Ο Γουίλιαμς είχε την μοίρα του ήρωα του. Έγραψε δυο αριστουργηματικά βιβλία ( μπορεί και περισσότερα, καθώς δεν έχω διαβάσει ούτε το Nothing But the Night, ούτε το Butchers Crossing ), και παρότι το δεύτερο, ο Αύγουστος  βραβεύθηκε με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ (National Book Award), ο ίδιος περιέπεσε στη λήθη. Χονδρικά μέχρι το 2013, όταν ο Guardian ανακήρυξε το Stoner, βιβλίο της χρονιάς. Έτσι και ο ομώνυμος ήρωας του βιβλίου, ο καθηγητής Λατινικής Μεσαιωνικής Λογοτεχνίας, Γουίλιαμ Στόουνερ τον οποίο ουδείς θυμόταν μετά την αποχώρησή του, ύστερα από σαράντα και πλέον χρόνια διδασκαλίας το πανεπιστήμιο.
 
«Οι συνάδελφοι του Στόουνερ, οι οποίοι δεν του είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση όσο ζούσε, τώρα πια τον αναφέρουν σπανίως· στους μεγαλύτερους το όνομά του λειτουργεί ως υπενθύμιση του αναπόφευκτου για όλους τέλος»[1]. Αυτή είναι η πρώτη εικόνα του ήρωα, στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Ο Στόουνερ δεν είναι απλώς ένας μέτριος, άσημος καθηγητής επαρχιακού αμερικανικού πανεπιστημίου —παρουσιάζεται ως η ενσάρκωση της ασημαντότητας. Διάγει έναν απομόναχο, αλαφροπάτητο, αφανή  βίο, ασθενεί και παρέρχεται αγρύκτως (χωρίς να βγάλει γρυ)· το ίδιο αθόρυβα όσο είχε ζήσει τη ζωή του.
 
Παρά την μερική επιτυχία του προηγούμενου του μυθιστορήματός, του Butchers Crossing, την εξέχουσα ποιότητα του οποίου αναγνώρισε ομόθυμα η κριτική και παρά την ενθουσιώδη υποδοχή που του επιφύλαξαν ορισμένοι ομότεχνοί του, ο Γουίλιαμς έφτυσε κυριολεκτικά αίμα παλεύοντας να βρει εκδότη για το The Matter of Love (Η ουσία ή το ζήτημα της αγάπης) όπως ήταν ο αρχικός τίτλος του Στόουνερ. Δεν μένει εύκολα κανείς ασυγκίνητος στα γράμματα πικρίας που απευθύνει ο Γουίλιαμς στην ατζέντισσα του Μαίρη Ρόντελ.
 
 «Είμαι περισσότερο από ποτέ πεπεισμένος ότι πρόκειται για ένα καλό μυθιστόρημα : το αν θα βρούμε κάποιον εκδότη που θα συμφωνήσει μαζί μου, είναι άλλο ζήτημα.  Έχω όμως φτάσει κοντά στο να κάνω αυτό που ήθελα, κι δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό, τουλάχιστον σε ό,τι  (ίσως εγωιστικά) με αφορά». (30 Αυγούστου 1963). «Εν τέλει πιστεύω πως, αν μη τι άλλο, η ποιότητά του θα εξαναγκάσει κάποιον να φιλοτιμηθεί να το βγάλει. Ίσως είμαι αφελής· δεν μπορώ όμως να πάψω να πιστεύω πως θα βρεθεί κάπου κάποιος ο οποίος θα αισθανθεί την ανάγκη να εκδώσει ένα καλό μυθιστόρημα, ακόμη κι αν αυτό έχει ελάχιστες πιθανότητες να επιλεγεί από κάποια λέσχη βιβλίου ή να γίνει θεαματική ταινία. Τέλος πάντων, θα δούμε». (21 Νοεμβρίου 1963).
 
Το αριστούργημα του καίει τα χέρια, όπως συμβαίνει με κάθε συγγραφέα στη δική του θέση. Έρχεται στο νου ο Καβάφης που φώναζε στον τυπογράφο του, «πάρε τούτο το αριστούργημα που μου καίει τα χέρια». Αντίστοιχη είναι η βεβαιότητα του Γουίλιαμς: «Όπως σου είπα πρωτύτερα, αυτό το μυθιστόρημα είναι το δυσκολότερο πράγμα που έχω κάνει — όχι επειδή ήμουν ποτέ πραγματικά αβέβαιος για αυτό που έκανα, αλλά αντίθετα επειδή ήμουν βέβαιος για αυτό που έκανα, και επειδή κατάλαβα τις δυσκολίες, και μου ήταν αδύνατο να τις αποφύγω».
 
Κι αυτό διότι δεν είσαι ποτέ άμοιρος κι ανίδεος της ποιότητας του έργου σου. Αν όμως φέρνω κοντά τον συγγραφέα με τον ήρωα, δεν το κάνω για βιογραφικούς λόγους. Κάθε λογοτέχνημα είναι ολίγον τι αυτοβιογραφικό, αλλά και συνάμα και πλήρης μυθοπλασία. Τα δύο πρόσωπα, συγγραφέα και ήρωα, τα συνδέει, τα δένει μεταξύ τους, μια οντολογικά βαθύτερη κατάσταση. Η πιο συντριπτική ξενότητα. Ο Γουίλιαμς παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του, ένας ξένος για την αμερικανική λογοτεχνία. Ένας παρίας για το σινάφι που ψωμίζεται και δοξάζεται μέσα από τη λογοτεχνία. Γνωρίζοντας ελάχιστα σχετικά με τον βίο του Γουίλιαμς δεν μπορώ να ξέρω σε ποιο βαθμό μοιράστηκε την ολοσχερή κι απόλυτη αυτή ξενότητα με τον ήρωα του. Και ξένος λογίζεται μονάχα εκείνος που μπορεί να συλλάβει ψυχή τε και σώματι το βάρος της συγκεκριμένης λέξης. 
 
Ο Στόουνερ εν πολλοίς ενσαρκώνει «τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω». Γιος ενός ακοινώνητου ζεύγους αγράμματων αγροτών, οι οποίοι παρέμειναν όλη τους τη ζωή ξένοι αναμεταξύ τους και ξένοι με το παιδί τους, μεταβαίνει από το φτωχοχώρι στην επαρχιακή πολιτεία για να σπουδάσει αγροτική οικονομία και γεωπονία. Περνάει στο πανεπιστήμιο, αποξενωνόμενος ακόμα περισσότερο, πνευματικά και κοινωνικά, από τους δικούς του, με τους οποίους τον χωρίζει πλέον άβυσσος ανυπέρβλητη. Ως χωριάτης αισθάνεται και παραμένει ριζικά ξένος στην πόλη. Ο Γουίλιαμς εστιάζει διαρκώς και μέχρι τέλους στα χοντρά αδέξια δάχτυλα του χωρικού, τα διαρκώς προδίδοντα την ταπεινή καταγωγή του πανεπιστημιακού.
 
Παντρεύεται μια νοστιμούλα καταπιεσμένη επαρχιωτοπούλα, εύπορης οικογενείας. Μια γυναίκα εντελώς ακάτεχη από τη ζωή, που πιάνεται από πάνω του σαν από σωσίβιο προκειμένου να απελευθερωθεί από τα γονεϊκά δεσμά. Μια δια βίου ξένη προς εκείνον γυναίκα, με απάνθρωπα καταπιεστική, βάναυση κι ενίοτε απάνθρωπη συμπεριφορά απέναντι του, η οποία εντείνει στο έπακρο το αίσθημα της αποξένωσης. Με την κόρη του, μια στέρφα γη σαν ναρκοπέδιο, τον χωρίζει. Το λατρεμένο του κοριτσάκι, εξελίσσεται σε ερμητικά κλεισμένη στον εαυτό της ξένη.
 
Και στο επάγγελμά του, στο οποίο ασύνειδα κατέληξε, υπακούοντας σε αλλότρια καθηγητική απόφαση για τη δική του μοίρα, ξένος αισθανόταν κι ένιωθε. Μηχανική παραμένει για χρόνια η σχέση του με τη λογοτεχνία, μια παραλλαγή του εξουθενωτικού σκαψίματος της γης με το οποίο ανδρώθηκε. Απόξενος με τους φοιτητές του παραμένει. Και στον έρωτα πεντάξενος εισέρχεται. Η απόσταση που τον χωρίζει, όχι απλώς από τον κόσμο, αλλά από το ίδιο του το σώμα, τα αισθήματα και τις σκέψεις είναι συντριπτική. Η πνευματική και σωματική του μοναξιά είναι ολοσχερής. Η αποξένωσή του απόλυτη.
 
 
Αυτή είναι η εξωτερική εικόνα την οποία έχουν για τον Στόουνερ οι συγκαιρινοί του, και ως ένα βαθμό ή ως ένα σημείο του μυθιστορήματος, και οι αναγνώστες του. Ταυτόχρονα βεβαίως έχουμε και την ανάποδη θέαση των πραγμάτων, από τα μέσα προς τα έξω ή με άλλα λόγια η σταδιακή αφύπνιση της συνείδησης του ήρωα. Το μυθιστόρημα είναι διαρθρωμένο σε τούτο ακριβώς επάνω το δίπολο, στην αντιπαράθεση της εσωτερικής και την κοινωνική συνείδηση. Ή όπως αναφέρει ο ίδιος ο Γουίλιαμ περιγράφοντας τη σύλληψη του επόμενου έργου του, τον Άυγουστο: «Παρότι ο πρωταγωνιστής δεν είναι καθηγητής πανεπιστημίου – είναι αντίθετα, ένας επιτυχημένος άνδρας που χαίρει της γενικής εκτίμησης – εμπλέκεται στο ίδιο δράμα των εσωτερικών έναντι των εξωτερικών αξιών». (Η έμφαση δική μου).
 
Χάρη σε αυτό το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του, ο Στόουνερ, συγγενεύει εκλεκτικά με έναν άλλον παράξενο ξένο (un étrange étranger) της σύγχρονης κλασικής λογοτεχνίας : Τον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ. Στο φημισμένο έργο του Αλγερινογάλλου συγγραφέα, ο ήρωας Μερσώ έρχεται σε απευθείας ρήξη με την κοινωνία, αρνούμενος να πει ψέματα. Ο εσωτερικός ηθικός κώδικας του ήρωα έρχεται σε ρήξη με την τρέχουσα κοινωνική ηθική, με αποτέλεσμα ο Μερσώ να καταδικάζεται σε θάνατο, διότι «αρνείται να κρύψει τα συναισθήματά του με αποτέλεσμα η κοινωνία να αισθάνεται αμέσως απειλούμενη». Ο Μερσώ βρίσκεται κι εκείνος, όπως και ο Στόουνερ στο περιθώριο, αν όχι κυριολεκτικά εκτός του κοινωνικού στίβου. Η κρίσιμη, η ειδοποιός μεταξύ τους διαφορά, είναι ότι ο Μερσώ είναι ένας καθαυτό στατικός ήρωας. Ένας άνθρωπος που παραμένει εμμονικά, ως τον θάνατο, προσκολλημένος στη θέση του. Είναι αμετακίνητος, είναι ολόκληρος μια άρνηση. Άρνηση του ψέματος, υπέρ της αλήθειας, αλλά εντούτοις πετρωμένος μέσα στην άρνηση. Για μια αλήθεια, στην ουσία της απάνθρωπη. Μια αλήθεια, εδραιωμένη στον αλόγιστο φόνο ενός ανθρώπου. Μια απρόσωπη αλήθεια, διαβολική, καθότι διαιρεί, φέρνοντας τον άνθρωπο σε σύγκρουση με ολόκληρη την ανθρωπότητα.
 
Αντίθετα, ο Γουίλιαμ Στόουνερ διανύει τον ιερό δρόμο από την άρνηση μέχρι την απόλυτη κατάφαση. Είναι ένας κατεξοχήν εξελισσόμενος ήρωας. Ο Μερσώ ακινητεί, κι ο Στόουνερ πορεύεται. Ενδεικτικές είναι οι εκπάγλου ομορφιάς περιγραφές των περιπάτων του Στόουνερ μέσα στην ανθισμένη πόλη. Με άλλα λόγια το Στόουνερ, είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας. Ένα παράδοξο όμως μυθιστόρημα μαθητείας, το οποίο παρακάμπτει την πεπατημένη του είδους. Το κλασικό bildungsroman σκιαγραφεί την ηλικιακή, κοινωνική, ψυχολογική και ηθική ωρίμανση ενός άγουρου ήρωα σε αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Εντούτοις τον Στόουνερ δεν τον παρακινεί καμία περιέργεια· κανένα υπαρξιακό ερώτημα· κανένας απώτερος στόχος. Τα αρχικά του βήματα του στη ζωή υπαγορεύονται από τις επιταγές των άλλων. Των γονιών, του καθηγητή του, Άρτσερ Σλόουν, της γυναίκας του Έντιθ.
 
Η ωρίμανσή του δεν είναι σταδιακή και ομαλή. Ούτε απότοκος της εξελικτικής του πορείας εντός κοινωνίας. Η υπαρξιακή πορεία και η οντολογική αφύπνιση του Γουίλιαμ Στόουνερ είναι εσωτερική. Και συντελείται (σχεδόν) μεταφυσικά, μέσω απρόσμενων αποκαλύψεων. Στον μυχό της ψυχής του που ξαφνικά φωτίζεται από αποκαλυπτικές εκλάμψεις. Όλο το βιβλίο, το οποίο όπως είπαμε ακροβατεί κι (εξ)ελίσσεται στο όριο μεταξύ εξωτερικής εικόνας και εσωτερικής πραγματικότητας, αντιπαραβάλλοντας το φαίνεσθαι με το είναι, αποτελεί μια λεπτή και ιδιοφυής αποδόμηση της αρχικής πρώτης σελίδας: της φαινομενικά άσημης μετριότητας. Του άφτουρου, αποτυχημένου ανθρώπου. Του εξωτερικά ανόητου βίου.
 
Ο Στόουνερ συναντάει όλα τα πρόσωπα της αποτυχίας και της ματαίωσης στον διάβα του, μέχρι τη στιγμή που βρίσκει απόλαυση στην δουλειά του. Αρχίζει να αγαπάει μανικά την λογοτεχνία και τη διδασκαλία της. Βρίσκει για πρώτη φορά, εντελώς ανέλπιστα, τη χαρά. Η εμπειρία της αγάπης τον οδηγεί, πάλι ερήμην του, στον έρωτα, όπου για πρώτη φορά ανακαλύπτει, εκτός από το σώμα του, μέσα από το σώμα και τον έρωτα της αγαπημένης του, ένα βαθύτερο υπαρκτικό νόημα.
 
Ακόμα κι όταν στερείται τον έρωτα της ζωής του, και καταδικάζεται να επιστρέψει στην κόλαση της συζυγικής αδιαφορίας και εχθρότητας, ακόμα κι όταν γίνεται βορά στο μένος του ψυχικά και σωματικά ανάπηρου Λόμαξ, ο Στόουνερ εξακολουθεί να καλλιεργεί εντός του την αγάπη. Την μοιράζει ολόγυρά του, άδολα, σαν παιδί. Γεμάτος με την καρτερία της αγάπης, εισέρχεται εν συνεχεία και στον θάνατο. Η τελευταία έκλαμψη πριν το τέλος παίρνει τη μορφή ενός συγκλονιστικού ερωτήματος σχετικά με την γυναίκα του, τον άνθρωπο που τον βασάνισε από μικροψυχία σε όλο του τον βίο: «Αν την είχα αγαπήσει περισσότερο».
 
Τόσο ο Αλμπέρ Καμύ, όσο και ο Τζον Γουίλιαμς, είχαν κατά νου να στήσουν ένα μυθιστόρημα με ήρωα έναν Χριστό. «Σύμφωνα με όλες τις εξωτερικές ενδείξεις, είναι μια αποτυχία», γράφει ο Γουίλιαμς στην Μαίρη Ρόντελ. «Η ουσία όμως του μυθιστορήματος θα είναι ότι πρόκειται για ένα είδος αγίου· ή με άλλα λόγια, είναι ένα μυθιστόρημα για έναν άνδρα που δεν βρίσκει νόημα στον κόσμο ή στον εαυτό του, αλλά ο οποίος βρίσκει νόημα και καταγάγει ένα είδος νίκης στην έντιμη και επίμονη άσκηση του επαγγέλματός του». Αντίστοιχα, στο επίμετρο του Ξένου, ο Καμύ επισημαίνει ότι «είχα προσπαθήσει να σκιαγραφήσω μέσω του ήρωα μου, τον μοναδικό Χριστό που μας αξίζει», έναν άνθρωπο που έχει συνείδηση του θανάτου του και αισθάνεται γεμάτος από το παρόν. Μόνο που ο μη ψευδόμενος, ο αδίκως εσταυρωμένος Χριστός του Καμύ, ως εμμονικός ιδεολόγος, δεν διανύει τον δρόμο ως αγιότητα, μέσω της αγάπης, όπως ο Χριστός του Γουίλιαμς.
 
Επηρεασμένος από τις νεόκοπες θεματικές αφηγηματικές τεχνικές του Τζον Ντος Πάσος και του Σαρτρ, ο Καμύ εφευρίσκει μια συγκλονιστική «λευκή» γλώσσα, εν είδη λευκού θορύβου, μια εντελώς ουδέτερη γραφή με την οποία αποδίδει την αποστασιοποίηση του Μερσώ από τον εξωτερικό κόσμο. Μια νέα στοιχειώδη συντακτικά και λεξικολογικά γλώσσα η οποία κρατάει τον αναγνώστη στην απαραίτητη ψυχική εκείνη απόσταση από τον ήρωα, με τον οποίο του είναι αδύνατον να ταυτιστεί. Αντίθετα, η απαράμιλλη, πλούσια λογοτεχνική γλώσσα του Γουίλιαμς επιζητεί και διεκδικεί, θα έλεγε κανείς, το συμπάσχειν του αναγνώστη, σε ένα μυθιστόρημα ύμνο για την Λογοτεχνία.
 
«Την αγάπη για τη λογοτεχνία, για τη γλώσσα, για το μυστήριο του νου και της καρδιάς, το πώς ανακαλύπτονται στους ασήμαντους, αλλόκοτους και απροσδόκητους συνδυασμούς γραμμάτων και λέξεων, τα τυπωμένα γράμματα, τόσο μαύρα, τόσο ψυχρά —την αγάπη που κρατούσε κρυμμένη σαν να ήταν παράτολμη ή επικίνδυνη, άρχισε πια να τη δείχνει, στην αρχή διστακτικά, μετά τολμηρά, στο τέλος υπερήφανα»[2].
 
Ο Στόουνερ δεν είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα μαθητείας· ούτε ένα τυπικό campus novel. Είναι ένα συνταρακτικό υπαρξιακό μυθιστόρημα, ένα επίτευγμα λογοτεχνικής δομής και γραφής, συγκλονιστικού οντολογικού βάθους, από εκείνα που σπάνια πέφτουν στα χέρια του αναγνώστη, ως δώρο. Όπως κάθε μεγάλη, άπιαστη λογοτεχνία.



[1] John Williams Στόουνερ, (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου) σελ. 23, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2017.
[2] John Williams Στόουνερ, (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου) σελ. 173, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2017.