της Γεωργίας Κριεμπάρδη

Το ημερολόγιο γράφει 2019. Βρισκόμαστε στα Εξάρχεια. Ο νέος Δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης περιγράφει το «σχέδιο ανάπλασης των Εξαρχείων».

«Προχωράμε  από κάτω προς τα πάνω, με έναν βιώσιμο σχεδιασμό για την αναζωογόνηση των Εξαρχείων.  Άμεσα  δίνουμε  έμφαση στην  καθημερινότητα.  Την καθαριότητα, το anti-graffiti, την αποκατάσταση του δημοτικού φωτισμού, των φθορών στον δημόσιο χώρο και το πράσινο. Μεσοπρόθεσμα, παρεμβάσεις στον λόφο του  Στρέφη, με την αποκατάσταση  της λειτουργίας της  παιδικής χαράς, των αθλητικών εγκαταστάσεων, του αναψυκτηρίου, του αμφιθεάτρου, του ηλεκτροφωτισμού, των μονοπατιών και δίνοντας έμφαση στα όμβρια, στην άρδευση και στην πυροπροστασία. Ταυτόχρονα, εξετάζουμε τη σύνδεση του Αρχαιολογικού Μουσείου με τον  λόφο. Μακροπρόθεσμα, μεγάλης σημασίας είναι το Μετρό στα Εξάρχεια, όπως προβλέπεται στη Γραμμή 4, η οποία προχωράει. Αλλά η μεγαλύτερη, πραγματικά ζωοποιός, παρέμβαση είναι η επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και η συνένωσή του με το Πολυτεχνείο και το  Ακροπόλ».

 «Στα Εξάρχεια, εκτός από τη βία που γνωρίζουμε, μεταξύ των άλλων, γίνεται οργανωμένο εμπόριο ναρκωτικών και ανθρώπων,  ενώ  υπάρχει αυξημένος αριθμός σεξιστικών και ομοφοβικών επιθέσεων. Οι κάτοικοι έχουν φτάσει σε απόγνωση. Διαμαρτύρονται. Γι’ αυτό και απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση του σχεδίου μας με ταχύτητα και επιτυχία είναι η ασφάλεια. Ας μην ξεχνάμε  όμως  πως  τα Εξάρχεια είναι μία από τις πιο ωραίες γειτονιές της Αθήνας. Προχωράμε, με απόλυτο σεβασμό στην  ιστορία, στην  ταυτότητα και στην κουλτούρα της περιοχής και στο δικαίωμα  της  ελευθερίας της έκφρασης  και  της δημιουργικής αμφισβήτησης, αλλά και με σεβασμό στο δικαίωμα  των κατοίκων και των επισκεπτών  να ζουν  απελευθερωμένοι  από τον φόβο».

Τα Εξάρχεια ή τα λατρεύεις ή τα απεχθάνεσαι

Τα Εξάρχεια ανέκαθεν αποτελούσαν μια ιδιαίτερη περιοχή και είναι μία από τις πιο ιστορικές γειτονιές της Αθήνας.  Τα Εξάρχεια ή τα λατρεύεις ή τα απεχθάνεσαι. Στέκι της Γώγου, του Άσιμου, του Σιδηρόπουλου. Στέκι καλλιτεχνών που δε χωρούσαν σε στημένα κοστούμια. «Μποέμ καλλιτέχνες, παιδιά με γραβάτες» που λέει κι ο στίχος. Βιβλιοπωλεία, υπαίθριοι πάγκοι με βιβλία και λουλούδια. Κοινωνικοί χώροι. Διακίνηση ιδεών, ανταλλαγή απόψεων. Η πρώτη φοιτητική κατάληψη της Νομικής στα τέλη του 19ου αιώνα, οι ριζοσπαστικές ιδέες, η μεγαλύτερη μάχη των Δεκεμβριανών, το Πολυτεχνείο, ο Δεκέμβρης του 2008. Θέατρα, σινεμά, παιδικές χαρές, καταλήψεις και δομές φιλοξενίας προσφύγων. Τα Εξάρχεια της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης.

Κι από την άλλη, ναρκωτικά και μαφίες. Οι ναρκομαφίες αποτελούσαν από τις αρχές τις δεκαετίας του ’80 τον εχθρό των αναρχικών στο εσωτερικό των Εξαρχείων. «ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΠΟΥΛΑΝΕ ΤΗΝ ΗΡΩΙΝΗ» φώναζαν οι νέοι και έβαφαν τοίχους με συνθήματα κατά των ναρκωτικών. Πλέον, η πλατεία και κάθε στενό γύρω της έχει μετατραπεί σε μια τεράστια πιάτσα εμπορίου ναρκωτικών. Οργανωμένο εμπόριο, πολύ χρήμα. Οι οργανωμένες συμμορίες διακίνησης ναρκωτικών έχουν καταλάβει τον δημόσιο χώρο της περιοχής. Κυβερνήσεις και ΜΜΕ πατούν πάνω σ’ αυτό το αφήγημα για να κινήσουν τα νερά προς την κατεύθυνση που θέλουν. «Τα στενά των Εξαρχείων» και «οι γνωστοί άγνωστοι των Εξαρχείων» δίνουν και παίρνουν από στόματα δημοσιογράφων και πολιτικών. Το αφήγημα των ναρκωτικών διακινείται, χωρίς να γίνεται στόχος το οργανωμένο εμπόριο στην περιοχή, που ανθεί κάτω από τη μύτη της αστυνομίας. Συχνότατα, δίπλα στη μύτη της αστυνομίας.

Gentrification

Gentrification ή αλλιώς εξευγενισμός. Αν και εννοιολογικά ο «εξευγενισμός» φέρει θετικό πρόσημο, στην ουσία πρόκειται περί αλλοίωσης. Η Μαρία Μπουσδέκη είναι αρχιτέκτων μηχανικός και ασχολήθηκε ενδελεχώς με το ζήτημα ούσα φοιτήτρια στην ερευνητική της τελική εργασία. Μιλώντας στο TPP εξηγεί πως «βασική προϋπόθεση της επιβολής του gentrification είναι ο εκτοπισμός κατώτερων οικονομικά τάξεων καθώς και υποβαθμισμένων κοινωνικών ομάδων. Η υποβάθμιση των περιοχών συνοδεύεται από μία ρητορική για τις γκετοποιημένες περιοχές που βασίζεται στο ζήτημα της ασφάλειας και την δαιμονοποίηση πληθυσμών. Με τον όρο “ασφάλεια” εννοείται η δημιουργία ενός κλίματος τάξης, ενάντια στην αταξία και τη βία» και προσθέτει τα στοιχεία που συνθέτουν το παζλ. «Ένας πόλεμος όπου “παράνομοι” μετανάστες, παράνομο εμπόριο ναρκωτικών, άθλιες συνθήκες διαβίωσης, άστεγοι, κλοπές, επιδρομές ακροδεξιών συνθέτουν ένα σκηνικό απέχθειας για το φαίνεσθαι».

Η «διπλά κεντρομόλος τάση του καπιταλισμού», δηλαδή η τάση του να συγκεντρώνει τόσο το κεφάλαιο όσο και τον πληθυσμό, εκδηλώθηκε πρώτα στην Αγγλία με την ενεργειακή αξιοποίηση του άνθρακα και τη δημιουργία των αντίστοιχων βιομηχανικών συγκεντρώσεων. Η επιχειρηματική πόλη εισέρχεται δυναμικά στον αστικό ανταγωνισμό, που αναδιαμορφώνει το ευρωπαϊκό αλλά και το παγκόσμιο αστικό τοπίο του 21ου αιώνα. Η επιχειρηματική πόλη εφαρμόζει μια διττή στρατηγική: την ανάπλαση παραδοσιακών συνόλων και τη δημιουργία νέων καινοτόμων εντυπωσιακών αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων (Λεοντίδου Λίλα, Αγεωγράφητος Χώρα).

Παγκόσμιο φαινόμενο

«Ο χώρος διαμορφώνεται με βάση τις εκάστοτε πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις που υπάρχουν σε κάθε περίοδο» τονίζει η Μ. Μπουσδέκη. Η πρακτική του εκτοπισμού οικονομικά ασθενέστερων κατοίκων από περιοχές με επιχειρηματικό ενδιαφέρον δεν είναι ούτε τωρινό, ούτε αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Ήδη από τη δεκαετία του ’60 και του ’70 παρατηρούνται τέτοια σύγχρονα περιστατικά σε μεγάλες πόλεις της Δύσης.

Σύμφωνα με τη μελέτη που δίνει η Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων, το φαινόμενο εμφανίζεται σε πολλά σημεία της Δύσης.

Χαρακτηριστικά η μελέτη αναφέρει:

Νέα Υόρκη

Στην πόλη της Νέας Υόρκης, το gentrification αρχίζει να εμφανίζεται τη δεκαετία του 1970 και περιορίζεται σε ορισμένες γειτονιές, όπως το Lower East Side.  Κατά τη δεκαετία του 1990 το φαινόμενο πήρε τεράστιες διαστάσεις, με μεγάλης κλίμακας επενδύσεις, που, παρά την κτηματομεσιτική κρίση του 2008, συνεχίζουν μέχρι και σήμερα. Σε σχέση με τις υπόλοιπες γειτονιές της Νέας Υόρκης, το gentrification εμφανίστηκε σχετικά αργά στο Harlem. Μία σειρά από παρεμβάσεις από το δήμο για τη βελτίωση των υποδομών (νέα πεζοδρόμια, φωτεινοί σηματοδότες, φωτιστικά και δενδροφύτευση), στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σηματοδότησαν την αρχή της αλλαγής για την περιοχή. Με την κατασκευή νέων κτηρίων και την αποκατάσταση παλαιών, το Harlem μετατράπηκε σε πόλο έλξης νέων κατοίκων, υψηλότερων οικονομικών στρωμάτων.

Το Μπρούκλιν αποτελούσε τη «σκληρή» πλευρά της Νέας Υόρκης. Στην περιοχή διέμεναν κυρίως φτωχά εργατικά στρώματα ενώ αποτελούσε και γκέτο της Αφροαμερικανικής κοινότητας.  Οι νέοι έποικοι του Μπρούκλιν έφεραν μαζί τους και τις παθογένειες των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε πολλές περιπτώσεις η αστυνομία είχε ασκήσει υπέρμετρη βία με αποκορύφωμα την επίθεση στον Έρικ Γκάρνερ, έναν Αφροαμερικανό, που οι αστυνομικοί σκότωσαν κατά τη διάρκεια της προσαγωγής του προκαλώντας του ασφυξία.

Ανατολικό Βερολίνο

Το ανατολικό Βερολίνο έχει και αυτό τη δική του ιστορία με το gentrification. Μετά την πτώση του τείχους, αναρχικές συλλογικότητες προχώρησαν σε καταλήψεις κτιρίων. Όταν όμως αποφασίστηκε η «αναβάθμιση» της περιοχής, οι καταλήψεις έπρεπε να φύγουν. Η αστυνομία μέρα και νύχτα περιπολούσε και πραγματοποιούσε ελέγχους στους διερχόμενους από την οδό Ρίγκαρ όπου φιλοξενεί κάποιες από τις τελευταίες καταλήψεις του Βερολίνου. Το 2014 η περιοχή είχε κηρυχθεί – όπως και στην περίπτωση του Αμβούργου – ως «επικίνδυνη» από τις αρχές. Οι κάτοικοι παραπονιούνταν ότι υπήρχαν αστυνομικοί που τους παρακολουθούσαν ακόμα και μέχρι να μπουν στα σπίτια τους, παρατηρώντας ακόμα και αν τα κλειδιά τους ταίριαζαν στις εξώπορτές τους.

Άμστερνταμ

Στο Άμστερνταμ, ολόκληρες περιοχές του κέντρου μετονομάζονται για να γίνουν πιο αρεστές (π.χ.: το Kinkerbuurt άλλαξε σε Hallenkwartier), οι δημόσιες οικιστικές δομές ξεπουλιούνται και οι φτωχότεροι αναγκάζονται να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές ώστε να αντικατασταθούν από πλουσιότερους πολίτες ή από τουρίστες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με άρθρο του Guardian, σήμερα η αναμονή για δημόσια κατοικία μέσω του δήμου είναι 18 έτη, ενώ πριν μια δεκαετία η αναμονή έφτανε μόλις τα 8 χρόνια. Οι κάτοικοι απάντησαν με καταλήψεις κτηρίων και διαδηλώσεις, όμως η επιχειρηματική τάση του δήμου δεν κάμφθηκε.

Μεγάλη Βρετανία

Στο γραφικό Μπααθ της Βρετανίας, 544 σπίτια απειλούνται με κατεδάφιση από τον ιδιοκτήτη της έκτασης που τυχαίνει να είναι και κατασκευαστής. Οι κάτοικοι απάντησαν με αποστολή σχετικού αιτήματος στη βρετανική Βουλή, την ίδια ώρα που περισσότεροι από 6.000 πολίτες βρίσκονται στις λίστες για δημόσια στέγαση στο Μπααθ.

Λισαβόνα

Στη Λισαβόνα το ιστορικό κέντρο έχει δεχτεί σοβαρές πιέσεις από το gentrification, με ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα να ανακαινίζονται ώστε να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν περισσότερα διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Παρίσι

Το Παρίσι παρουσιάζεται σήμερα, στις συλλογικές αναπαραστάσεις ως μία αρκετά ομογενοποιημένη πόλη, με χαρακτηριστικές τις αστικές πολυκατοικίες τύπου “haussmannien”, τα μεγάλα βουλεβάρτα και τους μεγάλους άξονες, τις επιβλητικές ακτινικές πλατείες, τη μόδα, τα πολυτελή προϊόντα, εστιατόρια και μπουτίκ. Ωστόσο, η εικόνα αυτή είναι αρκετά μονοδιάστατη και πρόσφατη.

Το Παρίσι παίρνει, σε μεγάλο βαθμό, τη σημερινή του μορφή κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, με το «σχέδιο ανακαίνισης, ωραιοποίησης και επέκτασης» του Νομάρχη της Περιφέρειας του Σηκουάνα, Haussmann. Η πόλη αλλάζει πρόσωπο και αποκρυσταλλώνεται ακόμη περισσότερο η διχοτομία μεταξύ δυτικού και ανατολικού Παρισιού. Αν και ο Haussmann προετοιμάζει το έδαφος, στο Παρίσι το gentrification εμφανίζεται κυρίως ως αποτέλεσμα των αστικών αναπλάσεων της δεκαετίας του 1990.

Αθήνα

Στην Αθήνα, το φαινόμενο του gentrification είναι σχετικά και συγκριτικά με τα μεγάλα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, καινούργιο. Τα μεγάλα κύματα προαστιοποίησης εμφανίζονται με μία σχετική χρονική καθυστέρηση, με τις υψηλές κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες να παρουσιάζουν έντονη χωρική κινητικότητα με δραματική μείωση της παρουσίας τους στο κέντρο μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Η πρώτη εφαρμογή αυτής της διαδικασίας έγινε στην περιοχή της Πλάκας (δεκαετία 1980) και ακολούθησαν οι συνοικίες του Ψυρρή και του Γκαζιού. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, και με πρωτοπόρο το παράδειγμα της Πλάκας, άρχισαν να εμφανίζονται μελέτες ανάπλασης που είτε αφορούσαν τη συγκεκριμένη συνοικία είτε μία ευρύτερη περιοχή που την περιέκλειε είτε γειτονικές της συνοικίες.

Εν όψει της Ολυμπιάδας του 2004, και της εποχής των μεγάλων έργων υποδομών, οι παρεμβάσεις ανάπλασης παρουσιάζονταν ως επιτακτικές ανάγκες για την εξυγίανση του κέντρου της Αθήνας. Παρόλα αυτά, οι περισσότερες μελέτες παρέμειναν μη υλοποιημένες. Αυτές που υλοποιήθηκαν ήταν εκείνες που υπογράμμιζαν τη νέα ταυτότητα της περιοχής ως πολιτιστικό κέντρο (Τεχνόπολις, στάση Μετρό, κέντρα αναψυχής, θέατρα, σημειακές πεζοδρομήσεις, ένα πολύ μικρό τμήμα ανασκαφών στο Δημόσιο Σήμα, διαμόρφωση πλατείας Αυδή και κτηρίου Μεταξουργείου). Επιπλέον, με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας του 2011, ολόκληρο το κέντρο της πόλης χαρακτηρίζεται ως αναπτυξιακός πόλος με έμφαση στον πολιτισμό. Παράλληλα, στην περιοχή δραστηριοποιούνται την τελευταία δεκαετία διάφορες κατασκευαστικές-κτηματομεσιτικές εταιρείες.

Ομοιότητες και διαφορές στις διαδικασίες gentrification

«Διακρίνουμε κοινά σημεία στις πόλεις που επιχείρησαν την ανάπλαση, όπως ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο εμφανίζεται  κυρίως στις περιοχές του κέντρου ή σε γειτονικές του συνοικίες, που μάλιστα έχουν και ιστορική αξία. Σε όλες τις περιπτώσεις, το gentrification εμφανίζεται σαν αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία κλίματος ασφάλειας και φυσικά είναι ισχυρή η παρουσία του κατασκευαστικού και κτηματομεσιτικού κεφαλαίου» σχολιάζει η Μ. Μπουσδέκη.

Μελετώντας το φαινόμενο σε βάθος, τονίζει πως «ενώ στις ΗΠΑ και τη Γαλλία η κρατική παρέμβαση έχει στόχο την παραγωγή κοινωνικής κατοικίας και την ενίσχυση – αν και σε μικρό τελικά βαθμό – των ασθενέστερων στρωμάτων, στην Ελλάδα, το κράτος περιορίζεται στην κατασκευή υποδομών και την ανάπλαση δημόσιων χώρων και όχι στην παραγωγή οργανωμένης κατοικίας. Επίσης, «στην Αθήνα, με την προαστιοποίηση να εμφανίζεται με μία δεκαετία διαφορά, οι διαδικασίες gentrification είναι, σχετικά, πρόσφατες, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζονται με γοργούς ρυθμούς» προσθέτει.

Το 1982 δημοσιεύεται ένα άρθρο στο περιοδικό Atlantic για τη θεωρία του σπασμένου παραθύρου. Η θεωρία αυτή πρεσβεύει ότι όταν κάνεις επισκευάσει νωρίς ένα σπασμένο παράθυρο, τότε προωθεί μία κουλτούρα πειθάρχησης στον νομό η οποία σταδιακά αποθαρρύνει όχι μόνο τη χαμηλή παραβατικότητα, αλλά και την εγκληματικότητα. Εμπνευσμένη από αυτήν την θεωρία η αστυνομία ξοδεύει πόρους προκειμένου να παταχθεί το γκράφιτι στους τοίχους, η κατανάλωση αλκοόλ στο δρόμο, κι άλλα τέτοια «σοκαριστικά εγκλήματα».

Στην περίπτωση αυτής της εγκληματολογικής θεωρίας έχουμε τη λεπτομερή 84σέλιδη έκθεση του αστυνομικού τμήματος της Νέας Υόρκης, που περιγράφει τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Μέσα στην έκθεση αυτή, που υπογράφει η εγκληματολογική ομάδα ανάλυσης των δεδομένων του αστυνομικού τμήματος της Νέας Υόρκης, αναφέρεται ρητά ότι δεν διαπιστώνεται εμπειρικά συσχέτιση μεταξύ της καταπολέμησης της χαμηλής έντασης παραβατικότητας και της εγκληματικότητας. Η έκθεση συνεχίζει λέγοντας ότι με αυτό το δεδομένο, θα ήταν σώφρον η αστυνομία να κάνει καλύτερη διαχείριση των οικονομικών της πόρων και να μην προσπαθεί να κυνηγάει αυτούς που κάνουν γκράφιτι στους τοίχους.

Τα Εξάρχεια ως επενδυτικό φιλέτο

Το αφήγημα περί ωραιοποίησης και ανάπλασης των Εξαρχείων ήρθε τα τελευταία δύο χρόνια μαζί με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Ο Δήμαρχος Αθηναίων δείχνει αποφασισμένος να προχωρήσει το «σχέδιο ανάπλασης» μέχρι τέλους, παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων. Στα Εξάρχεια, για πρώτη φορά βλέπουμε επενδύσεις από το εξωτερικό, μαζικές  αγορές ακινήτων, αύξηση ενοικίων και εισχώρηση στην περιοχή από  ψηφιακές πλατφόρμες  βραχυπρόθεσμης  ενοικίασης  για τουρίστες (airbnb, booking). Η εκλογή του Κώστα Μπακογιάννη για τα Εξάρχεια σήμαινε σπάσιμο καταλήψεων, μαζικές αγορές ακινήτων από επιχειρηματίες και τελικά, ένας μαζικός εκτοπισμός κατοίκων ώστε να εγκατασταθεί η «αφρόκρεμα».

Σε επενδυτικό φιλέτο φαίνεται πως μετατρέπεται και ο Λόφος του Στρέφη στη περιοχή των Εξαρχείων, με την απόφαση του Δήμου Αθηναίων να δώσει την ανάπλασή του στην εταιρεία Real Estate, Prodea Investments. Η εταιρεία δεσμεύεται να εκπονήσει μελέτη κόστους 1 εκατομμυρίου για την ανάπλαση του Λόφου του Στρέφη και να πραγματοποιήσει μέρος των έργων που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων παρεμβάσεις αρχιτεκτονικής τοπίου, ανάπλασης των μονοπατιών, δράσεις προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος καθώς επίσης και ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η εγκατάσταση κλειστού κυκλώματος καμερών στον Λόφο. Από πλευράς του ο Δήμος σε κάποιες περιπτώσεις δεσμεύτηκε να εξετάσει και να εγκρίνει μελέτες εντός ασφυκτικού πλαισίου πέντε εργάσιμων ημερών, ενώ το έργο έχει συμφωνηθεί να ολοκληρωθεί «εκτός απροόπτου» την 1η Ιουλίου του 2023.

Στην περίπτωση των Εξαρχείων, η καραμέλα της «ανομίας» χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την κυβέρνηση για να υποβαθμιστεί η περιοχή και να δαιμονοποιηθεί. Η υπουργοποίηση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στο Προστασίας του Πολίτη σήμαινε μπόλικη βία και «θα καθαρίσουμε τα Εξάρχεια». Αύγουστος 2019. Τους σχεδιασμούς της ΕΛ.ΑΣ. για την «επέμβαση και ειρηνική εκκένωση» χώρων περιλαμβάνει πλήθος δημοσιευμάτων. Η Καθημερινή περιγράφει σε δημοσίευμά της τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης για «ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο με, κατ’ αρχάς, ήπιου χαρακτήρα παρεμβάσεις για την ανάπλαση – ανασυγκρότηση της περιοχής των Εξαρχείων», με στόχο «την αποκατάσταση της τάξης και την εφαρμογή του νόμου».

Μεταξύ άλλων, η εφημερίδα αναφέρεται σε σχέδιο για την εκκένωση 23 καταλήψεων, στο οποίο «δεν υπάρχουν αναφορές στις αστυνομικού χαρακτήρα ενέργειες που ενδεχομένως χρειαστούν για την εκκένωση των υπό κατάληψη κτιρίων», όπως σημειώνει. Συγκεκριμένα, αναφέρεται σε δώδεκα καταλήψεις που φέρονται να φιλοξενούν πρόσφυγες και μετανάστες, και ακόμα έντεκα «από ομάδες αναρχικών».

Η προηγούμενη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αδειάσει όχι και λίγες καταλήψεις, πολιτικές και στέγης, γύρω από το Λόφο του Στρέφη στα Εξάρχεια, τουλάχιστον πέντε.  Το 2016, επίσης, επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είχαν εκκενωθεί και τρεις καταλήψεις στη Θεσσαλονίκη,  στη Λάρισα, στη Σύρο, στα Γιάννινα, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο κέντρο και η κατάληψη Τερμίτα στο Βόλο.  Ακόμη, εκκενώθηκαν και τρεις καταλήψεις στέγης μεταναστών.

Από τον Ιανουάριο του 2020 ήδη ο διοικητής του ΑΤ Εξαρχείων δήλωνε ότι προτεραιότητα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη είναι «να χτυπηθεί πρώτα το πολιτικό και κοινωνικό έγκλημα, και μετά το ποινικό» στην περιοχή, ενώ κάτοικοι έσπευσαν να τον διαψεύσουν. Ο κάτοικος Εξαρχείων Θεόδωρος Κοκκινάκης είχε τονίσει μάλιστα πως «δεν έχουν τη θέληση να πατάξουν αυτό το έγκλημα που λέμε εμείς ποινικό», αναφερόμενος στις μαφίες ναρκεμπόρων.

Και κάπως έτσι η γειτονιά των Εξαρχείων αλλάζει όψη. Ακριβά ενοίκια, ξεσπιτωμένοι άνθρωποι, μετανάστες εκδιωγμένοι για δεύτερη φορά.

Ανάπλαση στα Εξάρχεια στην πράξη

Ο Νίκος Δαμίγος είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός (NTUΑ – BSc & MEng) και ιδιοκτήτης της κατασκευαστικής εταιρείας  Novum Delta. Μιλώντας στο TPP, επιβεβαιώνει πως το gentrification έχει επηρεάσει πολλές περιοχές της Αθήνας ανάμεσα τους τα Εξάρχεια, Κουκάκι, Μεταξουργείο, Γκάζι και Πετράλωνα. «Το φαινόμενο δεν είναι κάτι νέο. Ο όρος gentrification (ελληνιστί εξευγενισμός) παρατηρήθηκε και μελετήθηκε την δεκαετία του 1960 στο Λονδίνο από την κοινωνιολόγο Ruth Glass όπου η εγκατάσταση της μεσαίας τάξης στις χαμηλού εισοδήματος περιοχές ξεκίνησε να λαμβάνει χώρα. Την ίδια περίοδο στην Νέα Υόρκη καλλιτέχνες ξεκίνησαν να μετακομίζουν σε παλιές βιομηχανικές εγκαταστάσεις της οποίες μετέτρεπαν σε κατοικίες, τα περίφημα loft, δημιουργώντας μια νέα αγορά ακινήτων» επισημαίνει. Η αναδιαμόρφωση μιας περιοχής, όπως εξηγεί, έγκειται στη μεταφορά πληθυσμού διαφορετικού οικονομικού υποβάθρου, καθώς κατοικίες ανακαινίζονται, νέα καταστήματα ανοίγουν, οι συγκοινωνίες πληθαίνουν και ως φυσικό επακόλουθο οι αξίες των ακινήτων αυξάνονται.

«Η αναδιαμόρφωση των περιοχών όμως δεν έγινε τυχαία. Αμφισβητούμενες περιοχές της Αθήνας, κακόφημες πολλές φορές, με την υπόσχεση της πολιτείας για αναβάθμιση οδήγησε αρκετούς ιδιοκτήτες σε αγορά ακινήτων και καταστημάτων σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Οι μεσίτες δεν άφησαν την ευκαιρία και το real estate άκμασε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στα Εξάρχεια όπου τα ενοίκια διπλασιάστηκαν και πολλές φορές τριπλασιάστηκαν. Ο κρατικός μηχανισμός επιδότησε την καταπολέμηση του “βανδαλισμού” με αναπτυξιακό πρόγραμμα για την ανανέωση των προσόψεων κτηρίων και αναγέννηση αρχιτεκτονικών θησαυρών στο ιστορικό τρίγωνο Σύνταγμα – Μοναστηράκι – Ομόνοια. Αυτή η προσπάθεια αποτέλεσε έναυσμα για την αναπαλαίωση κτηρίων και την αξιοποίηση παρατημένων ακινήτων» εξηγεί ο ίδιος.

Όσο για το τι σημαίνει πρακτικά εξευγενισμός, ο Ν. Δαμίγος εξηγεί: «Βασικός παράγοντας εξευγενισμού υπήρξε σαφώς η καλλιτεχνική σκηνή με την εγκατάσταση θεατρικών σκηνών και καταστημάτων με live μουσική όπου παρελαύνανε όλη η κοσμική κοινωνία και οι εναλλακτικοί έβρισκαν το στέκι τους. Εστιατόρια με κουζίνες του εξωτερικού, οίκους και ατελιέ μόδας, σχολές yoga και κοκτέιλ bars πρωτοτυπούν και προσελκύουν κόσμο. Ο περαστικός πληθυσμός αυξάνεται και μαζί του η ζήτηση για νέα μαγαζιά και κατοικίες για εκμετάλλευση με αποτέλεσμα την εμπορευματοποίηση των περιοχών. Πολλοί από τους κατοίκους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια του λόγω αύξησης ενοικίων είτε και σημαντικής αλλαγής των χαρακτηριστικών των γειτονιών με νέα».

Σίγουρα οι αιτίες του φαινομένου είναι υπό συζήτηση. Κοινωνικοί και πολιτιστικοί παράγοντες όπως η οικογενειακή δομή και ο μέσος όρος του οικογενειακού εισοδήματος, η ταχεία αύξηση της απασχόλησης, το φύλο και η εθνικότητα αποτελούν συνιστώσες που προδιαθέτουν την εμφάνιση του. Οι θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις του φαινομένου έχουν άμεση συνάρτηση με την ταχύτητα με την οποία λαμβάνει χώρα.

«Η σταδιακή εγκατάσταση νέων κατοίκων σε περιοχές λόγω ανακαινίσεων κτηρίων ή λόγω ύπαρξης περιορισμένου αριθμού καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης οδηγεί σε μια γραμμική μετατροπή των χαρακτηριστικών της περιοχής. Αντίθετα η μαζική ίδρυση μεγάλων ξενοδοχείων, η απότομη παρουσία καταστημάτων εμπορίου και εστίασης χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς και η έλλειψη  μέτρων από την πολιτεία για την προστασία των εχόντων ανάγκη οδηγούν σε απότομη εγκατάλειψη κατοίκων, κοινωνική και περιβαλλοντική ανισότητα» σχολιάζει ο ίδιος.

Πλέον ο «εξευγενισμός» γίνεται πολύ ταχύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, καθώς η πληροφορία είναι πιο άμεση από ποτέ και από τις πλατφόρμες κοινωνικού περιεχομένου δε διαφεύγει τίποτα. «Στα θετικά του gentrification συγκαταλέγονται η αναγέννηση της οικονομίας της περιοχής, η αύξηση της αξίας των ακινήτων και των καταστημάτων, η ανάδειξη των περιοχών που μέχρι πρότινος ήταν χαμένες στον χάρτη. Αρνητικές επιπτώσεις υπόκεινται οι περιοχές στις οποίες αλλοιώνεται ο παραδοσιακός τους χαρακτήρας και η κουλτούρα τους, περιοχές στις οποίες κάτοικοι έχουν πρόσβαση σε οικονομικά ενοίκια και υπηρεσίες, κάτοικοι που ενδεχομένως ενοχλούνται από τις ηχορυπάνσεις και την πολυκοσμία» σχολιάζει.

«Η πολιτεία έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την προστασία των κοινωνικά και οικονομικά αδύναμων και έχει την δυνατότητα να επηρεάσει καθοριστικά τις επιπτώσεις του φαινομένου. (Έλεγχος γεωγραφικής συχνότητας ίδρυσης και αδειοδότησης καταστημάτων/ εταιρειών /καταλυμάτων, παροχή δομών για φιλοξενία, έλεγχοι τήρησης νόμων και μέτρων καταστολής). Στις περισσότερες περιπτώσεις θεωρώ ότι υποκινείται από την πολιτεία ο εξευγενισμός για οικονομικούς σκοπούς» καταλήγει ο Ν. Δαμίγος.

Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη οπτική.

Ο Βασίλης Κ. είναι αρχιτέκτων και διατηρεί γραφείο στα Εξάρχεια. Επικοινώνησα μαζί του να μιλήσουμε για τη γειτονιά του. Με το που ανέφερα τη λέξη «κατάληψη», με διέκοψε και είπε «ευτυχώς τις έκλεισαν κι έφυγαν αυτοί οι περίεργοι». Κι εκεί κατάλαβα πόσο διαφορετικά βιώνει ο καθένας μια πραγματικότητα. «Τα ενοίκια των σπιτιών έχουν αυξηθεί κι ενώ έφυγαν οι περίεργοι τύποι, τώρα δεν έρχεται κανείς. Δεν έρχεται να εγκατασταθεί δηλαδή άλλος κόσμος κι αυτό είναι πρόβλημα. Οι καταστηματάρχες είναι στα κάγκελα, δεν έρχεται κόσμος, δεν κάνουν τζίρο. Ελπίζαμε στη γραμμή του μετρό στην πλατεία αλλά θα ‘ρθει σε καμιά δεκαριά χρόνια».

Το μόνο σίγουρο είναι πως τα Εξάρχεια χάνουν την πολυχρωμία τους. Γίνονται μια μάζα από όμοιο τσιμέντο.