Μαύρα δισκάκια

«Σταμάτησα να είμαι μέλος μιας μπάντας πριν τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό ξαναβρέθηκα με ανθρώπους που είχαμε πει κοινά πράγματα, είχαμε συνυπάρξει, όπως ο Μανώλης Αγγελάκης και ο Στάθης Ιωάννου από τους Illegal Operation. Μας έφερε σε επαφή ο Περικλής, από τη δισκογραφική Inner Ear. Σε ένα τραπέζι με αρκετή ανθρωπιά κάναμε μια συζήτηση και τα παιδιά ανέλαβαν την παραγωγή του δίσκου. Ως παράδειγμα τους έφερα την τελευταία δισκογραφία του συγχωρεμένου Τζόνι Κας. Τα ‘μαύρα δισκάκια’. Είναι κάποιες δουλειές τις οποίες είχε αναλάβει ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς στον κόσμο, ο Ρικ Ρούμπιν. Ο Ρούμπιν δεν έκανε μια στενή παραγωγή, εγγραφή ή ερμηνεία, αλλά μια προσπάθεια να καταγραφεί η ψυχή και νομίζω ότι σε ένα μεγάλο βαθμό, όχι απλώς αγγίξαμε κάτι τέτοιο, το καταφέραμε κιόλας. Ο Μανώλης Αγγελάκης με έβαλε στην αρχή να τραγουδήσω μια κι έξω τα τραγούδια. Πήρα την κιθάρα μου κι άρχισα να τραγουδάω κομμάτια τα οποία είχα ήδη κοινωνήσει με κόσμο σε ζωντανές εμφανίσεις, σε μικρά λάιβ. Ο Μανώλης μου είπε ‘κλείσε τα μάτια, παίξε κι εγώ θα γράφω’. Αυτό έπρεπε να γίνει σε έναν χώρο φιλόξενο. Πήγαμε στο σπίτι ενός εκ των συντελεστών, στούντιο δεν υπήρξε ποτέ. Η διαδικασία της ηχογράφησης έγινε με αυτό που λέμε εμείς ‘σπιτικά κουλουράκια’ –όλες τις δυνατότητες που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Ήθελα το υλικό να μην έχει γιρλάντες, φιοριτούρες και εφέ, να είναι απλό. Το απλό είναι δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Πανδύσκολο μερικές φορές. Μπήκαν κάποια κεντήματα, αλλά όλη η δουλειά είναι εργόχειρη. Νομίζω ότι κανείς μπορεί να διακρίνει την αγάπη μας για την κάντρι, τα μπλουζ και την καταραμένη αμερικανική post σκηνή. Από εκεί κι έπειτα, τα λόγια ζυμώθηκαν τον τελευταίο χρόνο, την περίοδο της λεγόμενης ‘οικονομικής κρίσης’, που εκτός απο οικονομική είναι και ηθική και ευκαιρία να δοκιμαστούν οι άξιοι και οι αξίες».

Eποχή της «αφυδάτωσης»

«Στο συγκεκριμένο δίσκο λειτούργησα με γνώμονα το γύρω μου. Ήθελα να βγω από τον κόσμο μου και να αρχίσω να ψηλαφίζω. Να είμαι στο έξω, στο όλον, στον κόσμο, και να το εκφράσω. Πώς ξέρω καλύτερα να το κάνω; Να ζωγραφίσω μια εικόνα; Αυτό είναι κάτι μοναχικό. Μου ήταν αναγκαίο αυτό που παρατηρώ να το περιγράψω και να το ζήσω. Αυτό έγινε και μέσα από μια καινούρια στιχουργική. Κάποιος μπορεί να μην το δει, αλλά έτσι το νιώθω εγώ. Έχω φύγει από την κλειστή μόνιμη ανάγκη για τσάμπα ψυχανάλυση μέσω μιας τέχνης. Δεν με ενδιαφέρουν τόσο τα προσωπικά στριπτίζ όσο να μιλήσω για μένα μέσα στο όλον. Πολλές φορές μια ροκ μπάντα είναι μια σκληρή σύμβαση. Μπορεί να κερδίσεις αλλά και να χάσεις πολλά. Παλιότερα, βρέθηκα αντιμέτωπος με τα πάθη μου. Είχα κρυφτεί πίσω από την τέχνη της μουσικής, της στιχουργίας, με χάιδευε η ποίηση. Είχα πολύ γρήγορους ρυθμούς στη ζωή μου που δεν μπορούσα να τους αντέξω και πήγαινα να χάσω τον εαυτό μου. Όταν μπόρεσα να αντιμετωπίσω αυτό που μου συνέβαινε, άρχισα να βλέπω και να σκέφτομαι πάλι όπως όταν ήμουν έφηβος. Το θέμα ήταν να παραδεχτώ ότι είχε φτάσει ένα τέλος. Στο τέλος μιας εποχής υπάρχει πάντα φόβος για το παρακάτω. Τα τελευταία χρόνια ήρθα κοντά με διάφορους ανθρώπους. Φτιάξαμε μικρές κοινότητες και αρχίσαμε να απαντούμε με ‘δημιουργική βία’ στους αφυδατωμένους καιρούς, στις καρβουνιασμένες μέρες που ζούμε. Όλα αυτά όμως έγιναν σιγά-σιγά, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας, σε μέρες νηφάλιες. Ίσως πραγματικά χρειάζεται ο καθένας μας να κάνει το σκάψιμο μέσα του για να μπορέσουμε να εξυγιάνουμε το όλον, το σύνολο».

Παιδικά χρόνια στη «Νέα Ζωή»

«Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, ήμουν το μεγαλύτερο από τρία παιδιά. Η μητέρα μου, μετά το οχτατάξιο είχε σκοπό να σπουδάσει, αλλά τελικά ακολούθησε τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου, άνθρωπος του μόχθου, εργάτης, ανήκε στον χώρο της αριστεράς κι αυτός και όλη η οικογένειά του. Μέχρι τα 13-14 δεν τον θυμάμαι στο σπίτι. Έτρεχε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σε τρεις δουλειές για να μην νιώσουμε ότι έχουμε πρόβλημα. Μεγάλωσα στη ‘Νέα Ζωή’, μια περιοχή στο Περιστέρι. Τα τοπωνύμια με τη λέξη ‘νέα’ μπροστά δείχνουν την προσπάθεια ανθρώπων που ξεκινούν κάτι καινούριο. Όσο μεγάλωνα ένιωθα συνέχεια ότι κάτι καινούριο θα ξεπεταχτεί, κάτι καινούριο θα γεννηθεί. Η μουσική ήταν στην καθημερινότητά μου, τα πάντα ήταν ανοιχτά. Πρόλαβα να ζήσω την κοινότητα των ‘μικρών τσακαλιών’, τα αγόρια να κυνηγάνε τα κορίτσια στα χωράφια. Γίναμε μάρτυρες του δημοτικού με τα θρανία τρία-τρία, μια σόμπα τον χειμώνα να μας ζεσταίνει και έναν δάσκαλο ο οποίος να είναι φιλότιμος – όχι κουρασμένος όπως οι σημερινοί εκπαιδευτικοί. Η δική μου γενιά είχε αυτό που δεν έχουν τα σημερινά παιδιά, τις εναλλακτικές. Σκύβαμε και πιάναμε το χώμα, αναπνέαμε, τα καλοκαίρια ήμασταν έξω από το πρωί μέχρι το βράδυ, έψαχνε η μάνα μας να μας βρει. Ήταν μια αγνή εποχή. Βέβαια είχε και μεγάλη υποκρισία, γιατί από τους γονείς μέχρι και τα μικρά παιδιά, όλοι, προσπαθούσαν να κρύψουν το πρόβλημα, να μην καταλάβει κανείς μια άθλια κατάσταση φτώχειας».

Ανωτάτη Βιομηχανική και μουσική των μινιμαλιστών

«Πέρασα στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς, σημερινό Οικονομικό Παν/μιο. Τότε είχα το νου μου στις μουσικές, το μυαλό μου ήταν όλο σε μια κιθάρα, αλλά με αποθάρρυνε πάρα πολύ το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος πανεπιστημιακός χώρος ήταν τόσο ανταγωνιστικός. Όλοι οι φοιτητές προσπαθούσαν να κερδίσουν μια θέση στην κρεατομηχανή του μέλλοντος για να γίνουν σκληροί τεχνοκράτες. Πήγα να πάθω κατάθλιψη, δεν το σήκωνε ο οργανισμός μου. Δεν είχα καταλάβει πόσο με είχε πάρει κι εμένα η μπάλα, όπως και αμέτρητους ακόμα ανθρώπους, ως προς το τι θέλω εγώ και τι θέλουν οι άλλοι από μένα. Μια μέρα ήμουν στο αμφιθέατρο, χρωστούσα τέσσερα μαθήματα για το πτυχίο. Από αντίδραση, σηκώθηκα κι έφυγα. Ήταν ένας λέκτορας εκεί κοντά που με ήξερε, με είδε να φεύγω, μου λέει ‘πού πας;’, του λέω ‘σε χαιρετώ, φεύγω, δεν μπορώ άλλο πια’. Δεν συμβουλεύω κανένα να κάνει κάτι αντίστοιχο, αυτό ήταν δική μου ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Δεν το μετάνιωσα, μετάνιωσα που δεν σπούδασα κάτι που να μην με θλίβει. Εμένα μου άρεσαν πάρα πολύ τα μικρά παιδιά, θα ήθελα να κάνω κάτι στη διδασκαλική, αυτό θα με βοηθούσε να βγαίνω πιο εύκολα από τον εαυτό μου. Τελικά, στον χώρο της μουσικής που κατέληξα, είχα τη δυνατότητα να αγαπήσω αυτό το οποίο φοβήθηκα τότε. Τα δύο τελευταία χρόνια έχω αρχίσει να μελετάω τους μινιμαλιστές, τον Βιμ Μέρτενς, τον Μάικλ Νάιμαν, που η μουσική τους είναι μαθηματική εξίσωση κι έτσι κατανοώ τη γοητεία των μαθηματικών. Την έλλειψη που έχω στη θεωρία μουσικής θέλω να την κάνω αποθήκη γνώσεων, μάθηση και εξέλιξη. Ο Στάθης Ιωάννου, που συνεργαστήκαμε στο δίσκο, είναι και δάσκαλος. Με έμαθε πώς να χρησιμοποιώ δρόμους που μου ήταν άγνωστοι, στο μπλουζ παραδείγματος χάριν. Αποκτώ έτσι μια όχι στενά ακαδημαϊκή γνώση αλλά μια ευκαιρία να λύσω τους κόμπους, ανοίγεται ένας μουσικός ορίζοντας πολύ πιο μεγάλος μπροστά μου. Σε αυτή την προσπάθεια των τελευταίων χρόνων με ενδιαφέρει πάρα πολύ και αυτό, δηλαδή να αξιοποιήσω το άτομό μου και μουσικά. Γιατί είναι ωραίο να έχεις βγάλει πέντε-έξι δίσκους, εκατό τραγούδια, σε 15-20 χρόνια και όλο αυτό να στηρίζεται στο φιλότιμο και το ταλέντο, αλλά είναι διαφορετικό να έχεις ένα υπόβαθρο γνώσεων, να μπορείς να λύνεις πιο εύκολα τα σταυρόλεξά σου».

Ερημία και μοναχικότητα

«Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ότι αναμένουμε το αύριο με περισσότερο φόβο. Καμιά φορά λέμε ότι η ζωή γράφει τα πιο ευφάνταστα σενάρια και σε εκπλήσσει διαρκώς άμα είσαι ανοιχτός. Σήμερα δεν προσφέρουμε στον εαυτό μας αυτή τη δυνατότητα ως κοινωνία. Χρειάζεται καθημερινή μάχη, ο καθένας τελικά μόνος του, για να καταλήξουμε σε κάτι ομαδικό. Έτσι έγινε και αυτός ο τελευταίος δίσκος. Με ρωτούν συχνά ‘πώς νιώθεις τώρα που είσαι μόνος σου;’. Μα, δεν έμεινα μόνος. Είναι η μόνη περίοδος της ζωής μου που νιώθω ότι όσο σκάβω για μένα τόσο δεν έχω κανένα φόβο να μείνω μόνος. Επιδίωξα να μείνω με τον εαυτό μου, στην ερημία μου και να διακρίνω τη διαφορά μεταξύ μοναξιάς και μοναχικότητας. Χρειάζεται να γνωρίσουμε τη δεσποινίδα μοναχικότητα για να μην μας ξανατρομάξει η κυρία μοναξιά. Σήμερα ζούμε μια παχύδερμη, γουρουνίσια κατάσταση, έχουμε μπροστά μας το καρότο και παράλληλα βυθιζόμαστε στην αυτοτιμωρία και το αυτομαστίγωμα. Εγώ μιλώ για ενσυνείδηση – και στην πραγματικότητα αυτό που θέλω να πω είναι ότι η εποχή που ζούμε μας επιβάλλει να μην μένουμε στην επιφάνεια των πραγμάτων».

 

info: Η πρώτη προσωπική δουλειά του Θάνου Ανεστόπουλου, «Ως Το Τέλος», κυκλοφορεί από την Inner Ear σε βινύλιο και cd στο label του Εξώστη. Η παρουσίαση του δίσκου (ακουστικό σετ με τους Μανώλη Αγγελάκη, Στάθη Ιωάννου και live με το ηλεκτρικό σχήμα, τους Τηλέμαχο Μούσα, Χρήστο Λιάτσο, Νίκο Γιούσεφ) θα γίνει στην Αθήνα στο Gagarin 205 (10/05) και στη Θεσσαλονίκη στο Block 33 (11/05). Στους συναυλιακούς χώρους θα εκτίθενται έργα ζωγραφικής (κάρβουνο) του Θ. Ανεστόπουλου.