Μπροστά σε πλήθος μαρτύρων, η αστυνομία προχώρησε στις αρχές Αυγούστου, σε μια πράξη ακραίας αυθαιρεσίας αλλά και αναίτιας βίας εναντίον τριών πολιτών, δύο εκ των οποίων είναι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι κουρδικής καταγωγής.
Ξυλοδαρμός για τη «Καβάλα»
Το περιστατικό το οποίο έφερε στο φως της δημοσιότητας η «Εφημερίδα των Συντακτών», έλαβε χώρα στις 9 Αυγούστου στο Σύνταγμα και ξεκίνησε όταν ένας νεαρός έγραψε πάνω σε μια από τις «anti-graffiti» ζαρντινιέρες που τοποθέτησε η δημαρχία Μπακογιάννη στα πλαίσια του «Μεγάλου Περιπάτου», το τοπωνύμιο «Καβάλα». Οι αστυνομικοί έπιασαν «επ’ αυτοφώρω» όπως φαίνεται το νεαρό και τον συνέλαβαν περνώντας του χειροπέδες.
Ωστόσο φαίνεται πως θέλησαν να το «νουθετήσουν». Ενώ ήδη του είχαν περάσει χειροπέδες, σύμφωνα με όσα κατήγγειλε η μία εκ των δημοσιογράφων, Berçem Mordeniz, «του κοπανούσαν το κεφάλι σαν μια μπάλα στον τοίχο, ενώ εκείνος δεν αντιδρούσε».
«Είσαι και αλλοδαπή, ε; Τώρα με έφτιαξες».
Γύρω από το εν εξελίξει περιστατικό είχε μαζευτεί κόσμος. Το ίδιο και οι δύο δημοσιογράφοι που βρίσκονταν στην περιοχή, ρωτώντας τί συμβαίνει και επιδεικνύοντας τις δημοσιογραφικές τους ταυτότητες. Στη συνέχεια ο ένας αστυνομικός ρώτησε επιθετικά τη Berçem, αν έχει άδεια διεξαγωγής αστυνομικού ρεπορτάζ, με τον άλλο δημοσιογράφο Çağdaş Kaplan, να βγάζει το κινητό του για να καταγράψει σε βίντεο το περιστατικό.
Η πράξη αυτή εξόργισε τους αστυνομικούς, οι οποίοι και του επιτέθηκαν, ρίχνοντάς τον στο έδαφος και τραβώντας τον από τον λαιμό, ενώ έσπασαν και το κινητό του.
Η Berçem έβγαλε το δικό της κινητό και κατέγραψε μόλις 18 δευτερόλεπτα στα οποία ακούγεται ένας αστυνομικός να της λέει να κλείσει την κάμερα και ότι δεν μπορεί να τραβάει βίντεο. Μιλάμε πάντα για διαπιστευμένη δημοσιογράφο, η οποία είχε ήδη δηλώσει την επαγγελματική της ιδιότητα επιδεικνύοντας μάλιστα και την αντίστοιχη ταυτότητα, ενώ ταυτόχρονα βρισκόταν σε δημόσιο χώρο.
Τμήμα-δικαστήριο-ελεύθεροι-τμήμα ξανά
Εν τέλει οι αστυνομικοί συνέλαβαν και την ίδια, μεταφέροντας τους τρεις με βαν της αστυνομίας στο Α.Τ. Ακροπόλεως. Η μεταφορά τους στο τμήμα όμως ήταν επίσης επεισοδιακή. Όπως κατήγγειλε η δημοσιογράφος, οι αστυνομικοί την τραβούσαν για να μπει στο βαν , ενώ κλωτσούσαν τον άλλο δημοσιογράφο.
Εντός του βαν οι αστυνομικοί αποφάσισαν να προσδώσουν και τόνο ρατσισμού στο περιστατικό, ενώ φέρεται να μη τηρήθηκε κανένα μέτρο προστασίας των συλληφθέντων από τον κορονοϊό. Οι συλληφθέντες έμειναν εντός του οχήματος ως το πρωί, χωρίς να τους παρασχεθεί τροφή και νερό, ενώ όταν ένας από τους αστυνομικούς κατάλαβε ότι η Berçem δε μιλούσε μόνο ελληνικά, της είπε «είσαι και αλλοδαπή, ε; Τώρα με έφτιαξες».
Η δημοσιογράφος καταγγέλλει πως ο αστυνομικός ήρθε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό της, με την ίδια να διαμαρτύρεται για τη μη τήρηση των αποστάσεων λόγω κορονοϊού και εκείνον να της φωνάζει, «Ουστ, έχω και παιδιά, θα με κολλήσεις τίποτα», φτύνοντάς την. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Berçem είχε ήδη πληροφορήσει την αστυνομία πως πάσχει από άσθμα και χρήζει φαρμακευτικής αγωγής.
Οι τρεις συλληφθέντες μεταφέρθηκαν το πρωί στο Α.Τ. Χαϊδαρίου σε έναν ιδιαίτερα μικρό χώρο, στον οποίο κρατήθηκαν μαζί με δεκάδες άλλα άτομα. Στη συνέχεια ένα πούλμαν της αστυνομίας, μετέφερε – πάλι χωρίς κανένα προστατευτικό μέτρο – στο δικαστήριο με τις κατηγορίες της εξύβρισης, της αντίστασης κατά της αρχής, της σωματικής βλάβης από αμέλεια και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Μάλιστα οι εκδορές στο χέρι της δημοσιογράφου, καταγράφηκαν στη δικογραφία ως «δάγκωμα αδέσποτου σκύλου».
Η δίκη έλαβε αναβολή και οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι. Ωστόσο οι αστυνομικοί και πάλι εντελώς αυθαίρετα, επικαλούμενοι διαδικαστικά ζητήματα, τους μετέφεραν και πάλι δεμένους με χειροπέδες στο Α.Τ. Ακροπόλεως, όπου τους άφησαν ελεύθερους όταν εισήλθαν στο τμήμα.
Σημαντικό να αναφερθεί είναι ότι ο μεν Çağdaş Kaplan, σύμφωνα με το δημοσίευμα είναι πρώην αρχισυντάκτης της τουρκικής εφημερίδας Yeni Yasam και βρίσκεται στην Ελλάδα το τελευταίο έτος, προκειμένου να αποφύγει τη δίωξη από το καθεστώς Ερντογάν, όντας καταδικασμένος στη Τουρκία για «φιλοκουρδική προπαγάνδα».
Η δε Berçem Mordeniz, είναι διαπιστευμένη διερμηνέας και δημοσιογράφος, καθώς επίσης και πολιτική πρόσφυγας που ζει από 5 χρονών στην Ελλάδα. Οι γονείς της βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν από το τουρκικό κράτος.
Την κάλυψη των δικαστικών εξόδων και των δύο, έχει αναλάβει το «Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου και των Μέσων Ενημέρωσης».
Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ στην «Εφημερίδα των Συντακτών»