Του Κωνσταντίνου Πουλή

Θα πρέπει να διατηρήσει τη θέση της η διευθύντρια Κέντρου Υγείας που εδώ και έναν χρόνο δεν έχει πατήσει στη δουλειά της; Ο καθηγητής που φωτογραφίζει με το κινητό του μαθήτριες στα αποδυτήρια ή που συνομιλεί μαζί τους στο διαδίκτυο, λέγοντας πως είναι καλογυμνασμένος και στέλνει «πονηρά φιλάκια»; Ο υπάλληλος που πλαστογράφησε το πτυχίο με το οποίο προσελήφθη; Η λίστα συμπληρώνεται κατά βούληση, με τα απωθημένα όλων μας απέναντι στο σαδιστικό ελληνικό δημόσιο: πολεοδομία, δήμοι, δήμιοι, ό,τι τραβάει η όρεξή μας, και κυρίως ό,τι μας έχει ταλαιπωρήσει περισσότερο. Σε αυτά τα αισθήματα βασίζεται, πολύ εύλογα, ο λόγος που αρθρώνεται αυτή την περίοδο εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, αναπαράγοντας όλα τα αρνητικά στερεότυπα, άλλοτε περί τεμπελιάς, στην προκειμένη περίπτωση περί ανηθικότητας.

 
Ας δούμε τη δομή του επιχειρήματος. Θέλεις να στραφείς εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, γιατί ο ιδεολογικά δηλωμένος στόχος σου είναι «λιγότερο δημόσιο», τουτέστιν περισσότερο πρώην δημόσιο στα χέρια των φίλων σου με τη διαδικασία της πώλησης σε τιμή ευκαιρίας. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα επιλέξεις τους δημοσίους υπαλλήλους γενικώς, αλλά  κάποιους που μπορούν να εμφανιστούν ως τέρατα. Όπως σε μια συζήτηση για τη θανατική ποινή, ο υπέρμαχος δεν θα αναφερθεί στην ομοφυλοφιλία, τη ληστεία τραπέζης ή την αεροπειρατεία και την προδοσία, που τιμωρούνται με θάνατο στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία και κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ, αλλά σε φονιάδες. Θα παίξει το ισχυρό του χαρτί. Με το ίδιο σκεπτικό, οι επίορκοι γίνονται η σημαία με την οποία στη συνέχεια κάποιος θα απολυθεί γιατί μίλησε στους αστυνομικούς που κακοποιούν έναν μετανάστη και εκείνοι αδίστακτα τον κατηγόρησαν για απλή συνέργεια σε ληστεία (περίπτωση Καπετανόπουλου) ή πιο απλά θα αμβλυνθούν τα αντανακλαστικά της κοινωνίας απέναντι στις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, αφού προηγηθεί η εκστρατεία της κατασυκοφάντησης. 
 
Η αναφορά στους επίορκους έχει το προτέρημα της ευλογοφάνειας: «ποιος θέλει να κρατήσει τη δουλειά του αυτός που…;» Να σας πω: αυτός που καταλαβαίνει ότι δικαιοσύνη δεν σημαίνει μόνο να βρίσκουμε τον κοπανατζή του δημοσίου. Αυτό είναι στοιχειώδες. Δεν υφίσταται ζήτημα, ως προς το αν θα πρέπει να τιμωρηθούν οι επίορκοι. Θα πρέπει. Όμως όταν η ατιμωρησία των κομματικών στελεχών συμβαδίζει με την προπαγάνδα που προωθεί τις απολύσεις φέρνοντας στο προσκήνιο τους υπαλλήλους-τέρατα, καταλαβαίνουμε ότι άλλο είναι το ζητούμενο, όχι η δικαιοσύνη. Η επιδίωξη μιας τέτοιας συζήτησης είναι να παρουσιάσει ένα δίκαιο χωρίς πολιτική, όπου απλώς πληρώνουν αυτοί που φταίνε. Στην πραγματικότητα, ο φόβος όλων μας είναι ότι εννοείται ακριβώς το αντίθετο.
 
Χάρη στο μεσαιωνικό κυνήγι μαγισσών, μαθαίνουμε από τα πρακτικά μιας ανάκρισης το 1233 πως ο αιρετικός άγγιζε με τα οπίσθιά του την Αγία Τράπεζα και οι μάγισσες κατέφθαναν στις τελετές πετώντας πάνω σε σκουπόξυλα ή στις ράχες τράγων. Ο Επιφάνιος Σαλαμίνιος καταγράφει το 400μ.Χ. τα βασικά στοιχεία των αιρέσεων, δηλ. τη δολοφονία και τελετουργική καταβρόχθιση παιδιών, ενώ ο Αυγουστίνος ερμήνευε τις αιρέσεις ως κώδικα συνεννόησης με τους δαίμονες. Αυτό που διαπιστώνει η ιστορική έρευνα (βλ. Γκ. Σβέρχοφ, Η ιερά εξέταση, εκδ. Εστία) για το κυνήγι μαγισσών είναι ότι υπήρξε μηχανισμός οριοθέτησης του χριστιανισμού έναντι των αλλόδοξων πρακτικών και αντιμετώπισης κοινωνικών εντάσεων. Δεν ωφελεί σε αυτό το πλαίσιο να μας ρωτά κανείς αν είμαστε υπέρ ή κατά της παιδοφαγίας.