Σύμφωνα με την εφημερίδα Realnews, οι οκτώ Τούρκοι στρατιωτικοί που κατέφυγαν στην Ελλάδα έπειτα από το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016, δήλωσαν σχετικά με τις πρακτικές των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών ότι «οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες δεν πρόκειται να ρισκάρουν στελέχη τους για να μας απαγάγουν ή να μας δολοφονήσουν. Δεν λειτουργούν έτσι. Συνεργάζονται με σκληρούς κακοποιούς, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη βρόμικη δουλειά σε ανάλογες περιπτώσεις».  
 
Στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρεται πως η αποκάλυψη αυτή έγινε προς τα στελέχη των ελληνικών υπηρεσιών ασφαλείας, με αποτέλεσμα τον επανασχεδιασμό των μέτρων ασφαλείας της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) και της Αστυνομίας, αναφορικά με τους 8 Τούρκους στρατιωτικούς.

Οι εν λόγω αποκαλύψεις έρχονται λίγες μέρες μετά από τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Μελβούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος ανακοίνωσε το πάγωμα της συμφωνίας Ελλάδας – Τουρκίας για το προσφυγικό, ως αντίποινα για τη μη έκδοση των Τούρκων στη χώρα τους, ενώ ο εκπρόσωπος της τουρκικής κυβέρνησης, Μπεκίρ Μποζντάγ είχε δηλώσει ότι «είναι καθήκον μας να μεταφέρουμε αυτούς τους κακοποιούς στην Τουρκία όπου κι αν βρίσκονται», σύμφωνα με το Anadolu

Υπενθυμίζεται ότι ελεύθεροι έχουν αφεθεί όλοι οι Τούρκοι στρατιωτικοί διότι παρήλθε το ανώτατο όριο κράτησης τους, αλλά και ότι διαμένουν σε απόρρητη τοποθεσία υπό την ασφάλεια των αστυνομικών αρχών.

 
Επιπλέον, και οι οκτώ Τούρκοι είχαν αιτηθεί να φύγουν από την Ελλάδα, και να τους χορηγηθεί άσυλο, ενώ οι δικηγόροι τους είχαν ζητήσει και την παροχή ταξιδιωτικών εγγράφων με σκοπό να ταξιδέψουν νομίμως σε χώρα της επιλογής τους, ώστε η επίλυση της υπόθεσης, με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, να επιφέρει και αποφόρτιση της Ελλάδας από τις πιέσεις της Τουρκίας.
 
Σημειώνεται ότι η ελληνική Δικαιοσύνη, με απόφαση που επικυρώθηκε σε ανώτατο βαθμό από τον Άρειο Πάγο, είχε απορρίψει το αίτημα της Άγκυρας για έκδοση των «8» στην Τουρκία. Επιπλέον, ο Άρειος Πάγος είχε αποφανθεί για το αίτημα της Τουρκίας, πως οι οκτώ δεν μπορεί να εκδοθούν για να δικαστούν στη γείτονα διότι δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα τύχουν δίκαιης δίκης.