Ραδιοφωνική συνέντευξη στη Νάντια Ρούμπου και την Τζένη Τσιροπούλου
Έρευνα, επιμέλεια κειμένου: Τζένη Τσιροπούλου
Αν έχουν δίκιο όσοι επιστήμονες ασχολούνται με την ψυχική υγεία, τότε υπάρχουν πολύ σοβαρές πιθανότητες να παίρνετε αγχολυτικά ή αντικαταθλιπτικά εσείς ο ίδιος ή κάποια φίλη ή συγγενής σας. «Τα επίπεδα των συνταγών [των αντικαταθλιπτικών] έχουν εκτιναχθεί στα ύψη» έλεγε μόλις λίγα χρόνια πριν ο επικεφαλής του παραρτήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στην Ευρώπη. Το θετικό είναι ότι ξεπερνάμε ως κοινωνία το ταμπού του να χτυπήσουμε την πόρτα του ψυχολόγου ή του ψυχιάτρου και να μιλήσουμε. Και πράγματι, κάποιοι άνθρωποι χρειάζονται φάρμακα για κάποιο διάστημα ώστε να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημά τους. Από την άλλη, όμως, η υπερσυνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών εκ μέρους των ψυχιάτρων, ακόμα και σε μία περίπτωση άγχους ή «φυσιολογικής» στενοχώριας, δημιουργεί μία σωματική και ψυχολογική εξάρτηση από μία «σανίδα σωτηρίας» που μας ναρκώνει και μας συρρικνώνει ως υποκείμενα. Κι αν τελικά θέλουμε να καταπίνουμε τα ψυχοφάρμακα για να κρύψουμε τα συλλογικά προβλήματα της κοινωνίας, ποιος είναι ο ρόλος του ψυχιάτρου; Να γράψει μια συνταγή με κόκκινη γραμμή ή να αναδείξει τη ρίζα των προβλημάτων μας και τις αιτίες που τα παράγουν;
«Αντί να δίνουμε λύσεις, μας δίνουν χάπια να ξεχνιόμαστε»
Ο ψυχίατρος Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου* είναι πρώην διευθυντής του 9ου τμήματος του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών και σήμερα συμμετέχει ως αλληλέγγυος γιατρός στο Ιατρείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης στο Ίλιον και στο Ιατρείο Αλληλεγγύης Πατησίων-Αχαρνών.
Καλησπέρα κ. Μεγαλοοικονόμου. Σας συναντήσαμε στις 23 Ιανουαρίου στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο Βοτανικός Κήπος στην Πετρούπολη, όπου μιλήσατε για την κοινωνική καταπίεση, το άγχος και την κατάθλιψη στην εκδήλωση με τίτλο «Αθήνα, η πόλη του Ζάναξ». Είναι πράγματι η Αθήνα μια πόλη αγχωμένη και θλιμμένη που χαπακώνεται; Δώστε μας μία πρώτη εικόνα.
Θ.Μ.: Θα έλεγα ότι δεν είναι μόνο μία Αθήνα αγχωμένη αλλά είναι μία χώρα και μία Ευρώπη αγχωμένη εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και εξαιτίας του ότι δεν υπάρχει προοπτική έξω από αυτή την κρίση, οι ζωές των ανθρώπων χειροτερεύουν, στοιχειώδεις όροι της ζωή μας αποδομούνται, μαζική ανεργία, αβεβαιότητα στον χώρο της εργασίας, πλειστηριασμοί… Μια σειρά από πράγματα που δημιουργούν ένα διαρκές άγχος, ένα αίσθημα απελπισίας και αδιεξόδου.
Και χαπακωνόμαστε; Τι συμβαίνει;
Δε χαπακωνόμαστε μόνοι μας. Μας χαπακώνουν. Το σύστημα που φροντίζει την ψυχική μας οδύνη περνάει κι αυτό κρίση και έχει επιβληθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια διεθνώς η λεγόμενη βιολογική ψυχιατρική, η οποία βιολογικοποιεί τον ψυχικό πόνο, τον θεωρεί μια χημική ανισορροπία του εγκεφάλου η οποία διορθώνεται με μία χημική ουσία. Επομένως, αντί να πάμε στην πηγή των προβλημάτων και να δώσουμε λύσεις, εμείς δίνουμε χάπια.
Οι δυσχέρειες αποτυπώνονται και στον αριθμό των αυτοκτονιών είπατε στον Βοτανικό Κήπο.
Ναι, η Ελλάδα, από το 2010 και έπειτα, έχει μια αλματώδη αύξηση των αυτοκτονιών, αλλά έχει και τον υψηλότερο ρυθμό ανόδου των αυτοκτονιών στην Ευρώπη: από 391 το 2009 πήγαμε στις 533 το 2013 (σ.σ. Βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ) και φτάσαμε στις 613 το 2015 (σ.σ. Βάσει στοιχείων της ΕΛ.ΑΣ.). Αυτές είναι οι αυτοκτονίες που έχει καταγράψει η ΕΛΣΤΑΤ. Οι πραγματικές είναι πάρα πολύ περισσότερες γιατί συνήθως οι αυτοκτονίες δε δηλώνονται για κοινωνικούς, ψυχολογικούς ή και πολιτισμικούς λόγους. Επίσης, ακούμε ότι κάποιος έπεσε στη θάλασσα ή σε ένα γκρεμό -αυτά τα τροχαία που γίνονται, είναι πολύ πιθανόν σε ένα μεγάλο ποσοστό να είναι αυτοκτονίες.
Και ταυτόχρονα δεν λαμβάνουμε υπόψη τις απόπειρες.
Οι απόπειρες είναι πολύ περισσότερες από τις αυτοκτονίες και οφείλεται τελικά σε τυχαίους λόγους που κάποιος δεν κατάφερε να βάλει τέλος στη ζωή του. Αλλά πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη ότι αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να πεθάνουν.
Κάποια στιγμή εισήχθη στο καθημερινό μας λεξιλόγιο το «έχω πάθει κατάθλιψη» και σήμερα ακούμε πολύ το «έπαθα κρίση πανικού». Τι είναι πραγματικά η κατάθλιψη και τι είναι μία κρίση πανικού;
Η κρίση πανικού θεωρείται μία κατ’ εξοχήν αντίδραση, μία ψυχική διαταραχή των ανθρώπων σε περιόδους κρίσης, που αισθάνονται παγιδευμένοι σε συνθήκες με αδυναμία διεξόδου. Αισθάνομαι, δηλαδή, ξαφνικά ότι δεν μπορώ να ξεφύγω από κάτι στο οποίο έχω εγκλωβιστεί.
Το σώμα πώς βιώνει μια κρίση πανικού;
Υπάρχει ένα αίσθημα λιποθυμίας, απώλειας συνείδησης, εφίδρωση, νιώθουμε ότι τα χάνουμε, σαν να πεθαίνουμε. Αυτό κρατάει λίγα λεπτά, αλλά το βιώνουμε πολύ έντονα. Κανονικά, αυτό δε θα έπρεπε να το ξεχωρίζουμε από τη γενικότερη αγχώδη αντίδραση που έχουν οι άνθρωποι, απλώς έχει βολέψει να μπει ως ξεχωριστή διαγνωστική κατηγορία λόγω των συμφερόντων των φαρμακοβιομηχανιών που προωθούν συγκεκριμένα φάρμακα για συγκεκριμένες διαταραχές. Ανήκει στο φάσμα των αγχωδών διαταραχών, με μια ιδιαίτερη μορφή που παίρνουν αυτές σε συνθήκες σαν αυτές που βιώνουμε σήμερα.
Steve Cutts Happiness
«Ψυχιατρικοποιούμε αυτό που άλλοτε θα λύναμε με τη συμβίωση στην κοινότητα»
Όλα αυτά τα βίωναν οι άνθρωποι και παλαιότερα αλλά δεν είχαν ιατρικοποιηθεί ακόμα;
Ναι, δε νομίζω ότι είναι σημερινό φαινόμενο αυτό. Ούτε αυτό που ονομάζουμε «κατάθλιψη». Τι είναι η κατάθλιψη; Μία απελπισία, μία κοινωνική δυσφορία. Δεν μπορούμε να τη βάζουμε συνέχεια ως διαγνωστική κατηγορία. Είναι και μια -εντός εισαγωγικών- φυσιολογική αντίδραση απέναντι σε εξαιρετικά στρεσογόνες συνθήκες. Δε μιλάμε για έναν άρρωστο οργανισμό, αλλά για έναν άνθρωπο που δεν αντέχει αυτές τις συνθήκες και θα ήθελε ενός άλλου τύπου αντιμετώπιση και όχι φαρμακολογική. Εδώ και μερικές δεκαετίες, όμως, όλα αυτά έχουν γίνει διαγνωστικές κατηγορίες και υποτίθεται ότι για καθετί υπάρχει το κατάλληλο φάρμακο για να γίνει κάποιος καλά. Αντί να δώσουμε απάντηση στις αιτίες, λέμε «Πάρε το φάρμακό σου και ησύχασε».
Πώς καταλαβαίνουμε ότι ήρθε η στιγμή να χτυπήσουμε την πόρτα του ειδικού; Και αυτός πότε θα πρέπει να είναι ψυχίατρος και πότε ψυχολόγος ή ψυχοθεραπευτής;
Αυτά που ρωτάτε παραμένουν αδιευκρίνιστα ακόμα και για τους λεγόμενους «ειδικούς». Να ξέρετε ότι σε πάρα πολλές υπηρεσίες τρώγονται μεταξύ τους ψυχίατροι και ψυχολόγοι για το ποιος θα πάρει το περιστατικό που μόλις έφτασε. Συνήθως, δυστυχώς, αν φαίνεται να χρειάζεται φάρμακο αναλαμβάνει ο ψυχίατρος, ενώ αν θέλει κουβέντα, πάει στον ψυχολόγο. Το θέμα είναι όμως, ο ψυχίατρος που θα γράψει φάρμακο δεν πρέπει να συζητήσει; Τίθεται το θέμα του για τι ψυχιατρική μιλάμε: συνέντευξη των πέντε λεπτών και συνταγογράφηση ή να ακούσουμε τον άνθρωπο και την ιστορική του διαδρομή;
Ως προς το πότε να πάμε στον ψυχίατρο, δεν υπάρχει μία εύκολη απάντηση. Σε προηγούμενες εποχές που υπήρχαν πιο κοινοτικοί όροι συμβίωσης στην κοινωνία, υπήρχε η γειτονιά, υπήρχε ο διπλανός σου να μιλήσεις, πολλά πράγματα αντιμετωπιζόντουσαν σε αυτό το επίπεδο και δεν ψυχιατρικοποιούνταν τα προβλήματα. Τώρα, απλά ζητήματα της καθημερινής κοινωνικής δυσφορίας ψυχιατρικοποιούνται και ζητάμε να γίνουμε πάρα πολύ καλοί, πάρα πολύ υγιείς και να ξεπεράσουμε τον συνήθη εαυτό μας. Λείπει η αλληλέγγυα σχέση, και τι μας μένει με δεδομένη και την προπαγάνδα για τα ψυχολογικά προβλήματα; Να πάμε στον ψυχίατρο και να ζητήσουμε φάρμακα γιατί έχουμε εσωτερικεύσει αυτού του είδους τις λογικές.
O σύγχρονος γιατρός βλέπει μόνο ασθένειες αντί για ασθενείς; Από τον ψυχίατρο θα φύγουμε de facto με μια συνταγή;
Ως επί το πλείστον ναι, αλλά δεν το κάνουν όλοι οι ψυχίατροι, ας μην είμαστε υπερβολικοί. Και δεν υπάρχουν και πολλοί ψυχολόγοι διαθέσιμοι στο δημόσιο σύστημα. Οι ψυχίατροι, τώρα, λόγω του ότι διδάσκονται μέσα από το πανεπιστήμιο τη βιολογική ψυχιατρική που αναφέραμε και προηγουμένως, και λόγω φόρτου εργασίας λόγω των πολλών ραντεβού, θα ακούσουν τα συμπτώματα και θα πουν «Α, αυτό μου μοιάζει με κατάθλιψη». Ή, «Δεν κοιμάσαι; Πάρε κάτι να κοιμάσαι». Καμιά φορά ο ψυχίατρος θέλει να συνταγογραφήσει ηλεκτρονικά και κολλάει το σύστημα και ασχολείται μία ώρα με αυτό αντί να ακούει τον άνθρωπο. Οι συνθήκες στο δημόσιο είναι συχνά φοβερές.
Οι άνθρωποι επισκέπτονται τον γιατρό ζητώντας επιτακτικά φάρμακα; Γιατί η αλήθεια είναι πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει και τόση διαφήμιση των αντικαταθλιπτικών, για παράδειγμα, όπως έγινε στην Αμερική που έβλεπες τη διαφήμιση στα περιοδικά μόδας και στην τηλεόραση.
Υπάρχει και στην Ελλάδα αρκετή διαφήμιση, αλλά έχει εσωτερικευτεί και ως ανάγκη, ως λύση στο πρόβλημα το να πάρω το φάρμακό μου. Είναι πολλοί άνθρωποι που αρνούνται να βάλουν το πρόβλημα πάνω στο τραπέζι και θέλουν μόνο κάτι για να ησυχάσουν, να μην τα σκέφτονται όλα αυτά. Γιατί, κακά τα ψέματα, στα πολλαπλά αδιέξοδα, όπως είναι ένας επικείμενος πλειστηριασμός ή η χρόνια ανεργία, τι προοπτική θα δει κάποιος ακόμα κι αν μιλήσει; Αυτό που έχει ανάγκη είναι να κοιμηθεί το βράδυ και ζητάει ένα χάπι.
Prozac: Revolution in a Capsule (Πρόζακ: Επανάσταση σε μια κάψουλα)
«Για κάθε δυσκολία μας, περισσότερη εξάρτηση από τα νόμιμα ναρκωτικά»
Στην Ελλάδα τα ψυχοφάρμακα υπάγονται ακόμα σε καθεστώς ελεγχόμενης συνταγογράφησης, δηλαδή δεν μπορεί να πάει κάποιος στο φαρμακείο και να αγοράσει ό,τι αγχολυτικό θέλει. Ευτυχώς;
Ναι, τα αγχολυτικά θέλουν τη λεγόμενη κόκκινη γραμμή, αλλά δε σημαίνει ότι δεν υπερσυνταγογραφούνται, από την άλλη, ως η εύκολη λύση στο άγχος, την αϋπνία κλπ. Υπάρχει αύξηση κατανάλωσης, αν και η μεγαλύτερη αύξηση σημειώνεται στα αντικαταθλιπτικά: από το 2007 μέχρι το 2016, από τα 7.000.700 κουτάκια πήγαμε στα 10.220.000 κουτάκια. Υπάρχει πολλή ψυχική οδύνη που δεν μπορούν όλοι να τη διευθετήσουν και πάμε στον ειδικό για να μας την καταλαγιάσει, αλλά χρειάζεται μια πιο ψυχοθεραπευτική και κοινωνιοθεραπευτική αντιμετώπιση. Ένας άνεργος θα γίνει καλά με ένα χάπι ή με μια θέση εργασίας; Από την απόγνωση και τη συνταγογράφηση επωφελείται κυρίως η φαρμακοβιομηχανία.
Συναντάτε συχνά το να έχει δώσει κάποιος φίλος ή συνάδελφος ένα ψυχοφάρμακο σε κάποιον για να χαλαρώσει;
Ναι, πολλοί έρχονται πολλές φορές και μου λένε «αυτό μου το έδωσε η αδερφή μου» ή «το παίρνει και η μητέρα μου γιατί δε νιώθει καλά, σε παρακαλώ μπορείς να μου το γράψεις κι εμένα»; Είναι μια αυθόρμητη αντίδραση στο να βρει ο κόσμος λύση, αλλά αυτό είναι απλώς ένα ταμπονάρισμα του προβλήματος.
Πρόκειται για εξαρτησιογόνα φάρμακα, σωστά;
Αγχολυτικά όπως τα Ζάναξ, Λεξοτανίλ, Ταβόρ είναι εξαρτησιογόνα και πολύς κόσμος μαθαίνει σε διαρκή λήψη των φαρμάκων αυτών και μάλιστα σε υψηλές δόσεις, χωρίς να προσπαθεί ύστερα από ένα διάστημα να απεξαρτηθεί από αυτά. Ο κύριος κίνδυνος με αυτά τα φάρμακα είναι η εξάρτηση. Για κάθε δυσκολία παίρνουν ένα παραπάνω, ένα παραπάνω και τελικά ζουν μόνο με αυτά και σε υπερδιπλάσιες ποσότητες από το επιτρεπόμενο. Μάλιστα, διάβαζα τώρα ότι θα γίνει ένα πρόγραμμα από την Ομάδα Προαγωγής Αυτοβοήθειας Λάρισας, σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, που θα έχει ως στόχο την απεξάρτηση από τα νόμιμα ναρκωτικά, δηλαδή από αυτά τα φάρμακα. Άρα υπάρχει σίγουρα αυτό το πρόβλημα.
«Ο ψυχίατρος πρέπει να κάνει το υποκείμενο της οδύνης υποκείμενο της αντίστασης»
Ποια είναι μια διαφορετική λύση, κατά τη γνώμη σας, που εστιάζει στη χειραφέτηση του υποκειμένου;
Σε αυτά δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις γιατί τα προβλήματα είναι υπαρκτά και χειροτερεύουν διαρκώς. Το θέμα είναι να αντιμετωπίζουμε κι εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας ως υποκείμενο και όχι ως αντικείμενο που υποφέρει αυτά τα προβλήματα. Τα προβλήματα είναι πρωτίστως κοινωνικά και πολιτικά και ακριβώς αυτή η πολιτική διάσταση δεν πρέπει να λείπει από την τεχνική δεξιότητά μας όταν αντιμετωπίζουμε την κατάθλιψή σου ή το άγχος σου. Αυτή η πολιτική διάσταση -χωρίς να γίνεται μια αφηρημένη διεκδίκηση- πρέπει να υπεισέρχεται μέσα στην τεχνική μου, ως ψυχιάτρου, όταν συζητάω μαζί σου το ότι δεν είσαι καλά. Πρέπει να σε κάνω να συνειδητοποιήσεις την πηγή των προβλημάτων σου και να κρατήσεις μια στάση αντίστασης, να νιώσεις ότι δεν είσαι ένα έρμαιο των πραγμάτων και ότι δεν πρέπει να τους αφήσεις να σε εκμηδενίσουν, γιατί ζούμε σε μια κοινωνία αποσυλλογικοποίησης και εξατομίκευσης.
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, στο εργασιακό περιβάλλον μιας επιχείρησης έπρεπε να δείξουμε το πόσο καλοί είμαστε. Εσύ ενάντια σε όλους τους άλλους, και τώρα αυτό το κληρονομήσαμε μέσα στην κρίση και ο καθένας έχει μείνει μόνος του πια να πρέπει να αντιμετωπίσει μια επικείμενη απόλυση ή την ανεργία. Ο ψυχίατρος δε θα σου βρει δουλειά, αλλά μπορεί να σε κάνει να τα συνειδητοποιήσεις όλα αυτά και να τα παλέψεις μέσα από συλλογικότητες, όχι μόνος σου. Δεν υπάρχει άλλη λύση.
Δομείται μια κανονικότητα βάσει των κυρίαρχων αξιών στην κοινωνία μας -σύστημα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, σύστημα εργασίας, κλπ.- και η ψυχιατρική καλείται να διαχειριστεί τα «απόβλητα» όλων των καταστάσεων που δεν ταιριάζουν σε αυτή την κανονικότητα. Εδώ, ή θα προσπαθήσει να θεραπεύσει τον άνθρωπο ώστε να προσαρμοστεί σε αυτή την κανονικότητα, να τον αλλάξει δηλαδή ώστε να διαχειριστεί μια κατάσταση αμετακίνητη που δεν αλλάζει ή θα εξετάσει το πώς αλλάζουμε ταυτόχρονα εμείς και η κατάσταση. Εκεί είναι που μπαίνει το πολιτικό κομμάτι της ψυχιατρικής.
Ο ψυχίατρος πρέπει να δει την πολιτική διάσταση και του δικού του επαγγελματικού ρόλου. Γιατί γίνομαι ψυχίατρος; Για να κάνω απλώς καλά τον άλλο; Η σύγχρονη ψυχιατρική από γεννησιμιού της, εδώ και 200 χρόνια, ξέρουμε ότι πέρα από τη θεραπευτική της επιδίωξη έχει και μια ορισμένη κοινωνική αποστολή για τη δημόσια τάξη. Υπάρχει για να εγκλείει στο άσυλο ακούσια. Το θέμα είναι πώς θα αρνηθεί αυτόν τον κανονιστικό της ρόλο, πώς θα αναδείξει τη ρίζα των προβλημάτων και όχι να τα σκεπάσει ψυχιατρικοποιώντας τα και δίνοντας τους το όνομα μιας αρρώστιας, ξεκόβοντάς τα από τις αιτίες που τα παράγουν. Ο ψυχίατρος πρέπει να κάνει το υποκείμενο της οδύνης, υποκείμενο αντίστασης.
Αυτό θα έπρεπε να σφυρηλατείται μέσα από την εκπαίδευση αλλά τελικά επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε ψυχιάτρου;
Ναι, εξαρτάται πρωτίστως από τη διακριτική ευχέρεια του κάθε ψυχιάτρου το αν θα θέσει αυτές τις παραμέτρους γιατί υπάρχει διεθνώς μια σύμπλευση πανεπιστημίων και φαρμακευτικών βιομηχανιών και μία φιλελεύθερη διαχείριση της ψυχικής οδύνης. Σκεφτείτε ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών που συντάσσουν τα ταξινομικά συστήματα (σ.σ. Κατηγοριοποίηση ψυχικών ασθενειών) είναι άνθρωποι των φαρμακοβιομηχανιών, οπότε οι ψυχικές διαταραχές που κάθε ταξινομικό σύστημα περιέχει, ανταποκρίνεται και σε κάποια συγκεκριμένα φάρμακα που η εταιρεία έχει ήδη βγάλει ή πρόκειται να βγάλει.
Σήμερα, αν δείτε, πίσω από όλες τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των ειδικευόμενων ψυχιάτρων είναι οι φαρμακευτικές εταιρείες. Είναι σημαντικό να σας πω ότι, η Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας το 2017 ήταν αφιερωμένη στο θέμα «Εργασία και Ψυχική Υγεία». Για αυτό το θέμα λοιπόν, η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία κάλεσε για πρώτο ομιλητή της στην εκδήλωση -ποιον λέτε; Τον πρόεδρο του Συλλόγου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος.
«Φτιάχνουν πρώτα τα φάρμακα και μετά τις ασθένειες»
Είπατε και στην ομιλία σας στον Βοτανικό Κήπο ότι οι φαρμακευτικοί κολοσσοί πρώτα παρήγαγαν τα φάρμακα και μετά εφευρίσκαν τις ασθένειες. Το 2001 στην Αμερική, για παράδειγμα, η εταιρεία που κατασκεύαζε το αντικαταθλιπτικό Πρόζακ, έφερε στην αγορά το Sarafem, το οποίο διέθετε ένα πιο «θηλυπρεπές» αμπαλάζ με ένα λουλούδι και τα χαπάκια ήταν ροζ-μοβ. Η εταιρεία κατηγορήθηκε ότι μέσα από τις διαφημίσεις της υπερέβαλε τραγικά ως προς το προεμμηνορυσιακό σύνδρομο (τα νεύρα πριν την περίοδο) για να πουλήσει στην ουσία πάλι Πρόζακ, διευρύνοντας το κοινό της.
Διαφήμιση Sarafem. Οι γυναίκες ως μητέρες, εργαζόμενες και σύζυγοι γίνονταν συχνότερα το target group των εταιρειών που ήθελαν να τις... ενισχύσουν.
Υπάρχουν πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα. Σκεφτείτε ότι η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία το 1952 ξεκίνησε με ούτε 100 κατηγορίες ψυχικών διαταραχών (σ.σ. Το διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο των ψυχικών διαταραχών DSM-1) και στο πιο πρόσφατο DSM-5 το 2013 φτάσαμε στις 450 διαγνωστικές κατηγορίες. Πώς αυξήθηκαν τόσο πολύ; Η εταιρεία ετοίμαζε το φάρμακο, τα ΜΜΕ προπαγάνδιζαν ότι όλοι πάσχουμε από τη συγκεκριμένη διαταραχή και σε λίγο έβγαινε στην αγορά και το φάρμακο που θα μας θεράπευε όλους. Και οι στατιστικές; 19 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν κοινωνική φοβία, άλλοι αγχώδη διαταραχή κλπ.
«Πρόζακ: Το μυστικό όπλο του στρατού. Για πρώτη φορά στην ιστορία δίνονται σε χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες αντικαταθλιπτικά φάρμακα για να καταπολεμήσουν το άγχος στο πεδίο της μάχης. Έτσι θα δώσουμε τη μάχη;» TIME, 16 Ιουνίου 2008
«Το 2014 δόθηκαν στις ΗΠΑ 83.000 συνταγές για Πρόζακ σε παιδιά 2 ετών και κάτω»
Για να μείνουμε λίγο ακόμα στην Αμερική, δημοσιεύματα στους New York Times, βασισμένα σε μεγάλη εταιρεία ερευνών σε θέματα ιατρικής περίθαλψης και υγείας (IMS Health), έγραφαν το 2015 ότι: «Σχεδόν 20.000 συνταγές για ψυχοφάρμακα δόθηκαν το 2014 σε μωρά 2 ετών και κάτω, σημειώνοντας αύξηση σχεδόν 50% σε σχέση με το 2013. Οι συνταγές για το αντικαταθλιπτικό Πρόζακ αυξήθηκαν κατά 23% μέσα σε ένα χρόνο για τις ίδιες ηλικίες, δηλαδή 2 ετών και κάτω, φτάνοντας τις σχεδόν 83.000». Τι συμβαίνει με τα παιδιά και τα ψυχοφάρμακα;
Διεθνώς έγινε μεγάλη προσπάθεια εδώ και 20 περίπου χρόνια, να πάρουν τα ψυχοφάρμακα ενδείξεις και για ηλικίες κάτω των 18 ετών. Έγιναν συγκεκριμένες ενέργειες μέσα από το πολύπλοκο σύμπλεγμα των φαρμακοβιομηχανιών, των πολιτικών και των ΜΜΕ -πάντα στις ΗΠΑ γιατί εκεί είναι η έδρα των περισσότερων πολυεθνικών. Ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος ως πρόεδρος (2001-2009) είχε βοηθήσει -και είχε βοηθηθεί σε αντάλλαγμα φυσικά- διάφορες φαρμακευτικές εταιρείες ώστε να γίνει προώθηση των αντικαταθλιπτικών και αγχολυτικών φαρμάκων σε νέους κάτω των 18 ετών, με τη συνεργασία και της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας. Μία από αυτές τις πολυεθνικές ήταν η Eli Lilly που παράγει το Πρόζακ.
«Ένα νέο θαυματουργό φάρμακο για την κατάθλιψη. Αντίο θλίψη». New York, 18 Δεκεμβρίου 1989.
Η Eli Lilly έβλεπε τότε τις πωλήσεις του Πρόζακ να πέφτουν και έπρεπε να βρει ένα αντίστοιχο προϊόν για να ανεβάσει τα κέρδη της, και έτσι περάσαμε στην περίοδο του αντιψυχωτικού Ζιπρέξ. Είχε τεθεί λοιπόν το θέμα ότι πάρα πολλά παιδιά αρρωσταίνουν, ότι η σχιζοφρένεια ξεκινά από την παιδική ηλικία και πρέπει να την προλάβουμε, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν να δίνουν πειραματικά ψυχοφάρμακα σε παιδιά για να φτάσουμε τελικά στην πλήρη αδειοδότηση. Ακόμα και όταν οι φαρμακευτικές φτάνουν στα δικαστήρια και πληρώνουν δισεκατομμύρια σε πρόστιμα για παρενέργειες φαρμάκων, δεν τους νοιάζει. Έχουν ένα απόθεμα πολλών δισεκατομμυρίων για πρόστιμα και τα κέρδη τους είναι πάντα πολλαπλάσια.
Είναι μια πολύ απλοποιητική προσέγγιση να πεις για ένα παιδί που είναι ζωηρό στο σχολείο «άντε να πάρει το “χάπι της υπακοής” να ησυχάσει» και θέλει πάρα πολλή προσοχή γιατί οι ουσίες αυτές είναι εξαρτητικές. Σημασία έχει να δούμε για τι σχολείο μιλάμε, πώς αντιμετωπίζει τις ανάγκες του παιδιού, ποια είναι η σχέση σχολείου-οικογένειας και τι γίνεται μέσα στην οικογένεια. Είναι πολύ προβληματικό το πόσο εύκολα θα δώσουμε ένα χάπι σε ένα παιδί και αυτό ήρθε και στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Να τονίσουμε εδώ ότι στο DSM-5 μπήκε ως διάγνωση και η επαπειλούμενη ψύχωση.
Δηλαδή;
Δηλαδή, δεν έχω ψύχωση ακόμα, αλλά έχω κάποια συμπτώματα που δείχνουν ότι μπορεί και να την αναπτύξω, άρα πάρε φάρμακα να την προλάβεις. Καταλαβαίνετε πόσο βοηθάει αυτό την κατανάλωση.
Από Κοινού
Η έννοια «δημόσια ψυχική υγεία» ακούγεται σε αυτούς που τα ζουν από μέσα ως οξύμωρο σχήμα. «Υπάρχουν υπηρεσίες δημόσιας ψυχικής υγείας που μπορεί να περιμένεις έως και ένα χρόνο για να δεις έναν ψυχίατρο. Είναι υποστελεχωμένες και διαλυμένες λόγω της κρίσης, αλλά λόγω της ίδιας κρίσης πολλαπλασιάζονται και τα αιτήματα των ανθρώπων. Μία γυναίκα 78 χρονών τηλεφώνησε για ραντεβού και της απάντησαν “δεν παίρνουμε ηλικιωμένους”. Και η γυναίκα είχε ανάγκη. Την προτρέψαμε από το κοινωνικό ιατρείο να ξαναπάρει τηλέφωνο για να τους πιέσει και τελικά της έκλεισαν ραντεβού μετά από 7 μήνες» λέει ο κ. Μεγαλοοικονόμου.
Και έτσι, ως λύση συνήθως απομένει είτε το να επιστρέψεις με σταυρωμένα τα χέρια στο σπίτι είτε το να επισκεφτείς έναν ιδιώτη ιατρό όπου, όμως συχνά, οι συνεδρίες θα κοστίζουν τόσο ώστε ίσως αναγκαστείς να τις διακόψεις.
Η Από Κοινού ξεκίνησε με βάση αυτή τη σκέψη, ότι η ψυχοθεραπεία είναι ένα ακριβό προνόμιο για λίγους, θέλοντας να δείξει ότι μπορεί να γίνει και διαφορετικά. Τέσσερις ψυχολόγοι και μία κοινωνιολόγος τελειώνοντας τις σπουδές τους στην Κρήτη βρέθηκαν στο δίλημμα δημόσια δομή με όλες τις δυσχέρειες που αυτό εμπεριέχει ή ιδιωτικό ιατρείο απρόσωπο και αναγκασμένος να φέρνεις εις πέρας μόνος σου όλες τις δυσκολίες. Τελικά, όμως, δημιούργησαν μία τρίτη επιλογή: να στήσουν μία κοινωνική συνεργατική επιχείρηση (ΚοινΣΕπ) για ψυχοκοινωνική ενδυνάμωση και ψυχοθεραπεία. Η κολεκτίβα - που απαρτίζεται από την κοινωνιολόγο Κατερίνα Χαραλαμπάκη και τους ψυχολόγους Δανάη Κοκορίκου, Γεωργία Κορρέ, Αλέξανδρο Παπατρέχα και Ελεάνα Σταθοπούλου- ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 2016 και προσφέρει τις υπηρεσίες ψυχοθεραπείας σε διαβαθμισμένο κόστος, αναλόγως δηλαδή την οικονομική δυνατότητα του κάθε ανθρώπου ώστε να μην αναγκάζονται να διακόπτουν ελλείψει χρημάτων.
«Μας πλησιάζουν πολλοί άνεργοι γιατί γνωρίζουν ότι μπορούν να κάνουν ψυχοθεραπεία με 10 ευρώ (τιμή για ανέργους), αλλά από εκεί και πέρα τα ζητήματα που έχουν ανάγκη να συζητήσουν είναι ζητήματα που δεν τα γέννησε απαραίτητα η κρίση αλλά θα τα είχαν και δέκα χρόνια πριν. Έχουμε πολλούς φοιτητές, νέους εργαζόμενους, ανθρώπους που μας γνωρίζουν από την κινηματική μας δράση, αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας. Η πλειοψηφία είναι γυναίκες» μας λέει η κοινωνιολόγος της ομάδας Κατερίνα Χαραλαμπάκη.
«Μας έρχονται πολλές περιπτώσεις που έκαναν θεραπεία με ψυχοφάρμακα. Αφενός στα γράφει ο γιατρός, που τον εμπιστεύεσαι ως ειδικό, και αφετέρου σου λύνουν γρήγορα μια ανάγκη, σε ναρκώνουν χωρίς να εμβαθύνεις πολύ. Ο κλάδος έχει μεγάλη ευθύνη. Πολλοί άνθρωποι που έρχονται σε εμάς συνεχίζουν να παίρνουν χάπια και εμείς είμαστε πάντα σε συνεννόηση με τον ψυχίατρό τους. Όσο για την ψυχική υγεία, σίγουρα θα θέλαμε όλες οι υπηρεσίες να είναι δωρεάν για όλους και να υπήρχε μία άλλου είδους πρόληψη και μέριμνα, αλλά προσπαθούμε να κάνουμε αυτό που σπουδάσαμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για αυτούς που έρχονται σε εμάς αλλά και για εμάς τους ίδιους».
Το υπουργείο Μοναξιάς
Στις 17 Ιανουαρίου του 2018, το Ηνωμένο Βασίλειο όρισε για πρώτη φορά στην ιστορία έναν υπουργό Μοναξιάς για να αντιμετωπίσει αυτό που η πρωθυπουργός της χώρας, Τερέζα Μέι, ονόμασε «θλιβερή πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής». Σύμφωνα με έρευνα της βρετανικής κυβέρνησης, περίπου 200.000 ηλικιωμένοι στη χώρα δεν είχαν συνομιλήσει με έναν φίλο ή έναν συγγενή για πάνω από ένα μήνα. Ταυτόχρονα, ένας στους πέντε ανθρώπους ημερησίως, που κλείνουν ραντεβού στο νοσοκομείο για να δουν τον παθολόγο τους (δωρεάν στο Ηνωμένο Βασίλειο), παραδέχονται ότι έκλεισαν το ραντεβού γιατί νιώθουν μοναξιά, για να μιλήσουν με κάποιον. Ποιο είναι το σχόλιό σας κ. Μεγαλοοικονόμου; Στον Νότο μάς σώζει ως ένα βαθμό η μεσογειακή κουλτούρα της παρέας και της οικογένειας;
Το υπουργείο Μοναξιάς μάλλον απευθύνεται περισσότερο στην ίδια τη Μέι και στη μοναξιά που νιώθει με τους Τόριδες, και στην Αγγλία με το Brexit (γέλια). Αυτό που θα έπρεπε να δουν πρώτα είναι η διάλυση που έχουν επιφέρει στο σύστημα υγείας στην Αγγλία. Το πόσους ασθενείς θα δεις και το πόση ώρα θα τους κρατήσεις καθορίζει το πόσα χρήματα θα πάρεις. Όλα είναι ποσοτικοποιημένα. Πρέπει να δείτε μια φοβερή ταινία που δείχνει τη διάλυση του κράτους πρόνοιας στο Ηνωμένο Βασίλειο, το I, Daniel Blake (Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ) του Κεν Λόουτς.
Υπάρχει διαφορά χάρη στον ρόλο που παίζει η οικογένεια και οι φιλικές σχέσεις στις χώρες του Νότου αλλά κι αυτό αποσυντίθεται, δεν είναι όπως ήταν κάποτε.
Από την εμπειρία σας στα κοινωνικά ιατρεία σε διάφορες περιοχές της Αθήνας με άλλες ανθρωπογεωγραφίες, διακρίνετε σημάδια βελτίωσης;
Όχι, δεν υπάρχει βελτίωση. Βλέπω τα προβλήματα να χειροτερεύουν.
«Άγχος και αϋπνίες φεύγουν με δύναμη και συλλογική αντίσταση»
Θα θέλατε να μας κάνετε εσείς τον επίλογο πριν να σας αποχαιρετήσουμε;
Δοθείσης της ευκαιρίας, θα ήθελα να πω κάτι που το έχω ξαναπεί πολλές φορές: απέναντι στην ψυχολογία της απελπισίας και της απομόνωσης, εμείς πρέπει να δούμε την ψυχολογία της αντίστασης. Τα νευρωτικά συμπτώματα, το άγχος, η κατάθλιψη και οι αϋπνίες φεύγουν μόνο με την αντίσταση μέσα από συλλογικότητες απέναντι στις συνθήκες που μας καταπιέζουν και αυτό έχει αποδειχθεί στην πράξη από την Κατοχή κιόλας.
Δύναμη και συλλογική αντίσταση λοιπόν. Σας ευχαριστούμε πολύ.
Κι εγώ σας ευχαριστώ.
*Βιογραφικά στοιχεία: Ο Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947. Σπούδασε ιατρική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ως ψυχίατρος, από το 1982, ήρθε σε επαφή με το κίνημα της εναλλακτικής ψυχιατρικής, εμπνευσμένο από τον Ιταλό Franco Basaglia. Εργάστηκε διαδοχικά σε τρία ψυχιατρεία: στο Δρομοκαΐτειο (1986- 1990), στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου (1990-1999) και στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (1999-2014), παίρνοντας πρωτοβουλίες για μεθόδους και προγράμματα ριζικής αποδόμησης και ξεπεράσματος των ιδρυματικών πρακτικών στην κατεύθυνση της αποϊδρυματοποίησης. Ανέπτυξε συνεχή και συστηματική δραστηριότητα για την ανάπτυξη ενός εναλλακτικού κινήματος στην ψυχική υγεία, από κοινού με άτομα με ψυχιατρική εμπειρία, οικογένειες, λειτουργούς ψυχικής υγείας και κοινωνικά κινήματα. Έχει δημοσιεύσει πολλά επιστημονικά άρθρα σε περιοδικά και συλλογικές εκδόσεις και έχει γράψει το βιβλίο «Λέρος: Μια ζωντανή αμφισβήτηση της κλασικής ψυχιατρικής».