H συζήτηση ξεκινά σήμερα στη Βουλή, την Μ.Τρίτη ψηφίζεται η συμπληρωματική ρύθμιση για το μπλόκο στο κόμμα Κασιδιάρη. Η κρίσιμη απόφαση του Αρείου Πάγου για το κόμμα Κασιδιάρη θα ληφθεί το αργότερο έως τις 5 Μαΐου.

Η αλλαγή του νόμου, βάσει του οποίου, θα αποφασίζει πλέον η Ολομέλεια, -και όχι ένα μέρος- του Α` Τμήματος του Αρείου Πάγου, προκάλεσε χτες την αντίδραση του επικεφαλής Αρεοπαγίτη, Χρήστου Τζανερίκου. Ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου έλαβε δημόσια θέση, χαρακτηρίζοντας την συμπληρωματική ρύθμιση που έφερε η κυβέρνηση «ως φωτογραφική».

Αναλυτικά ανέφερε:

«Με βάση την τροπολογία – προσθήκη του ΥΠΕΣ, με την οποία τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρου 32 του Π.Δ. 26/2012, εισάγεται η πρωτοφανής για τα δικαστικά χρονικά ρύθμιση, που θεσμοθετεί την ολομέλεια πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου. Πρωτοφανής, καθόσον αποτελεί ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του Αρείου Πάγου, αφού τόσο κατά το άρθρο 23 του προϊσχύσαντος Ν. 1756/1988, όσο και κατά το άρθρο 27 του ήδη ισχύοντος Ν. 4938/2022: “…Κάθε τμήμα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερις (4) αρεοπαγίτες…” και όχι από το σύνολο των αρεοπαγιτών, που υπηρετούν σ’ αυτό, ο αριθμός των οποίων, σημειωτέον, δεν είναι ο ίδιος σε όλα τα τμήματα, αλλά μπορεί να μεταβάλλεται, με σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή σε έκτακτες περιπτώσεις με πράξεις του προέδρου του ΑΠ, που εγκρίνονται από την Ολομέλεια αυτού. Ουδέποτε έχει προβλεφθεί Ολομέλεια τμήματος συγκροτούμενη απ’ όλους τους δικαστές αυτού. Να σημειωθεί, ακόμα, ότι σε περίπτωση ισοψηφίας σε “Ολομέλεια” τμήματος με άρτιο αριθμό Δικαστών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις (άρθρο 4 Ν. 1756/1988 και ήδη ισχύοντος 4938/2022) πρέπει να έχουν περιττό αριθμό, θα έπρεπε να εισαχθεί (δίκην σωματείου) ρύθμιση ότι υπερισχύει η γνώμη του προέδρου του.

Η ρύθμιση, που εισάγεται με την επίμαχη τροπολογία, παρά την κατ’ επίφαση αιτιολογία της, δηλαδή της “θωράκισης της όποιας απόφασης του Αρείου Πάγου” για την ανακήρυξη ή μη κομμάτων, που αναφέρονται στο άρθρο 32 του Π.Δ. 26/2012, ώστε να μη μπορεί αυτή να αμφισβητηθεί, αποτυπώνει, φωτογραφικά, τη δυσπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπό μου, εκ μέρους της κυβέρνησης, που είχε τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας να ορίζω την (πενταμελή) σύνθεση του τμήματος, του οποίου είμαι πρόεδρος. Άραγε οι εκατοντάδες χιλιάδες αποφάσεις των τμημάτων του Αρείου Πάγου, που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν με τις πενταμελείς τους συνθέσεις και όχι από τις ολομέλειές τους δεν είναι θωρακισμένες και μπορεί να αμφισβητούνται; Η δεύτερη προσθήκη, κατά την οποία το Α1 τμήμα του ΑΠ, μπορεί να ζητεί στοιχεία για την τεκμηρίωση της σχετικής του κρίσης, από τις – κατά περίπτωση – αρμόδιες ή άλλες αρχές ήταν εντελώς περιττή, αφού με την ήδη ισχύουσα, από τον περασμένο Φεβρουάριο, ρύθμιση το τμήμα ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων ανακήρυξης, Στο πλαίσιο, επομένως, της αυτεπάγγελτης έρευνάς του, από που θα αντλούσε τα στοιχεία, για την τεκμηρίωση της κρίσης του; από τον μπακάλη της γειτονιάς;

Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο ΥΠΕΣ, προαναγγέλλοντας την τροπολογία σε εκπομπή της ΕΡΤ την Πέμπτη (06/04), παρενέβη, ανεπίτρεπτα, ευθέως στην κρίση του Α1 τμήματος του ΑΠ, αφού δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Δεν μπορεί να υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, από τη μια μεριά το ποινικό τμήμα της δικαιοσύνης (σημ: ξέχασε να πει κατωτέρου του ΑΠ Δικαστηρίου) να τον καταδικάζει (σ.σ. τον Κασιδιάρη) ως αρχηγό εγκληματικής οργάνωσης και να έρχεται ένα άλλο τμήμα της δικαιοσύνης επίσης, το Α1 του Αρείου Πάγου, που λέει ότι είναι πολιτικός αρχηγός”. Δηλαδή, ο ΥΠΕΣ, εμμέσως, πλην σαφώς υπέδειξε στους Δικαστές του Α1 τμήματος ποια θα πρέπει να είναι η κρίση τους, για το συγκεκριμένο θέμα».

Αντιδράσεις

Στη δήλωση απάντησε ο υπουργός Εσωτερικών, Μάκης Βορίδης, επισημαίνοντας σε ανακοίνωσή του πως «στις Δημοκρατίες νομοθετεί η Βουλή και όχι οι δικαστές».

Επίσης σημείωσε ότι η σύνθεση του Α1 Τμήματος είναι δεδομένη και δεν επηρεάζεται από την κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία, ενώ άσκησε κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας ότι είναι ανεξήγητη η στάση του που προτιμά για ένα τέτοιο ζήτημα κατ’ επιλογήν περιορισμένη σύνθεση δικαστηρίου αντί για την ολομέλεια του δικαστικού σχηματισμού».

Παρέμβαση επί του θέματος έκανε και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, καλώντας τον αντιπρόεδρο του ΑΠ σε αποχή από τα καθήκοντά του λόγω της δημόσιας τοποθέτησής του. Στη σκληρή δήλωση του, ο κ. Βενιζέλος χαρακτήρισε «θεσμικά αδιανόητο» τον διάλογο που άνοιξε η δημόσια τοποθέτηση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου.

Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Ε.Α.Π. δήλωσε: «Μένω έκπληκτος με το μάλλον επιθετικό ύφος και πάντως απροσδόκητο. Ένα ύφος λόγου απροσδόκητο για ανώτατο δικαστή. Το δε επιχείρημα ότι αυτό δεν έχει ξαναγίνει δεν είναι εύλογο διότι ούτε είχε ξαναγίνει μία τέτοια υπόθεση και μία τέτοιου είδους κρίση μέχρι τώρα το Α1 κατά την ανακήρυξη των συνδυασμών των κομμάτων λειτουργούσε με εντελώς επικό κατά κανόνα τρόπο. Άρα λοιπόν Η ρύθμιση αυτή είναι δικαιολογημένη λόγω της κρισιμότητας του θέματος ενώ μου φαίνεται αδικαιολόγητη η παρέμβαση του κυρίου Τζανερίκου».

Ο Πάνος Λαζαράτος, καθηγητής Διοικητικού Δικαίου Νομικής Σχολής Παν. Αθηνών είπε: «Θεωρώ θεσμικά απαράδεκτο να διεξάγονται τέτοιες συζητήσεις ιδίως την πρωτοβουλία του ανώτατου δικαστή σε μία τέτοια στιγμή που αν θέλετε τον οδηγεί σε αυτοεξαίρεση , θεωρώ πως θα κάνει δήλωση αποχής από τη διαδικασία που έρχεται σε λίγες ημέρες. Μιλάει για φωτογραφική αντιμετώπιση ως προς το πρόσωπό του. Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν ισχύει δεν πρόκειται για φωτογραφική ρύθμιση σε καμία περίπτωση πρόκειται και πάλι για γενική και αφηρημένη ρύθμιση η οποία εξοπλίζει με πολύ περισσότερες εγγυήσεις αυτή την απόφαση».

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος νωρίτερα τόνισε: «Θεωρώ αυτονόητο ότι ο κ. Αντιπρόεδρος του ΑΠ θα προβεί σε δήλωση αποχής από οποιαδήποτε σχετική διαδικασία. Είναι η πρώτα φορά που ένας εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός παίρνει τέτοια θέση, κάνει δημόσια τη δικαστική του κρίση, πριν δικάσει και πριν αποφανθεί».

Ο Αντώνης Μανιτάκης, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, Επικεφαλής Επιτροπής Επιστημονικού Συμβουλίου Νομικής Λευκωσίας τόνισε: «Δεν βλέπω εκ πρώτης όψεως ανεπίτρεπτη συνταγματικά παρέμβαση ούτε στο έργο ούτε στην οργάνωση ούτε στην λειτουργία του δικαστηρίου. Η αύξηση αυτή που αποφασίζεται πιστεύω ότι παρέχει μεγαλύτερα εχέγγυα και αντικειμενικότητας και απρόσωπης και ορθής κρίσης. Αφού θα αποφασίζει ένας διπλάσιο αριθμό δικαστών. Η ρύθμιση έχει στόχο την διασφάλιση της όποιας απόφασης του Αρείου Πάγου, έναντι πιθανών ενστάσεων».

Ο συνταγματολόγος Κώστας Μποτόπουλος δήλωσε: «Το ότι αυτό δεν έχει ξαναγίνει δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι παράνομο πάντως πράγματι, και το είπα και λέγοντας πριν ότι δεν ήταν αναγκαία, αυτό ήταν ένα ζήτημα που αποτελεί interna corporis. Δηλαδή και εσωτερική λειτουργία του δικαστηρίου. Όμως ξαναλέω κατά τη γνώμη μου από μόνη της η νομοθετική αυτή ρύθμιση όσο και αν έχει τα προβλήματα που είπαμε δηλαδή δεν είναι αναγκαία και συνιστά κακή νομοθετήση δε νομίζω ότι είναι παράνομη».