«Ποιον να αλλάξω; Αφού έχουμε εκλογικό νόμο. Μου λέτε αν θα αλλάξω ξανά τον εκλογικό νόμο. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Είμαι ένας υπεύθυνος, θεσμικός πολιτικός, ο οποίος έχει μάθει να πορεύεται με κανόνες»
Κυριάκος Μητσοτάκης, 29/3/2022
του Θάνου Καμήλαλη
Το παιχνίδι στα διαλείμματα του σχολείου συχνά καθοριζόταν από τις βουλές ενός παιδιού. Αυτού που έφερνε την μπάλα. Δεν θα καθόταν ποτέ να παίξει τερματοφύλακας, για παράδειγμα και καλή τύχη στους υπολοίπους αν διαφωνούσε με κάποιο φάουλ. Το «δικιά μου είναι η μπάλα» ήταν η κλασική διαμαρτυρία, ο υπόρρητος εκβιασμός.
Οι εκλογές βέβαια, δεν είναι παιδικό παιχνίδι. Ωστόσο, οι σκέψεις εντός της κυβέρνησης αλλά και της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ για αλλαγή της τελευταίας στιγμής στον εκλογικό νόμο, πιθανότατα λίγους μήνες πριν αυτός εφαρμοστεί (αν έχουμε δηλαδή δεύτερες εκλογές μετά από αυτές της απλής αναλογικής) θυμίζουν παιδικές αναμνήσεις. Δική τους, προς το παρόν, η μπάλα, δικοί τους, λένε, και οι κανόνες.
Ο εκλογικός νόμος άλλαξε το 2020, από την ίδια κυβέρνηση, ώστε να ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές, μετά δηλαδή από αυτές της απλής αναλογικής που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Με τις ψήφους της ΝΔ αλλά και 5 βουλευτών της «Ελληνικής Λύσης» αποφασίστηκε ένα κλιμακούμενο μπόνους, που ξεκινάει μάλιστα από το 25%. Συγκεκριμένα, εάν το πρώτο κόμμα, έχει λάβει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 25% των έγκυρων ψηφοδελτίων, τότε λαμβάνει μπόνους 20 έδρες. Από το 25% και μετά, για κάθε 0,5% το πρώτο κόμμα θα παίρνει επιπλέον μπόνους μία έδρα, ενώ το μάξιμουμ των 50 εδρών θα το λαμβάνει εάν το ποσοστό του είναι στο 40%. Οι υπόλοιπες έδρες κατανέμονται αναλογικά, με το όριο του 3% για την είσοδο στη Βουλή να παραμένει ως έχει. Τώρα, γίνονται σκέψεις να ξανα-αλλάξει, ώστε να γίνει ακόμα πιο εύκολη η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, με χαμηλότερο ποσοστό και πιο γενναίο μπόνους εδρών. Τα σενάρια για τις νέες ρυθμίσεις ήδη τέθηκαν σε κυκλοφορία.
Η αρχή έγινε από το κυβερνών κόμμα. «Το ότι αυτό είναι ένα θέμα που απασχολεί, είναι αλήθεια ότι απασχολεί. Απασχολεί με την έννοια ότι ένας από τους βασικούς στόχους και από τις βασικές αδυναμίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα, είναι ακριβώς η έλλειψη σταθερότητας η οποία απειλεί τον τόπο. Έχοντας δει τι συμβαίνει στη γειτονική Ιταλία μετά από την πτώση της κυβέρνησης Ντράγκι, έχοντας δει το πόσο βάλλεται, για να μην πω ότι δέχεται ευθεία επίθεση στα ομόλογά της η Ιταλία σήμερα από τις αγορές, ακριβώς γιατί υπάρχει ο κίνδυνος της αστάθειας, είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλούς συναδέρφους στην κοινοβουλευτική ομάδα» δήλωνε την περασμένη εβδομάδα στον ΣΚΑΙ η Ντόρα Μπακογιάννη, προσθέτοντας ότι «εν πάση περιπτώσει ο Πρωθυπουργός ήταν σαφής και ο Πρωθυπουργός είναι αυτός που έχει τον πρώτο λόγο […] Ο εκλογικός νόμος με το μπόνους των 50 εδρών δίνει πιθανότητες σταθερότητας πολύ πιο μεγάλες. Αυτό είναι μία πιθανότητα που συζητιέται σε πολλά πηγαδάκια, δημοσιογραφικά και βουλευτικά. Από εκεί και πέρα ξέρετε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι ένας άνθρωπος ο οποίος παρά πολύ δύσκολα πιέζεται, πάρα πολύ δύσκολα παίρνει πίσω αυτά που λέει».
Tην σκυτάλη πήρε η κυβέρνηση, που μετακινήθηκε από την κατηγορηματική διάψευση τέτοιων σεναρίων, μόλις πριν μία εβδομάδα, στο «δεν το σκεφτόμαστε αλλά…» του υπουργού Επικρατείας, Γιώργου Γεραπετρίτη. «Δε σκέφτομαι αλλαγή εκλογικού νόμου, αλλά σκέφτομαι την κυβερνητική σταθερότητα» ξεκίνησε ο στενός συνεργάτης του Πρωθυπουργού. «Εξαιτίας της τοξικότητας που υπάρχει στο πολιτικό σύστημα καθίστανται δύσκολες οι συνεργασίες. Το ΚΙΝΑΛ λέει ότι δεν συνεργάζεται με το πρώτο κόμμα. Δεν μπορεί να ξεφεύγει της προσοχής μας ότι διαμορφώνεται κλίμα που δεν ευνοεί τις συνεργασίες. Η χώρα δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη. Θα τάξει ο ελληνικός λαός όλους μας σε μία θέση» συνέχισε.
Φταίει το «κλίμα» λοιπόν, δεν είναι εύκρατο, έχει ισχυρές καταιγίδες, χιόνια στα ορεινά και πολλά μποφόρ. Φταίει και η «τοξικότητα» επίσης, που φυσικά εκπορεύεται από την αντιπολίτευση, που κάθεται και ασχολείται με τα σκάνδαλα της κυβέρνησης και ζητάει για παράδειγμα να μάθει ποιος και γιατί παρακολουθούσε τον τότε υποψήφιο για την Προεδρία του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος, τον Νίκο Ανδρουλάκη, αλλά και έναν δημοσιογράφο που ερευνούσε οικονομικά σκάνδαλα που καλύπτονταν από κυβερνητικές ρυθμίσεις, τον Θανάση Κουκάκη. Και τι να κάνει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το σκέφτεται, για το καλό της χώρας και την «σταθερότητα». Σταθερότητα που χρησιμοποιείται εδώ για να περιγράψει οργουελικά μια κατάσταση, όπως «ανάπλαση» ή «μεταρρύθμιση», όταν στην πράξη σημαίνει περιστολή της Δημοκρατίας.
Το γεγονός ότι, αν προχωρήσει μία τέτοια παρέμβαση, θα είναι μία πρωτοφανής αντιθεσμική κίνηση, ενδιαφέρει όλο και λιγότερο την κυβέρνηση. Το γεγονός ότι δεν γίνεται να ρυθμίζεις τους κανόνες του πώς λειτουργεί μία Δημοκρατία με βάση τις συγκυρίες και την πολιτική επικαιρότητα επίσης. Όπως και το ότι δεν γίνεται να ρυθμίζονται οι κανόνες μίας Δημοκρατίας με βάση αυτό που «το παιδί με την μπάλα» κρίνει πως είναι προς το συμφέρον του.
Τι άλλαξε λοιπόν από την κατηγορηματική άρνηση αλλαγής του εκλογικού νόμου και πήγαμε στο «το σκεφτόμαστε»; Μην είναι ο Πούτιν; Μην είναι η ενεργειακή κρίση; Μπα, είναι το ΠΑΣΟΚ. Είναι προφανές ότι το δήθεν «αγνό και άδολο» ενδιαφέρον της κυβέρνησης για μία «σταθερή κυβέρνηση» και τις «διεθνείς κρίσεις» σχετίζεται με τη σύγκρουση με το ΠΑΣΟΚ, γύρω από τις υποκλοπές. Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει χρησιμοποιήσει πολύ βαρύς χαρακτηρισμούς για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καταγγέλλοντας προσπάθεια «εκβιασμού» από «την ηγεσία της ΝΔ». Το σενάριο μίας συνεργασίας ΝΔ – ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό Μητσοτάκη φαίνεται να έχει τελειώσει. Το σημείο κλειδί βέβαια εδώ είναι το «με πρωθυπουργό Μητσοτάκη».
Επομένως, το σύστημα Μητσοτάκη, βγάζει χαρτί και μολύβι και υπολογίζει: «Αυτοδυναμία ή Βελόπουλος», με την προϋπόθεση πάντα ότι, εν μέσω σκληρής πόλωσης και με τις ψήφους να μοιράζονται μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ (για το οποίο προσδοκούν άνοδο), η ΝΔ θα καταφέρει να είναι το πρώτο κόμμα στις εκλογές, αλλά το 38% που θα χρειαστεί για αυτοδυναμία στον «δεύτερο γύρο», μοιάζει απίθανο.
Για τη «σταθερότητα» και «για την Πατρίδα» βεβαίως. Κι όταν γκρινιάξει η αντιπολίτευση, το επιχείρημα «τι φοβάστε, ότι θα χάσετε;» είναι έτοιμο.
Το ζήτημα όμως, δεν είναι ποιος κερδίζει και ποιος θα χάσει. Το ένα, βασικό και διαχρονικό ζήτημα εδώ, είναι να μην αλλοιώνεται το εκλογικό αποτέλεσμα, με αντιδημοκρατικά μπόνους, που διαμορφώνουν πλασματικές κυβερνητικές πλειοψηφίες. Αν η απλή αναλογική δεν οδηγεί άμεσα στον σχηματισμό κυβέρνησης, αυτό δεν σημαίνει να κόψουμε την πολλή δημοκρατία, σημαίνει να κάτσουν οι δυνάμεις που έλαβαν την εμπιστοσύνη των πολιτών να τους εκπροσωπήσουν,, να βρουν μία λύση και να κριθούν γι αυτήν. Αυτά, η συνεννόηση, ο διάλογος, ο σεβασμός στο τι θέλουν οι πολίτες, είναι τα όμορφα, «προβλήματα» της Δημοκρατίας. Ο αυταρχισμός και ο ολοκληρωτισμός λύνουν αλλιώς τέτοια ζητήματα.
Το δεύτερο, ειδικό ζήτημα, έχει να κάνει με τον αυταρχισμό αλλά και το ύφος και το ήθος της εξουσίας. Την περιφρόνηση που δείχνουν όλα αυτά τα σενάρια, ακόμα και ως σενάρια, ως απλές «σκέψεις», στους θεσμικούς δημοκρατικούς κανόνες. Αυτά συμβαίνουν, αν διαχειρίζεσαι την εξουσία σαν κακομαθημένο παιδάκι του Δημοτικού.