της Τζένης Τσιροπούλου

Τι είναι το cash rebate που άλλαξε όλο το σκηνικό

Netflix, Χόλιγουντ, Disney, Amazon, Apple TV: είτε πρόκειται για κατασκοπικό θρίλερ στο Ιράν, ιλλιγγιώδες car race ή τη ζωή του Αντετοκούμπο, όλοι έχουν γυρίσει σειρές και ταινίες την τελευταία 6ετία στη χώρα μας.

Η Ελλάδα διαφημίζεται από το 2018 ως ένας “film friendly” τόπος χάρη στο επενδυτικό θέλγητρο, γνωστό ως cash rebate.

Cash rebate σημαίνει ότι η Ελλάδα, σε κάθε ξένη κινηματογραφική παραγωγή που έρχεται για γυρίσματα εδώ, επιστρέφει σε μετρητά το 40% των εξόδων (επιλέξιμες δαπάνες) που δαπανήθηκαν στην ελληνική επικράτεια στο πλαίσιο της εκτέλεσης της παραγωγής. Πρόκειται δηλαδή για επιστροφή μέρους της επένδυσης που πραγματοποιήθηκε.

“Η ζήτηση των ξένων παραγωγών είναι αρκετά μεγάλη για το μέγεθος της χώρας μας” επιβεβαιώνει παραγωγός με δυναμική παρουσία στον χώρο.

Η διεθνής παραγωγή συνεργάζεται κάθε φορά με μια ελληνική εταιρεία παραγωγής η οποία θα μεριμνήσει για τις άδειες, θα προσλάβει τα ελληνικά συνεργεία, κλπ.

Οι Έλληνες παραγωγοί ζητούσαν το rebate εδώ και 20 χρόνια “αλλά καμία κυβέρνηση δεν το λάμβανε σοβαρά υπόψη. Νομίζουν ότι το σινεμά είναι κάτι κουλτουριάρηδες αλλά δεν έχουν καταλάβει ότι είναι μπίζνα και έχει αξία σε πάρα πολλά επίπεδα” προσθέτει, ζητώντας να μιλήσει ανώνυμα.

Η γειτονική Ισπανία επιστρέφει έως και το 30% των επιλέξιμων δαπανών, παρομοίως η Πορτογαλία, και το ίδιο και η Τουρκία, η οποία δεν προσφέρει τα οφέλη του να εργάζεσαι σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Η Ελλάδα όρισε το cash rebate στο 25% το 2017, όταν θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά ο σχετικός νόμος, και σήμερα το έχει κλειδώσει στο γενναιόδωρο 40%.

“Μας επιλέγουν ξεκάθαρα για το rebate αλλά η Αθήνα έχει και ένα άλλο μεγάλο ατού: μπορεί να μετατραπεί εύκολα σε μια πρωτεύουσα της Μέσης Ανατολής και αυτό βολεύει πολύ τις παραγωγές”.

Αγγελίες για casting γίνονται viral στα social media. Εκατοντάδες άνθρωποι που αναζητούν ένα έξτρα μεροκάματο ως κομπάρσοι και ηθοποιοί που θέλουν να εμπλουτίσουν το βιογραφικό τους, σχηματίζουν ουρές για να υποδυθούν άλλοτε Αφγανούς πολίτες στην “Καμπούλ” και άλλοτε Ιρανούς περαστικούς στην “Τεχεράνη”.

Αυτή τη στιγμή, μια υπερπαραγωγή ισραηλίτικου ενδιαφέροντος γυρίζεται κάπου στα νότια, μια αγγλική σειρά μόλις ξεκίνησε και μια μεγάλη ευρωπαϊκή συμπαραγωγή μετατρέπει την Αθήνα σε εμπόλεμο Αφγανιστάν.

Αυτά λαμβάνουν χώρα όσο πιο αθόρυβα γίνεται καθώς όλοι δεσμεύονται από όρους εμπιστευτικότητας.

Κανένα spoiler – εύλογα – δεν επιτρέπεται εδώ.

Γεύση από γυρίσματα στην “Kabul”

Η πινέζα στον χάρτη με οδηγεί στην Ελευσίνα.

Τα θεόρατα βιομηχανικά κουφάρια της Χαλυβουργικής έχουν μεταμορφωθεί σε αεροδρόμιο της Καμπούλ.

Δίπλα μου περνούν στρατιώτες με M16, Αφγανές με μαντήλες, κομμώτριες με τα βαλιτσάκια τους, ειδικοί σε πολεμικά εφέ, βοηθοί σκηνοθέτη, φωτογράφοι, κλπ.

68 ημέρες γυρισμάτων με ένα πολυπολιτισμικό συνεργείο 100 ατόμων.

Στο σκριπτ είναι 15 Αυγούστου του 2021. Τα αμερικανικά και νατοϊκά στρατεύματα εγκαταλείπουν το Αφγανιστάν και οι Ταλιμπάν καταλαμβάνουν την εξουσία. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί σαστισμένη σκηνές χάους στο αεροδρόμιο της Καμπούλ με ανθρώπινες μάζες να παλεύουν να διαφύγουν προς πάσα κατεύθυνση.

Η Σαχάρ είναι μια Αφγανή δικαστίνα με πίστη στην ελευθερία και τη δικαιοσύνη, που έχει στείλει αρκετούς Ταλιμπάν στη φυλακή. Τώρα είναι νούμερο ένα στις λίστες του θανάτου.

Στο cut, η Λιβανο-γαλλίδα ηθοποιός, Darina Al Joundi, που την υποδύεται, ανάβει ένα τσιγάρο CAMEL και βγάζει τη μαντήλα της.

Η πρώτη φορά που η Al Joundi γύρισε ταινία στην Ελλάδα ήταν πολλά χρόνια πριν το cash rebate.

“Ήταν το 1987, επί ΠΑΣΟΚ (γελάει) και κάναμε μια ταινία για τη θέση της γυναίκας στον αραβικό κόσμο. Η Ελλάδα ήταν άλλοτε ο Λίβανος και άλλοτε το Ιράκ” θυμάται.

Ο κινηματογραφικός άντρας τής Al Joundi είναι ένας διανοούμενος κομμουνιστής γνώριμος σε εμάς – είναι ο Ελληνο-ιρανός ηθοποιός και σκηνοθέτης, Βασίλης Κουκαλάνι.

Στο διάλειμμα τρώμε όλοι μαζί και ξεκλέβουμε λίγο χρόνο να μιλήσουμε.

Ο Κουκαλάνι έχει μακρόχρονη εμπειρία σε διεθνείς παραγωγές:

“Είναι άλλα τα μεγέθη. Η ‘Πλατεία Αμερικής’ έγινε με μπάτζετ 120.000 ευρώ. Τόσο κοστίζει μια μέρα σε μια ξένη σειρά. Τα πολλά χρήματα στην Ελλάδα τα συναντάς μόνο στη διαφήμιση – μια διαφήμιση έχει το μπάτζετ μιας ταινίας”.

“Αλλά είναι και άλλο το ενδιαφέρον. Για τη θεατρική ομάδα που σκηνοθετώ, τη Συντεχνία του Γέλιου, έχω λάβει μηδέν ευρώ από το κράτος ενώ οι συνάδελφοί μου στη Γερμανία για την αντίστοιχη ομάδα λαμβάνουν μεγάλη υποστήριξη” λέει ο ηθοποιός που πρέπει να ξαναφορέσει την αφγανική φορεσιά και να επιστρέψει γρήγορα στο γύρισμα.

Πίσω από τη φαντασμαγορία του θεάματος: Οι εργαζόμενοι

Φεύγοντας από το σετ της “Καμπούλ” θέλω να μάθω περισσότερα για τα backstage των διεθνών παραγωγών που τα χρόνια του rebate κατακλύζουν την Ελλάδα.

Πώς το βιώνουν οι εργαζόμενοι; Είναι οι συνθήκες τόσο προσεγμένες όσο τα κουστούμια ή τα special effects;

Συνομιλώ με επαγγελματίες του κινηματογράφου και των οπτικοακουστικών έργων. Σχεδόν όλοι θέτουν τον όρο της ανωνυμίας. Άνθρωποι γύρω στα 40, με σπουδές στον κινηματογράφο, τη δημοσιογραφία, το ντοκιμαντέρ, τις ανθρωπιστικές επιστήμες, κ.ά. που εργάζονται σε διάφορα πόστα: κάμερα, σκηνοθετικό, ηλεκτρολογικό, μαλλιά, κοστούμια, casting, location.

Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι αγαπούν πολύ τη δουλειά τους.

Κοινό τους χαρακτηριστικό ακόμα, όμως, είναι ότι όλοι νιώθουν εξαντλημένοι από το 6ήμερο και 12ωρο που είναι η συνήθης συνθήκη εργασίας στις διεθνείς παραγωγές που έρχονται στην Ελλάδα.

Η Νίκη* έχει πάθει υπερκόπωση και αναγκάζεται να μείνει για λίγες μέρες εκτός, ενώ ο Αλέξανδρος* έχει βδομάδες να περάσει έστω και λίγο χρόνο με το παιδί του.

Στη δουλειά τους οι παραιτήσεις και η μοναξιά δεν είναι κάτι σπάνιο.

“Πίσω από μια Ελλάδα που διαφημίζεται ως ‘film friendly’ βρισκόμαστε άνθρωποι – εκατοντάδες εργαζόμενοι που για εμάς δυστυχώς οι συνθήκες δεν είναι φιλικές” λένε ομόφωνα.

“Ο Νορβηγός συνάδελφος έπαιρνε υπερωρίες μετά το 8ωρο. Εγώ μετά το 11ωρο”

“Οι επίσημες συμβάσεις που μας εμφανίζουν οι ξένοι, συνήθως αναγράφουν ότι η εργασία μας θα είναι 5ήμερη 8ωρη. Στην πράξη, όμως, τα δεδομένα αλλάζουν. Καταλήγουμε συχνά να δουλεύουμε 6ήμερο 12ωρο, το οποίο έχει τύχει να γίνει και 7ήμερο και 10ήμερο χωρίς ρεπό” λένε οι εργαζόμενοι με εμπειρίες σε διαφορετικές παραγωγές. Κάποιες συμβάσεις λένε ρητά εξαρχής 5ήμερο 12ωρο.

“Εν τω μεταξύ, ο Νορβηγός συνάδελφός μου, στην ίδια παραγωγή, παίρνει τριπλά λεφτά με συμβόλαιο για 8ωρο που τηρείται. Δούλευα σε σκανδιναβική παραγωγή που ο Νορβηγός συνάδελφος πληρωνόταν υπερωρίες μετά το 8ωρο ενώ οι Έλληνες γράφαμε υπερωρίες μετά το 11ωρο” λέει ο Αλέξανδρος.

“Αλλά δεν είναι μόνο τα λεφτά. Δεν έχεις ζωή. Χρειάζεσαι να πας σε έναν γιατρό και δεν μπορείς”.

“Τη δουλειά που πρέπει να βγει σε τρεις μήνες, θέλουν να την βγάλουμε σε δύο. Τη δουλειά που θα έβγαζαν τρεις άνθρωποι, την βγάζει ένας. Η εντατικοποίηση είναι μεγάλη και αυτή η εντατικοποίηση φέρνει και ατυχήματα στο σετ για τα οποία δεν τολμάμε να μιλήσουμε δημόσια” λέει η Νίκη.

“Πληρωνόμαστε τελικά για την εργασία μας ή για τη ζωή μας;”

Ο Αλέξανδρος την επιβεβαιώνει: “Είμαστε αναλώσιμοι. Αγαπάμε τη δουλειά μας αλλά δεν ξέρω πόσο μπορείς να αντέξεις. Και φοβόμαστε να αντιδράσουμε γιατί δεν θα ξαναδουλέψουμε ποτέ. Πρέπει να αναδειχθεί δημόσια το πόσο εξαντλητικές είναι οι συνθήκες – και αυτό αλλάζει μόνο συλλογικά”.

Φώτα, κάμερα, “Κλακέτα”! “Διεκδικούμε συλλογικές σύμβασεις”

Ο Σήφης Στάμου εργάζεται εδώ και 15 χρόνια στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Τον Μάιο του 2024 εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος του νεοσυσταθέντος σωματείου “Κλακέτα” που απαρτίζεται από όλες τις ειδικότητες της βιομηχανίας (πλην των σκηνοθετών και των παραγωγών).

Ποιες ανάγκες οδήγησαν στη σύσταση του σωματείου; τον ρωτάω.

“Η περίοδος της κρίσης έφερε παρατεταμένη ανεργία στον κλάδο μας. Για 6-7 χρόνια σταμάτησαν τα σίριαλ, οι ταινίες και οι χρηματοδοτήσεις. Καταργήθηκε ο ειδικός φόρος στα εισιτήρια του σινεμά που πήγαινε στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) ενώ το 2010 ήρθε ο νόμος Γερουλάνου που υποχρηματοδοτούσε το ΕΚΚ” λέει ο πρόεδρος της “Κλακέτας”.

“Το τοπίο της ξηρασίας άλλαξε με την ίδρυση του ΕΚΟΜΕ (Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας) και το cash rebate – έφερε άνοδο στην παραγωγή των ελληνικών σίριαλ και πολλοί συνάδελφοι επέστρεψαν στη δουλειά μετά από χρόνια. Χωρίς όμως να υπάρχουν πια συλλογικές συμβάσεις, χωρίς καν τα μίνιμουμ κεκτημένα στη θέση τους. Ο κλάδος πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του από την αρχή και αυτό το κενό δημιούργησε την ‘Κλακέτα’”.

Η κρισιμότερη διεκδίκηση του σωματείου είναι η συλλογική σύμβαση εργασίας που θα αποκρυσταλλώνει τους όρους εργασίας – όροι που δεν θα είναι έρμαιο της κάθε παραγωγής που θα τους καταπατά ή θα τους τηρεί κατά βούληση.

“Οι διεθνείς παραγωγές είναι μια μπουκάλα οξυγόνου κυρίως για τις ελληνικές εταιρείες παραγωγής με τις οποίες συνεργάζονται, αλλά όχι τόσο για τους εργαζόμενους. Πιστεύω ότι εκτός από το rebate, ποντάρουν και στους χαμηλούς μισθούς μας και στις πολλές ώρες εργασίας που επιτρέπονται πια από τον νόμο Γεωργιάδη” λέει ο Στάμου.

Οι εργαζόμενοι μιλούν με αγωνία και για το γεγονός ότι κάποιες διεθνείς παραγωγές ήρθαν για γυρίσματα με τεχνικούς από την Ουγγαρία ή τη Βουλγαρία, οι οποίοι πληρώνονται ακόμα χαμηλότερα από τους Έλληνες.

“Στη Σόφια υπάρχουν εδώ και χρόνια στούντιο του Χόλυγουντ (Nu Boyana Film Studios) που γυρίζονται τα δευτεροκλασάτα blockbuster. Μόλις ξεκίνησε το rebate στην Ελλάδα, έτρεξαν για γυρίσματα στη Θεσσαλονίκη με βουλγάρικα συνεργεία που δούλευαν με τα μισά λεφτά” εξηγεί η Νίκη, απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου ΑΠΘ και μέλος της “Κλακέτας”.

“Εμείς δεν έχουμε αντίρρηση να δουλέψουν όλες οι εθνικότητες. Το θέμα είναι να δουλεύουν με τους όρους της συλλογικής σύμβασης της χώρας που έρχονται. Αυτό που θα αλλάξει τα πάντα είναι η συλλογική σύμβαση. Έτσι δεν θα μπορεί κανείς να ρίχνει τα μεροκάματα” τονίζει ο Στάμου.

“Το πρόβλημα προφανώς είναι ότι οι μεγάλες παραγωγές θέλουν να μειώσουν το εργατικό κόστος για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Και μιλάμε για αμύθητα κέρδη αφού το κοινό τους είναι όλη η υφήλιος”.

Αν υπάρχουν τόσα εκατομμύρια για το rebate, γιατί το ελληνικό σινεμά είναι φτωχό;

Ο κινηματογράφος και οι παραγωγές στην Ελλάδα είναι δύο ταχυτήτων.

Από τη μία, είναι το ΕΚΟΜΕ που θέτοντας καθαρά τυπικά κριτήρια, σαν να τικάρεις κουτάκια, προσφέρει μια αυτόματη χρηματοδότηση (το cash rebate) σε ελληνικές και ξένες παραγωγές με βασικότερη προϋπόθεση το μπάτζετ του έργου να ξεπερνά ένα συγκεκριμένο ποσό. Για μια ταινία μυθοπλασίας, για παράδειγμα, το μίνιμουμ ποσό επιλέξιμων δαπανών είναι τα 100.000 ευρώ. Και το rebate δίνεται εκ των υστέρων, δηλαδή ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει ήδη τα χρήματα και να τα έχει δαπανήσει για την παραγωγή της ταινίας του.

Το κρατικό ΕΚΟΜΕ έχει ξοδέψει μέσα σε μια 6ετία 160 εκατομμύρια ευρώ για επιστροφές cash rebate και χρωστάει ακόμα 140 εκατομμύρια “εξαιτίας της υπερβολικής χρήσης του προγράμματος“.

Από την άλλη, είναι (ή “ήταν”, όπως θα εξηγήσουμε αμέσως) το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) που δημιουργήθηκε για να χρηματοδοτεί ένα όραμα για να μεγαλώσει και να γίνει ταινία, και βρίσκεται στην καρδιά της εγχώριας κινηματογραφίας.

Το ΕΚΚ, όμως, είναι οριακά το πιο φτωχό κέντρο κινηματογράφου στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, με ετήσιο μπάτζετ 3.500.000 ευρώ – όταν η Δανία, για παράδειγμα, που η γλώσσα της ομιλείται όσο και τα ελληνικά, επενδύει 68.000.000 ευρώ τον χρόνο.

Ο σκηνοθέτης που έχει μια ιδέα στα σπάργανα δεν θα στηριχθεί από το ΕΚΟΜΕ για να φτιάξει μια ταινία, αλλά από το ΕΚΚ.

Ο κινηματογραφιστής που θέλει να κάνει μια ταινία αλλά δεν έχει 100.000 ευρώ στην τσέπη του, δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από το ΕΚΟΜΕ αλλά μπορεί από το ΕΚΚ.

Ο ντοκιμαντερίστας το ίδιο. Ο μικρομηκάς το ίδιο.

“Εμείς σαν κλάδος διεκδικούσαμε εδώ και χρόνια την αύξηση της χρηματοδότησης του ΕΚΚ προς όφελος της ελληνικής κινηματογραφίας και πάντα η απάντηση ήταν ‘δεν υπάρχουν αρκετά λεφτά’. Όμως ξαφνικά βρεθήκαν 200 εκατομμύρια για το rebate ενώ για τον ελληνικό κινηματογράφο έχουν δοθεί 20 εκατ. μέσα σε μια δεκαετία. Οι ελληνικές ταινίες παραμένουν low budget που γίνονται με κόπο και πόνο” λέει ο πρόεδρος της “Κλακέτας”.

“Το ΕΚΚ έμεινε τόσο φτωχό γιατί δεν υπήρξε ποτέ μια συνολική στρατηγική για τον κινηματογράφο. Τον κινηματογράφο τον θυμούνται μόνο όταν παίρνει Όσκαρ ο Λάνθιμος, που δεν κάνει και ελληνικό σινεμά” λέει επαγγελματίας από τον χώρο της παραγωγής.

Από τον Μάιο το ΕΚΟΜΕ έχει παγώσει τις εργασίες του.

Πρέπει να αποπληρώσει τα χρέη που έχουν συσσωρευτεί προς τις ξένες παραγωγές και εν τω μεταξύ δεν δέχεται νέα αιτήματα.

Το ΕΚΚ θα παύσει να υπάρχει όπως το γνωρίζουμε καθώς οι δύο οργανισμοί, από τον Οκτώβριο του 2024, συγχωνεύονται υπό έναν νέο υπερφορέα.

Στον χώρο επικρατούν ανάμεικτα συναισθήματα, με επικρατέστερο τον φόβο:

Από τους παραγωγούς ακούγεται ότι ο υπερφορέας είναι “κάτι ελπιδοφόρο και θετικό”.

Αντίθετα, ντοκιμαντερίστες, σκηνοθέτες και ηθοποιοί φοβούνται ότι θα ενισχύσει την εμπορικότητα και το cash rebate, σκοτώντας τις μικρού μήκους, τις art-house, το ντοκιμαντέρ, και τον πολιτισμό.

“Ιστορίες υπάρχουν αλλά χωρίς στήριξη, θα επιβιώνει μόνο ό,τι πουλάει”

Το cash rebate δεν είναι ένα ντε φάκτο κακό. Αντιθέτως, έχει και θετικά στοιχεία όπως η εμπειρία και η τεχνογνωσία που προσφέρει στο εγχώριο εργατικό δυναμικό, η οποία πρέπει να ενισχυθεί και από περισσότερα δημόσια πανεπιστήμια κινηματογράφου.

Επίσης, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι εργάζεται πολύς κόσμος και εμμέσως χάρη στις διεθνείς παραγωγές, όπως είναι τα catering, μεταφορικές, ξενοδοχεία, εστιατόρια, βεστιάρια, ενώ οι τοπικές επιχειρήσεις αποζημιώνονται για διαφυγόντα κέρδη όταν κλείνει ένας δρόμος για γύρισμα. Οι Δήμοι, επίσης, αποζημιώνονται ή η αστυνομία όταν χρησιμοποιείται το έμβλημά της.

Αυτό που είναι προβληματικό, όμως, και δύσκολο να έρθει στην επιφάνεια, είναι ότι επιδεινώνονται και διαιωνίζονται ασφυκτικές έως και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας. Και φυσικά ακολουθεί η αγωνία για το μέλλον του σινεμά και των κινηματογραφιστών.

Τα λόγια που μου λέει ο Βασίλης Κουκαλάνι λίγο πριν επιστρέψει στο γύρισμα είναι χαρακτηριστικά:

“Δυστυχώς, δεν υπάρχει σχεδιασμός πολιτιστικής ανάπτυξης. Και οι ξένες παραγωγές δεν βλέπω να συμβάλουν στην ανάπτυξη του εγχώριου κινηματογραφικού τοπίου. Είμαστε περισσότερο το σέρβις, η παροχή υπηρεσιών για την εκτέλεση της παραγωγής. Αλλά προσωπικά, νιώθω πολύ τυχερός που μπορώ και εργάζομαι σε τέτοιες παραγωγές. Και ό,τι κερδίζω από εδώ, προσπαθώ να το επενδύω για να πούμε τις δικές μας ιστορίες στην Ελλάδα. Ξέρεις πόσα καλά σενάρια έχω διαβάσει που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ; Ιστορίες υπάρχουν αλλά χωρίς στήριξη από την πολιτεία, δεν θα τις δούμε ποτέ. Θα επιβιώνει μόνο αυτό που πουλάει”.

*Τα ονόματα είναι αλλαγμένα κατόπιν παράκλησης των εργαζομένων για προστασία των προσωπικών τους δεδομένων.