του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη
Με τον Νίκο Τριανταφυλλίδη μέναμε σε διπλανές πολυκατοικίες, στη Φωκίωνος Νέγρη. Τα τελευταία χρόνια είχαμε έρθει κάπως κοντά. Ήταν στο βάθος πολύ τρυφερός και γλυκός, αλλά το κάλυπτε για πολλά χρόνια επιμελέστατα, με ένα σύννεφο βαβούρας, χαβαλέ και τραλαλά, χαρακτήρα που είχε μεταδώσει απολύτως στο πραγματικό δημιούργημά του, που ήταν το Γκαγκάριν. Το Γκαγκάριν που λίγα χρόνια πριν, από ότι μου έλεγε ο ίδιος, το επενοικίασε σε κάποιον τότε «μεγαλοπαράγοντα» του Θεάτρου – από αυτούς που κυκλοφορούν με τα πούρα- και του το γύρισε πίσω γεμάτο χρέη σε φώτα, νερά, τηλέφωνα… Κάτι που τον είχε γονατίσει οικονομικά, όπως μου έλεγε ένα βράδυ στο Σελέκτ, στη Φωκίωνος.
Ένα πρώην σινεμά «δύο έργα δύο – σεξ καράτε – δροσιά ψύξις» στην οδό Λιοσίων, που το έκανε έναν από τους χώρους θεάματος με αυθεντική προσωπικότητα, στην Αθήνα, όπου βέβαια, ο χαβαλές πήγαινε σύννεφο, αλλά προσωπικότητα είχε. Δε μπορούσες να το αρνηθείς, ακόμη κι αν διαφωνούσες με αυτήν. Πιο παλιά γύριζε και ταινίες. Μάλιστα μου είχε πει, γιατί είχε και χιούμορ, πως μια φράση από κριτική μου για την πρώτη του ταινία την έβαλε στο εξώφυλλο του DVD: «Αυτή η ταινία δεν βλέπεται, ούτε δεμένος σε καρέκλα, με σπιρτόξυλα στα μάτια για να μένουν ανοικτά υποχρεωτικά».
Πιο παλιά ασχολήθηκε και με το ραδιόφωνο, προσπαθούσε γενικά να εκφραστεί και νομίζω πως ότι κι αν έκανε το έκανε με ένα τρόπο αρκετά ακραίο. Ίσα για να μη θυμίζει καθόλου, σε τίποτε, τον πατέρα του τον Χάρρυ Κλυν. Δε νομίζω ότι ο πατέρας του ευθυνόταν γι’ αυτό, αλλά δεν μπορείς να ξέρεις και πόσο βαριά μπορεί να είναι η σκιά ενός πατέρα ή μιας μητέρας στη ζωή ενός ανθρώπου. Νομίζω ότι ο Νίκος έφτασε στο σημείο να κάνει και πράγματα που με την αισθητική τους ακόμη και ο ίδιος διαφωνούσε. Τα τελευταία δύο τρία χρόνια μόνο νομίζω πως έκανε κάτι πραγματικά σοβαρό, που ήταν και πιο κοντά, φαντάζομαι, στην προσωπικότητά του. Μια τηλεοπτική σειρά για τις γειτονιές της Αθήνας, για την κρατική τηλεόραση.
Οι ταινίες του δε θα γράψουν ιστορία, αλλά ίσως τελικά το Γκαγκάριν, με το πνεύμα μιας εποχής, να διαφυλάξει το όνομά του στις καρδιές αυτών που με κάποιο τρόπο διασκέδασαν εκεί. Ακραίο και λίγο αυτοκαταστροφικό, όπως και ο ίδιος ο Νίκος. Που σπαταλήθηκε, που δεν επικεντρώθηκε, που του άξιζε κάτι καλύτερο και που του αξίζει μια θέση στη μνήμη και την καρδιά μας.
Καλό ταξίδι.