Δεδομένου, όμως, ότι η επανάσταση ως ρήξη με το παραδεδομένο αποτελεί μία θεμελιώδη σταθερά της νεωτερικότητας, η οποία υπερβαίνει τον κομμουνισμό, τίθεται το ερώτημα μήπως η παύση της «εποχής των επαναστάσεων», για να θυμηθούμε την έκφραση του Έρικ Χόμπσμπομ (που την είχε χρησιμοποιήσει πιο περιοριστικά για την περίοδο 1789-1848) είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν κριτήρια για να θεωρήσουμε ότι έχει παρέλθει η εποχή της καθαυτό νεωτερικότητας και έχουμε εισέλθει σε μια άλλη εποχή όπου τα μεγάλα νεωτερικά προτάγματα είναι από μετατοπισμένα έως απενεργοποιημένα ή απλώς εξαγώγιμα σε χώρες εκτός Δύσης, οι οποίες τα βιώνουν σε μια υβριδική μορφή ανάμεικτη με τις δικές τους παραδόσεις και έξεις, ενώ η ίδια η Δύση βιώνει έναν αργόσυρτο σαββατισμό του χειραφετητικού και απελευθερωτικού οραματισμού που την έφερε στην πρωτοπορία του πλανήτη από τον 15ο αλλά κυρίως από τον 18ο αιώνα και μετά. Ας εξετάσουμε, όμως, ιστορικώς ορισμένες βασικές διαστάσεις του σημαίνοντος «επανάσταση» πριν από τη συζήτηση για την επικαιρότητά του.

 

Η επανάσταση ως αναστροφή, ως κυκλοφορία και ως ατμομηχανή

 

Ο όρος revolution αντλείται από την αστρονομία, όπου σημαίνει την αναστροφή. Αρχικά σήμαινε την επαναφορά σταθερών θεσμών μετά από μια περίοδο εξεγέρσεων. Αυτό είναι η αρχική σημασία της λέξης στα αγγλικά, καθώς οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν την έκφραση Glorious Revolution για την αποκατάσταση της μοναρχίας τους σε συνταγματική εκδοχή το 1688, αλλά όχι για την επανάσταση του Όλιβερ Κρόμγουελ το 1640, η οποία καταγράφηκε ως «εμφύλιος πόλεμος» (Civil War). Είναι κυρίως η γαλλική λέξη révolution, χρησιμοποιούμενη για την Επανάσταση του 1789 και αναδρομικά για την Αμερικανική του 1776, που έδωσε την καθαυτό νεωτερική σημασία στον όρο. Ο γερμανικός ιδεαλισμός, κυρίως μέσω του Καντ και του Χέγκελ και κατ’ αντίθεση προς τον Φίχτε, έδωσε την οριστική φιλοσοφική καταξίωση ότι η επανάσταση εγκαθιδρύει έναν κόσμο χειραφετημένο, ο οποίος διέπεται από τον ορθό λόγο. Οι επαναστάσεις, που φαίνονταν στους συγκαιρινούς τους ως ένας συνδυασμός καινοτομίας και χάους, έλαβαν τον χαρακτήρα μιας ωρίμασης της ανθρωπότητας που αναζητά την ελευθερία και την ισότητα ως αιτήματα ηθικής προόδου. Αυτή η νεωτερική έννοια της επανάστασης ανδρώθηκε, εξάλλου, σε μια εποχή με ιδεώδες τη διακίνηση (Verkehr, traffic), που συνδυάστηκε με την κυκλοφορία (Zirkulation, circulation), την οποία μελετούσε η φυσιολογία, αλλά ήταν και ζητούμενο της πολεοδομίας. Από τη βιολογία έλκουν την καταγωγή τους και οι εικονοποιήσεις της επανάστασης ως αναζωογόνησης και ως χειρουργικής επέμβασης. Ήταν η εποχή του τηλεγράφου, των ατμόπλοιων και της ατμομηχανής και όχι τυχαία στη μαρξιστική συνείδηση η επανάσταση καταγράφηκε ως η «ατμομηχανή της Ιστορίας».

 

Επανάσταση, βία και δικτατορία

 

Το ερώτημα που προκλήθηκε τόσο από τη μοίρα της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία κατέληξε στον αντιφεουδαρχικό απολυταρχισμό του Ναπολέοντα, όσο μετά και από τη Ρωσική, που κατέληξε στον σταλινισμό, είναι ποια είναι η σχέση επανάστασης και δικτατορίας. Το ερώτημα αυτό έχει ασφαλώς αναπτυχθεί ήδη στη σκέψη του Καρλ Μαρξ, ο οποίος εκλαμβάνει τη λεγόμενη «δικτατορία του προλεταριάτου» ως μια «αντιδικτατορία», εφόσον καταστρέφεται ο συγκεντρωτικός κρατικός μηχανισμός με τα κατασταλτικά του όργανα, αντικαθιστάμενος από λαϊκές πολιτοφυλακές. Ο ιδεότυπος είναι η Παρισινή Κομμούνα του 1871. Το κράτος είναι, επομένως, ένας μεταβατικός σταθμός που καταλήγει στη διάσπασή του (Zerbrechung) με τη βία ως μαμή (Gebursthelferin) για τη γέννηση μιας καινούργιας κοινωνίας, η οποία προκύπτει μέσα από τη δημιουργική καταστροφή. Στη λενινιστική εφαρμογή της μαρξιστικής θεώρησης, όμως, στην πράξη καταξιώθηκε η δικτατορία του κόμματος κατά τη διάρκεια του αιματηρότατου εμφυλίου (όπως άλλωστε και μετά τη Γαλλική Επανάσταση είχε χρειαστεί μία ισχυρή δικτατορική εξουσία, για να νικήσει τις αντεπαναστατικές δυνάμεις), με αποτέλεσμα η επανάσταση να μετατρέπεται σε εξουσιαστική πράξη. Στον 20ο αιώνα το ερώτημα ήταν αν η επανάσταση είναι απλώς βία (Macht) ή αν συγκροτεί νόμιμη κυριαρχία (Herrschaft), σύμφωνα με τους όρους του Μαξ Βέμπερ, ενώ με τους όρους του Καρλ Σμιτ το ζήτημα είναι αν μια «εντεταλμένη δικτατορία», που αποτελεί κατάσταση εξαίρεσης, μπορεί να καταστεί «κυρίαρχη δικτατορία», που διαθέτει συντακτική εξουσία. Το αν μια επανάσταση θα κατορθώσει να αποτελέσει συντακτική εξουσία είναι και αυτό που τη διακρίνει από την εξέγερση.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έφερε, ωστόσο, ο 20ος αιώνας είναι ότι ο φασισμός διεκδίκησε τη δική του εκδοχή της νεωτερικότητας και της επανάστασης. Στην αριστερή σκέψη ενός Βάλτερ Μπένγιαμιν βρίσκουμε την επανάσταση να συνδέεται με τον εβραϊκό μεσσιανισμό ως ένας Βεεμώθ αναρχίας με τον φασισμό να είναι ο βιβλικός αντίχριστος, ενώ στη δεξιά σκέψη του Καρλ Σμιτ μια έννοια αντεπανάστασης βασίζεται επίσης στον νεωτερικό ντεσιζιονισμό με το κράτος να είναι ο Λεβιάθαν και ο αντίχριστος να είναι ο μπολσεβικισμός που αναστέλλεται από το «κατέχον» κατά την πολιτική0 θεολογία του αποστόλου Παύλου. Στην πραγματικότητα πάντως ο φασισμός υπήρξε το αποτέλεσμα της αδυναμίας να συμβιβαστούν οι κοινωνίες της αγοράς με τη δημοκρατία σε συνθήκες κρίσης, μία αυταρχική πολιτική λύση στους δαίμονες που είχαν εξαπολυθεί από τον καπιταλισμό.

 

Φάσεις της ιστορίας των νεωτερικών επαναστάσεων

Βεβαίως, πίσω από το κοινό σημαίνον «επανάσταση» μπορεί να εννοούνται πολύ διαφορετικές πραγματικότητες:

α) Τον 18ο αιώνα αρχίζει η ιστορία του «επαναστατικού Ατλαντικού», κατά την έκφραση του Έντσο Τραβέρσο, με τη Γαλλική Επανάσταση και την Αμερικανική, η οποία εκ των υστέρων επανερμηνεύτηκε με άξονα τη Γαλλική. Πρόκειται για αστικές επαναστάσεις του Διαφωτισμού και του δικαιωματικού πολιτισμού.

β) Ο επαναστατικός Ατλαντικός συνεχίστηκε με μια σειρά λατινοαμερικανικών επαναστάσεων, που είχαν και χαρακτηριστικά εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα από την Αϊτή έως το Μεξικό και τον αγώνα του Σιμόν Μπολίβαρ. Στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά με εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα έλαβε χώρα και η Ελληνική Επανάσταση το 1821.

γ) Το 1848 (αλλά και το 1830 πιο πριν στη Γαλλία) εγκαινιάζει μια νέα σειρά ευρωπαϊκών επαναστάσεων με κυρίαρχο το κοινωνικό και πολιτειακό ζήτημα, οι οποίες φτάνουν στο αποκορύφωμά τους στην Παρισινή Κομμούνα του 1871. Στο μεταξύ ο ρομαντικός εθνικισμός λαμβάνει τη μορφή «επαναστάσεων» ενοποίησης, όπως στην Ιταλία, και όχι αποχωρισμού.

δ) Εκτός Ευρώπης παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον η κινεζική εξέγερση των Ταϊπίνγκ στην Κίνα (1850-1864) και η ινδική εξέγερση του 1857.

ε) Στις αρχές του 20ου αιώνα ο εκσυγχρονισμός λαμβάνει τη μορφή επαναστάσεων «από τα πάνω» στο Ιράν (1905-1911), στην Οθωμανική αυτοκρατορία με το κίνημα των Νεότουρκων (1908) και στην Κίνα με την εγκαθίδρυση της πρώτης σινικής Δημοκρατίας το 1911.

στ) Οι εθνικιστικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα εξέβαλαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος υπήρξε το αποτέλεσμα ανταγωνιζόμενων εθνικισμών, αλλά κυρίως ιμπεριαλισμών, αλλά με τη σειρά του οδήγησε σε ακόμη περισσότερες εθνικές ολοκληρώσεις μέσα από την κατάρρευση των παραδοσιακών αυτοκρατοριών. Οι αποσαθρώσεις αυτές δίνουν την ευκαιρία σε σοσιαλιστικές επαναστάσεις που πυροδοτούνται από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως η επιτυχημένη Ρωσική και διάφορες αποτυχημένες, όπως στη Γερμανία, την Ουγγαρία και αλλού, ενώ η μεξικανική επανάσταση (1910-1917) ολοκληρώνει τις αγροτικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα στη Λατινική Αμερική και ανοίγει έναν νέο κύκλο.

ζ) Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος ολοκλήρωσε τον Πρώτο, αλλά προέκυψε και από το σπιράλ κρίσης του καπιταλισμού, που οδήγησε στον αντικομμουνιστικό φασισμό, είχαμε μια σειρά από σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη, αλλά από ένα σημείο και πέρα και:

η) αντιγραφειοκρατικές εξεγέρσεις στο ανατολικό μπλοκ μέχρι την τελική κατάρρευσή του από το 1989 και μετά. Το ενδιαφέρον είναι ότι αν και τα κινήματα αυτά ήταν αντίστροφα, πολλές φορές υπήρχαν υπόγειες διασυνδέσεις στη νεολαία των δύο μπλοκ, όπως το 1968.

θ) Τον κυρίως επαναστατικό τόνο, όμως, δίνει οι αντιαποικιακές επαναστάσεις στον Τρίτο Κόσμο, όπου μεταφέρεται η σπίθα της δυτικής νεωτερικής χειραφέτησης, παραδόξως ενάντια στη Δύση. Σημειωτέον δε ότι η ιρανική επανάσταση του 1979, η οποία οδήγησε στο υβρίδιο ισλαμικής σιιτικής παράδοσης και δυτικής νεωτερικότητας που έλαβε προσφυώς το καινοτόμο όνομα «Ισλαμική Δημοκρατία» (ύστερα βεβαίως από κατάπνιξη των κομμουνιστών, σοσιαλιστών και άλλων αγωνιστών της ίδιας ιρανικής επανάστασης του 1979), είναι ίσως η τελευταία επανάσταση «από τα κάτω», η οποία κατέστη «συντακτική» και έφερε απτά πολιτικά αποτελέσματα, διατηρούμενη μέχρι και σήμερα. Έκτοτε η ιδέα της επανάστασης διέρχεται κρίση για πάνω από σαράντα χρόνια και χρειάζεται μια πολύπλευρη επαναξιολόγηση.

 

Οι έγχρωμες αντεπαναστάσεις

 

Η κυρίως αλλαγή που συντελείται μετά την κατάρρευση της κομμουνιστικής ουτοπίας είναι ότι είναι κυρίως ο νεοφιλελευθερισμός αυτός που περνά στην επίθεση με τη «δημιουργική καταστροφή» και αποσάθρωση παραδοσιακών κοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων και των έγχρωμων επαναστάσεων, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στις χώρες με καθεστώτα υπαρκτού σοσιαλισμού, όχι μόνο στο ανατολικό μπλοκ αλλά και στη Μέση Ανατολή, όπου ανατρέπονται οι κυβερνήσεις με χαρακτηριστικά εκκοσμικευμένου παναραβικού εθνικισμού και σοσιαλισμού αραβικού τύπου. Στο πλαίσιο αυτό είναι παραδόξως η αριστερά αυτή που συνήθως επικαλέστηκε κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες τον συντηρητισμό του κεκτημένου: Λ.χ. ως προς τις διεθνείς εξελίξεις, το δικαίωμα των κρατών στην εθνική τους κυριαρχία ενάντια σε ιμπεριαλιστικές «ανθρωπιστικές παρεμβάσεις», ενώ στο εσωτερικό της Δύσης υπερασπίστηκε το κράτος πρόνοιας ή και τη δημοκρατία εθνικού και παραδοσιακά φιλελεύθερου τύπου, κατά αναντιστοιχία με το τι έκανε η επαναστατική αριστερά πριν το 1989. Αντιθέτως, η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της δεξιάς ήταν αυτή που είχε για τρεις δεκαετίες την πρωτοβουλία, προωθώντας τις δικές της «επαναστάσεις» με σκοπό την πληρέστερη δυνατή παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού δυτικού τύπου.

Είχαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, μία αντιστροφή που χαρακτηρίζει την ύστερη νεωτερικότητα, η μεν αριστερά να μετατρέπεται σε συντηρητική έως και «αντιδραστική» με την έννοια ότι απλώς αντιδρά εκ των υστέρων σε εξελίξεις στο όνομα κεκτημένων αξιών, καθεστώτων και δικαιωμάτων, ενώ την «επαναστατική» δυναμική την έχει πλέον η νεοφιλελεύθερη δεξιά. Δεδομένου, όμως, ότι πρόκειται για «επαναστάσεις» που ήταν συνήθως πραξικοπήματα οργανωμένα από τις νατοϊκές δυνάμεις, ενίοτε με μια μικρή μόνο συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών με έντονη εργαλειοποίηση και εντέλει πειράτευση (high-jacking) ορισμένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (μεταξύ πολλών άλλων που μπορεί να έκαναν απλώς τη δουλειά τους), καθώς και διαδηλώσεων (που μπορεί να ήταν αρχικώς απολύτως εύλογες και προοδευτικές, αλλά άλλαζαν γρήγορα χαρακτήρα με τον σφετερισμό τους από ακραία στοιχεία, όπως λ.χ. τζιχαντιστές στη Μέση Ανατολή ή φασίστες στην Ευρώπη), ενώ καραδοκούσε πάντα και η σκληρή ισχύς του ΝΑΤΟ, αν δεν επιτύγχανε η ήπια ισχύς, θα ήταν πιο σωστό να μιλήσουμε για «αντεπαναστάσεις», οι οποίες είχαν ως σκοπό την επιστροφή του κόσμου σε ένα ακόμη πιο προγενέστερο καθεστώς, αυτό του αχαλίνωτου καπιταλισμού πριν τους παγκοσμίους πολέμους και τη Ρωσική Επανάσταση. Παρόμοιες πρωτοβουλίες είχαμε, άλλωστε, από τη μεριά του ΝΑΤΟ και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η διαφορά είναι ότι μετά το 1989, η αριστερά έχει απολέσει τη δική της επαναστατική δυναμική, με αποτέλεσμα οι μόνες οιονεί επαναστάσεις που συμβαίνουν ακόμη να είναι οι αντεπαναστάσεις της νεοφιλελεύθερης δεξιάς, με την Αριστερά να περιορίζεται στον ρόλο του συντηρητικού θεματοφύλακα των κεκτημένων, ενίοτε ακόμη και της διεθνούς τάξεως ή του ρεαλισμού στις γεωπολιτικές σχέσεις, δηλαδή αξιών ήκιστα αριστερών με την παραδοσιακή έννοια. Οι αντεπαναστάσεις μετά το 1989 είχαν βεβαίως πολλά καινοτόμα στοιχεία, όπως την ανάπτυξη μιας πρωτοφανούς ήπιας ισχύος με την οποία η λεγόμενη «συλλογική Δύση» ή και «διεθνής κοινότητα» προώθησε τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, οποτεδήποτε δεν χρειάστηκε να καταφύγει στη σκληρή ισχύ των όπλων, την οποία και αυτή πάντοτε την επένδυσε με χαρακτηρισμούς, όπως λ.χ. «ανθρωπιστικές επεμβάσεις», καθώς και με διεθνείς θεσμούς ήπιας ισχύος, προσβλέποντας κατ’ εξοχήν στην ιδεολογική ηγεμονία και όχι μόνο στην ισχύ της γυμνής βίας.

 

Σειραϊκές εξεγέρσεις

Βοήθησε βεβαίως σε αυτή τη ροπή των αντεπαναστατικών δυνάμεων το γεγονός ότι τα καθεστώτα υπαρκτού σοσιαλισμού είτε στην Ευρώπη, είτε στη Μέση Ανατολή, είχαν συχνότατα εκτραχυνθεί σε λαομίσητες δικτατορίες. Για αυτό και πολύ συχνά μπορεί να ήταν αυθεντικές και με προοδευτικά αιτήματα οι αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις, τις οποίες όμως έσπευδαν με αρκετά παρόμοιες και μέχρι πρόσφατα επιτυχημένες συνταγές να τις πειρατεύσουν και εργαλειοποιήσουν οι δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης δημιουργικής καταστροφής. Είδαμε λ.χ. τι έγινε με την αραβική άνοιξη, όπου ένα παναραβικό ενδεχομένως γνήσιο και προοδευτικό αίτημα για περισσότερη δημοκρατία και πνευματική και υλική πρόοδο ενάντια σε δικτατορίες, εργαλειοποιήθηκε ώστε να επιχειρηθεί ανατροπή ειδικότερα των μπααθικού τύπου καθεστώτων στη Λιβύη και τη Συρία (μόνο στην πρώτη με επιτυχία), ενώ λ.χ. στην Αίγυπτο υπήρξε επιστροφή σε δυτικόφιλη στρατιωτική δικτατορία και ενώ άλλες εξεγέρσεις, όπως λ.χ. στο Μπαχρέιν καταπνίγηκαν εν τη γενέσει τους και στην Υεμένη η «συλλογική Δύση» ήταν ευθέως αντεπαναστατική.

Υπάρχει, όμως, και ένα εγγενές στοιχείο των κινημάτων αυτών, που τα καθιστά εύκολο να χειραγωγηθούν, εργαλειοποιηθούν και ενίοτε πειρατευτούν. Αυτό είναι ότι μετά την αποτυχία της κομμουνιστικής υπόθεσης δεν υπάρχει ένα ενιαίο επαναστατικό υποκείμενο, αλλά μόνο κινητοποίηση ενός ετερόκλητου πλήθους με αποτέλεσμα να έχουμε όχι γνήσια επανάσταση, αλλά σειραϊκή εξέγερση, κατά τον ορισμό του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Ως «σειραϊκό» εννοείται ένα πλήθος που έχει μια παρόμοια συμπεριφορά ως αντίδραση ή αντανάκλαση, ενώ ο σκοπός του κάθε ατόμου είναι διαφορετικός. Κατά το παράδειγμα του Σαρτρ, που συνήθιζε να αντλεί τα παραδείγματά του από ό,τι μπορούσε να δει μέσα από ένα παριζιάνικο καφέ, είναι σαν μια ομάδα που περιμένει το ίδιο λεωφορείο ο καθένας στη σειρά, για να πάει σε διαφορετική δουλειά. Το πλήθος αυτό συνδέεται προς στιγμή από την ίδια προσμονή, αλλά χωρίς να αποτελεί ένα ενιαίο συλλογικό υποκείμενο. Το είδαμε αυτό στα κινήματα της Αραβικής Άνοιξης, όπου ο περιορισμός στο να φύγει ο εκάστοτε τύραννος (dégagisme στα γαλλικά, στα ελληνικά έχουμε το χαρακτηριστικό σύνθημα «φυγέτε») σημαίνει ότι το πλήθος δεν μπορεί να οικοδομήσει ένα κοινό μέλλον με αποτέλεσμα την κατάσταση να εκμεταλλεύονται οι πλέον αποφασισμένοι, λ.χ. οι πλέον ριζοσπαστικοί ισλαμιστές σε πολλές περιπτώσεις κινημάτων της Αραβικής Άνοιξης, διαψεύδοντας τα προοδευτικά αιτήματα των διαδηλώσεων, αλλά και ανατρέποντας κεκτημένα εκκοσμίκευσης των προηγούμενων παναραβικών καθεστώτων υπαρκτού σοσιαλισμού.

Αλλά και στην Ευρώπη, το γεγονός ότι πολλά κινήματα, όπως λ.χ. οι Αγανακτισμένοι βασίζονταν σε σειραϊκές ομάδες, σήμανε την αδυναμία να υπάρξει ένα ενιαίο επαναστατικό υποκείμενο, το οποίο θα αντιστεκόταν στην ισχυρή μονοτροπία από τις ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των διεθνών οικονομικών θεσμών, αλλά και της νατοϊκής γεωπολιτικής, με αποτέλεσμα ο κατακερματισμός της αριστεράς σε αντίθεση προς την ενοποίηση της νεοφιλελεύθερης δεξιάς, που παρουσιάζει έναν εξαιρετικό συνδυασμό σκληρής και ήπιας ισχύος, να οδηγεί στις περίφημες «κυβιστήσεις». Οι τελευταίες προκαλούν με τη σειρά τους μια απογοήτευση του πλήθους που οδηγεί σε ιδιοποίηση της εξεγερσιακής δυναμικής από την άκρα δεξιά, ιδίως στην Ευρώπη.

 

Επαναστάσεις της προσωπικής ζωής

 

Η σοσιαλιστική επανάσταση είχε χαρακτηρισθεί από έναν συνδυασμό σεξουαλικής απελευθέρωσης και πουριτανικού ασκητισμού έτσι ώστε δίπλα στον «πτερωτό έρωτα» της Αλεξάντρα Κολοντάι, η οποία θεώρησε τον σοσιαλισμό ως ερωτική άνθιση να έχουμε αυστηρούς κανόνες για το πώς η σεξουαλική ζωή των ατόμων υποτάσσεται στο καλό της ευρύτερης κοινότητας. Σήμερα, η νεοφιλελεύθερη δεξιά έχει η ίδια οικειοποιηθεί έναν συνδυασμό αυστηρών κανόνων στην ιδιωτική ζωή για χάρη του επιβλεπτικού κράτους και του «κατασκοπευτικού καπιταλισμού», με μία νέα κατηγορική προσταγή ελευθεριότητας, η οποία δύναται να ενταχθεί στον καπιταλιστικό καταναλωτισμό. Κυρίως μετά τον Μισέλ Φουκό και άλλους μεταμοντέρνους στοχαστές μιλάμε για τη σημασία της μικροπολιτικής, καθώς και των πολιτικών αγώνων μετά τις μεγάλες αφηγήσεις της νεωτερικότητας, ύστερα όμως από την υποβάθμιση της κομμουνιστικής ιδέας, είναι κυρίως ο νεοφιλελευθερισμός αυτός που στηρίζεται στη μικροπολιτική της προσωπικής ζωής.

Το πλέον ενδιαφέρον ως προς τις αμφισημίες της ύστερης νεωτερικότητας είναι εν προκειμένω το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα. Από πολλές απόψεις αποτελεί τη μεγαλύτερη αιχμή σήμερα των προταγμάτων χειραφέτησης του Διαφωτισμού. Αυτό που είναι σημαντικό με το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα είναι ο ηθικός ουνιβερσαλισμός, που αποτελεί χαρακτηριστικό όλων των χειραφετητικών κινημάτων της νεωτερικότητας. Το να υπερασπίζεται κανείς τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ έχει νόημα επειδή αλλάζει εν ταυτώ και ο ετερόφυλος έρωτας. Πρόκειται για μια νέα έννοια ερωτικής σχέσης, όπου δεν αποτελεί γνώμονα η καθαρώς βιολογική αναπαραγωγή, αλλά μια πνευματικότερη έννοια έρωτα, που απαιτεί ελευθερία και ισότητα, όπως παλαιότερα ο φεμινισμός σήμαινε και έναν καλύτερο τρόπο για να υπάρξει κανείς ως άνδρας ή το κίνημα απελευθέρωσης των δούλων σήμαινε έναν καλύτερο τρόπο για να υπάρξει κανείς ως λευκός (στο μέλλον ελπίζουμε και ότι ο αντισπισισμός θα σημάνει έναν καλύτερο τρόπο να υπάρξει κανείς ως άνθρωπος). Κατ’ αυτήν την έννοια, το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες ηθικές αφυπνίσεις της εποχής μας, καθώς έχει καντιανές αξιώσεις καθολικότητας, ορθολογικής ωριμότητας και ισότητας (αναντίστοιχα βέβαια προς απόψεις του ιστορικού Καντ).

Την ίδια στιγμή δεν μπορεί κανείς παρά να διαγνώσει με ανησυχία ότι το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα κινδυνεύει να υποστεί έναν σφετερισμό από τη νεοφιλελεύθερη δεξιά, η οποία το χρησιμοποιεί για να επιτύχει μία μονοθεματικότητα των διεκδικήσεων, που μπορούν πλέον να περιορίζονται στα έμφυλα ζητήματα, απαγορεύοντας οποιαδήποτε επαναστατική διαθεματική ενότητα ενός πολιτικού και όχι ιδιωτικού επαναστατικού υποκειμένου. Ταυτοχρόνως, ο κυρίαρχος νεοφιλελεύθερος λόγος εκμεταλλεύεται στοιχεία του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος για να προωθηθεί είτε ένας τεχνολογικός μετανθρωπισμός, είτε ένας νέος μαλθουσιανισμός, ο οποίος φαίνεται να υπηρετεί τις ανάγκες της τρέχουσας εκδοχής καπιταλισμού, είτε μία ιδιωτική και νομική υπεραναπλήρωση της πραγματικής ελλείψεως ισότητας, η οποία προσφυώς αποκαλείται «ροζ ξέπλυμα» (pink washing), είτε ακόμη και μια ουσιοκρατική ταυτοτική προσέγγιση που εργαλειοποιεί το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα για τις νέες σταυροφορίες, εν προκειμένω «ιριδοφορίες», της Δύσης. Παρά τους πειρασμούς αυτούς αντιδραστικού σφετερισμού από τον νεοφιλελεύθερο κυρίαρχο λόγο, το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα παραμένει σήμερα μία κύρια αιχμή των χειραφετητικών προταγμάτων της νεωτερικότητας και η αριστερά οφείλει να επαγρυπνεί για τη διαθεματική προσέγγισή του και ένταξή του σε γνήσια πολιτικούς και όχι απλά ιδιωτικούς αγώνες.

 

Διαθεματικότητα και ριζωμένος κοσμοπολιτισμός

Το στοίχημα της αριστεράς σήμερα είναι εντέλει αυτό: Μία νέα διαθεματική προσέγγιση των αξιακών επαναστάσεων της προσωπικής ζωής σε συνδυασμό με τη σύμπηξη ενός νέου διεθνικού επαναστατικού υποκειμένου που να συνθέτει κοσμοπολιτισμό και ρίζωμα σε τοπικές κοινωνίες. Για την περιγραφή αυτών των διακυβευμάτων θα επανέλθουμε σε προσεχές άρθρο.