Η εισαγγελέας τόνισε ότι η Χρυσή Αυγή «χρησιμοποιούσε τους θεσμούς της Δημοκρατίας για να πετύχει τους σκοπούς της», ενώ μέσα από την αγόρευσή της ανέδειξε το ιδεολογικό της υπόβαθρο, παραθέτοντας χαρακτηριστικές αναφορές στελεχών της σε βάρος μεταναστών, όπως το «όταν έχεις κατσαρίδες στο σπίτι, τις καθαρίζεις, τις πατάς».

Με στόχο να καταδείξει τον ναζιστικό και φυλετικό χαρακτήρα της οργάνωσης, η κ. Στεφανάτου περιέγραψε αναλυτικά τις βίαιες ενέργειες της Χρυσής Αυγής, υπογραμμίζοντας ότι όλες οι επιθέσεις ακολουθούσαν το ίδιο modus operandi. Όπως ανέφερε, επρόκειτο για προσχεδιασμένες ενέργειες, με οργανωμένη άφιξη και αποχώρηση, σαφή στόχευση και δημόσια δήλωση της πολιτικής τους ταυτότητας.

«Ήταν τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής. Οι δράστες συστήνονταν, γιατί έπρεπε να αναδειχθεί η άσκηση της βίας. Δεν την έκρυβαν· έπρεπε να φανεί. Αυτή ήταν η δύναμή τους», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Αναφερόμενη στην επίθεση του τάγματος εφόδου στο σπίτι των Αιγυπτίων αλιεργατών στο Ικόνιο Περάματος, τον Ιούνιο του 2012, η εισαγγελέας επισήμανε ότι η ανθρωποκτόνος πρόθεση των κατηγορουμένων είναι σαφής, τονίζοντας πως «οφείλεται καθαρά σε θαύμα και στη γερή κράση του, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, το γεγονός ότι ο Αμπουζίντ Εμπάραγκ γλίτωσε τη ζωή του».

Η κα. Στεφανάτου ανέλυσε διεξοδικά τη στάση των πέντε κατηγορουμένων, κάνοντας λόγο για «σθεναρή και συντεταγμένη άρνηση» συμμετοχής στην επίθεση, παρά τις αναγνωρίσεις από μάρτυρες και τα ίδια τα θύματα. «Οι κατηγορούμενοι ευελπιστούν ότι το δικαστήριο δεν έχει διαβάσει. “Δεν είμαι εγώ στη φωτογραφία”. Η επιτομή της στρεψοδικίας», σημείωσε, προσθέτοντας ότι αυτή η στάση αποτελούσε οργανωμένη οδηγία προς τα μέλη.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στη συγκάλυψη των επιθέσεων από την ηγεσία της Χρυσής Αυγής. Όπως ανέφερε, κανένα μέλος δεν διαγράφηκε, ενώ ο Αναστάσιος Πανταζής, που συμμετείχε στην επίθεση κατά των Αιγυπτίων αλιεργατών, όχι μόνο δεν αποδοκιμάστηκε αλλά στη συνέχεια ανέλαβε ηγετικό ρόλο στο Πέραμα. «Αυτό δείχνει ότι η επίθεση είχε την πλήρη έγκριση της ηγεσίας και ότι η βία επιβραβευόταν», υπογράμμισε, συνδέοντας ευθέως τη λογική αυτή με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Αναφερόμενη στις επιθέσεις σε βάρος μεταναστών σε λαϊκές αγορές και παζάρια, η εισαγγελέας τόνισε ότι ο Νίκος Μιχαλολιάκος όχι μόνο δεν τις αποδοκίμασε, αλλά αντίθετα επιβράβευσε τους πρωταγωνιστές τους. Όπως ανέφερε, κριτήριο για τις επιθέσεις αυτές ήταν το ρατσιστικό μίσος και το ιδεολογικό υπόβαθρο της οργάνωσης.

Για τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν, τον Ιανουάριο του 2013, η κα. Στεφανάτου σημείωσε ότι, παρά τους ισχυρισμούς των δραστών, επρόκειτο ξεκάθαρα για ρατσιστικό έγκλημα. «Το κίνητρο ήταν το φυλετικό μίσος. Η πράξη εντάσσεται στη δράση της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία είχε ως κυρίαρχη την ιδέα της φυλής και του αίματος απέναντι στους “υπανθρώπους”», ανέφερε, περιγράφοντας οργανωμένη αναζήτηση θυμάτων από μέλη της Χρυσής Αυγής στο κέντρο της Αθήνας.