Αν και οι απειλές του Ντόναλντ Τραμπ κατά του Ιράν ξεκίνησαν λίγες μέρες μετά την   ορκωμοσία του, η κλιμάκωση ήρθε την τελευταία διετία, μετά τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ του Τραμπ από το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (ΚΟΣΔ), τη διεθνή συμφωνία για το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας της Ισλαμικής Δημοκρατίας, που είχε διαπραγματευθεί η κυβέρνηση Ομπάμα το 2015 και που, η επιστροφή σε αυτήν, αποτελεί, όπως δείχνουν όλα, και σχέδιο του [και αντιπροέδρου του Ομπάμα] Τζο Μπάιντεν. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Μπάιντεν δεν έχει καμμία ενημέρωση και κανέναν λόγο όσο ο Τραμπ αρνείται να αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών, αφού δεν αντιμετωπίζεται από την κυβέρνηση ως ο επόμενος πρόεδρος.

«Ποιός θα με αντικαταστήσει; Ένας αληθινός yesman. Και τότε, ο Θεός βοηθός» Μαρκ Έσπερ, τέως Υπ. Αμύνης των ΗΠΑ

Η δήλωση του Έσπερ, που ακολούθησε την απόμακρυνσή του από τον υπουργικό θώκο, μέσω τουίτερ, ήταν ένα ακόμη ανησυχητικό σημάδι, που έδειχνε Ιράν – ο Έσπερ είχε βαφτιστεί Γιεςπερ (yEsper) στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον, ακριβώς γιατί πολύ σπάνια διαφωνούσε με τον Τραμπ. Αν και είχε γίνει γνωστή η διαφωνία του με τη χρήση του στρατού στο εσωτερικό της χώρας και κατά διαδηλωτών, γενικά υπήρξε πιστός και υπάκουος στον πρόεδρό του. Λόγω ακτιβώς αυτής της διαφωνίας, σε πολλά δημοσιεύματα αναφερόταν ότι η απομάκρυνσή του ίσως να είχε να κάνει και πάλι με εσωτερικά θέματα. Σήμερα, πια, ξέρουμε, ότι ο λόγος είναι η περαιτέρω κλιμάκωση κατά του Ιράν που επιδιώκει ο Τραμπ, προσδεμένος στο άρμα του Νετανιάχου και των φανατικών ευαγγελιστών οπαδών του, που στηρίζουν απολύτως κάθε ακραία πολιτική του Ισραήλ. Και, επίσης ξέρουμε ότι μέχρι το τέλος της θητείας του δε θα σταματήσει να επιδιώκει αυτή την κλιμάκωση.

Η εμμονή του Τραμπ με το Ιράν έγινε φανερή παγκόσμια με τη βάρβαρη δολοφονία του στρατηγού Κασέμ Σολεϊμανί, τον πέρασμένο Ιανουάριο. Από τότε ακολούθησαν δολιοφθορές στο Ιρανικό έδαφος και τρία ακόμη κύματα δολοφονικών κυρώσεων, εν μέσω πανδημίας, όλα στο πλαίσιο της στρατηγικής Τραμπ / Νετανιάχου κατά του Ιράν που οι αναλυτές ονομάζουν «μέγιστης πίεσης». 

Εν όψει της αποχώρησης του από το Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 2021 – ότι κι αν υποστηρίζει δημοσίως –  μέσα στο τελευταίο αυτό δίμηνο, ο Ντόναλντ Τραμπ επιδίδεται σε μια κούρσα επιβολής ακόμη πιο καταστροφικών, παράνομων βάσει του διεθνούς δικαίου, και φονικών κινήσεων κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας.  

Οι κυρώσεις, οι δολοφονίες, οι δολιοφθορές, η άρνηση να «περάσει» ιατροφαρμακευτική βοήθεια σε μια χώρα που στενάζει κάτω από το υπό κυρώσεις βάρος της πανδημίας και μετρά περίπου πεντακόσιους νεκρούς την ημέρα (800.000 κρούσματα, 41.000 νεκροί μέχρι σήμερα), οι επιθέσεις κατά των συμμάχων του Ιράν στην περιοχή, δεν έχουν καταφέρει να οδηγήσουν το Ιράν εκεί που ήθελε η κυβέρνηση Τραμπ και το Ισραήλ του Μπίμπι Νετανιάχου. Αντιθέτως, όπως παραδέχθηκαν πρόσφατα και οι Νιού Γιόρκ Τάιμς, η πολιτική της «μέγιστης πίεσης» μόνον στην ενίσχυση των πιο σκληροπυρηνικών στοιχείων εντός του Ιράν οδήγησαν. «Πολύ σπάνια βλέπουμε μια κίνηση της εξωτερικής πολιτικής [των ΗΠΑ] να έχει αποτύχει τόσο παταγωδώς», έγραφε η Ουάσιγκτον Ποστ, αναφερόμενη και στη δυσαρέσκεια των ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ, που λόγω των κυρώσεων και της ανικανότητας τους να αρθρώσουν ίδιο λόγο, βλέπουν μόνο να χάνουν – κυρίως οικονομικά – από την αμερικάνικη πολιτική.  Και, τα βέλη έρχονται και εξ ιδίων, όχι μόνον από τους δημοκρατικούς. Η Κόρι Σάκι, που υπήρξε σύμβουλος επί θεμάτων εθνικής ασφάλειας του Τζώρτζ Μπους του νεωτέρου, ανέφερε στο δημόσιο ραδιόφωνο των ΗΠΑ (NPR), ότι «η επιτομή της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ ήταν αυτή της μέγιστης πίεσης, και δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα». 

Όσο για τις κατασχέσεις Ιρανικού πετρελαίου, όπως αυτό που είχε προορισμό τη Βενεζουέλα και μετά την κατάσχεση πουλήθηκε υπέρ των αμερικανών «θυμάτων της κρατικής τρομοκρατίας», δεν έχουν καταφέρει να πλήξουν όσο θα ήθελαν το Ιράν, καθώς κανείς δεν τολμά να αγγίξει τα φορτία που έχουν ως προορισμό την Κίνα, τα οποία έχουν πολλαπλασιαστεί από την έκρηξη της πανδημίας και μετά, στην προσπάθεια εύρεσης πόρων για την αντιμετώπιση της. Οι αμερικάνικες πηγές φτάνουν να κάνουν λόγο για δεκαπλάσιες εξαγωγές πετρελαίου προς την Κίνα από τον Απρίλιο και μετά, κάτι που μάλλον αποτελεί υπερβολή.  

Κι όμως, και πάλι σύμφωνα με τους σημερινούς Νιού Γιόρκ Τάιμς, ο Τραμπ «σχεδιάζει να επιβάλλει στο Ιράν νέες κυρώσεις κάθε εβδομάδα και καθ’ όλο το υπόλοιπο της θητείας του», ενώ «κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας συζητούσε με τους αξιωματούχους [του Πενταγώνου] πιθανό στρατιωτικό πλήγμα σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ιράν, που ναι μεν θα έπληττε τις επιχειρήσεις εμπλουτισμού εκεί αλλά θα κατέστρεφε και τις πιθανότητες της [ερχόμενης] προεδρίας Μπάντεν να ρίξει τους τόνους και να ξαναφέρει το Ιρανικό καθεστώς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

Στόχος του Τραμπ ήταν να πληγεί το εργοστάσιο εμπλουτισμού στη Νατάνζ, στο οποίο ήδη είχαν γίνει δολιοφθορές στα τέλη του Αυγούστου 2020. Ζήτησε από τους επικεφαλής του τομέα Εθνικής Ασφάλειας (πολλοί εκ των οποίων είναι φρεσκοδιορισμένοι) να του αναλύσουν όλες τις πιθανές δυνατότητες και αποτελέσματα ενός βομβαρδισμού. Εισέπραξε την απάντηση ότι πρέπει να προχωρήσει στο πλήγμα μόνον αν είναι έτοιμος για μια ευρύτατη πολεμική σύρραξη στην περιοχή, και μάλιστα ενώ συντόμως εγκαταλείπει την προεδρία. Και αποφάσισε να μην προχωρήσει. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας αντίστοιχες σκέψεις του Αμερικάνου Προέδρου. Και σύμφωνα με έγκριτους Αμερικανούς αναλυτές, όλες αυτές οι προσπάθειες και σκέψεις ξεκινούν από αιτήματα της κυβέρνησης Νετανιάχου. Επί διετία ο Τραμπ δέχεται συνεχώς πιέσεις και προτάσεις από το Ισραήλ, να προχωρήσει σε ανοικτή σύρραξη με το Ιράν. Σήμερα όλα φαίνεται να επιβεβαιώνουν τους αναλυτές που ήθελαν τις αλλαγές στο Πεντάγωνο να σχετίζονται με την περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης με το Ιράν.

Οι δύο μήνες προεδρίας που υπολείπονται στον Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να αποδειχθούν ο μεγαλύτερος εφιάλτης για τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία.