Υπότιτλος: ΒΙΟΙ ΛΕΣΒΙΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ
Προσκυνητές μιανής Iδέας
τραβάμε για το Λυτρωμό!!!
Κι είνε ο πόθος μας Ιερέας
δίχως σταβρό!!
Δεν είμαστε! Όχι! μοιρολάτρες·
Σκλάβοι δεν είμαστε της βιας!!
Σκλάβ’ είμαστε μαζύ και λάτρες
της Λεφτεριάς!!
Όπου σταθούμε κι όπου πάμε
κρούομε τη Λύρα δυνατά…
Τ’ ανθί που κλαίει δεν τραγουδάμε
και που μαδά…
Χύνουμε φως μέσα στα σκότη
Και στις απόκληρες καρδιές…
Που τις ματών’ η ανθρωπότης
με τις ψευτιές…
Και την αλήθεια αναζητούμε
με τη σπαθάτη μας ματιά…
(Στα στήθια η πίστη η Θεία που κλειούμε
μας οδηγά…)
Προσκυνητές μιανής Ιδέας
τραβάμε για το Λυτρωμό!!!
Κι είνε ο πόθος μας Ιερέας
δίχως σταβρό!!
(Άνθου Χιλιώτη. «Στον Κώστα Βάρναλη. Στον αγαπητό ποιητή της μάζας». Από την ανέκδοτη συλλογή «Τραγούδια των σκλάβων». Δημοσιευμένο στο «Ριζοσπάστη» στις 15-2-1936).
Πρόλογος
Πάντα με συγκινούσε ο απλός άνθρωπος, ο βιοπαλαιστής, ο έντιμος, ο φιλότιμος, ο αξιοπρεπής. Ο άνθρωπος του καθημερνού κάματου και ασίγαστου μόχθου, ο δημιουργός του κοινωνικού πλούτου που τον λυμαίνονται οι αδηφάγες ύαινες της εκάστοτε εκμεταλλεύτριας τάξης. Αυτός που δεν στάθηκε δυνατό να υπερβεί τα ταξικά τείχη, ν’ ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει σ’ έναν ανέφελο ουρανό, που τον κράτησαν για τον εαυτό τους τα μαύρα κοράκια και τα γαμψώνυχα όρνια. Αυτός, που τόσες φορές πότισε με αίμα το δέντρο της λευτεριάς και της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά δεν τον άφησαν να γευτεί τους καρπούς των θυσιών του. Κι όμως υπομένει, αντιστέκεται, συνεχίζει να μάχεται, προσμένοντας να ’ρθει η ώρα που θα κάνει την έφοδο στον ουρανό…
Συναξάρια λέγονται τα ειδικά λειτουργικά βιβλία που περιλαμβάνουν σύντομες ή εκτενείς διηγήσεις του βίου γενικά και των μαρτυρίων που υπέστησαν οι άγιοι και οι οσιομάρτυρες της χριστιανοσύνης. Όμως, μυριάδες ακόμα είναι αυτοί που μαρτύρησαν για την πίστη και την ιδεολογία τους. Ατέλειωτες είναι οι εκατόμβες των θυμάτων των απελευθερωτικών, των αντιφασιστικών, των ταξικών αγώνων. Αυτών που θυσίασαν τη ζωή τους για έναν καλύτερο κόσμο. Που στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, που πέθαναν από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες στις εξορίες και στις φυλακές, που έπεσαν στις τάξεις του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ ή από τα δολοφονικά χτυπήματα της εργοδοσίας και της κρατικής καταστολής. Αλλά κι εκείνων που βάδισαν τον ίδιο πολύπαθο δρόμο, όμως, από τύχη και όχι από υποχώρηση στις αρχές τους, κατάφεραν να επιβιώσουν, κρατώντας ψηλά ως το τέλος τα αιματοβαμμένα φλάμπουρα του ταξικού αγώνα.
Κι όπως οι χριστιανοί, έτσι και οι κομμουνιστές έχουν το δικό τους εορτολόγιο, που είναι ένα ατέλειωτο μαρτυρολόγιο με χιλιάδες τιμημένους νεκρούς. Κρατάμε αναμμένο το καντήλι τους στο εικονοστάσι της συλλογικής μνήμης και αποθέτουμε την αιώνια ευγνωμοσύνη μας στα ιερά θυσιαστήρια όπου άφησαν τη στερνή τους ανασαιμιά. Στα «συναξάρια» των κομμουνιστών αποθησαυρίζονται οι βίοι των μαρτύρων του επαναστατικού κινήματος. Αυτοί είναι οι άγιοι που ’χουμε στο εικονοστάσι μας, αυτούς δοξάζουμε και τιμούμε. Η αγιοσύνη τους, φυσικά, δεν περιβάλλεται από φωτοστέφανα, δεν τυλίγεται με το μανδύα της μεταφυσικής, δεν προπαγανδίζεται με θαυματουργές ικανότητες, δεν έχει ανάγκη από προσευχές, προσκυνήματα και τάματα. Αλάργα από μας η θεοποίησή τους. Το μόνο ιερό χρέος που επιβάλλει η στάση της ζωής τους και το υψηλό ηθικό πρότυπο που μας κληροδότησαν είναι να αντλούμε δύναμη και πίστη για τη συνέχιση του αγώνα, το βαρύτιμο έπαθλο του οποίου θα είναι η κοινωνική απελευθέρωση.
Συναξάρια, λοιπόν, βαφτίσαμε κι εμείς -συμβολικά- αυτό το δίτομο βιβλίο που περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικές βιογραφίες και νεκρολογίες Λέσβιων Λαϊκών Αγωνιστών, η ζωή των οποίων, εμπνεόμενη από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη, αναλώθηκε στο βωμό της ταξικής πάλης για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής σκλαβιάς και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ο τίτλος αυτός προσδίδει μιαν «ιερότητα» στην έκδοση και ενεργοποιεί τα δημοκρατικά αισθήματα του αναγνώστη.
Ο Τσέχος κομμουνιστής Γιούλιους Φούτσικ όταν είχε κλειστεί από τους ναζί στη Φυλακή Πανκράτς της Πράγας το 1942, λίγο πριν την εκτέλεσή του, έγραψε το πολυμεταφρασμένο έργο του «Ρεπορτάζ κάτω απ’ την κρεμάλα». Στην εισαγωγή του κεφαλαίου «Άνθρωποι και ανθρωπάρια» σημειώνει: «Ένα πράγμα ζητώ από σας που θα επιζήσετε σ’ αυτήν την εποχή: Να μην ξεχάσετε! Να μην ξεχάσετε ούτε τους καλούς ούτε τους κακούς. Συγκεντρώστε με υπομονή τις μαρτυρίες γι’ αυτούς που έπεσαν για τον εαυτό τους και για σας. Θα έρθει μια μέρα που το σήμερα θα γίνει παρελθόν και θα μιλούν για μια μεγάλη εποχή και για τους ανώνυμους ήρωες που δημιούργησαν την Ιστορία. Θα ήθελα να μάθει όλος ο κόσμος πως δεν υπήρξαν ανώνυμοι ήρωες. Πως ήταν άνθρωποι που είχαν τ’ όνομά τους, τη φυσιογνωμία τους, τους πόθους και τις ελπίδες τους και ο πόνος και του πιο τελευταίου από αυτούς δεν ήταν μικρότερος από τον πόνο του πρώτου, που τ’ όνομά του θα περάσει στην ιστορία. Θα ήθελα όλοι αυτοί να είναι πάντα πολύ κοντά στην καρδιά σας, σα φίλοι, σα συγγενείς σας, σαν τον ίδιο τον εαυτό σας.»
Υπακούοντας σ’ αυτή την προτροπή και αναλογιζόμενος τους αθάνατους στίχους του Μανώλη Αναγνωστάκη
«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει,
όμως εγώ δεν παραδέχθηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω,
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες…»
βάλθηκα να συγκεντρώσω αυτές τις διάσπαρτες ψηφίδες της ιστορικής μνήμης, για να μην τις σβήσει η λήθη του χρόνου.
Τα βιογραφικά παρατίθενται με χρονολογική σειρά, με βάση το έτος γέννησης του αγωνιστή (από τους παλαιότερους προς τους νεότερους). Ομοίως και τα θεματικά αφιερώματα. Έτσι ώστε να καταγραφεί στην χρονική της αλληλουχία όλη σχεδόν η ιστορική διαδρομή του λεσβιακού λαϊκού κινήματος από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη μεταπολίτευση, οι σημαντικότεροι σταθμοί του, οι θυσίες του και οι μεγάλες νίκες του χάρη στις οποίες ήδη από τον Ιούλη του 1931 η Λέσβος βαφτίστηκε «το κόκκινο νησί»!
Στο έργο αυτό αποθησαυρίζονται σημειώματα όχι μόνο δικά μου, αλλά και άλλων σκαπανέων της ιστορικής έρευνας (Βασίλη Καλογερά, Δημήτρη Καρατζιτζή, Γιώργου Γαλέτσα, Αρίστου Πολυχρονιάδη κ.ά.). Το υλικό αυτό συγκεντρώθηκε την τελευταία εικοσιπενταετία από πλήθος πηγών (βιβλιογραφία, δημοσιεύματα τύπου, προσωπικά αρχεία, διαδίκτυο κλπ.) μα κυρίως, από συνεντεύξεις των ίδιων των πρωταγωνιστών και αφορά στη ζωή και στη δράση πολλών Λέσβιων Λαϊκών Αγωνιστών, άλλων περισσότερο και άλλων λιγότερο γνωστών, που έχουν πια φύγει από τη ζωή. Αυτό δεν σημαίνει πως μόνον οι βιογραφούμενοι στο βιβλίο είναι άξιοι μνείας και τιμής. Πολλές εκατοντάδες ακόμα έχουν περάσει στο πάνθεον των μαρτύρων του λεσβιακού λαϊκού κινήματος. Αλλά είναι πρακτικά αδύνατο να γίνει μια κι έξω η συλλογή στοιχείων και η καταγραφή των βιογραφικών τους. Η ιστορική έρευνα συνεχίζεται και σίγουρα θα καταθέσει νέους καρπούς σε μελλοντικές εκδόσεις.
Η αιματοβαμμένη αγωνιστική ιστορία του Λαού μας αποτελεί τεράστια παρακαταθήκη που πρέπει να γίνει «κτήμα ες αεί» των επόμενων γενιών, αγκωνάρι για να ξαναχτίσουν πάνω στα σημερινά ερείπια μια νέα κοινωνία, άσβηστη δάδα μέσα στο έρεβος που μας οδηγούν οι δυνάμεις του Σκότους, της διαστρέβλωσης και παραχάραξης της ιστορικής Αλήθειας. Γιατί οι ζευγάδες φεύγουν, μα η σπορά μένει… Η παρούσα έκδοση έχει την ταπεινή φιλοδοξία να υπηρετήσει αυτό το σκοπό.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στα εκατόχρονα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), που γέννησε και γαλούχησε αυτούς τους ηρωικούς λαϊκούς αγωνιστές.
Αγιάσος, Σεπτέμβρης 2018
Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής