του Γραμματέα του ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη, Γιάνη Βαρουφάκη

Την Κυριακή θα συνεδριάσουν τα όργανα του ΜέΡΑ25 για να εκκινήσουμε, με πείσμα, και χαμόγελο, την πορεία προς την 25η Ιουνίου – προς το εφικτό, αν και καθόλου εύκολο, comeback του κόμματός μας. Με συναίσθηση της συγκυρίας, αποδεχόμαστε πως μόνο οι ψηφοφόροι γνωρίζουν ποια φωνή δεν πρέπει να λείψει από την επόμενη Βουλή και, απλά, τους απευθύνουμε το απλό ερώτημα «Θέλεις τη φωνή του ΜέΡΑ25 στη Βουλή;», θυμίζοντάς τους πως «Αν ναι, στο χέρι σου είναι.»

Όσον αφορά τις διεργασίες στα όργανα του ΜέΡΑ25την ερχόμενη Κυριακή, είναι εύλογο ότι δεν σκοπεύουμε να αναλωθούμε σε μια ανατομία της ήττας της 21ης Μάη εν μέσω σκληρού πολέμου που βρίσκεται σε εξέλιξη και που είμαστε αποφασισμένοι να κερδίσουμε – αυτή θα είναι μια συζήτηση που δεσμευόμαστε να κάνουμε το πολύ εντός δύο βδομάδων μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου είτε, όπως πιστεύουμε, το ΜέΡΑ25 θα έχει επιστρέψει στη Βουλή ώστε να εκφράζει έναν ολόκληρο κόσμο που έχει ανάγκη αυτή την εκπροσώπηση, είτε όχι. Πριν όμως απ’ όλα αυτά, νιώθω την ανάγκη να μοιραστώ με το κοινό του TPP μερικές σκέψεις για την συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε.

Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορούμε να εξάγουμε, στην παρούσα φάση, είναι πως το μπλοκ του ΟΧΙ έχει πλέον εξαϋλωθεί πλήρως. Η εξαΰλωσή του ξεκίνησε βέβαια την επομένη του Δημοψηφίσματος, όταν ο κ. Τσίπρας μαζί με τους/τις κκ. Μεϊμαράκη, Κουτσούμπα, Γεννηματά, Καμμένο και Θεοδωράκη προσήλθαν στο Προεδρικό Μέγαρο για να ανατρέψουν το ΟΧΙ και να αναστήσουν την εξουσία της (μιντιακής, εργολαβικής, εφοπλιστικής και τραπεζικής) ολιγαρχίας. Όμως, ακόμα και τον Ιούλιο του 2019, ένα μικρό μέρος του μπλοκ του ΟΧΙ διατηρούσε τη συνεκτικότητά του, με αποτέλεσμα να υπερψηφιστεί το ΜέΡΑ25 τόσο από αριστερούς όσο και από συντηρητικότερους ψηφοφόρους που δεν αποδέχονταν το καθεστώς της τρόικας, τον εξευτελισμό της Δημοκρατίας, την απώλεια κυριαρχίας πάνω στο κράτος, στη δημόσια περιουσία κλπ. Αυτή ήταν η εκλογική βάση που, σχεδόν ανέλπιστα, έβαλε το ΜέΡΑ25 στη Βουλή.

Όμως, σχεδόν αμέσως μετά την μετακόμιση του Κ. Μητσοτάκη στο Μαξίμου, άρχισε η εξαΰλωση ό,τι είχε απομείνει του μπλοκ του ΟΧΙ. Αυτό συνέβη ως απόρροια της επιτυχούς ανέλιξης του πελατειακού συστήματος της «Μητσοτάκης ΑΕ» σε συνδυασμό με τη διαδικασία μέσω της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ επιδείκνυε την πλήρη ένταξή του στο σύστημα όχι πλέον μόνο ως Κυβέρνηση με την πλάτη στον τοίχο αλλά και ως Αξιωματική Αντιπολίτευση που επέλεγε το σύστημα γυρίζοντας την πλάτη στους πολίτες και τα κινήματα (π.χ. στηρίζοντας την οικοπεδοποίηση του Ελληνικού από τον κ. Λάτση). Για να το πω απλά: Η ελπίδα της ρήξης, που είναι πάντα εύθραυστη και δεν διατηρείται στο ψυγείο, εξαερώθηκε.

Το χειρότερο ήταν πως, μπορεί το μπλοκ το ΟΧΙ να εξαϋλώθηκε, όμως ο θυμός που άφησε πίσω του δεν πέρασε, δεν αμβλύνθηκε, αλλά έγινε πρώτη ύλη και κινητήριος δύναμη εθνικισμού, ρατσισμού, αντικοινοβουλευτισμού, σκοταδισμού (ιδίως κατά την πανδημία), lifestyle επαναστατικότητας, κρυπτοφασισμού, κλπ. Με λίγα λόγια, επιβάλλοντας στον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει αντιλαϊκά πράγματα που ούτε η Νέα Δημοκρατία του Α. Σαμαρά δεν τόλμησε να κάνει και, κατόπιν, επιτρέποντας στην «Μητσοτάκης ΑΕ» να σταθεροποιήσει τα «αριστερά» μνημόνια χρηματοδοτώντας (με δανεικά βέβαια!) το νέο πελατειακό, «επιτελικό» κράτος της, η τρόικα κέρδισε το μεγάλο της στοίχημα: Κατάφερε να κάνει την Ελλάδα μια «κανονική» χώρα της Δύσης (όχι βέβαια υπό την έννοια της οικονομικής βιωσιμότητας) όπου οι μάζες υποφέρουν όλο και περισσότερο χωρίς όμως να απειλούν την ολιγαρχική εξουσία.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι λαϊκές μάζες, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, κουράστηκαν. Δεν θέλουν πια να ακούν για κρίση, για ρήξη, κακά μαντάτα εν γένει. Αυτό δεν σημαίνει ότι τρέφουν αυταπάτες. Το 70% με 80% γνωρίζουν ότι το εγγύς μέλλον θα είναι ζοφερό και το απώτερο μέλλον ζοφερότερο. Αλλά δεν πιστεύουν πως η πολιτική μπορεί να το βελτιώσει. Φοβούνται πως τα κόμματα θα κάνουν το ζοφερό μέλλον ακόμα χειρότερο. Για αυτό ψήφισαν υπέρ της σταθερότητας με γνώμονα την οικειότητα.

Προτίμησαν, με άλλα λόγια, την κωματώδη κατάσταση που τους υποσχέθηκαν τα τρία κοινωνικά συντηρητικά κόμματα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ) και απέρριψαν τον μεταλλαγμένο, συστημικό ΣΥΡΙΖΑ όχι επειδή ήταν ριζοσπαστικός αλλά επειδή (εγκλωβισμένος στην στρατηγική μιας απλής αναλογικής που δεν είχε σκοπό ποτέ να την τιμήσει με την απαραίτητη προγραμματική σύγκλιση) δεν τους προσέφερε οδικό χάρτη για σταθερή κυβέρνηση. Και βέβαια απέρριψαν τη ρήξη που πρέσβευε το ΜέΡΑ25. Όχι επειδή πίστεψαν το κυρίαρχο αφήγημα περί ανάπτυξης που έρχεται οσονούπω αλλά στο μοτίβο εκείνου που είχε γράψει κάποτε η Χάνα Αρέντ:

«Η απόδραση των μαζών από την πραγματικότητα αποτελεί ένα “κατηγορώ” εναντίον του κόσμου στον οποίο είναι υποχρεωμένοι να ζουν στον οποίο όμως δεν μπορούν να επιβιώσουν.»

Αν δούμε προσεκτικά, και υπό το πιο πάνω πρίσμα, ποια κόμματα ωφελήθηκαν στις κάλπες της 21η Μάη, θα διαπιστώσουμε ότι ήταν εκείνα που προσέφεραν στους πολίτες συνδυασμό δύο αισθήσεων: αίσθηση οικειότητας και αίσθηση σταθερότητας.

Προτίμησαν τις υποσχέσεις σταθερότητας του Κ. Μητσοτάκη, κι ας γνωρίζουν ότι πρόκειται για το είδος σταθερότητας που αντιστοιχεί σε κωματώδη κατάσταση. Πολλοί έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στη θαλπωρή της μνήμης του ΠΑΣΟΚικού πελατειακού κοινωνικού συμβολαίου. Άλλοι κατέφυγαν στη σίγουρη αγκαλιά του ΚΚΕ που, στο όνομα της επανάστασης, τους εξασφαλίζει περιβάλλον σταθερότητας όπου μπορούν να προσποιηθούν πως βρίσκονται ακόμα στη δεκαετία του ’50 ή του ’70. Όλος αυτός ο λαβωμένος κόσμος, που ψήφισε ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ είχε ένα κοινό: Δεν ήθελε να ακούσει για οποιαδήποτε νέα «ταραχή» – είτε αυτή ήταν η ρήξη που τους υποσχόταν το ΜέΡΑ25 είτε ήταν η απροσδιόριστη «προοδευτική» κυβέρνηση-χωρίς-πρόγραμμα που τους υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ.

Μαζί με την «ταραχή» και τα κακά μαντάτα, οι ψηφοφόροι απέρριψαν τις δύσκολες αναλύσεις. Δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτα που να εμπεριέχει το οποιοδήποτε «ναι μεν, αλλά» – π.χ. ναι στο ευρώ αλλά για να αναπνέουμε ανθρώπινα εντός του ευρώ απαιτείται το «Δήμητρα» που θα μειώσει, ο μη γένοιτο, και το κόστος μιας εξόδου από το ευρώ. Μπορεί να καταλάβαιναν ότι οι ολιγάρχες τους λεηλατούν, και να τους άρεσε να ακούν το ΜέΡΑ25 να τους κατονομάζει στη Βουλή, όμως λάμβαναν ως δεδομένη την εξουσία των ολιγαρχών πάνω τους και δεν ήθελαν να συνταχθούν οι ίδιοι, ως πολίτες, σε οποιοδήποτε πόλεμο κήρυττε το ΜέΡΑ25 (ή οποιοσδήποτε άλλος) με τους ισχυρούς της χώρας δεδομένου ότι προεξοφλούσαν τη νίκη των τελευταίων.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που εγκυμονούν χειρότερες μέρες, το ΜέΡΑ25 μόνο ένα καθήκον έχουμε αντιμέτωποι με τις κάλπες της 25ης Ιουνίου: Ταπεινά, σεμνά και με πλήρη συναίσθηση ότι οι ψηφοφόροι απέρριψαν το Πρόγραμμά μας και το κάλεσμά μας για ρήξη, να συνεχίσουμε να λέμε αυτό που πιστεύουμε και να πιστεύουμε εκείνο που λέμε. Για τους ανθρώπους. Χωρίς ποτέ να μετράμε τα λόγια μας ανάλογα με το αν μας αποφέρουν αξιώματα. Σε αυτό το μοτίβο, σε αυτές τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, κοιτάζουμε στα μάτια τους πολίτες και τους λέμε: «Μόνο εσύ ξέρεις αν θέλεις η φωνή του ΜέΡΑ25 να είναι στη Βουλή. Στο χέρι σου είναι.»