της Τζένης Τσιροπούλου

Με το σκεπτικό «show, don’t tell», ο Ταμέρ Ελ Σαΐντ παίρνει τον θεατή μαζί του σε μια νοερή βόλτα στο Κάιρο: μας βάζει στα σπίτια των ντόπιων, κρυφοκοιτάμε την πατριαρχική βία στις χωμάτινες αυλές, έρωτες που αναγκάζονται είτε να ζήσουν πίσω από κλειστές κουρτίνες είτε να πεθάνουν, τις αντροπαρέες που πίνουν τσάι στα καφενεία και τους προβληματισμούς των νέων που χωρίς να το γνωρίζουν, σε λίγες μέρες θα κάνουν επανάσταση και θα ρίξουν το αυταρχικό καθεστώς του Μουμπάρακ.

Στην ταινία του 46χρονου Ελ Σαΐντ παίζουν οι πραγματικοί του φίλοι με τα πραγματικά τους ονόματα, ενώ ο πρωταγωνιστής, Χαλίντ, «ζει» στο αληθινό σπίτι του Ελ Σαΐντ. Παίζει ακόμα και η μητέρα τού σκηνοθέτη -υποδυόμενη την κλινήρη μητέρα του πρωταγωνιστή- η οποία δυστυχώς πέθανε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

Είναι απόγευμα Πέμπτης, 21 Ιουνίου, και τα εισιτήρια για την κλειστή αίθουσα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος μόλις εξαντλήθηκαν. Αρκετός κόσμος που έχει έρθει να δει την ταινία «In the Last Days of the City» (Οι Τελευταίες Μέρες της Πόλης) του Αιγύπτιου κινηματογραφιστή, μένει απ’ έξω απογοητευμένος. Είναι από τις μάλλον σπάνιες φορές που έχουμε την ευκαιρία να δούμε ένα φιλμ από αραβική χώρα στη μεγάλη οθόνη, παρά το ότι η κινηματογραφική παραγωγή έχει γενικά αυξηθεί μετά τα χρόνια των αραβικών επαναστάσεων. Ο 46χρονος σκηνοθέτης ταξίδεψε από το Κάιρο στην Αθήνα για να συζητήσει με το κοινό μετά την προβολή καθώς και για να παραδώσει ένα workshop, καλεσμένος της ομάδας Εργαστήριο για τα Αστικά Κοινά. Οι θεατές στην Ταινιοθήκη -μια μίξη Ελλήνων αλλά και τουριστών, μιας και η ταινία είχε και αγγλικούς υπότιτλους- σήκωναν με ζήλο το χέρι για ερωτήσεις μέχρι τα περασμένα μεσάνυχτα. Ο Ελ Σαΐντ μάς είπε ότι το κοινό στην -ετερόκλητη σε κάθε περίπτωση- Ευρώπη είναι πιο ενημερωμένο και δε χρειάζεται να πασχίζει να τους δίνει τα συμφραζόμενα, όπως του συμβαίνει όταν ταξιδεύει στις ΗΠΑ. Ίσως γι’ αυτό στο τέλος ο σκηνοθέτης μάς ευχαρίστησε με ένα πλατύ χαμόγελο που δεν ήμασταν νωχελικοί θεατές, από αυτούς που έχουν την απαίτηση μια ταινία να τους εξηγήσει τον κόσμο όλο με δυο λέξεις.

Με τον Ελ Σαΐντ συναντηθήκαμε στα Εξάρχεια την επομένη της προβολής. «Εντοπίζω πάρα πολλά κοινά ανάμεσα στο Κάιρο και την Αθήνα. Νιώθω ότι η Αθήνα είναι σαν ένα καζάνι που βράζει και ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να συμβεί κάτι» μου είπε όσο περιμέναμε τις παγωμένες μπύρες μας. Η ταινία του δεν έχει βρει εταιρεία διανομής στην Ελλάδα, αλλά εμείς βρήκαμε αφορμή για να ψηλαφίσουμε τις πόλεις μας και τις ζωές μας.  


Ο σκηνοθέτης Ταμέρ Ελ Σαΐντ. 

Δέκα χρόνια σκληρής δουλειάς και μια «ερωτική» απογοήτευση

Δημιούργησες μια ταινία με πρωταγωνιστή στην ουσία το Κάιρο, την πόλη που σε καθόρισε όσο τίποτα άλλο στη ζωή σου. Ξεκίνησες τα γυρίσματα το 2006, στα 34 σου, για να ολοκληρώσεις το φιλμ το 2016, στα 44 σου πια. Δέκα ολόκληρα χρόνια. Γιατί χρειάστηκε τόσος χρόνος;

Δεν ήταν από επιλογή. Νομίζω ότι όταν αποφασίζεις να κάνεις μια ταινία έχεις δύο επιλογές -με τη διαχωριστική γραμμή να είναι πολύ λεπτή: Είτε ακολουθείς τον ρυθμό της ταινίας είτε κάνεις την ταινία να ακολουθεί εσένα. Για μένα, για να κάνεις μια καλή ταινία πρέπει να την αφουγκραστείς, να την αφήσεις να σε πάει, αλλιώς κινδυνεύεις να κάνεις μια ταινία μόνο και μόνο για να ταΐσεις το εγώ σου. Ακούγονται πολλά τα 10 χρόνια αλλά γι’ αυτό που θέλαμε να κάνουμε, μη σου πω ότι ήταν και λίγα. Έμαθα πάρα πολλά κατά τη διαδικασία. Οι ταινίες είναι ο δικός μου τρόπος να κατανοώ τον εαυτό μου σε σχέση με τον κόσμο, την πραγματικότητα και τη ζωή γύρω μου. Γιατί αγάπησα κάποιους ανθρώπους ενώ στάθηκα ανήμπορος να αγαπήσω κάποιος άλλους; Γιατί με συγκινούν συγκεκριμένες μυρωδιές; Φυσικά αυτό δε σημαίνει ότι κάθε ταινία απαιτεί τόσο πολύ χρόνο. Έπρεπε, επίσης, να επινοήσω ένα μοντέλο παραγωγής που να δουλέψει στην Αίγυπτο. Στην πραγματικότητα ήμουν κινηματογραφιστής μόνο για λίγες μέρες μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια. Τον υπόλοιπο καιρό εργαζόμουν πολύ σκληρά για να φτιάξω τις συνθήκες και την υποδομή για να υλοποιηθεί η ταινία. Όπως όταν οργανώνεις ένα μεγάλο ταξίδι και προετοιμάζεσαι για τα στάδιά του. Είπα «όχι» και σε πολλές προτάσεις χρηματοδότησης προκειμένου να προστατεύσω την ταινία και αυτό συνέβαλε στις καθυστερήσεις.

Έκανες κάποια άλλη δουλειά στο ενδιάμεσο για να μπορείς να επενδύεις χρήματα στην ταινία;

Όχι, αλλά έκανα αίτηση για κάθε πιθανή χρηματοδότηση, και φυσικά η μία απόρριψη διαδεχόταν την άλλη. Έλαβα 45 απορρίψεις. Μου πήρε χρόνια να καταλάβω το γιατί. Νομίζω γιατί είναι πολύ δύσκολο να παρουσιάσεις αυτή την ταινία στα χαρτιά. Όλοι μου έλεγαν να τα παρατήσω και να την κάνω αργότερα, όταν θα ’μαι πιο ώριμος. Αλλά πώς να ανακόψεις την ορμή σου και το πάθος σου; Αν δεν την έκανα, θα βίωνα μια αγωνία πολύ μεγαλύτερη από την αγωνία που πέρασα τελικά για να την κάνω.

Η ταινία σου βρήκε μεγάλη διεθνή αναγνώριση και προβλήθηκε σε πάρα πολλές χώρες και φεστιβάλ. Απαγορεύτηκε όμως στη γενέτειρά σου την Αίγυπτο. Μου έλεγες ότι ονειρευόσουν κάθε μέρα αυτή την προβολή και ήταν μεγάλο τραύμα για σένα το ότι αυτό δε συνέβη ποτέ. Γιατί απαγορεύτηκε;

Το φιλμ μιλάει για μια περίοδο που ανήκει στο παρελθόν, για ένα καθεστώς που έχει πέσει πια και η ταινία δε φτάνει καν στη στιγμή της επανάστασης του 2011. Δεν είμαι σίγουρος γιατί απαγορεύτηκε, αλλά πιστεύω ότι έχει να κάνει με το ότι καθετί που έχει ως αφετηρία μια πιο εναλλακτική προσέγγιση, δεν είναι ευπρόσδεκτο. Δεν απαγορεύτηκε ρητά, αλλά δεν απάντησαν ποτέ επίσημα ότι επιτρέπουν την προβολή της, όπως προβλέπεται.   

Επιβεβαιώνει κατά μία έννοια την αξία της όμως, το να ενοχλεί την εξουσία;

Καταλαβαίνω πώς το λες. Όντως, ένα φιλμ να αναστατώνει θεσμούς και εξουσίες, είναι παράλογο. Αλλά εγώ ήθελα να μοιραστώ την ταινία με τους ανθρώπους μου, να ακούσω τα λόγια τους. Είναι σαν να έχεις μια σχέση δέκα χρόνια με κάποιον και μια μέρα να χωρίζετε χωρίς να το συζητήσετε, χωρίς κουβέντα. Δεν μπορείς να προχωρήσεις γιατί συνεχώς αναρωτιέσαι «γιατί; τι έγινε;» και σε κάθε προσπάθεια για νέα σχέση, μπλοκάρεις και το μυαλό σου επιστρέφει στα παλιά.

«Η κατάθλιψη είναι ένα τίμημα της επανάστασης αλλά συμβάλλει κι αυτό στο να καταλάβουμε την αξία της»

«Η ιδέα της επανάστασης με έκανε να ακροβατώ ανάμεσα στην ελπίδα και τον φόβο: ελπίδα για την αλλαγή και φόβο ότι θα μου πάρει ό,τι αγαπούσα» έχεις πει. Έχουν περάσει 7 χρόνια από την πλατεία Ταχρίρ. Τελικά τι σου άφησε και τι σου πήρε η επανάσταση;   

(Ο Ταμέρ μένει σιωπηλός για λίγο.)

Μήπως σε ενοχλεί να μιλάς για την επανάσταση;

Όχι, όχι. Είμαι γεμάτος ελπίδα. Η αλλαγή είναι μια μακροχρόνια διαδικασία και αν δεν πληρώσεις και το τίμημα μιας αλλαγής, δε θα καταλάβεις την αξία της ώστε να προστατεύσεις τα κεκτημένα της κι εσύ ο ίδιος. Στην Ευρώπη χρειάστηκαν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι για να καταλάβουν ότι έπρεπε να αλλάξουν τα πράγματα, και πάλι… Υπάρχουν πολλοί νέοι που αγωνίζονται σήμερα στην Αίγυπτο για το δικαίωμά τους να γνωρίζουν και να είναι ενεργά μέλη της κοινωνίας και αυτό είναι πιο ισχυρό από ό,τι προσπαθούν να επιβάλουν αυτοί που σαμποτάρουν τις διεκδικήσεις της επανάστασης (anti-revolution). Η επανάσταση όμως δεν αλλάζει τα πράγματα. Η επανάσταση δημιουργεί μια στιγμή που η αλλαγή είναι εφικτή. Τα παιδιά που μεγαλώνουν με αυτή την εμπειρία μέσα τους, έχουν μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για το τι σημαίνει να είσαι πολίτης (citizenship) και αυτό θα ανθίσει και θα φέρει κάτι καινούριο.

Ναι, χρειάζεται χρόνος, αλλά μην ξεχνάς ότι κανείς δεν μπορεί να σταματήσει το αύριο από το να έρθει. Ζητήσαμε «ψωμί, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη». Όσο αυτά τα αιτήματα δεν ικανοποιούνται, εμείς θα συνεχίζουμε.

Χαίρομαι που το ακούω αυτό γιατί στην Τυνησία, για παράδειγμα, είδα πολλή κατάθλιψη μετά την επανάσταση του 2011. Οι άνθρωποι θέλησαν να πιστέψουν σε κάτι αλλά πολύ σύντομα ένα μέρος της κοινωνίας απογοητεύτηκε που αυτή η αλλαγή δεν ήρθε τόσο άμεσα όσο νόμιζαν.

Και στην Αίγυπτο υπάρχει κατάθλιψη και νομίζω αυτό είναι λογικό. Είναι κι αυτό ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για την αλλαγή, όπως είπα και πριν. Μεγαλώσαμε σε μια δικτατορία και όταν αυτή έπεσε δεν υπήρχε για μας κάτι άλλο στο οποίο να μπορούμε να πιστέψουμε αλλά έχω εμπιστοσύνη στους νέους και τη δύναμη του λαού.

Η επανάσταση: το νέο γυμνό

Τα γυρίσματα της ταινίας σου τελείωσαν μόλις έξι βδομάδες πριν την επανάσταση. Ήσουν παρών στην πλατεία Ταχρίρ, αλλά επέλεξες να διαχωρίσεις τον κινηματογραφιστή Ταμέρ από τον πολίτη Ταμέρ. Γιατί άφησες την κάμερα στο σπίτι εκείνες τις μέρες;

Γιατί όταν προσπάθησα να ζήσω την επανάσταση μέσα από μια οθόνη LCD, ένιωσα τρομερή απόσταση από όλο αυτό που συνέβαινε. Είμαι κινηματογραφιστής αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θέλω να είμαι με μια κάμερα στο χέρι συνέχεια. Ένιωσα ότι έπρεπε να είμαι εκεί και να αφήσω τις αισθήσεις μου ελεύθερες να νιώσουν ό,τι διαδραματιζόταν. Και δεν κατακρίνω φυσικά κανέναν που επέλεξε να τραβήξει με την κάμερά του εφόσον το είχε ανάγκη.

Δε φαντάζεσαι πόσες δεκάδες τηλεφωνήματα έλαβα από Ευρωπαίους παραγωγούς για να βγω στον δρόμο να κάνω επιτόπου μια ταινία για την επανάσταση. Αυτό που ήθελαν στην ουσία ήταν ειδήσεις στη μεγάλη οθόνη, όχι σινεμά. Το να εξηγήσεις στον κόσμο τι συμβαίνει, αυτό είναι ευθύνη των δημοσιογράφων, πρόκειται για μια άλλη γλώσσα. Για να τα αποτυπώσεις σε μια ταινία, χρειάζεσαι συναισθηματική απόσταση. Μια εταιρεία παραγωγής μού είπε: «Πολύ ωραία η ταινία σου, θα τη χρηματοδοτήσουμε αλλά με έναν όρο: Θα βάλεις στο τέλος 40 δεύτερα επανάσταση από την πλατεία Ταχρίρ». Αρνήθηκα γιατί προφανώς δεν είχαν καταλάβει τίποτα από αυτό που είχαν δει.

Η Λέιλα, η πρωταγωνίστριά σου, που ήταν και η κοπέλα σου την περίοδο των γυρισμάτων, λέει στον αγαπημένο της: «Θέλω να ταξιδέψω μαζί σου για να σε φιλήσω μια φορά δημόσια». Πώς πλάθει το είναι ενός ανθρώπου η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και η καταστολή της έκφρασης συναισθημάτων σε δημόσιους χώρους -κάτι που συναντάει κανείς σε αραβικές χώρες;

Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου ο πρωταγωνιστής, ο Χαλίντ, συναντάει τη Λέιλα μπροστά από το αυτοκίνητό της για να της επιστρέψει μερικά βιβλία. Όταν βλέπω αυτή τη σκηνή, νιώθω το πόσο πολύ θέλουν να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλον αλλά δεν μπορούν γιατί βρίσκονται σε δημόσιο χώρο και αυτό τους φρενάρει. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να είναι μαζί. Όταν με ρωτάνε γιατί ο Χαλίντ και η Λέιλα χώρισαν, απαντάω ότι ο έρωτας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει υπό αυτές τις συνθήκες. Πριν την επανάσταση, η ατμόσφαιρα ήταν ασφυκτική για τον έρωτα. Μετά την επανάσταση, θα έλεγα ότι οι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί, αν και δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος μιας ολόκληρης κοινωνίας.  

Η παρέα της ταινίας -που είναι κι αυτοί οι κολλητοί σου στην αληθινή ζωή- ενώ πίνει μπύρες έρχεται σε σύγκρουση ως προς το «μένω ή φεύγω» από πόλεις όπου η ελπίδα υποφέρει: Κάιρο, Βαγδάτη, Βηρυτός. Μένω και αγωνίζομαι ή φεύγω για κάτι καλύτερο; Αυτή είναι μια οικεία εμπειρία και σύγκρουση και για εμάς εδώ στην Ελλάδα. Έφυγαν πολλοί νέοι από την Αίγυπτο μετά το 2011;

Ναι, έφυγαν πολλοί. Προσωπικά, δεν τους κατηγορώ. Οι άνθρωποι καλό είναι να μένουν πιστοί σε ό,τι νιώθουν. Και αν νιώθουν ότι δεν μπορούν να δώσουν άλλο ή ότι δεν έχουν τίποτα να πάρουν, ας αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή αλλού. Αρκεί να μην ξεχνάμε την ευθύνη που έχουμε, την ευθύνη να διεκδικούμε μια καλύτερη ζωή.  

«Τα ραδιοφωνικά αποσπάσματα είναι πραγματικά αλλά τα ξαναηχογραφήσαμε λίγο αλλαγμένα για έναν πολύ περίεργο λόγο»

Στην ταινία ακούμε διάσπαρτα ραδιοφωνικά αποσπάσματα στα οποία εναλλάσσονται «ειδήσεις»-εγκώμια για τον επί 30 χρόνια πρόεδρο Μουμπάρακ και επευφημίες για την Εθνική Αιγύπτου. Το καθεστώς του Μουμπάρακ καλούσε τον κόσμο να πάει στα γήπεδα και το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε, όπως και σε άλλα αυταρχικά καθεστώτα, για να εκτονώνεται ο λαός και να αποπροσανατολίζεται;

Σίγουρα. Το ποδόσφαιρο είναι ένα πολιτικό εργαλείο για πλύση εγκεφάλου. Εγώ επέλεξα αυτά τα αποσπάσματα για να θέσω υπό αμφισβήτηση όλη αυτή την εθνική υπερηφάνεια και το τι σημαίνει τελικά να ανήκεις σε ένα έθνος, τι νοείται ως εθνική νίκη και τι ως μια συλλογική λαμπρή στιγμή για να γιορτάσουμε.

Όλα τα ραδιοφωνικά κομμάτια είναι πραγματικά, αλλά τα ξαναηχογραφήσαμε λίγο αλλαγμένα για έναν πολύ περίεργο λόγο: Η προπαγάνδα υπέρ του Μουμπάρακ ήταν τόσο παράλογη που κανένας άνθρωπος που δεν είναι από την Αίγυπτο δε θα πίστευε ότι είναι αληθινή. Τα αληθινά ήταν σαν ψεύτικα λόγω του παραλογισμού της προπαγάνδας και τα κάναμε λίγο πιο ήπια ώστε να είναι πιο πιστευτά.

Μιας και συναντιόμαστε στην Αθήνα, έχεις δει ελληνικό κινηματογράφο;

Μ’ αρέσει πολύ ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και η κινηματογραφική γλώσσα που χρησιμοποιεί. Τον ανακάλυψα όταν ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο γιατί ήταν στην ύλη μας και μετά τον έψαξα και μόνος μου. Έχω δει κι άλλα, αλλά ας μη χαλάσουμε τις καρδιές μας τώρα (γέλια).

Στην Αίγυπτο σήμερα, τι παίζουν τα σινεμά;

Πολύ mainstream, εμπορικές ταινίες, δημιουργήματα μιας βιομηχανίας που θέλει μόνο να προσφέρει διασκέδαση. Για μένα η σωστή λέξη για τον κινηματογράφο δεν είναι «διασκέδαση», αλλά «ευαισθητοποίηση».

Σαν τηλεοπτικές ταινίες, δηλαδή; Η Αίγυπτος φημίζεται και για τη μεγάλη της παραγωγή αλλά και εξαγωγή σαπουνόπερων, και για αυτό όλοι οι Άραβες καταλαβαίνουν την αιγυπτιακή διάλεκτο, έτσι δεν είναι;  

Ναι, έτσι ακριβώς είναι και σε αυτό το μοτίβο είναι και οι περισσότερες ταινίες.

Πριν να σε αποχαιρετήσω Ταμέρ, να σε ρωτήσω αν ετοιμάζεις κάποια καινούρια ταινία;

Ξεκινάω τώρα την επόμενη. Ελπίζω να μην μου πάρει άλλα δέκα χρόνια (γέλια).

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας εδώ