Οκτώ συστάσεις προς την Ελλάδα που θα συντελέσουν «στη διασφάλιση μιας βιώσιμης προσφυγικής ανταπόκρισης στη χώρα» το 2017, δημοσίευσε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Menelaos Myrillas / SOOC
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ σημειώνει ότι παρ’ όλη την πρόοδο που έχει επιτευχθεί «σημαντικές προκλήσεις σχετικά με την υποδοχή, την καταγραφή, την εξέταση των αιτημάτων ασύλου και την εξεύρεση λύσεων εξακολουθούν να υφίστανται, προκαλώντας σημαντικούς κινδύνους για την προστασία και την ασφάλεια».
Η Ύπατη Αρμοστεία απευθύνει έκκληση για τη διασφάλιση της δυνατότητας καταγραφής και εξέτασης αιτημάτων ασύλου, επισημαίνοντας ότι είναι ανάγκη να αντιμετωπιστεί η αδυναμία πλήρους εξέτασης των αιτημάτων ασύλου σε ένα λογικό χρονικό πλαίσιο. Επίσης, ζητά το ελληνικό κράτος να περιορίζει αυστηρά την χρήση του περιορισμού της ελευθερίας για τους νεοαφιχθέντες στον απολύτως ελάχιστο αναγκαίο χρόνο που χρειάζεται για την ταυτοποίηση και την καταγραφή, εξαιρώντας πλήρως τα παιδιά.
Η Ύπατη Αρμοστεία συστήνει και στην Υπηρεσία Ασύλου να αναπτύξει άμεσα σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την ενίσχυση των θεσμών που θα επιτρέπουν την ταχεία πλήρη καταγραφή και την εξέταση των αιτημάτων ασύλου.
Σχετικά με την άμεση αντιμετώπιση των ελλείψεων στα νησιά, η Ύπατη Αρμοστεία επισημαίνει ότι ο στόχος για το 2017 πρέπει να είναι η γρήγορη εξέταση των αιτημάτων ασύλου και η αύξηση των μεταφορών προς την ενδοχώρα με την εφαρμογή τριών μέτρων:
– την αύξηση του ρυθμού καταγραφής,
– τη σημαντική αύξηση του αριθμού των ατόμων που μεταφέρονται προς την ενδοχώρα,
– τη βελτίωση των συνθηκών υποδοχής.
Για την ενδοχώρα η Ύπατη Αρμοστεία κάνει έκκληση για κατάρτιση σχεδίου για ένα επαρκές και βιώσιμο σύστημα υποδοχής, με άμεσο κλείσιμο των ακατάλληλων χώρων φιλοξενίας (κυρίως των αποθηκών στην κεντρική Μακεδονία και του Ελληνικού στην Αττική) και τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο σύστημα υποδοχής που να βασίζεται σε περισσότερες ευκαιρίες στέγασης σε αστικές περιοχές.
Προτεραιότητα της Ύπατης Αρμοστείας είναι και η παροχή κατάλληλης φροντίδας για τα παιδιά, με φιλοξενία των ασυνόδευτων, έμφαση στη δημιουργία μορφών εναλλακτικής φροντίδας (φιλοξενία σε οικογένειες και εποπτευόμενη ανεξάρτητη διαβίωση για τα μεγαλύτερα παιδιά) και εξειδικευμένη υποστήριξη με βάση το βέλτιστο συμφέρον τους, όπως ταυτοποίηση και κατάλληλη αξιολόγηση της ηλικίας τους, εντοπισμό της οικογένειάς τους και παροχή κατάλληλης φροντίδας.
Στον τομέα της πρόληψης και αντιμετώπισης της σεξουαλικής και έμφυλης βίας, η Ύπατη Αρμοστεία υπογραμμίζει ότι οι συνθήκες σε κάποιους χώρους φιλοξενίας στην Ελλάδα εκθέτουν γυναίκες, άντρες και παιδιά στη σεξουαλική βία, κακοποίηση και εκμετάλλευση, καθώς και στην ενδοοικογενειακή βία. Επίσης, σημειώνει ότι οι περιορισμένες ευκαιρίες βιοπορισμού αυξάνουν περαιτέρω τον κίνδυνο σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας ανθρώπων, ενώ ο εντοπισμός, η παραπομπή και η παροχή υπηρεσιών στους επιζήσαντες σεξουαλικής ή έμφυλης βίας είναι ανεπαρκής.
Ο διεθνής οργανισμός προτείνει τρεις άξονες:
– την πρόληψη της σεξουαλικής και έμφυλης βίας μέσω της δημιουργίας χώρων φιλοξενίας, με επαρκείς ελάχιστες προδιαγραφές υποδοχής και μηχανισμούς πρόληψης,
– τον έγκαιρο εντοπισμό των επιζησάντων σεξουαλικής και έμφυλης βίας, και
– τη συστηματική παραπομπή τους στους αρμόδιους φορείς και τη διασφάλιση της ποιοτικής και επαρκούς κάλυψης των παρεχομένων υπηρεσιών (νομική, ιατρική, ψυχοκοινωνική υποστήριξη και πρόσβαση σε ασφαλείς δομές).
Επίσης, ζητά τη θέσπιση σαφών δομών συντονισμού με όλους τους ανθρωπιστικούς φορείς, ώστε να διασφαλισθεί μια συνεκτική και αποτελεσματική ανταπόκριση. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει ότι ένα σχέδιο δράσης πρέπει να καταρτιστεί από το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, το οποίο να αναφέρει με σαφήνεια τους αναμενόμενους ρόλους και αρμοδιότητες.
Όσον αφορά στις μετεγκαταστάσεις και οικογενειακές επανενώσεις, ο διεθνής οργανισμός ζητά την επιτάχυνση του ρυθμού, και κάνει έκκληση για περισσότερη αλληλεγγύη και επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ όλων των κρατών στην Ευρώπη.
Τέλος, ζητά να υπάρξουν περισσότερες ευκαιρίες στην ένταξη των προσφύγων και προτείνει να ενισχυθεί η χρηματική βοήθεια, να δοθεί η δυνατότητα στα παιδιά να παρακολουθούν μαθήματα σε κανονικά σχολεία και να έχουν οι πρόσφυγες καλύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, μαθήματα γλώσσας και επαγγελματικού προσανατολισμού, καθώς και σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και εύρεσης εργασίας.