της Γεωργίας Κριεμπάρδη

Το ημερολόγιο γράφει ”Μάιος 2024”. Στη Θεσσαλία, ο χρόνος σταμάτησε τον Σεπτέμβριο του 2023. Τίποτα δε θυμίζει το τοπίο που ξέραμε, μετά τις καταστροφικές πλημμύρες. Πλημμύρες που θα έρχονταν και το γνωρίζαμε. Και γι’ ακόμα μία φορά ήμασταν απροετοίμαστοι μπροστά σε μία καταστροφή.

Μια χώρα με κάμποσα πεταμένα δις, που δεν υλοποίησε τα προβλεπόμενα αντιπλημμυρικά έργα. Και η καταστροφή αργά ή γρήγορα θα ερχόταν. Ήρθε πριν εννέα μήνες.

Επισκέφθηκα το Πήλιο πριν από λίγες μέρες, συγκεκριμένα μετά την Κυριακή του Πάσχα. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν γεμάτες περιπέτεια. Κάνοντας αρκετές φορές διαδρομές στους δρόμους που ενώνουν τον Βόλο με τη Μακρινίτσα, τη Μακρινίτσα με την Πορταριά και αλλού, οι διαπιστώσεις εννέα μήνες μετά τις πλημμύρες είναι θλιβερές.

Αφετηρία μου ήταν ο Μυλοπόταμος. Απέχει μόλις 10 λεπτά με το αυτοκίνητο από την Τσαγκαράδα, ένα από τα πιο δημοφιλή χωριά του Πηλίου. Πήγα μάλλον ανυποψίαστη για το τι θα συναντήσω. Όσες περισσότερες διαδρομές έκανα, τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμουν το μέγεθος της καταστροφής. Έχοντας μεγαλώσει σε χωριό, ο πρώτος δρόμος με μια τεράστια λακκούβα στο κέντρο του και κατά το ήμισυ γεμάτος από χαλίκια δε μου έκανε εντύπωση.

Προχωρώντας προς τον Μυλοπόταμο, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του GPS (άρα τους πιο κεντρικούς και καλούς δρόμους) και την Επαρχιακή Οδό Κισσού, ήρθα αντιμέτωπη με όσα καταστροφικά άφησαν πίσω τους οι πλημμύρες του Σεπτεμβρίου. (Αναλυτική έκθεση που αφορά τις καταστροφές που προκάλεσαν οι πλημμύρες Daniel και Elias στην περιοχή του Βόλου και του Πηλίου, έχουν συντάξει οι κ.κ. Αποστολίδης Ηλίας και Περλέρος Βασίλης και μπορείτε να τη δείτε εδώ αναλυτικά)

Στο νότιο και ανατολικό Πήλιο, όπου εντοπίζονται και οι περισσότερες ζημιές, εκεί όπου κινήθηκα κι εγώ δηλαδή, στο οδικό δίκτυο υπάρχουν βλάβες, καθιζήσεις κατακρημνίσεις, στενά περάσματα και πολλές πινακίδες ”ΠΡΟΣΟΧΗ”. Το επαρχιακό και αγροτικό οδικό δίκτυο της περιοχή και το παραλιακό μέτωπο του Πλατανιά και της Μηλίνας παραμένουν σε κακή κατάσταση. Το ρέματα των δυο οικισμών παραμένουν ακαθάριστα σε μεγάλο μήκος τους, χωρίς οριοθέτηση, χωρίς παρεμβάσεις για την διαμόρφωση της κοίτης, χωρίς αποκαταστάσεις γεφυριών. Η σιδηροδρομική γραμμή Βόλου – Λάρισας, η μόνη σιδηροδρομική σύνδεση της Μαγνησίας με τον κεντρικό σιδηροδρομικό άξονα, παραμένει εκτός λειτουργίας, ενώ η Μαγνησία θα παραμείνει χωρίς σιδηροδρομική σύνδεση μέχρι το 2025.

Οι εικόνες που θα δείτε δεν είναι κάποια απομακρυσμένα δρομάκια που οδηγούν σε ακαλλιέργητα χωράφια χιλιόμετρα μακριά από σπίτια. Είναι οι δρόμοι που χρειάζεται να διασχίσει κάποιος για να μετακινηθεί/ταξιδέψει στα δημοφιλή χωριά του Πηλίου.  Κάθε διαδρομή κρύβει κινδύνους. Όλα αυτά που βλέπετε στο φως της μέρας, τη νύχτα χάνονται, καθώς φωτισμό δε συνάντησα πουθενά.

Και να σημειωθεί πως μιλάμε για τον κατεξοχήν τουριστικό προορισμό της περιόδου Άνοιξη-Καλοκαίρι.

Ένα από τα πράγματα για τα οποία φημίζεται το Πήλιο, βουνό γαρ, είναι τα μονοπάτια και οι ορειβατικές διαδρομές. Επιλέξαμε την πιο απλή και πιο γνωστή: το μονοπάτι των Κενταύρων, που ξεκινά από την Πορταριά. Πράγματι μαγευτικό. Μια πράσινη διαδρομή για πολλές καθαρές αναπνοές υπό των ήχο μόνο πουλιών και του τρεχούμενου νερού. Η διαδρομή πολύ εύκολη και βατή, ξεκούραστη και σε όλο το μήκος της υπάρχουν σημάδια να ακολουθείς. Ακολουθώντας τα σημάδια, έφτασα κάπου χωρίς κανένα σημάδι. Μπροστά μου μόνο πεσμένα γέρικα πλατάνια και μεγάλες κοτρόνες. Ακολούθησα την πλαινή διαδρομή, σκαρφαλώνοντας μια χωμάτινη πλαγιά. Ακούω κουδουνάκια από αιγοπρόβατα κι ένα βαρύ γάβγισμα σκύλου. Προχωράω και βγαίνω σε μια μεγάλη αυλή σπιτιού. Εκεί και ο ιδιοκτήτης. Εμφανώς αναστατωμένη και σίγουρα χαμένη ρωτάω ”πού βγήκα;”. Ο γλυκός ηλικιωμένος κύριος που τάιζε τα ζώα του μου απαντά ”καλά βγήκες”. Κάνω να πω μια κουβέντα και με διακόπτει. ”Πού πήγαινες;” με ρωτάει. Του εξηγώ πως είχα ξεκινήσει να διασχίζω το μονοπάτι των Κενταύρων, αλλά μάλλον κάπου έκανα λάθος με τα σημάδια στη διαδρομή. Προς μεγάλη μου έκπληξη, μου απαντά πως δεν έκανα λάθος. ”Δεν πάει παραπέρα η διαδρομή, πια, κορίτσι μου. Όσοι δε γυρίζουν πίσω, βγαίνουν εδώ και προχωρούν προς τον κεντρικό δρόμο”. Αναρωτήθηκα αν ήταν πάντα έτσι, αν η πιο διαφημισμένη διαδρομή πεζοπορίας της περιοχής κατέληγε από πάντα σε ένα φιλόξενο κατά τ’ άλλα σπίτι. Η απάντηση αναμενόμενη. ”Μετά τις περσινές πλημμύρες, έχουν πέσει βράχια και πλατάνια, δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα από τη διαδρομή που υπήρχε”.

”Κι όλα αυτά που έχω συναντήσει, όλοι οι κακοτράχαλοι δρόμοι, είναι από τις πλημμύρες, μετά από τόσο καιρό στο ίδιο χάλι;” τον ρωτώ. Σκύβει απογοητευμένος το κεφάλι. Μου εξηγεί πώς να βγω στον κεντρικό δρόμο, ώστε να γυρίσω στο χωριό. ”Είναι απίστευτο” ψιθυρίζω φεύγοντας.

Θα έλεγε κάποιος πως μέσα σε ελάχιστους μήνες οι ζημιές θα έπρεπε να είχαν φτιαχτεί. Κι όμως, είναι σα να μην πέρασε μια μέρα. Τι κι αν τα Χριστούγεννα οι πολιτικοί κραύγαζαν πως «το Πήλιο είναι έτοιμο να δεχθεί τους επισκέπτες μετά τις καταστροφικές πλημμύρες -Οι υποδομές επανήλθαν, οι δρόμοι είναι ανοιχτοί, οι ξενώνες καθαροί και περιμένουν μικρούς και μεγάλους». Τι κι αν οι πολιτικοί έδιναν υποσχέσεις πως η ανοικοδόμηση της περιοχής και τα έργα αποκατάστασης θα ξεκινήσουν με ταχείς ρυθμούς την άνοιξη του ’24, η εικόνα αυτή τη στιγμή στη Θεσσαλία θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο. Ο υφυπουργός Υποδομών, Νίκος Ταχιάος, πανηγυρίζει για δις που θα δοθούν γι’ αυτόν τον σκοπό, την ανοικοδόμηση των πλημμυροπαθών περιοχών. Αυτά, μάλιστα καυτηρίασαν και πριν λίγες μέρες σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησαν στη Λάρισα οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Λάρισας κ. Βασίλης Κόκκαλης και Μαγνησίας κ. Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος με αντικείμενο την επόμενη ημέρα από τα καταστροφικά γεγονότα του περασμένου Σεπτεμβρίου.

Οι κάτοικοι μετρούν ακόμη τις πληγές τους. Άλλοι ζουν σε κοντέινερ, άλλοι σε μισοκατεστραμμένα κτίρια, ενώ οι περισσότεροι είδαν σε μία νύχτα τις περιουσίες μιας ζωής και τις καλλιέργειές τους να τις καταπίνει το έδαφος. Τόσους μήνες ακούν κενές υποσχέσεις για αποζημιώσεις, ενώ δεν είναι λίγες και οι φορές που η πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε φαντασία, καθώς καλούνται να πληρώσουν λογαριασμούς ακόμα και σε ”κόκκινα” σπίτια.

Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, πάλι μονολογώ: Είναι απίστευτο.