομικό κόστος για τον ενάγοντα – γεγονός που θα αποθαρρύνει και άλλους να εκφράσουν τις απόψεις τους. Κρίσιμο στοιχείο είναι ότι οι πολίτες ή οι συλλογικότητες που βρίσκονται σε μια τέτοια θέση περιορίζουν αναγκαστικά τη δράση τους τους επειδή ο χρόνος, η δραστηριότητα και οι πόροι τους πρέπει να επικεντρωθούν στη νομική διαδικασία.

O Jim Taylor, πρόεδρος της οργάνωσης Water for Citizens, στο Weed της Καλιφόρνιας, η οποία οργάνωσε κινητοποιήσεις για την ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές του νερού, μηνύθηκε μαζί με άλλους εννιά πολίτες από την εταιρεία Roseburg Forest Products. Λέει χαρακτηριστικά:

«Η τρομακτική αλήθεια είναι ότι, αν δεν αναχαιτιστούν, οι τακτικές  αυτές αποδίδουν. Σκεφτείτε όλους όσοι δεν θα μετάσχουν ποτέ σε αυτό τον αγώνα, επειδή δεν θα ήθελαν να τους μηνύσει μια εκδικητική εταιρεία ξυλείας με κεφάλαια δισεκατομμυρίων δολαρίων… Η οργάνωσή μας έπρεπε ξαφνικά να αναλώσει όλη την ενέργεια και τους περιορισμένους χρηματικούς μας πόρους για να αντιπαλέψουμε αυτή την αγωγή. Δεν μπορούσαμε να επικεντρωθούμε σε αυτό που πραγματικά είχε σημασία: την προστασία του νερού για την πόλη μας. Αυτή είναι η πραγματική και μόνιμη βλάβη – στην εικόνα μας, στους τραπεζικούς μας λογαριασμούς, στην κοινότητά μας και στην ικανότητα του καθενός να μιλήσει όταν συμβαίνει κάτι άδικο».³

Οι SLAPPs εμφανίζονται με τον μανδύα των αγωγών, αλλά ουσιαστικά αποτελούν μια κατάχρηση του νομικού συστήματος, καθώς επιδιώκουν τον αποπροσανατολισμό και την απονεύρωση των πολιτικών διεκδικήσεων, μεταφέροντας τη διεκδίκηση και τη συζήτηση στο νομικό πεδίο. Έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο σε όσους βρεθούν στο στόχαστρο και στην ελευθερία του λόγου, αλλά και στο ίδιο δικαστικό σύστημα, που αναλώνεται σε περιττές νομικές διαδικασίες. Ο καθηγητής δημοσιογραφίας στα πανεπιστήμια του Στάνφορντ και της Καλιφόρνια James Wheaton σημείωνε τον Ιούνιο του 2021:

«Oι SLAPPs αποτελούν κηλίδα για το νομικό μας σύστημα, το οποίο υποτίθεται ότι έχει στόχο την αμεροληψία, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Οι SLAPPs αποτελούν μια μορφή νομικού μπούλινγκ και ασκούνται όχι για να υπερασπιστούν τα νομικά δικαιώματα, αλλά για να χρησιμοποιήσουν τους μηχανισμούς της δικαιοσύνης προκειμένου να φιμώσουν, να εκφοβίσουν και να απορροφήσουν χρόνο και πόρους από τον στόχο τους».(4)

Κατά κανόνα οι SLAPPs αφορούν πράξεις και κριτικές που σχετίζονται με τα δικαιώματα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαφθορά κρατικών αξιωματούχων ή παράνομες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Ενδεικτικά, ορισμένες από τις εκατοντάδες αγωγές και μηνύσεις των τελευταίων χρόνων: της Ένωσης Οινοπαραγωγών Μπορντώ κατά της ακτιβίστριας Valerie Murta στη Γαλλία για τις καταγγελίες της σχετικά με τη χρήση τοξικών φυτοφαρμάκων (2020)· της εταιρείας Albert Energeia εναντίον του ερευνητή δημοσιογράφου Artan Rama στην Αλβανία για δημοσίευμά του σχετικά με τους αδιαφανείς όρους επέκτασης του συμβολαίου της (2020)· της εξορυκτικής Mineral Commodities Ltd κατά των δικηγόρων Tracey Davies και Christine Reddell και της ακτιβίστριας Davine Cloete στη Νότια Αφρική για ανακοινώσεις τους σε ένα summer school του Πανεπιστημίου του Κέιπ Τάουν, όπου αναφέρθηκαν στην περιβαλλοντική ρύπανση (2017)· της πτηνοτροφικής εταιρείας Thammakaset εναντίον 31 εργατών, αγωνιστών και δημοσιογράφων στην Ταϊλάνδη για την καμπάνια τους που αφορούσε παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας (2018-2019)· της εξορυκτικής χαλκού MMG Limited Las Bambas εναντίον 19 συνδικαλιστών και τοπικών ηγετών στο Περού για την οργάνωση διαδηλώσεων κατά των δραστηριοτήτων της (2015)· της εταιρείας Εnergy Transfer κατά της Greenpeace, της Earth First και ακτιβιστών στις ΗΠΑ για τις δράσεις τους ενάντια στην κατασκευή του αγωγού πετρελαίου στην Ντακότα (2017).(5)

Το όρο SLAPP τον οφείλουμε στον George W. Pring και την Penelope Canan (καθηγητές Νομικής και Κοινωνιολογίας, αντίστοιχα, στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ). Ο Pring εισάγει τον όρο σε ένα  άρθρο του το 1989:

«Ο προφανής στόχος των SLAPPs είναι να εμποδίσουν τους πολίτες να ασκήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα ή να τους τιμωρήσουν επειδή το έκαναν. Οι SLAPPs στέλνουν ένα σαφές μήνυμα: θα καταβάλεις “τίμημα” για να μιλήσεις πολιτικά. Το τίμημα είναι μια αγωγή πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και τα έξοδα, οι χαμένοι πόροι και η συναισθηματική πίεση που επιφέρει μια τέτοια δίκη. Αυτό είναι ένα μήνυμα με σημασία για κάθε Αμερικανό, ακτιβιστή ή μη. […] Οι SLAPPs συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τους απλούς πολίτες που αποδέχονται το ανοιχτό αμερικανικό πολιτικό σύστημα και μιλούν για δημόσια θέματα. Μπορεί επίσης να αποτελέσουν σοβαρή απειλή για την επιβίωση του αμερικανικού πολιτικού ιδεώδους των ενημερωμένων και συμμετεχόντων πολιτών» (6).

Οι SLAPP δεν έχουν ακόμη διαδοθεί στην Ελλάδα, ωστόσο δεν είναι άγνωστες. Ένα κραυγαλέο πρόσφατο παράδειγμα αποτελούν οι αλλεπάλληλες αγωγές των εταιρειών του ομίλου ΟΝΕΧ, που διαχειρίζονται το ναυπηγείο της Σύρου, εναντίον του Παρατηρητηρίου Ποιότητας Περιβάλλοντας Σύρου (ΠΠΠΣ). Το ΠΠΣΠ, που ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 2020, ανέπτυξε μια σειρά δράσεις (ανακοινώσεις, υπομνήματα προς αρμόδιους φορείς, συνεντεύξεις κ.ά.) για τη θαλάσσια και ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ερμούπολη, καθώς και την ύπαρξη βαρέων τοξικών μετάλλων στο λιμάνι της (7). Το ΠΠΠΣ δέχτηκε τον Νοέμβριο μια πρώτη αγωγή ύψους 1.000.000 από τον όμιλο ΟΝΕΧ για συκοφαντική δυσφήμιση, διαφυγόντα κέρδη και ηθική βλάβη και εν συνεχεία άλλες δύο  ανάλογες αγωγές (ύψους 1.000.000 η καθεμιά), καθώς και εξώδικα. Οι αγωγές θα εκδικασθούν στις 10 Δεκεμβρίου 2021.

***

Το ζήτημα των απειλών που υφίσταται η δημόσια κριτική και η ελεύθερη έκφραση, στην Ελλάδα του 2021 δεν εξαντλείται, βέβαια, στις SLAPPs. Πριν λίγες μέρες αναθεωρήθηκαν άρθρα του Ποινικού Κώδικα, ανάμεσά τους και το 191. Το αναθεωρημένο άρθρο προβλέπει ότι τιμωρείται «όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία». Η παλιά διατύπωση ήταν: «όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο κλπ.». Η διαφορά είναι εμφανής: η διατύπωση γίνεται πολύ πιο αόριστη, διευρύνοντας το αξιόποινο (με την παλιά, έπρεπε να αποδειχθεί ότι επήλθε το αποτέλεσμα), ανοίγοντας έτσι τον ασκό του Αιόλου. Δεν προχωράω, καθώς το ζήτημα υπερβαίνει σαφώς τις SLAPPs (παρότι το άρθρο 191 μπορεί να αξιοποιηθεί και σε αυτές) και μας οδηγεί στο κομβικό ερώτημα του ορισμού και της χρήσης  των fake news, το οποίο αγγίζει τον πυρήνα της ελευθερίας της έκφρασης.

***

Πριν  κλείσω, θέλω να  αναφερθώ, έστω επιγραμματικά, σε  εκείνα για τα οποία έχω προσωπική γνώμη και γνώση: στην εγκυρότητα, τη συνέπεια και το ήθος με τα οποία εδώ και χρόνια η Σταυρούλα Πουλημένη γράφει και παρεμβαίνει ως δημοσιογράφος· τη σημασία του alterthess ως ανεξάρτητου μέσου ενημέρωσης· τον γενναίο αγώνα που δίνουν, με σθένος και προσωπικό κόστος, οι πολίτες του Παρατηρητηρίου Ποιότητας Περιβάλλοντας Σύρου· το κύμα συμπαράστασης που έχει αρχίσει το τελευταίο διάστημα. Ωστόσο, παρά τη βαρύνουσα σημασία των προσώπων, η υπόθεση τα υπερβαίνει πολύ· αφορά τη δικαιοσύνη, η δημοκρατία, την ελευθερία του λόγου – και έτσι πρέπει να τη σταθμίσουμε και να δράσουμε αναλόγως.

Ο Μπένθαμ ως «μηχανικός και αρχιτέκτονας της δημοσιότητας»

Θα τελειώσω επιστρέφοντας στον Μπένθαμ, παραθέτοντας ένα απόσπασμα του καθηγητή της φιλοσοφίας του δικαίου και πολιτικού φιλοσόφου Gerald J. Postema σχετικά με τη σημασία της δημοσιότητας στο έργο του:

«Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες; Κατά την άποψη του Μπένθαμ η μόνη αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα αυτό έγκειται στη δημοσιότητα, ένα ισχυρό και ολοκληρωμένο σύστημα δημόσιας εποπτείας της δημόσιας εξουσίας σε όλες τις μορφές της. […] Η ασφάλεια έναντι της κακοδιοίκησης ήταν το μάντρα του και o μοναδικός του σκοπός· και η δημοσιότητα το πιο ισχυρό εργαλείο του για την επίτευξη αυτής της ασφάλειας.

Για να μεγιστοποιήσει την ηθική ικανότητα των αξιωματούχων, ο Μπένθαμ προτείνει μια σειρά θεσμικούς μηχανισμούς, όπως, για παράδειγμα, την ελαχιστοποίηση του χρηματικού ποσού που έχει στη διάθεσή του κάποιος αξιωματούχος […]. Ωστόσο, με διαφορά, ο πιο σημαντικός μηχανισμός για τον Μπένθαμ ήταν η δημοσιότητα. Πράγματι, στο Securities Against Misrule, επέμεινε ότι η δημοσιότητα είναι ο μόνος αποτελεσματικός έλεγχος της επίσημης εξουσίας: […] “Χωρίς τη δημοσιότητα, όλοι οι άλλοι έλεγχοι αποβαίνουν άκαρποι· σε σύγκριση με τη δημοσιότητα, όλοι οι άλλοι έλεγχοι έχουν μικρή σημασία”. “Χωρίς τη δημοσιότητα, κανένα αγαθό δεν είναι μόνιμο”, υποστήριζε, ενώ “υπό την αιγίδα της δημοσιότητας κανένα κακό δεν μπορεί να συνεχιστεί”.

Ο Μπένθαμ ήταν ένας μηχανικός της δημοσιότητας και, ακόμη περισσότερο, κυριολεκτικά, ένας αρχιτέκτονας της δημοσιότητας. Επιδίωξε επίσης να σχεδιάσει επίσημους και ανεπίσημους θεσμούς που προωθούσαν και παρείχαν ευκαιρίες για δημόσια έρευνα σχετικά με τις δημόσιες υποθέσεις, τις δημόσιες δραστηριότητες και τις δραστηριότητες των δημόσιων λειτουργών» (8).

 

1.Για την ακρίβεια το άρθρο επιγράφεται «Η δημοσιότης είναι ψυχή της δικαιοσύνης», Ελληνικά Χρονικά, τχ. 60, 23 Ιουλίου 1824· σε αυτό ο Μάγερ ασκεί έντονη κριτική στη διαχείριση του δανείου της Ανεξαρτησίας.

2.«Publicity is the very soul of justice [i.e., law] […] through publicity alone justice is the mother of security»: Jeremy Bentham, «Draught of a New Plan for the organisation of the Judicial Establishment in France: proposed… to the National Assembly, December 21st, 1789», Λονδίνο 1790, σ. 25-26.

3.Όπως παρατίθεται στο Lady Nancy Zuluaga, Christen Dobson, Andrea Pelliconi, SLAPPed but not silenced. Defending human rights in the face of legal risks, Business & Human Rights Ressource Centre, Ιούνιος 2021.

4.Στο ίδιο.

5. Βλ. αναλυτικά, για αυτές και άλλες υποθέσεις, στο Zuluaga, Christen Dobson, Andrea Pelliconi, SLAPPed but not silenced. Επίσης, για μια πλούσια, νομική αλλά και πραγματολογική, πραγμάτευση σχετικά με τις SLAPPs στην ΕΕ, βλ. στο Petra Bard, Judit Anna Bayer, Ngo Chun Luk, Lina Vosyliute, Ad-Hoc Request. SLAPP in the EU context, EU-CITZEN, Academic Network on European Citizenship Rights, Ιανουάριος 2020. Ας σημειωθεί ότι αρκετές χώρες, όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, υπάρχει ήδη   anti-SLAPP νομοθεσία, ενώ το σχετικό κίνημα για την εισαγωγή της ενισχύεται και αλλού.

6.George W. Pring, «SLAPPs: Strategic Lawsuits against Public Participation», Pace Enviromental Law Review, τ. 7, τχ. 1 (Σεπτέμβριος 1989), σ. 3-21.

7.Για τη φυσιογνωμία και τη δράση του ΠΠΠΣ, που έχει αναλάβει και μια σειρά δράσεις προστασίας του περιβάλλοντος, συμβολικές και μη (καθαρισμός ακτογραμμής, καθαρισμός λόφων κ.ά.), είναι ενδεικτική μια επίσκεψη στην ιστοσελίδα του.

8.Gerald J. Postema, «The Soul of Justice: Bentham on Publicity, Law, and the Rule of Law», στο Utility, Publicity, and Law: Essays on Bentham’s Moral and Legal Philosophy, Oxford University Press, Οξφόρδη 2019.