του Κώστα Εφήμερου
Όσοι βρέθηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου αναγκάστηκαν να ζήσουν ξανά την αντιμετώπιση ενός καθεστώτος που συνεχίζει να δείχνει αλλεργία στις διεκδικήσεις των πολιτών, μπλοκάρει την απόδοση του Δικαίου και ζει για την στιγμή που θα καταφέρει να εξισώσει το θύμα με τον θύτη.
Μια τέτοια εξίσωση (αλλιώς κακοδικία) υποχρεώθηκε να βιώσει ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών, Γιώργος Ζουπάνος, ο οποίος συμμετείχε στους αγώνες κατά της καταπάτησης των παραλιών του Ελληνικού από νυκτερινά κέντρα.
Στις 25 Μαΐου 2008, πλήθος πολιτών κατέβηκαν στην παραλία η οποία για πάνω από ένα χρόνο είχε γίνει απαγορευμένη περιοχή για τους πολίτες του δήμου, σιδερόφραχτη. Στόχος τους ήταν ο καθαρισμός της παραλίας ενόψει του καλοκαιριού. Στη συνέχεια οι πολίτες ακολούθησαν την δημοτική αρχή που πήγε να σφραγίσει για μια ακόμη φορά διπλανό νυκτερινό κέντρο που συνέχιζε να λειτουργεί παρά τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Ακολούθησε σκηνικό έντασης με τους υπαλλήλους του καταστήματος που είχε ως αποτέλεσμα ο καθηγητής Ζουπάνος να βρεθεί στο έδαφος, χτυπημένος στο κεφάλι και το σώμα. Μετά την καταγγελία του συμβάντος ξεκίνησε η διαδικασία της μετατροπής του θύματος σε θύτη, αφού ακολουθήθηκε η συνηθισμένη πρακτική της αντι-μήνυσης από τον υπάλληλο του κέντρου που υπεδείχθη ως αίτιος. Τελικά επτά χρόνια μετά, στις 28 Σεπτεμβρίου 2015, μετά δηλαδή από αλλεπάλληλες αναβολές, βρέθηκε ένα Μονομελές Πρωτοδικείο να του επιβάλει την ίδια ποινή με εκείνη που επέβαλε στον θύτη.
Όσα προηγήθηκαν της εκδίκασης, όπως οι συνεχείς απώλειες των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η πλευρά Ζουπάνου ήταν ενδεικτικές για την εξέλιξη της υπόθεσης. Αλλά ήταν η ίδια η διαδικασία που κατέστησε ορατό το απεχθές πρόσωπο μιας Δικαιοσύνης που χάνει συνεχώς την ψυχραιμία της, απαγορεύει ερωτήσεις προς τους μάρτυρες αγνοώντας επιδεικτικά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους και δεν αποδέχεται το αποδεικτικό υλικό.
Οι σωματικές βλάβες που υπέστη ο 58χρονος τότε καθηγητής του ΕΜΠ όπως και το πολεμικό κλίμα που επικράτησε στην κινητοποίηση κατεγράφησαν αναλυτικά σε δημοσιεύματα του Τύπου και μεταδόθηκαν από το κεντρικό δελτίο της ΕΡΤ και την εκπομπή «Αλ Τσαντήρι Νιουζ» του Λάκη Λαζόπουλου. Παρά το ογκώδες οπτικό υλικό (βίντεο και φωτογραφίες), η αστυνομία δεν κατάφερε να βρει κανέναν από τους υπαίτιους.
Η εκδίκαση αναβλήθηκε αμέτρητες φορές. Στο διάστημα αυτό διαπιστώθηκε τρεις φορές η απώλεια του φακέλου με τα στοιχεία Ζουπάνου ο οποίος έλειπε και από την διαδικασία της 28ης Σεπτεμβρίου. Τα βίντεο που έδειχναν τον καθηγητή να προπηλακίζεται επανακατατέθηκαν, όπως και οι φωτογραφίες και τα ιατρικά πιστοποιητικά, αλλά ο πρόεδρος του δικαστηρίου δεν τα έκανε δεκτά. Ο ίδιος πρόεδρος έδειξε αλλεργία σε κάθε αναφορά για το παράνομο καθεστώς της παραλίας και απαγόρευσε σειρά ερωτήσεων που θέλησε να υποβάλει η συνήγορος του Γ.Ζουπάνου, Γιάννα Κούρτοβικ. Έδιωχνε και στη συνέχεια αναγκαζόταν να ξανακαλεί μάρτυρες όταν αναγκαζόταν να παραδεχθεί αντιφάσεις και κενά. Προσπάθησε να περιορίσει το πλήθος των μαρτύρων υπεράσπισης του καθηγητή ενώ εξώθησε δύο φορές την Γ.Κούρτοβικ στα όρια της παραίτησης. Χτυπούσε τα χέρια στην έδρα σαν να άκουγε πράγματα που δεν του άρεσαν, όπως τον λόγο για τον οποίο είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες πολίτες στην παραλία. Προσέβαλε μάρτυρες όπως τον τέως δήμαρχο Ελληνικού-Αργυρούπολης Χρήστο Κορτζίδη και έδειξε δυσφορία στο άκουσμα στελεχών της Αριστεράς που ήταν παρόντες στο συμβάν (Θ.Δρίτσας, Γ.Μπανιάς). Δεν αντέδρασε σε προφανείς ψευδομαρτυρίες και αλλαγές στην αφήγηση των μαρτύρων κατηγορίας του Γ.Ζουπάνου όπως για τον τρόπο που ένας 58χρονος καθηγητής με λευκότατο ποινικό μητρώο κατάφερε να διασπάσει τον διπλό κλοιό της Αστυνομίας και των ανθρώπων του νυκτερινού κέντρου χωρίς αυτό να έχει καταγραφεί στο οπτικό υλικό που οι ίδιοι προσκόμισαν.
Ερωτηματικά προκαλεί και η αυτοπεποίθηση με την οποία προσήλθε ο άνθρωπος του κέντρου μετά από συνεχείς αναβολές που δεν είχε καν νομικό για να συνηγορήσει υπέρ του, ούτε παρουσίασε ιατρικά πιστοποιητικά για τον υποτιθέμενο τραυματισμό του.
Κανένα πρόβλημα όμως. Την εξίσωση του θύματος με τον θύτη την επέβαλε ο πρόεδρος του δικαστηρίου αφού προηγουμένως η Εισαγγελέας είχε προτείνει για μεν τον Γ.Ζουπάνο απαλλαγή από την κατηγορία για δε τον αντίδικο, μετατροπή της κατηγορίας σε πταίσμα, που οδηγούσε σε παραγραφή λόγω της παρέλευσης οκτώ ετών, χωρίς να αμφισβητείται το γεγονός. Ο πρόεδρος, μετά από την πολύωρη διαδικασία που διεκόπη δύο φορές λόγω της έντασης που ο ίδιος προκαλούσε με τις παρεβάσεις του, επέβαλε και στους δύο την ίδια ποινή φυλάκισης 4 μηνών με αναστολή.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι τα τεκμήρια και οι μαρτυρίες που παρουσιάστηκαν από τους δυο αντιδίκους είχαν διαφορετικό βάρος και αξιοπιστία. Η πλευρά του κ. Ζουπάνου στήριξε τους ισχυρισμούς της σε ιατρικές γνωματεύσεις και σε μαρτυρίες πολιτών, εκπροσώπων των τότε Δημοτικών αρχών και μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η πλευρά του αντιδίκου στηρίχθηκε μόνο σε καταθέσεις μαρτύρων που «τύχαινε» να συνδέονται με επαγγελματικό / οικονομικό συμφέρον με τα νυχτερινά κέντρα και που υπέπεσαν σε αοριστίες και αντιφάσεις σε βαθμό που επισημάνθηκε ρητά από την κ. Εισαγγελέα κατά τη διάρκεια της δίκης. Το δικαστήριο, το οποίο έπρεπε να συνεκτιμήσει την αξιοπιστία των αντιδίκων και των μαρτύρων τους, αρνήθηκε να λάβει υπόψη του στοιχεία που πιστοποιούσαν τον χαρακτήρα του κ. Ζουπάνου που περιελάμβαναν επιστολές ακόμα και από επιστήμονες βραβευμένους με Νόμπελ. Επιπλέον, αξιόπιστοι μάρτυρες βεβαίωναν πως ο κ. Ζουπάνος συμμετείχε ήσυχα και ειρηνικά στην κινητοποίηση, ενώ οι μάρτυρες του αντίδικου υποστήριζαν πως ο πενηνταοκτάχρονος καθηγητής κατάφερε να διασπάσει βίαια (μόνος του) ένα παρατεταγμένο κλοιό ΜΑΤ και μια «αλυσίδα» που είχαν σχηματίσει νεαροί οργανωμένοι υπερασπιστές του καταπατημένου χώρου, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και επαγγελματίες της ιδιωτικής ασφάλειας. Τέλος, ο κ. Ζουπάνος έχει «κατάλευκο παρελθόν» χωρίς προηγούμενες «δοσοληψίες» με τη δικαιοσύνη, ενώ ο αντίδικος έχει καταδικαστεί τελεσίδικα τουλάχιστον δύο φορές το προηγούμενο έτος.
Όσοι παρακολούθησαν από κοντά την εκδίκαση της υπόθεσης έφυγαν με το βαρύ αίσθημα της απογοήτευσης για τον τρόπο που λειτουργεί η Δικαιοσύνη. Αίσθημα που γιγαντώνεται τα τελευταία χρόνια και αν δεν ανακοπεί γρήγορα μπορεί να φέρει τρομακτικές εξελίξεις. Γιατί που θα «ακουμπήσει» η κοινωνία αν δεν νιώθει ασφαλής ακόμα και στα πρωτοβάθμια τμήματα ενός συστήματος δικαιοσύνης; Και ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες;