Ότι η λεγόμενη Πρωτοβουλία των 58 ανέτειλε εξ αρχής σε φόντο θολό, ούτε λόγος. Πόσο κοινός είναι τέλος πάντων αυτός ο παρονομαστής που καταδέχεται να σηκώνει αδιαμαρτύρητα πάνω του την ίδια στιγμή έναν Πέτρο Μάρκαρη από τη μια, κι έναν Θανάση Χειμωνά από την άλλη; Ποια είναι η αθέατη συνάφεια που συνδέει τον Αρίστο Δοξιάδη, έναν από τους δυο τρεις ανθρώπους που μας έκαναν να σκεφτούμε επιτέλους την ελληνική ιδιαιτερότητα, με τους αιώνιους οπαδούς του εκσυγχρονιστικού τυφλοσούρτη, αυτούς που είναι αδύνατον να δουν οτιδήποτε χωρίς το εισαγόμενο βλέμμα τους; Ποιος δεξιός ή κεντρώος ή αριστερός δεν θα συνυπέγραφε ασμένως αυτά τα ελάχιστα ψιχία πολιτικών θέσεων που αχνοφαίνονται στη διακήρυξη που δόθηκε στη δημοσιότητα, και που απ' τη φύση τους δεν διατρανώνουν παρά το προφανές;

Κι όμως, με την ελευθερία που απολαμβάνουν οι απ’ έξω, οι “58” θα μπορούσαν να πουν πράγματα ωφέλιμα. Θα μπορούσαν, ας πούμε, να ομολογήσουν ευθέως τη μνημειώδη ανεπάρκεια αυτής της κυβέρνησης, να δείξουν πόσο σκιώδεις είναι στην πράξη οι υπουργοί του κ. Σαμαρά και του κ. Βενιζέλου. Ή θα μπορούσαν να κάνουν νεύμα διαλλακτικό σε όσους, λίγους έστω, συριζαίους ψυχανεμίζονται σήμερα την πραγματική κατάσταση της χώρας και ίσως αύριο κιόλας θα κληθούν να την διαχειριστούν από επίσημο θώκο.

Για όποιον πάντοτε λόγο, επωμιζόμενοι ακόμα και βάρη που δεν τους ανήκουν, οι “58” επέλεξαν να μη το κάνουν. Αντ’ αυτού μάς έταξαν διακρίσεις τάχατες κρίσιμες, ιδεολογικούς προσανατολισμούς βλοσυρούς μεταξύ Νότου και Βορρά, Δύσης και Ανατολής, απ’ αυτούς που ούτε οι πιο ετοιμόλογοι αριστεροί και σοσιαλδημοκράτες στο εξωτερικό δεν είναι δυνατό πια να εφεύρουν. Απ’ τις πεζές αλήθειες για τη δραματική μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών της ηπείρου μας προτίμησαν τους περιιπτάμενους εξωραϊσμούς. Αν η Ευρώπη μπατάρει προς τη μεριά των εθνικισμών, όπως ορθά διαπιστώνουν, τότε πώς «οι διαδικασίες της πολιτικής ενοποίησης θα επιταχυνθούν»; Πόθεν προκύπτει ότι λόγω της κρίσης η “Ενωμένη Ευρώπη” είναι πλέον πολιτικό σχέδιο όχι των ελίτ αλλά των λαών; Μήπως ακριβώς το αίτημα της εθνικής αυτογνωσίας προϋποθέτει πρώτα την απαλλαγή του έθνους από το όνειρο του “προοδευτικού λαϊκού ευρωπαϊσμού” και τις παρωπίδες του; 
 
Όμως το αδιέξοδο των “58”, η απορία τους, που είναι μαζί απορία και ενός ολόκληρου χώρου πάλαι ποτέ πολιτικά κραταιού, δεν απεικονίζεται πουθενά ζωηρότερα απ’ ό,τι στον ρόλο που de facto υποδύεται στο δράμα τους ο Κώστας Σημίτης. Δέκα χρόνια μετά την κυβερνητική του αποστράτευση, πέντε χρόνια σχεδόν από την απαρχή της τωρινής σκοτοδίνης, αυτός ο τόσο ασυνήθιστος για τα ελληνικά μέτρα πολιτικός εξακολουθεί να στοιχειώνει τη σκέψη της παράταξης της οποίας κάποτε ηγήθηκε – και όχι μόνον εκείνης.

Στα μάτια των πολλών ο Σημίτης έμοιαζε πάντα Ευρωπαίος κι αυτό κολάκευε έναν λαό που ήθελε το ίδιο: να περνιέται για ό,τι δεν είναι. Τον είπαν λογιστή κι αυτό ήταν βολικό κι αβανταδόρικο σ' έναν τόπο όπου κανείς δεν ξέρει να λογαριάζει. Τον είπαν προτεστάντη για να μπορούν όλοι γύρω του να ξεφαντώνουν ανέμελοι στο όργιο του παρασιτισμού και του λάιφ στάυλ. Άνθρωπος τακτικός, συστηματικός, συνεπής, σοβαρός, δεν υπήρχε δευτερεύουσα αρετή που να μην την είχε. Ούτε όμως κύρια αρετή που να τη διέθετε. Τι μάχες που επέλεξε, όλες τις κέρδισε: ευρώ, Ολυμπιάδα, ταυτότητες. Όμως όλες τους ήταν οι λάθος μάχες. Στο πραγματικό πεδίο της σύγκρουσης δεν εμφανίστηκε ποτέ.
 
Νους στρατηγικά βραχυπρόθεσμος, έζεψε την άμαξα πριν από τ' άλογα. Επέλεξε να αγνοήσει το πρώτιστο πρόβλημα, την εκκωφαντική υστέρηση οικονομίας και κράτους στον διεθνή ανταγωνισμό. Η σύγκρουση με τις δυνάμεις της καθυστέρησης, με το ίδιο του το κόμμα πρώτα απ' όλα, θα ήταν ανελέητη, το κόστος τεράστιο. Επέλεξε λοιπόν την υπεκφυγή προς τα εμπρός. Διάλεξε για συμμάχους τούς εχθρούς. Αναγόρευσε το παραμύθι της ΟΝΕ σε πανάκεια. Καλλιέργησε την αυταπάτη ότι αρκεί κανείς να συμμορφωθεί στα κριτήρια των Βρυξελλών και όλα θα πάνε καλά. Πέταξε κι αυτός, όπως ο παλαιός Καραμανλής, τη χώρα στα βαθιά, με την προσδοκία να μάθει κολύμπι. Δεν είδε ότι τα βαθιά ήταν πισίνα υπερπολυτελούς ξενοδοχείου με ναυαγοσώστες, σωσίβια, ξαπλώστρες, κοκταίηλ – και με πανάκριβο λογαριασμό.

Ο Σημίτης στάθηκε ωστόσο και τυχερός. Αποσύρθηκε προτού η βόμβα σκάσει στα χέρια του και βγάλουν όλοι τα συμπεράσματά τους. Αυτοί που πήραν τη θέση του τον κάνουν και σήμερα ακόμη να μοιάζει χαμένη ευκαιρία. Γι' αυτό και γίνεται πιστευτός όταν όπου σταθεί κι όπου βρεθεί διηγείται το γνωστό συναξάρι: για όσα έγιναν φταίνε οι άλλοι. 

Οι απελπισμένοι του εκσυγχρονισμού, τα ορφανά της Κεντροαριστεράς, τα ανεμομαζώματα της δανεικής ευμάρειας τον νοσταλγούν. Αλλά και άνθρωποι πολλοί, αξιόλογοι, καλόπιστοι προσβλέπουν ακόμη μ' ελπίδα σ' εκείνον, τρέχουν να στριμωχτούν στη σκιά του. Αυτός, που υπήρξε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι απ’ το πρόβλημα, τι ειρωνεία, μες στα ερείπια προβάλλεται τώρα ως κομμάτι απ’ τη λύση.
 
«Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο», έγραφε και για εκείνον στα 1997 ο Παναγιώτης Κονδύλης. Ο ίδιος θα το ’λεγε ίσως καλύτερα: «Αυτή είναι η Ελλάδα!»