Κακά τα ψέμματα, συνηθίσαμε. Οι περισσότεροι. Και είναι ό,τι πιο φυσικό, αν αναλογιστείς για λίγο την ιστορία του ανθρώπινου είδους.
Καλωσορίσαμε το ΄21 λίγο μουδιασμένοι μα εθνικά υπερήφανοι για τους δύο αιώνες ελευθερίας που μας δάνεισε ο δυτικός κόσμος.
Και τους γιορτάσαμε σε όλο τους το μεγαλείο.
Ο θίασος που διαφεντεύει τις ζωές μας, το έκανε κορώνα -ουπς- στο κεφάλι του.
Και να σου οι Αρματολοί και οι Κλέφτες ξεθάφτηκαν απ το παρελθόν. Μετά από χρόνια οικονομικής και κοινωνικής κυρίως κρίσης, δεν κόπιασαν και πολύ.
Και αγάδες ξαναντάμωσαν και κοτζαμπάσηδες ξυπνήσαν.
Κι όλοι μαζί, ραγιάδες και γκιαούρηδες, άλλοι τα βάζαμε με τον Παπαφλέσσα κι άλλοι – οι περισσότεροι – του φιλούσαν τα χέρια με τα χείλη ενώ η γλώσσα ήταν ήδη στο κουτάλι με τον οίνο.
Να σχωρεθούν οι αμαρτίες.
Τι αδάπανος ο θεός τους.
Τι μας φύλαγε αυτός ο χρόνος !
Και στοίχημα να είχαμε βάλει μαζί του, δεν θα τα πήγαινε τόσο καλά. Διέπρεψε.
Ήρθε με χαμόγελο. Μας έβγαλε στους δρόμους, ένα τεράστιο κύμα καθυστερημένης ελευθερίας καλυμμένης με μάσκα, όλων των χρωμάτων.
Και όπως γίνεται πάντα μετά από το μαύρο όταν βλέπεις λίγο φώς, ψιλοστραβωθήκαμε.
Ούτε το φίδι ούτε το αυγό του πήραν αυτό που τους άξιζε. Και τα κρόταλα που χόρευαν στην ουρά του τόσα χρόνια, έκαμαν καλή δουλειά.
Η ηγεσία της χώρας -και όλος ο συρφετός που είναι παρακεί και παραδίπλα, πάντα, μας έμαθε πως ένα καλό κουστούμι, αρκετοί καλοπληρωμένοι δημοσιογράφοι και πολύ καλά αγγλικά δεν άλλαξαν και τόσα πολλά, αυτούς τους δύο αιώνες.
Πλανόδια ήταν και τότε η δημοκρατία μας.
Είχε χάσει δρόμο και αξιοπρέπεια.
Έχουν συμφέρον πολλοί από αυτό.
Αν θέλεις ν’ ανήκεις όμως σε μια κοινωνία, θα παίξεις και τα παιχνίδια της και ενίοτε και αυτή τα δικά σου.
Είδαμε τον τσολιά με την πλουμιστή φουστανέλα, παγωμένο και πάντα ακούνητο να διαφυλάσσει τα πιστεύω των άλλων και τα δικά του.
Μου βγήκε η μάνα -που ποτέ δεν ειχα μέσα μου- κι ήθελα να διώξω το χιόνι απ’ τα τσίνορα του. Με τρυφερότητα. Είχε δουλέψει ο εγκλεισμός.
Βασικά στην πρώτη του φάση, πήρα την κατάθλιψή μου αγκαλιά και τον απολαύσαμε. Πολύ όμως.
Σε κάθε άνθρωπο είχε επίδραση η νέα κατάσταση. Σε κάποιον περισσότερο, σε άλλον λιγότερο. Παντού βρήκε έδαφος και επέδρασε αναλόγως.
Προσωπικά μού εμφάνισε ένα κομμάτι μου που δεν ειχα υποψία καν ότι κατοικεί μαζί μου. Τέχνη.
Χρώματα, πίνακες, σεσουάρ, πινέλα, έπιπλα, βίντεο, tutorials και ξανά μανά toutorials. Ήρθα και ζωντάνεψα.
Και με τόσο ενθουσιασμό έβλεπα σε θαμπό τοπίο, πως η δυστοπία που ζούσαμε, ξερνούσε τοξίνη, όλο και πιο πολλή.
Έβγαινε από παντού σχεδόν. Όλοι στημένοι στη γωνία, να βρούμε το όποιο γαμημένο λάθος που θα κάνει κάποιος, να πέσουμε να τον λιώσουμε.
Να τον οξειδώσουμε.
Κάποια το έκανε κυριολεκτικά. Ζήσαμε -εξ αποστάσεως- άλλη μια φορά, πώς είναι η μετάβαση από άνθρωπο σε κτήνος. Μια τζούρα δρόμος.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, με παρόμοιο θυμικό πορευτήκαμε όλους τους επόμενους μήνες. Με μια επωδό, γραμμένη παντού.
-Έχει κι άλλο πάτο;
Δυστυχώς πιαστήκαμε όλοι αδιάβαστοι στην κάθοδο.
Ούτε καν είχαμε φανταστεί πόσο matrix ήταν αυτό που ζούσαμε. Και εννοώ, την πριν ζωή μας.
Είδαμε ευνοημένους και ταλαντούχους ανθρώπους των τεχνών και ενός εντελώς δικού τους πολιτισμού, να πετούν άγαρμπα τη μάσκα στο πάτωμα και αυτό να γεμίζει πτώματα, από τόσους που έπεσαν άλλη μια φορά απ’ τα σύννεφα.
Ούτε καν πόρνες διαλυμένες δεν ήταν. Ξιπασμένους πάτρωνες θύμιζαν σ’ ένα κωλοχανείο, με νταβατζή ενα κουστούμι και μια στέκα. Ούτε καν σε μπουρδέλο.Τι κατάντια…
Είδαμε να δολοφονούν εν ψυχρώ έναν δημοσιογράφο, μέρα μεσημέρι. Τέτοια, αντιγράφουμε άνετα από το εξωτερικό.
Και μια και ανέφερα μεσημέρι… νιώσαμε τους προσήκοντες να παλεύουν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν στο ψηλό ράφι τους οικογενειάρχες που δολοφόνησαν μπροστά σε κοινό -ως ρωμαϊκή αρένα- έναν άνθρωπο 33 χρόνων, επειδή στήριξαν όλη τους την ύπαρξη στο σώβρακο τους και το περιεχόμενο του.
Με όλα τους τα όπλα. Σύσσωμοι. Δολοφόνοι, μπάτσοι δολοφόνοι, θεατές, χειροκροτητές, εξουσιαστές. Απο τότε. Έτσι και τώρα στη δίκη για τον Ζακ -που επιτέλους μετά από τρία χρόνια διεξάγεται – μέσα σε ένα ανελεύθερο περιβάλλον, Οργουελικό.
Είδαμε να αφήνεται ελεύθερη μια φωτιά να κατασπαράζει όσο οξυγόνο μας χρειάζεται. Μυρίσαμε τα πυρακτωμένα κουκουνάρια, που κατασπάραζαν με τη σειρά τους κόπους πολλών χρόνων.
Με τα λίγα κρόσσια που σηκώθηκαν απ το χαλί, φάνηκε η γλίτσα που κατοικούσε εκεί, αιώνες τώρα. Και πώς τόλμησαν τα χέρια της Μπεκατώρου να το κάνουν αυτό, αναρωτιούνται οι στρατιώτες της ηθικής και κατακλύζουν τα πάντα-κάποιες φορές εν αγνοία τους – από μισογυνισμό και σεξισμό.
Άνοιξε ο ασκός.
Μετά ήρθε ο ίδιος ο Αίολος με τη μορφή του Μπάμπη. Και ισοπέδωσε τα πάντα. Σχεδόν. Εκτός κάποιων που γνωρίζουν πολύ καλά, συνήθως με βαρύ πρόστιμο, ποιος διάολος χορεύει ανάμεσα σε βλεφαρίδες και λέξεις που βγαίνουν από όμορφα χείλη.
Ενδεδειγμένο, επιβαλλόμενο πρότυπο μιας κοινωνίας που όταν δει πιο μέσα κιοτεύει απ’ την τρομάρα και λακίζει. Και αντιδρά στον πιο αδύνατο. Ή έτσι νομίζει.
Ή προτιμά να μη κοιτάξει καν, παρά μόνο να πάρει. Να εδραιώσει την παραφθορά της ζωής του.
Με όποιο τίμημα.
Ξύλο, μπουνιές, σφαίρες, μαχαίρι, μαξιλάρι, σκοινί, γκρεμός, νερό, θάλασσα.
Θα βρει τρόπο, αρκεί να βεβαιώσει πως όσα του δίδαξαν, τα πράττει ως καλός μαθητής.
Και κοιμάται καλά. Μέχρι να νιώσει αεράκι να τον χτυπά. Νόθες ζωές.
«Ακούσαμε» τον Μίκη να μας αποχαιρετά και δακρύσαμε για τα νιάτα μας, που είχαν όνειρα κι αυτός τους έβαζε φτερά, αφήνοντας παρακαταθήκη το χρέος που έχουμε όλοι, απέναντι σε όλα.
Αποχαιρέτησα με θλίψη και ένα «άδικο», ένα κεφάλαιο της ζωής μου που συνεργάστηκα, έζησα και βάδισα δίπλα της, θέλοντας να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο. Τη Μαρίνα Γαλανού.
Λίγο πριν μας αφήσει ο χρόνος, λίγο πριν συνηθίσουμε να ακούμε και να μιλάμε για θάνατο, ως ημερήσια διάταξη, είδαμε όλα αυτά που αναφέρω και άλλα τόσα στις 26 Νοεμβρίου. Σε μια σκηνή.
Στον απόλυτο φόβο.Τον ένοχο φόβο που έδειξε σε όλο αυτό το ιδεώδες απόστημα, πως να είναι το χειρότερο είδος που πάτησε σε αυτό τον πλανήτη, να μη τολμά να αγγίξει το μικροσκοπικό σώμα ενός νεκρού παιδιού, που ήταν πεσμένο στο τσιμέντο.
Μέσα στην παραζάλη του δεν μπορεί να δεί πως δεν έχει καμία διαφορά αν τα πόδια του κρατούν απόσταση, αν κλωτσούν στο κεφάλι,αν σπρώχνουν, αν, αν, αν…
Στίγμα το 2021. Στίγμα θα είναι στις μνήμες όλων μας. Και έτσι πρέπει.
Γιατί τα σημάδια κρατούν σε εγρήγορση τις θύμισες .
Όσα και αν μας διδάξουν στα σχολεία, όσα πρέπει μας σφηνώσουν στο μυαλό, όσα και αν κάνουν οι γονείς μας για να έχουμε μια καλή ζωή -δυστυχώς πολλές φορές με τα δικά τους μέτρα- όσο «πρακτική» και να κάνουμε, την κάποια πληρότητα στον βίο μας θα την έχουμε, μόνο αν μας διέπει η αγάπη.
Ξεχάσαμε σε μεγάλο βαθμό πόση δύναμη έχει, ίσως γιατί μας κέρδισαν πιο εύκολοι δρόμοι.
Γιατί δεν είναι εύκολο να αγαπάς. Επειδή ακριβώς νιώθεις αδύναμος μπροστά σε αυτό το συναίσθημα.
Άλλωστε -και εδώ η μνήμη γίνεται επιλεκτική και ελλιπής – ο Ιησούς αυτό δεν είχε σαν αρχή σε κάθε πράξη και λόγο του;
Πώς τολμάτε και ξεχνάτε κάτι τέτοιο;
Καλή Χρονιά !