Κι όμως! Έφτανε ένας Μητσοτάκης για να αλλάξει δραστικά αυτήν την εικόνα! Και να οι αναλύσεις για τη νέα μεγάλη δυναμική της μείζονος αντιπολίτευσης. Να η αναταραχή στον ευρύτερο αντιπολιτευόμενο χώρο του νεοφιλελέ κέντρου. Να και οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν ήδη μεγάλη προήγηση της ΝΔ στην εκτίμηση ψήφου.
Τόσο απλό ήταν, λοιπόν;
Εκεί που ο Τσίπρας πολιτεύονταν ως ο απόλυτος κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής στη χώρα, αυτός που και για τους «εταίρους» ακόμα θεωρούταν ο μοναδικός παράγοντας σταθερότητας σε ένα διαλυμένο κατά τα άλλα περιβάλλον και προαλείφονταν για μια παρατεταμένη πρωτοκαθεδρία, έφθανε ένας Κυριάκος, για να αμφισβητηθούν όλα τα δεδομένα;
Θα μου πείτε, ας περιμένουμε λίγο. Και θα συμφωνήσω πάραυτα. Γιατί, εκτός του ό,τι ο Κυριάκος πουσάρεται με χέρια και με πόδια από θεούς και δαίμονες, δεν είναι απίθανο να έχουμε και ηθελημένη διαστρέβλωση των υπαρχόντων στοιχείων. Μια στρατηγική, δηλαδή, αποδόμησης του Τσίπρα, έτσι ώστε η πολιτική τάξη να αποκατασταθεί από κάθε άποψη.
Γιατί, μπορεί ο Τσίπρας πραγματικά να είναι χρήσιμος, στο μέτρο που εφαρμόζει πράγματα, τα οποία ο Σαμαράς θα ήταν αδύνατο και να τα επιχειρήσει ακόμη, αλλά δεν αποτελεί μακροχρόνια –ίσως και μεσοχρόνια- την βέλτιστη λύση για το σύστημα. Όπως σημείωνε ο Τζανάκης, το Σάββατο στην τελευταία σελίδα των Νέων, «[η] ΝΔ ως φυσική διάδοχη κατάσταση μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει κάθε λόγο να κάνει σκληρή αντιπολίτευση –η οποία, όμως, να μην εμποδίζει το κυβερνόν κόμμα να ψηφίσει όλα εκείνα που δεν θα τολμούσε καν να φέρει στη Βουλή η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου».
Η συμβουλή είναι πολύ περιεκτική. Εκτός των άλλων, εξηγεί σε τι συνίσταται η συστημική ωφέλεια από την παρούσα διακυβέρνηση. Σημειώνει, ωστόσο, και τη λογική σειρά που δεν μπορεί παρά να φέρει τους «σωστούς» παίκτες στο προσκήνιο.
Να το πώ αλλιώς: από αρκετές απόψεις ο Τσίπρας αποτελεί λύση «ανισόρροπη» βάσει των σχεδιασμών της ευρωπαϊκής -και της τοπικής, όμως- άρχουσας τάξης. Προέκυψε μετά από ένα εγχείρημα «εκδίκησης της γυφτιάς», το οποίο εγκαταλείφθηκε το καλοκαίρι ολοκληρωτικά από τους πρωταγωνιστές του, αλλά ο κίνδυνος παραμένει –και η οριστική αποτροπή του θέλει κατάλληλους χειρισμούς. Χειρισμούς, δηλαδή, που θα διασφαλίσουν την ομαλή ολική επαναφορά του «καλού κόσμου» στην θέση που του αξίζει.
Και δεν φτάνει η πανκινητοποίηση Κηφισιάς, Εκάλης, Παπάγου και Πανοράματος για τέτοια πράγματα. Αρκεί μόνο για να βγάλει τον Κυριάκο αρχηγό της παρατάξεως. Στις εκλογές, όμως, μπορεί να σπάσει ο διάλος το ποδάρι του και να ψηφίσουν πολλοί χαϊδαριώτες, περιστεριώτες, κερατσινιώτες και ευοσμαίοι. Κι εκεί ο Κυριάκος ούτε τα πήγε ούτε και πρόκειται να τα πάει καλά.
Η λύση, επομένως, για την έλευση της «ορθής ομαλότητας» είναι μία και μόνη: η αποστράτευση των λαϊκών ανθρώπων, η διάχυση της απογοήτευσης και της υπαρξιακού χαρακτήρα συλλογικής απελπισίας, η απόλυτη κατίσχυση της ιδέας πως –ό,τι και να λέμε- όσα συμβαίνουν συνιστούν ιστορικό μονόδρομο, κοινωνική νομοτέλεια.
Ως προς αυτό, η παρούσα κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί. Οι χαμένες προσδοκίες ήδη έφεραν αποτέλεσμα –τον Σεπτέμβριο ψήφισαν 700000 λιγότεροι σε σχέση με τον Ιανουάριο, διαμορφώνοντας τη μικρότερη συμμετοχή σε εκλογές μετά από την πτώση της χούντας. Και η ασκούμενη πολιτική διώχνει όλο και περισσότερο καλό λαϊκό κόσμο στο περιθώριο ωθώντας όλο και βαθύτερα στη μεταδημοκρατική συνθήκη.
Είναι χρήσιμη, λοιπόν, η κυβέρνηση. Δεν είναι, όμως, «τέλεια». Μόνο ο Κυριάκος κι άλλοι τέτοιοι –έστω κι αν είναι φανερά ζαβοί- είναι τέλειοι.
Δεν μπορούν, όμως, να ρίξουν την κυβέρνηση στο μέτρο που δεν μπορούν να καθορίσουν τον τρόπο που θα κινηθεί η «γυφτιά» και την επόμενη φορά. Μπορούν, όμως, βάσιμα να περιμένουν την πτώση της.
Θέλω να πω, η κυβέρνηση δεν κινδυνεύει από τον Μητσοτάκη. Και, παρ’ όλα αυτά, κινδυνεύει πραγματικά. Για τρεις λόγους:
Πρώτο, φαίνεται πως η πολιτική της αρχίζει να βρίσκει ανοιχτά μετωπικούς αντιπάλους στο κοινωνικό πεδίο. Δεν είναι πιθανό πως θα περνάει για πάντα τα μνημονιακά της νομοθετήματα αβρόχοις ποσί –η περίοδος χάριτος, ίσως, εκπνέει. Πράγμα που θα μειώσει κατά πολύ και την χρησιμότητά της, όπως την ανέλυσα προηγουμένως.
Δεύτερο, θα χρειαστεί χρήματα από τις εκταμιεύσεις δόσεων, για να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις προς τους εταίρους της. Ήδη φαίνεται πως αυτό διαμορφώνει ένα εξαιρετικό πεδίο νέων εκβιασμών και απαιτήσεων, που είναι αμφίβολο πως μπορεί να τους αντέξει πολιτικά. Η περίπτωση, λοιπόν, μιας συνθήκης, όπου η κυβέρνηση θα είναι και κερατάς και δαρμένος, είναι πολύ πιθανή. Ο Σαμαράς θα μπορούσε να πληροφορήσει σχετικά.
Τρίτο, η κυβερνητική αφήγηση συνδέεται με την «ανάπτυξη», που οσονούπω έρχεται, για να θεραπεύσει πάσα νόσο και μαλακία. Το κακό είναι πως μόνο αυτή την βλέπει –την «ανάπτυξη»- σε ένα διεθνές περιβάλλον, που κινείται ολοταχώς προς ένα νέο επεισόδιο τύπου 2008, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κρίσης, που κάθε άλλο παρά φαίνεται να τελειώνει.
Παρά τον Κυριάκο, λοιπόν, και χωρίς τον Κυριάκο το πολιτικό «ατύχημα» κάθε άλλο παρά αποκλείεται. Και κανείς δεν μπορεί να το αντιμετωπίζει με αδιαφορία.
Όσοι συνεχίζουν να αντιστέκονται και να επιχειρούν την επανάκαμψη μιας μικρής έστω ελπίδας, την επαναφορά στο προσκήνιο των πρώτων ξανά θετικών προσδοκιών, θα πρέπει να ετοιμάζονται να συμβάλλουν, όσο περισσότερο γίνεται, στην ενίσχυση του κινήματος, στην προσπάθεια να μην αποστρατευτούν κι άλλοι, την προσπάθεια να διατηρηθούν και να πολλαπλασιαστούν τα αλληλέγγυα εγχειρήματα.
Κι απαιτούνται άμεσες ενωτικές πολιτικές από όλους όσους επιμένουν πως υπάρχει ακόμη άλλος δρόμος.
Για να μην δοθεί η δυνατότητα ούτε στον Μητσοτάκη να αποτελέσει εναλλακτική (!) ούτε και στην κυβέρνηση να καρπωθεί την ορθή αντιδεξιά αναφυλαξία των λαϊκών τάξεων, για να συνεχίσει τη μνημονιακή πολιτική.
Για να αποτραπεί η πλήρης και οριστική απόσυρση των λαϊκών ανθρώπων από την πολιτική δράση.
Φαίνεται λίγο, αλλά είναι, ίσως, πάρα πολύ και μπορεί να αποδειχτεί απολύτως καθοριστικό.