της Μαριάνας Τσίχλη

Υποψήφιας βουλεύτριας Α’ Αθήνας με το ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη

Πέρα όμως από τα προγράμματα, υπάρχουν και τα σκληρά γεγονότα. Μετά την τραγωδία των Τεμπών, στη σύντομη προεκλογική περίοδο του Ιουνίου, είχαμε προδιαγεγραμμένα εγκλήματα: το ναυάγιο της Πύλου, με εκατοντάδες νεκρούς πρόσφυγες και μετανάστες, αποτέλεσμα της ελληνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής των φραχτών και των παράνομων επαναπροωθήσεων. Οι θάνατοι τριών γυναικών μέσα σε λίγες μέρες, από την έλλειψη ασθενοφόρων και την κατάρρευση του ΕΣΥ. Τα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα σε Πέραμα και Λαύριο, με τον εν αναμονή πρωθυπουργό λίγες μέρες αργότερα να δηλώνει «Πήγα πριν από τις εκλογές και είδα τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη … με χαρούμενους εργαζόμενους οι οποίοι … ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία»…

Είναι, λοιπόν, δεδομένο, ότι την επόμενη περίοδο θα αντιμετωπίσουμε πολύ σκληρές πολιτικές και θα κληθούμε να δώσουμε μεγάλες μάχες. Γνωρίζοντας ποια θα είναι η κυβερνητική πολιτική της επόμενης μέρας, το επίδικο των εκλογών της 25ης Ιουνίου, είναι πόσο ισχυρή κοινοβουλευτικά θα είναι η επόμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη και, κυρίως, ποια αντιπολίτευση έχουμε ανάγκη, για να δώσουμε τις μάχες αυτές από καλύτερες θέσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν θέλει να ασκήσει πραγματική αντιπολίτευση. Η πλήρης νεοφιλελεύθερη προσαρμογή του, ήταν ένα από τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε η συντηρητική στροφή της κοινωνίας. Η τραυματική εμπειρία της «κυβερνώσας αριστεράς», που εκλέχθηκε με την εντολή να καταργήσει τη μνημονιακή πολιτική και διέψευσε κάθε προσδοκία, εφαρμόζοντας ακόμα σκληρότερες νεοφιλελεύθερες πολιτικές από τις προκατόχους της, ενίσχυσε το αφήγημα ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική. Όμως και η πολιτική που άσκησε ως αντιπολίτευση είχε ως συστατικό στοιχείο τα διαπιστευτήρια στα συστημικά κέντρα εξουσίας. Από την οικονομική πολιτική έως τη στάση για το προσφυγικό, αλλά και την πλήρη υποταγή στον αμερικανονατοϊκό ιμπεριαλισμό, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ έκοψε πλήρως τις γέφυρες με όποια μορφή αριστερής πολιτικής. Την ίδια κατεύθυνση ακολουθεί και μετά τις εκλογές, επιμένοντας να απευθύνεται σε κεντρώα ακροατήρια, που σταδιακά επαναπατρίζονται στο ΠΑΣΟΚ, ως παραδοσιακό πολιτικό εκφραστή τους. Όταν ο ίδιος ο Τσίπρας λέει ότι πολυκομματική βουλή, με την είσοδο μικρότερων κομμάτων της αριστεράς, θα είναι γραφική και απαξιωμένη, το βαρέλι δεν έχει πάτο. Όπως και πριν τις εκλογές του Μαΐου, αυτό που καταφέρνει είναι να ενισχύει τους πολιτικούς και εκλογικούς στόχους της δεξιάς, που γνωρίζει ότι η κοινοβουλευτική της ισχύς εξαρτάται από τον αριθμό των κομμάτων που θα μπουν στη βουλή.

Από την άλλη πλευρά, το ΚΚΕ κλιμακώνει την αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της αριστεράς, επιστρατεύοντας ανοίκεια μέσα, λασπολογία, συκοφαντία, συνεχείς επιθέσεις, την ίδια στιγμή που ο πραγματικός αντίπαλος, η συμμαχία ακραίου κέντρου και ακροδεξιάς που συμπυκνώνει η ΝΔ του Μητσοτάκη, προελαύνει. Πριν λίγες μέρες, αμέσως μετά την δημόσια δήλωση στήριξης του Γιάνη Βαρουφάκη στον δήμαρχο της Πάτρας, Πελετίδη, ο ΓΓ του ΚΚΕ δήλωνε ότι «το ΜέΡΑ25 είναι κόμμα μιας χρήσης, όπως το ΛΑΟΣ, το Ποτάμι, η ΔΗΜΑΡ και άλλα, που θα ξεχαστεί σε λίγο, αφού επί μια τετραετία έκανε τη δουλειά του, δηλαδή να στηρίξει εμβληματικές αντιλαϊκές πολιτικές και να πάρει ψήφους από το ΚΚΕ. Αριστερό δήθεν μόρφωμα που δεν έχει να προσφέρει τίποτα όχι μέσα στη βουλή, αλλά κυρίως έξω, στον ελληνικό λαό». Η τοποθέτηση αυτή είναι η απογυμνωμένη συνέχεια μιας στάσης που προκρίνει τον ενδοαριστερό εμφύλιο και αρνείται κάθε προοπτική συνεργασίας, τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε επιμέρους χώρους. Είναι η συνέχεια της ανάγνωσης του εκλογικού αποτελέσματος ως δικαίωση της πολιτικής του στρατηγικής από το 2010 και μετά, δηλαδή επιλογών όπως η υπονόμευση του δημοψηφίσματος, η υπεράσπιση της ευρωζώνης σε μια στιγμή μεγάλης πολιτικής ρευστότητας, η καταγγελία των πλατειών, το επιχείρημα «είτε δημόσιο, είτε ιδιωτικό, πάλι καπιταλισμό θα έχουμε» μετά τα Τέμπη. Ενδεικτικός όμως είναι και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το ζήτημα της αντιπαράθεσης για τη μειονότητα, τηρώντας απολύτως ίσες αποστάσεις και σιωπώντας για τους εκβιασμούς σε βάρος της. Σε συνδυασμό με τη δεδομένη πρακτική του στα κινήματα, η ενίσχυσή του είναι μία ακίνδυνη ψήφος διαμαρτυρίας, που διευκολύνει τη στρατηγική του για την αναδιάταξη των συσχετισμών μέσα στην αριστερά και στο κίνημα την επόμενη μέρα.

Η «Πλεύση Ελευθερίας» αποτελεί ένα εγχείρημα που έχει πάρει οριστικά διαζύγιο από κάθε έννοια αριστερής πολιτικής. Τα μηνύματα είχαν ήδη δοθεί, με τη συμμετοχή στα συλλαλητήρια της ακροδεξιάς για το Μακεδονικό, αλλά και την καταγγελία στην κοινή προσπάθεια της αριστεράς να σπάσει τις αυταρχικές απαγορεύσεις στο Πολυτεχνείο του 2021, νομιμοποιώντας την πολιτική καταστολής της ΝΔ. Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αποδεικνύεται ότι στην πραγματικότητα αποτελεί επιλογή του συστήματος από το οποίο στηρίζεται, ως ακίνδυνο ανάχωμα και για να οριοθετήσει πολιτικούς χώρους της αριστεράς. Για αυτό και προωθείται από τα μεγάλα ΜΜΕ που ανήκουν στην ελληνική ολιγαρχία. Η απολίτικη προσέγγιση, «ούτε δεξιά – ούτε αριστερά», κρύβει θέσεις και πρακτικές καθόλου ουδέτερες, στον πυρήνα τους δεξιές. Αποδείχθηκε από τη θετική στάση υποψηφίου της, τον οποίο μάλιστα έχει τοποθετήσει σε εκλόγιμη θέση, στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, από την συνυπογραφή υποψηφίου της σε κείμενο στήριξης του πρύτανη των ΜΑΤ Παπαϊωάννου και της επιλογής του να υποστηρίξει την τρομοκρατία της αστυνομικής βίας στο ΑΠΘ. Αντίστοιχα, δεν είναι ουδέτερες, αλλά αναδεικνύουν μια αυταρχική, αντιδημοκρατική αντίληψη, οι απόψεις ότι η σχέση μεταξύ επικεφαλής και μελών μιας «συλλογικότητας», είναι σχέση προπονητή – παικτών, που, κατά βούλησή του «μπαίνουν στον πάγκο».

Το ΜέΡΑ25- Συμμαχία για τη Ρήξη έχει αποδείξει τη συνεισφορά του στους αγώνες όλα τα προηγούμενα χρόνια. Με την παρουσία σε όλους τους αγώνες, ενάντια στους πλειστηριασμούς και στις εξώσεις, στους αγώνες των εργαζομένων για να μην περάσουν οι αντεργατικοί νόμοι, στους αγώνες της νεολαίας που κράτησαν την πανεπιστημιακή αστυνομία έξω από τα πανεπιστήμια, για το δικαίωμα στη διαδήλωση, στους αγώνες για το περιβάλλον. Ακόμα, η κοινοβουλευτική ομάδα του ΜέΡΑ25, ήταν η μόνη που μετέφερε τη φωνή και τα αιτήματα των κινημάτων στη βουλή, χωρίς ηγεμονισμούς και με σεβασμό στην αυτονομία τους, που άνοιξε επίμονα και συστηματικά ζητήματα ελευθεριών, δικαιωμάτων, έμφυλης καταπίεσης. Που δεν φοβήθηκε να καταδείξει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, αλλά και να κατονομάσει τους υπαίτιους, με το κόστος της στοχοποίησης και των μηνύσεων. Που πρότεινε λύσεις, εφαρμόσιμες σήμερα, χωρίς να υποτάσσεται στην αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.

Την επόμενη μέρα των εκλογών είναι απαραίτητο η ΝΔ να είναι κοινοβουλευτικά λιγότερο ισχυρή, αλλά κυρίως να μην είναι πολιτικά ενισχυμένη. Είναι απαραίτητο να υπάρχουν στο κοινοβούλιο περισσότερες φωνές της αριστεράς, για να δίνουν φωνή σε όλους και όλες που το σύστημα τους θέλει να μην έχουν φωνή. Για να στηρίζουν τους αγώνες και τα κινήματα, αλλά και για να προτείνουν εναλλακτική διέξοδο σε μια περίοδο που θα εφαρμόζεται σκληρή λιτότητα, αλλά και η χώρα μας θα παραμένει αδύναμος κρίκος λόγω των δομικών προβλημάτων της οικονομίας, του μη βιώσιμου χρέους, της αποδιάρθρωσης της παραγωγικής της βάσης. Αλλά και για να δοθεί από καλύτερες θέσεις η μάχη για την ανασυγκρότηση και την ενότητα της ανυπότακτης, αγωνιστικής, ενωτικής αριστεράς. Για να μείνει αναμμένη η φλόγα της αντίστασης και του αγώνα που, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές, μπορεί να γίνει πυρκαγιά που θα αμφισβητήσει τους συσχετισμούς.

Στις 25, ΜέΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη, για να έχουμε ρωγμές στους μετεκλογικούς συσχετισμούς.