Η γυναίκα κατήγγειλε πως τουλάχιστον κατά την τελευταία διετία, ο αστυνομικός χρησιμοποιώντας απειλές καθώς και ψυχολογική και σωματική βία, προέβαινε συστηματικά στον βιασμό της, ενώ την εξέδιδε έναντι αμοιβής, παρακρατώντας για τον ίδιο χρηματικά ποσά.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. ο αστυνομικός εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του, προσέγγισε αρχικά τη γυναίκα με το πρόσχημα της παροχής προστασίας ενώ στη συνέχεια στο πλαίσιο της μεταξύ τους συμβίωσης, απαιτούσε και αποσπούσε μέρος ή ολόκληρες τις εισπράξεις της.
Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ
Από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας συνελήφθη απογευματινές ώρες τo Σάββατο, 30 Σεπτεμβρίου 2023, αστυνομικός για εμπορία ανθρώπων και βιασμό κατ’ εξακολούθηση.
Ειδικότερα, την ίδια ημέρα (30-09-2023) προσήλθε αυτοβούλως στην ανωτέρω υπηρεσία εκδιδόμενη αλλοδαπή γυναίκα η οποία, παρουσία πραγματογνώμονα – ψυχολόγου, κατήγγειλε ότι τουλάχιστον κατά την τελευταία διετία, ο αστυνομικός χρησιμοποιώντας απειλές καθώς και ψυχολογική και σωματική βία, προέβαινε συστηματικά στο βιασμό της, ενώ την εξέδιδε έναντι αμοιβής, παρακρατώντας για τον ίδιο χρηματικά ποσά.
Πιο αναλυτικά, ο αστυνομικός εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του, καθώς και το γεγονός ότι εκτελούσε υπηρεσία στην ίδια περιοχή όπου δραστηριοποιούνταν η καταγγέλλουσα, αρχικά την προσέγγισε με το πρόσχημα της παροχής προστασίας, ενώ στη συνέχεια, στο πλαίσιο της μεταξύ τους συμβίωσης, απαιτούσε και αποσπούσε μέρος ή ολόκληρες τις εισπράξεις της.
Μάλιστα, για να επιτύχει το σκοπό του, είχε υποσχεθεί ότι θα την παντρευτεί, ώστε να εξασφαλίσει τη μόνιμη διαμονή της στην Ελλάδα.
Για τον τερματισμό της παράνομης δράσης του, οργανώθηκε αστυνομική επιχείρηση, κατά την οποία ο αστυνομικός συνελήφθη αφού προηγουμένως είχε παραλάβει από την καταγγέλλουσα το προσημειωμένο χρηματικό ποσό των -500- ευρώ.
Από την επακόλουθη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην οικία τους, παρουσία δικαστικού λειτουργού, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν συσκευή κινητού τηλεφώνου και το χρηματικό ποσό των 3.850 ευρώ, από τα οποία τα 500 ήταν τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα, που ο κατηγορούμενος είχε ήδη τοποθετήσει σε ειδικά διαμορφωμένο σημείο απόκρυψης, εντός χώρου στον οποίο είχε αποκλειστική πρόσβαση.