Εκτενή αναφορά στην ανελευθερία του Τύπου στη χώρα αλλά και την απόκρυψη της αλήθειας από την κυβέρνηση έκανε ο Θανάσης Κουκάκης, κατά την κατάθεσή του στην Επιτροπή PEGA του Ευρωκοινοβουλίου για τις παρακολουθήσεις. Θύμισε πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντέδρασε στέλνοντας το 2020 επιστολές διαμαρτυρίας στους Financial Times, που είχαν προχωρήσει σε δημοσίευση αποκαλυπτικών ρεπορτάζ για την Ελλάδα, Υπογράμμισε, δε, πως αν και δημοσιογράφοι μεμονωμένα και δημοσιογραφικές ενώσεις στην Ελλάδα αναπαρήγαγαν και στήριξαν τις αποκαλύψεις για τις υποκλοπές, τα συστημικά μίντια δεν είχαν το θέμα ούτε στα ψιλά γράμματα. Η κυβέρνηση, όπως πρόσθεσε, εξακολουθεί να μη μιλά για την ύπαρξη του Predator. Ο Θ. Κουκάκης τόνισε την ανάγκη ενημέρωσης για το ποιες εταιρείες και σε ποιους πουλούσαν τα συστήματα παρακολούθησης

«Το καλοκαίρι του 2020 η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να με θέσει υπό παρακολούθηση με συμβατική τεχνολογία, την 1η Ιουνίου» θύμισε ο δημοσιογράφος, για να τονίσει πως όπως διαπιστώθηκε δεν ήταν η μοναδική περίπτωση. «Τώρα που οι έρευνες είναι σε εξέλιξη, θα βρεθούν και άλλες» πρόσθεσε, μάλιστα.

Ο Θ. Κουκάκης αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στις διασυνδέσεις της κυβέρνησης και συγκεκριμένα του πρώην γγ του πρωθυπουργικού γραφείου (και ανιψιού του Κ. Μητσοτάκη) και τις επιχειρηματικές συναλλαγές με εταιρείες που εμπλέκονται στις προμήθειες συστημάτων παρακολούθησης και της Intellexa.«Υπάρχουν πρόσωπα που εμπλέκονται με την εταιρεία INTELLEXA και με τις αγορές υλικού παρακολούθησης. Περιμένουμε την εισαγγελική έρευνα να ακολουθήσει τη δημοσιογραφική έρευνα και να τη λάβει υπ’όψη. Ο πρώην εκπρόσωπος της INTELLEXA στην Ελλάδα που είχε απασχολήσει και στο παρελθόν τη δικαιοσύνη, έστησε την υποδομή λειτουργίας στην Ελλάδα μέσω μιας εταιρείας της Κύπρου. Το να λέει η κυβέρνηση πως δεν έχει αγοράσει το σύστημα, είναι αστείο. Το Λιμενικό έχει επτά σκάφη που δεν αγοράστηκαν από το ελληνικό δημόσιο, αλλά από την ελληνική ένωση εφοπλιστών. Το ελληνικό δημόσιο δεν εμφανίζεται σαν αγοραστής. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και με το Predator».

Alexandros Michailidis / SOOC

Υπενθυμίζεται ότι στο ρεπορτάζ με τίτλο «Μεσοτοιχία το Μαξίμου με το Predator», το οποίο αποτελεί συνέχεια της έρευνας που έφερε στο φως της δημοσιότητας τις επιχειρηματικές συναλλαγές μεταξύ του κ. Δημητριάδη, ενώ ήταν στέλεχος στο Μαξίμου, με πρόσωπα και εταιρείες που συνδέονται έμμεσα με την υπόθεση των υποκλοπών, αποκαλύπτεται ο ρόλος-«κλειδί» του επιχειρηματία Φέλιξ Μπίτζιου.

Ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας διετέλεσε αναπληρωτής διαχειριστής της Intellexa (της εταιρείας που εμπορεύεται το Predator) από τις 31 Μαρτίου 2020 έως τις 23 Ιουνίου 2021, ενώ ήταν παράλληλα εκπρόσωπος του υποκαταστήματος της Feroveno στην Ελλάδα, εταιρείας που επίσης ανήκει στο πλέγμα εταιρειών της Intellexa, ως τον Νοέμβριο του 2021. Επίσης, διετέλεσε σύμβουλος της Krikel το 2018, όπως αποκάλυψε το inside story, εταιρείας που σύμφωνα με το πόρισμα της Εθνικής Αρχικής Διαφάνειας (ΕΑΔ) συνήψε έξι απόρρητες συμβάσεις με το Δημόσιο την περίοδο 2018-2020.

Τα ευρήματα του ρεπορτάζ φέρνουν τον κ. Μπίτζιο με τον κ. Δημητριάδη πιο κοντά:

1. Ο Κωνσταντίνος Μπαζιώτης, άνθρωπος που πούλησε την Canalis στον κ. Δημητριάδη, εργαζόταν επί σειρά ετών σε δύο εταιρείες (Partagas & Όμιλο Libra) που σχετίζονταν άμεσα με τον Φέλιξ Μπίτζιο.
2. H Canalis που αγόρασε ο κ. Δημητριάδης είχε κοινή διεύθυνση και έδρα με την εταιρεία Ventus, όταν εκείνη ανήκε στον Παναγιώτη Μπίτζιο, αδερφό του Φέλιξ. Αυτή η διεύθυνση τυχαίνει να είναι και η διεύθυνση κατοικίας του Παναγιώτη Μπίτζιου. Επιπλέον, οι δύο εταιρείες ιδρύθηκαν με επτά μέρες διαφορά.
3. H Canalis, την εποχή που ανήκε στον κ. Δημητριάδη, έκανε στον ΔΕΔΔΗΕ αίτηση για φωτοβολταϊκό της την ίδια μέρα με τη Ventus που ανήκε στον Παναγιώτη Μπίτζιο.
4. Η εταιρεία Ventus συνδέεται μέσω ενός μνημονίου συνεργασίας με την κυπριακή εταιρεία Layth Capital Ventures Limited, στην οποία, σύμφωνα με το Τμήμα Εφόρου της Κύπρου, ο Φέλιξ Μπίτζιος ήταν και είναι διευθυντής.

Ο δημοσιογράφος Κουκάκης έκανε λόγο για ένα σαθρό θεσμικό σύστημα, κι όσο ένα σύστημα είναι σαθρό, μιλάμε για απολυταρχικά καθεστώτα. Χαρακτηριστικά, ανέφερε πως όταν βρέθηκε ανάλογο περιστατικό παρακολούθησης του πρωθυπουργού στην Ισπανία, ήρθε αμέσως παραίτηση του υπευθύνου της ΕΥΠ, ενώ στην Ελλάδα πέρασαν 7 μήνες από την πρώτη αποκάλυψη παρακολούθησης μέχρι να παραιτηθεί τελικώς ο Γρ. Δημητριάδης, μια μέρα μετά την αποκάλυψη για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.

Μάλιστα, σχετικά με το υλικό της παρακολούθησής του, το οποίο η ΕΥΠ οφείλει να διαφυλάσσει για δύο χρόνια, με νόημα ενημέρωσε πως από την κυβέρνηση είπαν πως υπήρξε τεχνικό πρόβλημα στην αποθήκευση και δεν υφίσταται πια το υλικό. «Το ίδιο είπαν και στον κ. Ανδρουλάκη και σε μένα» σημείωσε.

Κατάχρηση της αιτιολογίας της Εθνικής Ασφάλειας

Παίρνοντας τον λόγο ο δημοσιογράφος Σταύρος Μαλιχούδης, σημείωσε πως ενώ ο νόμιμος ρόλος της ΕΥΠ είναι να αντιμετωπίζει κινδύνους για την εθνική ασφάλεια και να συμμετέχει στην πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, στην περίπτωσή του το ενδιαφέρον των μυστικών υπηρεσιών «είναι καθαρά δημοσιογραφικό» για το ρεπορτάζ, τις πληροφορίες, τις πηγές, τις δημοσιεύσεις, τα ΜΜΕ όπου αυτές θα γίνουν. «Μάλιστα, ζητούσαν πληροφορίες για 12χρονο από τη Συρία, με τις υπηρεσίες στην Αθήνα να ζητούν στοιχεία από αυτές στην Κω, καθώς και για εργαζόμενο του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μέσα από εμένα ζητάει και θέτει υπό παρακολούθηση εργαζόμενο του ΟΗΕ, δηλαδή του επίσημου εταίρου της κυβέρνησης στο προσφυγικό», όπως τόνισε.

Ο Στ. Μαλιχούδης στη συνέχεια «κάρφωσε» τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη, που απαντώντας σε δύο επιστολές του Γαλλικού Πρακτορείου διαψεύδει κατηγορηματικά ότι υπήρχε παρακολούθηση, όχι μόνο του Μαλιχούδη αλλά γενικά δημοσιογράφων, ενώ «αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν απαράδεκτο». Ο κ. Γεραπετρίτης υπογράφει και στέλνει αυτή την επιστολή ενώ ήδη έχει προηγηθεί η παρακολούθηση Κουκάκη, όπως υπογράμμισε.

«Η παρακολούθησή μου δεν αφορά αποκλειστικά εμένα, καθώς συμμετείχα εκτός των Reporters United και σε άλλες πανευρωπαϊκές ερευνητικές ομάδες. Ιδίως όμως με τους Reporters United, εκείνη την περίοδο δημιουργούσαμε δίκτυο δημοσιογράφων στην Ελλάδα. Μέσα από εμένα συγκέντρωναν πληροφορίες για δεκάδες συναδέλφους, κυριολεκτικά» είπε, ενώ όταν ζήτησε εξηγήσεις για τα αποτελέσματα της έρευνας, η Ανεξάρτητη Αρχή Διαφάνειας απάντησε «δεν μπορούμε να απαντήσουμε εγγράφως».

Σημαντικό στοιχείο που τονίστηκε στην Ευρωβουλή είναι ότι ουσιαστικά έγινε κατάχρηση της αιτιολογίας της εθνικής ασφάλειας. Ως εκ τούτου, παρακολουθούνταν και όσοι συνομιλούσαν με τους κ.κ. Κουκάκη, Μαλιχούδη, Ανδρουλάκη.