Στο συλλαλητήριο του Συντάγματος δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να συμμετάσχω, όπως και σε κανένα του είδους. Γιατί παρά τις καλές και αγνές προθέσεις ορισμένων, οι κινητοποιήσεις αυτές καπελώνονται από τα πιο μαύρα και αντιδραστικά στοιχεία, από την άκρα δεξιά και τα νεοναζιστικά μορφώματα που θεωρούν δεδομένα σήμερα πια, οτιδήποτε άπτεται του τόπου ή της πατρίδας, τσιφλίκι και γήπεδό τους. Γήπεδο ανέλιξης και ισχυροποίησης τους, όχι ότι κρύβουν ανιδιοτελή αισθήματα για την Ελλάδα.
Θεωρώ πολύ σημαντικές οποιεσδήποτε απόπειρες συμφιλίωσης και κάθε χέρι βοηθείας που απλώνεται, πράγμα ιερό. Μόνο που αυτές οι πρωτοβουλίες έχουν νόημα μονάχα όταν προκύπτουν ως ανάγκες, και στην δική μας περίπτωση προέκυψαν και πάλι μέσω εξωτερικών πιέσεων.
Το μεγαλύτερο ίσως δράμα στην ιστορία αυτή – προάγγελος μεγάλων καταστροφών – είναι ότι δεν έχουμε πια τη δυνατότητα να αποφασίζουμε για τον εαυτό μας — κι ουσιαστικά για τίποτα. Κάποιες μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να μπουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και μας έβαλαν το μαχαίρι στο λαιμό. Τρίζοντας λιγάκι και τα δόντια και στους Σκοπιανούς.
Θεωρώ πραγματικά θετικό βήμα την προσπάθεια επίλυσης χρόνιων και επικίνδυνων πολιτικών ζητημάτων. Όμως βρίσκω και τη Συμφωνία αυτή επικίνδυνη. Μου θυμίζει τα συμβόλαια των Ασφαλιστικών Εταιριών με τους αστερίσκους και τα ψιλά γράμματα που σ' αφήνουν ρέστο όταν έρθει η ώρα να τα επικαλεστείς. Δεν έχω πρόβλημα με τη σύνθετη ονομασία. Σύνθετο γεωγραφικό πρόβλημα είναι αυτό της Μακεδονίας, τα ιστορικά εδάφη της οποίας μοιράστηκαν στους νεώτερους χρόνους ανάμεσα σε πέντε κράτη: Ελλάδα, Αλβανία, Βουλγαρία, Σκόπια, Σερβία.
Οπότε σήμερα η Μακεδονία δεν είναι μια και ελληνική. Όπως όμως δεν είναι μία και σκοπιανή η μακεδονική ιθαγένεια ή εθνότητα. Η Συμφωνία με τους αστερίσκους και το «εγώ θα με λέω Κώστα κι εσύ θα καταλαβαίνεις Γιάννη», δεν είναι απλώς πολιτικά φαιδρή, αλλά ιδιαίτερα επικίνδυνη.
Αν οι Μακεδόνες κατοικούν στα Σκόπια, τότε αυτομάτως πρωτεύουσά τους είναι το αρχαιότερο κέντρο της Μακεδονίας, η Θεσσαλονίκη. Και η ιστορία διαμορφώνεται πάντα μέσα από τη γλώσσα και την εθνότητα, και ποτέ μέσα από τους αστερίσκους, οι οποίοι είναι αμελητέοι όσο και στα ασφαλιστικά συμβόλαια. Δεν ήθελα να μπω στο παιχνίδι της γνωμούλας και να πάρω μέρος στο μεγάλο μπάχαλο που έχει προκύψει εντός κι εκτός διαδικτύου εξαιτίας της Συμφωνίας. Ο βαθύς διχασμός που βράζει εντός της ελληνικής κοινωνίας, με φοβίζει. Ποιον ενδιαφέρει και τι βάρος έχει εξάλλου η γνωμούλα μου; Τίποτα το ιδιαίτερο.
Θέλησα όμως να γράψω δυο λόγια γιατί με πόνεσε η επιθετικότητα των φίλων μου. Που υπέγραψαν το κείμενο των 158 καλλιτεχνών υπέρ της Συμφωνίας. Τον τραμπουκισμό και την μισαλλοδοξία που κρύβει η άλλη πλευρά, τον ξέρω καλά. Δεν ανέχομαι όμως να με τσουβαλιάζουν μαζί με όσους διαφωνούν μαζί τους, αυτομάτως στους υπέρμαχους του «σκοταδισμού, της ξενοφοβίας, του εθνικισμού, της καταστολής και του ολοκληρωτισμού». Το καλλιτεχνικό μέτωπο αντίστασης, προτάσσοντας τάχα μου ανθρωπιστικά αισθήματα, ταυτίζει όποιον βρίσκει απέναντι με την υπανάπτυξη και τον φασισμό.
Είναι άλλο να βλέπεις πώς δρουν οι φασίστες και πώς εκμεταλλεύονται – το ενδεχομένως και στρεβλό για κάποιους – πατριωτικό αίσθημα του κοσμάκη, και άλλο να ταυτίζεις όλους όσοι είναι έχουν διαφωνίες σχετικά με τη Συμφωνία, με τον ολοκληρωτισμό. Είναι χυδαίο. Κι αν ως καλλιτέχνης ζεις σε μια χώρα όπου όλος ο λαϊκός κόσμος έχει μεταμορφωθεί στα μάτια σου με ιονεσκικού τύπου φασιστικό θεριό, τότε σίγουρα έχεις σημαντικό μερίδιο ευθύνης.
Νομίζω ότι το μεγαλύτερο σήμερα χρέος του καλλιτέχνη είναι να ενώσει τον σπαραγμένο κόσμο γύρω του. Δηλαδή να κρατάει αποστάσεις – όχι από την πολιτική, η πολιτική είναι θεμελιώδες γνώρισμα του έργου τέχνης – από τα κομματικά, διχαστικά παιχνίδια. Να φωτίζει τον κόσμο και όχι να τον πολώνει. Και φωτίζεις μονάχα φωτίζοντας τα βήματά σου, ψάχνοντας. Όχι διεκδικώντας εξ ορισμού ως προνόμιο την προοδευτικότητα.
*Ο Σπύρος Γιανναράς είναι συγγραφέας και μεταφραστής.