Σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle, η καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, υποδέχθηκε το βράδυ της Τρίτης στο Βερολίνο τον πρωθυπουργό της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ, προκειμένου να συζητήσουν για το «Ταμείο Ανάκαμψης» ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα δοθούν μέσω επιχορηγήσεων και μνημονιακών  δανείων σε χώρες όπου οι οικονομίες τους έχουν πληγεί λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.

Οι διαφορές για το Ταμείο Ανάκαμψης αφορούν ζητήματα, όπως το ύψος του ποσού και το αν θα πρέπει να συνδεθούν οι επιδοτήσεις με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα επιτηρούνται. Χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία αρνούνται έναν έλεγχο τύπου τρόικας, ενώ η Αυστρία, η Δανία, η Ολλανδία και η Σουηδία τον θεωρούν απαράβατο όρο.

Με παγίδες νέων όρων λιτότητας το «Ταμείο Ανάκαμψης» ύψους 750 δισ. της Κομισιόν

Η σύσκεψη αναμένεται να πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Παρασκευή και για τον λόγο αυτό η Μέρκελ τόνισε πως «ο χρόνος πιέζει» και πολλά ζητήματα  παραμένουν ανοικτά. Υπογράμμισε ότι «η Γερμανία θα πάει στις Βρυξέλλες με ένα ορισμένο απόθεμα διάθεσης για συμβιβασμό».

Ο Σάντσεθ, που έχει υποχωρήσει σχετικά με τις απαιτήσεις του για την έκδοση του ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ανέφερε πως θα πρέπει να ληφθούν άμεσα αποφάσεις για το Ταμείο. «Η Ισπανία θα κάνει το παν προκειμένου να επιτευχθεί σύντομα μια συμφωνία». «Ο Ιούλιος θα πρέπει να είναι ο μήνας των αποφάσεων. Και αν αναβάλουμε την ανοικοδόμηση θα επιδεινωθεί η κρίση ακόμη περισσότερο».

Βαθαίνουν οι αντιθέσεις εντός της ΕΕ για τη χρηματοδότηση του «Ταμείου Ανάκαμψης» για τον κορονοϊό

Την Τετάρτη ο Πέδρο Σάντσεθ θα συναντηθεί στη Στοκχόλμη με τον σουηδό πρωθυπουργό Στέφαν Λεβέν και αργότερα στο Παρίσι με τον γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν. Την Πέμπτη ο γάλλος πρόεδρος θα έχει συνομιλίες με τον Σ. Λεβέν στο Παρίσι και αμέσως μετά θα αναχωρήσει για τις Βρυξέλλες για να συναντήσει τον ιταλό πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε.

Στόχος του Μακρόν είναι, σύμφωνα με ανακοίνωση της γαλλικής προεδρίας, να επιτευχθεί συμφωνία τόσο για τον προϋπολογισμό της ΕΕ  όσο και για το «Ταμείο Ανάκαμψης »εντός του μηνός, αφήνοντας κατά αυτό τον τρόπο ανοιχτό το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί σε περίπτωση αποτυχίας της επικείμενης Συνόδου Κορυφής μια νέα – πιθανώς δύο εβδομάδες αργότερα.