– Στο ντοκυμανταίρ Ιθάκη βλέπουμε την αδελφή σας, Στέλλα Ασανζ, να δουλεύει ασταμάτητα. Είναι μάνα, σύζυγος, αδελφή και δικηγόρος μες σε πολύ εχθρικές συνθήκες. Από που έρχεται αυτή η δύναμη;

-Πάντα προχωράει με δύναμη. … Δύναμη που έρχεται από τους ανθρώπους που στηρίζουν τον αγώνα….

Αντριά Ντεβάντ, συνέντευξη στο vilaweb

Μεντού στη γλώσσα των Σεπέντι θα πει Ρίζα.

Το θύμα του πρώτου κρατικού εγκλήματος που άλλαξε τη ζωή της οικογένειας της γυναίκας που σήμερα ονομάζεται Στέλλα Ασάνζ, ήταν ο Τάμι Μνυέλε, κομμάτι της Ρίζας, που έδωσε καρπούς.

Εικαστικός, κομμουνιστής, μέλος της καλλιτεχνικής κομμούνας Medu Art Ensemble στην οποία ανήκαν και οι γονείς της.

Τα μέλη της Μεντού δεν ήταν καλλιτέχνες, έλεγαν οι ίδιοι, ήταν Εργάτες της Τέχνης. Εργάτες. Μαύροι. Επαναστάτες. Δεν ήταν καλλιτέχνες: έλεγαν οι ίδιοι πως είναι εργάτες της τέχνης. Εργάτες. Μαύροι. Επαναστάτες.

Τα έργα τους φτάσαν μακρυά. Δώσαν φωνή στον αγώνα ενάντια στο Απαρτχάιντ. Όταν οργάνωσαν, το 1982, το Φεστιβάλ και Συμπόσιο «Τέχνη και Αντίσταση», βρέθηκαν χιλιάδες άνθρωποι, καλλιτέχνες, ακτιβιστές, απλοί άνθρωποι, από κάθε ήπειρο έτοιμοι να έρθουν να τους στηρίξουν. Ήταν η ώρα ακριβώς που τους πρόσεξε περισσότερο και τους στοχοποίησε, τον καθένα χωριστά και όλους μαζί, το καθεστώς της Νοτίου Αφρικής, που δεν είδε σύνορα με τη Μποτσουάνα όταν αποφάσισε τη δολοφονία τους.

Ο Τάμι δολοφονήθηκε το πρωί της 14ης Ιουνίου 1985 από τις αρχές ασφαλείας του καθεστώτος του Απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής. Ήταν μόλις 37 ετών. Η επίθεση ξεκίνησε στις 1:40πμ και κράτησε 40 λεπτά. Άφησε πίσω της 12 νεκρούς, εκ των οποίων τέσσερα μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας. Ο θάνατος του Τάμι, του Μάικ Χάμλυν, και των Τζωρτζ και Λίντι Φάλι, σύντομα θα απασχολούσε τον ΟΗΕ, μετά από προσφυγή της κυβέρνησης της Μποτσουάνα. Το σχετικό ψήφισμα φέρει τον αριθμό 568 και ημερομηνία 21 Ιουνίου 1985.

Η Γυναίκα που θα γινόταν η Στέλλα Ασανζ γεννήθηκε το 1983. Ένα τρίχρονο κορίτσι, στη Μποτσουάνα, κι ύστερα φυγάς, μάθαινε τον ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο, μες σε ένα σπίτι που ζούσε με τον φόβο των κρατικών δολοφόνων, που μισούσαν τις εικόνες: οι ένοπλοι εκπρόσωποι του Απαρτχάιντ μπήκαν στο σπίτι του Τάμι, στη γειτονιά των εξορίστων αγωνιστών στη Γκαμπορόνι, στη Μποτσουάνα, και, πριν τον εκτελέσουν, κατέστρεψαν τα έργα του. Για να είναι σίγουροι ότι δε θα μείνει τίποτε, φεύγοντας πέταξαν και μια χειροβομβίδα. Φυσικά, δεν κράτησαν κρυφό το έργο τους. Με περηφάνεια ανακοίνωσε το κατόρθωμά τους της επομένη ο αστυνομικός διοικητής Κρεγκ Ουίλλιαμσον, υπεύθυνος για δεκάδες δολοφονίες, απαγωγές, για βασανιστήρια, βασικός μοχλός της κρατικής τρομοκρατίας των λευκών τυράννων. Κατονόμασε ειδικά τον Τάμι, τον «γνωστό τρομοκράτη».

Η κομμούνα των καλλιτεχνών διαλύεται, ο κίνδυνος για τη ζωή όλων είναι μεγάλος, ορατός, κι όμως, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, αναλαμβάνουν να σώσει έργο και μνήμη του πεσόντος μάρτυρα. Η τέχνη του ήταν κομμάτι του αγώνα του, ήταν η προσφορά του στο κοινό σύνολο, ο τρόπος του να μιλήσει. Κανείς από τους συντρόφους του δεν θα επέτρεπε να του κλείσει το στόμα ο θάνατος κι οι δολοφόνοι του Απαρτχάιντ. Η τέχνη του Μνυελε, η στρατευμένη στον αγώνα τέχνη, θα ήταν παρούσα μέχρι τη νίκη, κι ύστερα μέχρι τη δικαίωση.

Η Μεντού είχε ξεκινήσει ως συνεργατική ομάδα τέχνης μόνο μαύρων καλλιτεχνών, αλλά ο αγώνας κατά του απαρτχάιντ πολύ γρήγορα την οδήγησε να ανοίξει και προς οποιονδήποτε καλλιτέχνη ήταν έτοιμος να αγωνιστεί. Η τέχνη ήταν όπλο στη διάθεση του λαού, οι καλλιτέχνες αντάρτες και η Ρίζα ο τρόπος να θεριέψουν και να δώσουν καρπούς οι αγώνες τους. Οι γονείς της Στέλλας Ασάνζ, που τότε λέγονταν Σάρα Γκονζάλες Ντεβάντ, ήταν οι πρώτοι λευκοί και οι δύο πρώτοι διεθνείς καλλιτέχνες, επίσης, που έγιναν δεκτοί από την ομάδα – και αυτό λέει πολλά από μόνο του και για τους δύο.

Εκείνοι,  και το μικρό κορίτσι Σάρα, κι ύστερα ο αδελφός της, και συμπαραγωγός του ντοκυμανταίρ «Ιθάκη» για τον Ασανζ, ο Αντριά Ντεβάντ, ζήσαν στη Μποτσουάνα, έδρα και της Μεντού, στο Λεσότο, στη Σουηδία, την Ισπανία. Τη Στέλλα οι σπουδές της την έφεραν στη Βρετανία, στην Οξφόρδη, στη Μαδρίτη, στον Καναδά. Δικηγόρος,  με μάστερ στο προσφυγικό δίκαιο και στο διεθνές δημόσιο δίκαιο. Στο τέλος των σπουδών της, για λίγο δημοσιογραφεί στο Νέο Διεθνιστή (New Internationalist). Όμως το πεδίο των δικών της αγώνων είναι άλλο. Και, όπως τα φέρνει η παιδεία και η μοίρα, θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την Ελευθεροτυπία. Του αγώνα για την απελευθέρωση του Τζούλιαν Ασανζ. Με τη μνήμη του Τάμι πάντα παρούσα. Με την αξία του ομαδικού αγώνα, και τα αποτελέσματά του, μπροστά.

Η Σάρα, με διακρίσεις στο βιογραφικό της, μπήκε στην ομάδα νομικών που είχε αναλάβει την υπεράσπιση του Τζούλιαν Ασανζ, ως δικηγόρος και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο νόμιμος τρόπος να αγωνιστείς. Το Δίκαιο απέναντι στο κράτος που μπορεί να γίνει πολύ εύκολα δολοφόνος. Κάτι που έμαθες μικρό παιδί. Κάτι που αρνείσαι να ξεχάσεις.

Η Γυναίκα είναι η μνήμη των λαών και των αγώνων.

Το όνομά της το άλλαξε, από Sara Gonzalez Devant σε Στέλλα Μόρις, το 2012, όταν ανέλαβε την υπόθεση Ασανζ, για λόγους ασφαλείας. Το ξανάλλαξε, σε Στελλα Ασάνζ, όταν ένωσε και τυπικά και για πάντα τη ζωή της με τον Τζούλιαν και τον αγώνα.

Αύριο, 9 του Μάη, μιά μέρα μετά την «επίσημη» Ημέρα της Γυναίκας, η Στέλλα Ασάνζ θα βρίσκεται στην Αθήνα. Μαζί με το Γιάνη Βαρουφάκη θα μιλήσουν για τον αγώνα όλων μας για Ελευθεροτυπία, μετά την προβολή του ντοκυμανταίρ «Ιθάκη», στις 7μμ, στο Τριανόν.

Η Στέλλα. Η μάνα, η σύντροφος του φυλακισμένου, η δικηγόρος των προσφύγων, η ακτιβίστρια για την Ελευθερία του Τύπου. Η Στέλλα, το κορίτσι που νίκησε το φόβο και κράτησε ζωντανή τη μνήμη. Η Γυναίκα. Σε όλη της την Ομορφιά, αυτή που θα σώσει τον Κόσμο. Η Γυναίκα, που τίμησαν τόσα και τόσα έργα του Τάμι. Τα έργα που σώθηκαν. Η μνήμη που νίκησε.