Πέραν του ότι δεν μπορεί παρά να στέκεται κανείς το λιγότερο με σκεπτικισμό απέναντι στο πείραμα της σοσιαλδημοκρατίας και στη συστημική της ενσωμάτωση στην αστική ιδεολογία, εν προκειμένω δεν πρόκειται καν περί αυτού: το μοντέλο εξουσίας,στην πραγματικότητα, δε μετατοπίζεται από τον νεοφιλελεύθερο πυρήνα του ούτε στο ελάχιστο: απλώς ψάχνει έναν εύσχημο τρόπο κρατικοποίησης των ζημιών του μεγάλου και του πολύ μεγάλου κεφαλαίου, ενόσω προσπαθεί- εν πολλοίς χωρίς επιτυχία- να διασώσει μια ορισμένη καταναλωτική δύναμη των περαιτέρω φτωχοποιούμενων μεσοαστικών και εργατικών στρωμάτων παγκοσμίως.
Σε αντίθεση με ό,τι λέγεται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η προ- πανδημίας διεθνής πολιτική και οικονομική κατάσταση, κάθε άλλο παρά ιδεώδης ήταν: η ανισότητα μέσα –και- στα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη όπως και διακρατικά, η δημόσια και ιδιωτική υπερχρέωση, ο αριθμός οικογενειών με ελάχιστες αποταμιεύσεις, ο ανεξέλεγκτος και αδιαφανής τραπεζικός τομέας, η υποβάθμιση και ιδιωτικοποίηση όλων των δημοσίων αγαθών-συμπεριλαμβανομένης φυσικά της υγείας- οι εμπορικές εντάσεις έως και συγκρούσεις, η περιβαλλοντική καταστροφή και φυσικά οι πόλεμοι παγκοσμίως αποτελούσαν όψεις μιας καπιταλιστικής κρίσης που δε σταμάτησε ποτέ να εκδηλώνεται, απλώς τροποποιούνταν ως προς την έντασή της.
Σε αυτό το περιβάλλον διαρκούς κρίσης έρχονται οι οικονομικές συνέπειες της παρούσας καταστροφής: οι εργατικές τάξεις και τα μεσοαστικά στρώματα παγκοσμίως εγκαταλείπονται –στην καλύτερη περίπτωση- σε επιδόματα οριακής επιβίωσης ή και χωρίς ούτε αυτά, ενώ οι μεγαλομέτοχοι των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων κερδίζουν άφθονο κρατικό χρήμα.
Η διαχείριση της κρίσης ωστόσο δε γεννά μόνο εντεινόμενη ανισότητα. Αναδεικνύει επιπλέον και την ανεπάρκεια των νεοφιλελεύθερων εργαλείων, που γιγαντώνουν αντιθέσεις αλλά και για αντιφάσεις: οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να συγκρατήσουν τα επιτόκια δανεισμού αγοράζοντας ακόμα και σκουπίδια ιδιωτικού και δημοσίου χρέους, ωστόσο κατά βάση τα ποσά αυτά διακρατώνται από τις τράπεζες, τη στιγμή που οι λαοί θα κληθούν να τα ξεπληρώσουν, με προγράμματα φτώχειας.
Αντί για σχεδιασμό και κεντρικό συντονισμό προκειμένου οι οικονομίες πρώτα να επιβιώσουν και έπειτα να ανασυγκροτηθούν, το μόνο που «προσφέρεται» στους πολίτες παγκοσμίως είναι η τυφλή πίστη στο σχήμα “V”- δηλαδή σε μια υποτιθέμενη γρήγορη ανάκαμψη.
Πρόκειται όχι μόνο περί αντικοινωνικών θέσεων αλλά και περί φρούδων ελπίδων: τα μεγέθη της ανεργίας και της φτώχειας διεθνώς είναι ήδη τόσο δραματικά ώστε σχεδόν όλοι οι κλάδοι της οικονομίας παραλύουν με τις τράπεζες να περιμένουν τα χειρότερα.
Δεν πρόκειται περί ενός «ατυχήματος» αλλά περί δομικής αδυναμίας του καπιταλισμού και δη στην ηγεμονική, νεοφιλελεύθερη εκδοχή του να αντιμετωπίσει τις κρίσεις που είτε γεννά, είτε επιτείνει. Ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος, για τη βραχυπρόθεσμη, αρπακτική λογική των ελίτ και των ολιγαρχιών που εξουσιάζουν.
Στην Ελλάδα των ληστρικών δημοσιονομικών πλεονασμάτων ως το 2060- και των περιφερειακών εντάσεων, οι παραπάνω συνθήκες επηρεάζουν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση όλους εμάς τους πολλούς: τα βοηθήματα που δίδονται σε κάποιους μόνο εργαζομένους και επιστήμονες- δηλαδή έτσι κι αλλιώς σε ένα μικρό μέρος μόνο όσων έχουν πληγεί- δεν μπορούν να τους ανακουφίσουν. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι δανειολήπτες, οι αγρότες, τα παραγωγικά στρώματα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι νέοι μένουν απροστάτευτοι στη νέα κρίση, ενώ όλο το νέο-αποικιακού τύπου μνημονικό πλαίσιο παραμένει σε ισχύ.
Ενόψει των παραπάνω, το ερώτημα διεθνώς και εγχώρια είναι αν μας αρκεί ένα φάντασμα του κεϋνσιανισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Μπορεί να είναι αυτό να είναι το όριο της σκέψης, της δράσης και της στρατηγικής μας ; Όποια πολιτική δύναμη δώσει θετική απάντηση θα ανακαλύψει απλώς, ακόμα ένα δρόμο για το νεοφιλελευθερισμό. Στόχος μας πρέπει να είναι όχι η επιστροφή στο προηγούμενο μοντέλο αλλά τη μετάβαση σε ένα άλλο, που δε θα αλέθει τις ζωές των πολλών, από κρίση σε κρίση.
Αυτό που χρειαζόμαστε άμεσα είναι από τη μια η μετάβαση σε ένα περιβάλλον ουσιαστικών, στοχευμένων και αξιόπιστων δημόσιων πολιτικών με κινητοποίηση κάθε ανθρώπινου και υλικού πόρου και με έμφαση στην 4η βιομηχανική επανάσταση –αντί της παροχής χαμηλής προστιθέμενης αξίας υπηρεσιών- που θα καλύπτει τους πολλούς εισοδηματικά, ενώ επιπλέον θα διασφαλίζει με επάρκεια όλα τα αναγκαία αγαθά- υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, κατοικία, απαλλαγή από το συσσωρευμένο ιδιωτικό χρέος σε μεγάλο βαθμό- με ταυτόχρονη αναδιανομή εισοδήματος που συνεπάγεται ανατροπή της ολιγαρχίας. Αυτά αναγκαστικά σημαίνουν εσωτερική αναδιανομή εισοδήματος μέσω της φορολόγησης του πλούτου και της αφαίρεσης των προνομίων της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της ολιγαρχίας.
Παραλλήλως, το ελληνικό κράτος πρέπει να αναιρέσει το σύνολο των μνημονικών δεσμεύσεων και να πρωταγωνιστήσει στην πίεση για μηχανισμό όχι δανειοδότησης αλλά μεταβιβαστικών πληρωμών εντός ΕΕ, όπως και για μηχανισμό αναδιάρθρωσης και διαγραφής χρέους ανάγκη που θα έλθει στο προσκήνιο ούτως ή άλλως. Πρόκειται για κινήσεις αναγκαίες για την εξεύρεση απαραίτητων πόρων για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Είναι σημαντικό να εκτιμηθεί ότι η ΕΕ σάλπισε υποχώρηση στις δυνατότητες κάθε ενός κράτους- μέλους της ξεχωριστά, με ανεπαρκέστατες παρεμβάσεις μεν από την ίδια αλλά χωρίς πρόσκαιρα να θέτει εμπόδια δημοσιονομικού χαρακτήρα. Τα τελευταία θα έρθουν μετά. Αυτή η τακτική βοηθά τη Γερμανία και τις ισχυρότερες οικονομίες να παραβιάσουν τα ιερά και τα όσια της Ευρωζώνης στα οποία έδιναν όρκους τόσα χρόνια, προκειμένου να επιστρέψουν στο συνήθη δημοσιονομισμό τη στιγμή που θα αισθανθεί/-ούν ισχυρότερη/-ες. Σε αυτό το περιβάλλον η πίεση και η σύγκρουση αποτελούν τα κύρια όπλα, χωρίς να εγκαταλείπεται ο στρατηγικός στόχος ενός άλλου διεθνισμού και νέων μορφών διακρατικής συνεργασίας, έξω και πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού..
Δεν είναι όμως η ανακούφιση των συνεπειών της κρίσης αρκετή. Η επόμενη μέρα να μην είναι ίδια με την προηγούμενη για τους λόγους που υπήρχαν αλλά και εξαιτίας εκείνων που διαμορφώνονται εξαιτίας αυτής της κρίσης. Μετά από 10 χρόνια ασταμάτητης κρίσης διεθνώς και στην Ελλάδα έχουμε δει τα όρια του καπιταλισμού. Είναι ανεξάντλητα υπέρ του πολύ μεγάλου πλούτου και ελάχιστα για όλους τους υπολοίπους.
Γι’ αυτό είναι τόσο κρίσιμο να συζητήσουμε και να δράσουμε πάνω στο ζητούμενο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Η συζήτηση, εκτός από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό και στο πλαίσιο της ανάγκης του ως άνω, μετασχηματισμού του θα πρέπει να συνδέεται με όλο το φάσμα των κοινωνικών δομών, υπαρχουσών και νέων, που μπορούν να αποτελέσουν κύτταρα αναδημιουργίας της ποιότητας ζωής και των δημοκρατικών λειτουργιών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Η αριστερά της εποχής μας δεν μπορεί να αυτό-λογοκρίνεται. Εκτός από όλα τα επιμέρους πρέπει να μιλήσουμε και για το κυρίαρχο επίδικο. Την επονοηματοδότηση του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα. Τις θέσεις της δικής μας εποχής όπως επικαιροποιούνται μέσα από την παρατεταμένη κρίση που βαθαίνει ακόμη περισσότερο την εποχή της πανδημίας. Γιατί αριστερά χωρίς θέσεις και χωρίς στρατηγική κατεύθυνση καταλήγει είτε στη διαχείριση του συστήματος είτε στην εξαφάνιση. Χρειάζεται, επομένως, να δούμε μέσα από ευρύτερα και ενωτικά εγχειρήματα, την αναζωογόνηση της συζήτησης και της δράσης για μια σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική. Υπόθεση δύσκολη αλλά και ελπιδοφόρα. Έτσι κι αλλιώς η αριστερά για τα δύσκολα είναι φτιαγμένη και εκεί υποχρεούται να αποδίδει καλύτερα.