του Σπύρου Γραμμένου

Είχα την τύχη την προηγούμενη Παρασκευή, 9 του Σεπτέμβρη, να παρευρεθώ στη συναυλία μου και να παρακολουθήσω αυτό το υπέροχο κοινό.

Είχα πολλή περιέργεια και η αλήθεια είναι πως ήμουν διστακτικός, γιατί δεν είχα ξαναδεί το κοινό σε τόσο μεγάλο χώρο.

Η μπάντα άρχισε να μαζεύεται από νωρίς και το sound check ξεκίνησε γύρω στις 17:30. Εγώ άρχισα να αγχώνομαι στις 19:30. Στις 20:15, αφού είχατε αρχίσει κάποιοι να μπαίνετε μέσα στο χώρο και να περιφέρεστε για να βρείτε τη θέση σας, πήγα στο καμαρίνι, ξεντύθηκα και έμεινα με το βρακί, γιατί το καινούργιο παντελόνι που είχα πάει το πρωί σε μία μοδίστρα να μου το κοντύνει, το είχε σιδερώσει και μου είχε κάνει τσάκιση.

Έμεινα αρκετή ώρα με το βρακί μέχρι να βρεθεί ένα σίδερο. Υπάρχει και σχετική φωτογραφία, αλλά ας το αφήσουμε αυτό τώρα.

Ας μιλήσουμε για το κοινό.

Τη συναυλία άνοιξε η Αγγελίνα και το κοινό την αγκάλιασε όπως έπρεπε.

Η Αγγελίνα είναι ένα πολύ γλυκό κορίτσι που με φωνάζει θείο. Δεν με πειράζει. Είμαι θείος.

Θα έλεγε πέντε τραγούδια, θα τελείωνε το πρόγραμμα της με το “Ω Να Σου”, θα κόλλαγε η βελόνα, θα έλεγε πολλές φορές “Ω Να Σου” και θα ανέβαιναν να την κατεβάσουν δύο υπεύθυνοι της σκηνής. Την ώρα που κόλλησε η βελόνα όμως, εμείς είχαμε μαζευτεί όλοι μαζί και κάναμε “ζντο”. Αυτό που ενώνουμε τα χέρια μας και φωνάζουμε κάτι για να μας πάει καλά η βραδιά. Οπότε η Αγγελίνα έμεινε με κολλημένη τη βελόνα, αμήχανη να κοιτάει πίσω και να περιμένει να έρθει κάποιος για να την κατεβάσει.

Την κατέβασαν.

Γέλασε το κοινό.

Και εκεί ήρθε η στιγμή που ανέβηκε η μπάντα μου. Το κοινό χειροκρότησε. Ούρλιαξε, αλλά δεν άναψε ούτε ένα καπνογόνο. Γενικά, σε ολόκληρη τη βραδιά δεν άναψε ούτε ένα καπνογόνο γιατί υπάρχει έλλειψη πλέον μετά τις συναυλίες του Θανάση, αλλά ήταν εκεί με τα μάτια του να λάμπουν, να γυαλίζουν, να γελάνε, να βουρκώνουν και να κλαίνε μαζί μας.

Ξεκινήσαμε με τις αϋπνίες, παίξαμε το παγκάκι, τον τύπο αθλητικό, ανέβηκε ο άνθρωπος που θα βγάλω φέτος τον χειμώνα μου, ο Κωνσταντίνος Πουλής και είπαμε τον Πιτσιπόρδα. Μεγάλη στιγμή να τραγουδάει όλη η Τεχνόπολη “Έλα πιτσιπόρδα”.

Ο Χρήστος Ελ. Παπαδόπουλος από τους Ρεβάνς, που είπαμε μαζί ένα μεγάλο “Σ’ευχαριστώ λουκιανέ”, η Νεφέλη Φασούλη που είπαμε μαζί το “Να είσαι εδώ” και μας μάγεψε με τον “κόσμο” της. Και το κοινό ήταν εκεί, μαγικό. Δεν ένιωσα ούτε μία στιγμή που να μην είμαστε ένα. Φωνάξαμε όλοι μαζί “Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια” με το Δημήτρη Μυστακίδη, είπαμε μαζί του το “Μίλα”, ανέβηκε ο μεγάλος μου αδερφός, ο Φοίβος που είπαμε μαζί το “16” και το “Μόνο ψέματα”.

Είπαμε τρία καινούργια τραγούδια, ολοκαίνουργια. Πρώτη φορά μπροστά σε κοινό. Και τα αγκαλιάσατε κι αυτά. Το “Φτιάχνω έναν κόσμο” για την ανιψιά μου, το “Αν δεν γυρίσω”, παρέα με την Νεφέλη και την Αγγελίνα.

Και ένα ακόμη κομμάτι, που ήταν η πιο έντονη στιγμή που έχω ζήσει πάνω σε σκηνή. Ένα τραγούδι που τους στίχους έγραψε για τον Ζακ η μητέρα του. Η Ελένη Κωστοπούλου. Που ήταν εκεί μαζί με τον πατέρα του και τον αδερφό του, μαζί μας. Εκείνη την στιγμή χρειάστηκα την μεγαλύτερη αγκαλιά της ζωής μου και ήσασταν εκεί. Και μου την δώσατε.

Είπαμε όλοι μαζί “Το όνομά μου είν’ το δικό σου”.

Φωνάξαμε παρέα τα συνθήματα για τον Ζακ και για τον Παύλο.

Τραγουδήσαμε πως “Θέλω να ζήσω ελεύθερος, δίχως ταυτότητα πια”, φύγαμε απ’ την σκηνή, μας ξαναφωνάξατε και κλείσαμε αγκαλιασμένοι όλοι μαζί με τον “λάκκο με τ’ αστεία” που θα θέλαμε να πέσουμε για να σωθούμε.

Ήσασταν μαγικοί! Μας ξαφνιάσατε, μας συγκινήσατε, μας αγκαλιάσατε και κρατάω την φωνή του κοριτσιού που με τεράστια γλύκα μου φώναξε “Είσαι καριόλης”.

Σας ευχαριστώ μέσα απ’ την καρδιά μου και εκ μέρους όλων όσων ήταν πάνω αλλά και πίσω απ’ τη σκηνή.

Σπύρος Γραμμένος

 

 

Υ.Γ. Ευχαριστούμε για τις υπέροχες φωτογραφίες τους Γρηγόρη Μωρίκη, Θωμά Αρσένη, και Δημήτρη Μακρή.