Σε αντίθεση με όσα δολίως ή αφελώς λέγονται ωστόσο, πρώτον, η «εθνική συναίνεση» δεν αποτελεί θέσφατο στο πεδίο των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής καμίας και φυσικά ούτε της δικής μας πατρίδας. Η ανάγκη συναίνεσης ή μη αποτελεί συνάρτηση του ποιος ηγεμονεύει ιδεολογικά το «εθνικό» όπως και του ποιος κυριαρχεί υλικά- θεσμικά σε αυτό.
Του Θέμη Τζήμα
Τούτο δε σημαίνει ότι όσο στην Ελλάδα έχουμε καπιταλισμό αποτελεί σοσιαλιστικό καθήκον η απόρριψη της όποιας συνεννόησης και συναίνεσης ή ο «ντεφετισμός». Μια τέτοια στάση παραγνωρίζει ότι υπάρχουν ιστορικές στιγμές ευρύτερης, διαταξικής συσπείρωσης επί συγκεκριμένων ζητημάτων- πχ. διεξαγωγή ενός αμυντικού πολέμου ή η υπεράσπιση ενός διεθνώς κατοχυρωμένου δικαιώματος του κράτους και άρα έστω εν δυνάμει και του λαού. Σημαίνει όμως ότι κάθε άλλο παρά αυτονόητη μπορεί να είναι η αποδοχή ενός μοντέλου χυδαίου κυνισμού, που εμφανίζεται ως ρεαλισμός, στις διεθνείς σχέσεις και βεβαίως οι συνακόλουθες συμμαχίες και στόχοι.
Στην Ελλάδα προκειμένου να νομιμοποιηθεί ακριβώς αυτό το μοντέλο, του χυδαίου κυνισμού απαιτήθηκε η μακρόχρονη δυσφήμηση των θεωριών της εξάρτησης και των αντί- ιμπεριαλιστικών προσεγγίσεων όχι μόνο από τον κατεξοχήν αντίπαλό τους- από την επίσημη δεξιά– αλλά και από το μέρος της κομμουνιστικής αριστεράς, όπως και από τη σοσιαλδημοκρατία των μέσων του ’90 και μετά.
Ο ιδεολογικός πυρήνας του δε, έγκειται στη θεώρηση της Ελλάδας ως αδύναμης, ανίσχυρης και άρα αναγκασμένης να εκχωρεί την κυριαρχία της σε ξένες δυνάμεις: πρωταρχικά -κατά τις τελευταίες δεκαετίες- στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στη Γερμανία. Αναγιγνώσκει δε, την ιστορική εξέλιξη του Ελληνισμού εν τη απουσία του λαϊκού στοιχείου, ως παλίμψηστο τακτικών που όλες έχουν να κάνουν την επιλογή του ικανότερου πάτρωνα και με τη στρατηγική απούσα ως εθνική πολιτική.
Η συστημική αυτή αφήγηση περί εθνικού, προβάλλει και αποπειράται να «δικαιώσει» τις αδυναμίες της εγχώριας ολιγαρχίας, εξαιτίας μιας υποτιθέμενης καθυστέρησης του ελληνικού λαού και εν τέλει των εκμεταλλευομένων τάξεων, προκειμένου να δικαιολογήσει τον εγκλωβισμό της εθνικής οικονομίας, της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης και φυσικά και της εξωτερικής πολιτικής σε σχέσεις νέο- αποικιακού τύπου.
Τα θεσμικά οχήματα για την εκχώρηση κυριαρχίας, όχι προς όφελος μιας «υπερεθνικότητας» αλλά ξένων κυβερνήσεων υπήρξαν τις τελευταίες δεκαετίες η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Το δέλεαρ δε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν η ευμάρεια δια του φτηνού χρήματος της ΟΝΕ και ο στόχος της Ελλάδας- τραπεζίτη των Βαλκανίων.
Ακολούθως, όταν οι φαντασιώσεις αυτές κατέρρευσαν ήρθε το «μαστίγιο» και ήταν οι δανειακές συμβάσεις των μνημονίων- ο γύψος της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας.
Σταθερό σημείο ωστόσο για την εκχώρηση κυριαρχίας, υπήρξε η υποτιθέμενη αποτροπή της τουρκικής απειλής χάρη στις ΗΠΑ. Η πρόσκαιρη, αντιπαράθεση εντός της ολιγαρχίας σχετικά με το ποια χώρα θα έπρεπε να είναι ο πρωταρχικός πάτρωνάς μας έληξε υπέρ των ΗΠΑ μέσα στην υπέρ- δεκαετή κρίση και στην όξυνση των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων και συνδυάστηκε με την πρόσδεση στο Ισραήλ.
Ακόμα όμως και σήμερα, που η θεωρία της αποτροπής χάρη σε ΗΠΑ και Ισραήλ διαψεύδεται από τις ίδιες τις δυνάμεις αυτές, η αποτυχία της εν λόγω πολιτικής χρησιμοποιείται για να καταδειχτεί ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Η «πολυπόθητη», σημερινή εθνική συναίνεση λοιπόν βασίστηκε πάνω στην αδυναμία της –πρόσκαιρα ηγεμονικής– αντί- ιμπεριαλιστικής, σοσιαλιστικής αριστεράς να διασφαλίσει τη μακρόχρονη ηγεμονία της αλλά κυρίως στη διάβρωση και εξαγορά του μεγάλου μέρους του ελληνικού πολιτικού και πνευματικού κόσμου από την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία, η οποία διαχρονικά σιτίζεται από την ξένη βοήθεια και επιβιώνει χάρη στην πατρωνία. Η ηγεμόνευση και η κυριάρχηση του εθνικού από την ολιγαρχία και την εθνικοφροσύνη προκύπτει ως διπλή συνθήκη: αφενός, η εγχώρια μεγαλοαστική τάξη δεν κατόρθωσε ούτε και επεδίωξε ποτέ να καταστεί εθνική έστω και στο αστικό πλαίσιο αλλά ταλαντεύεται μεταξύ κοτζαμπασισμού και αντίληψης «γκαουλάιτερ» στη χώρα της, ενώ αφετέρου η αριστερά απέτυχε να χτίσει μακρόχρονη ηγεμονία και όρους έστω ουσιώδους επιρροής της, στο συσχετισμό εξουσίας εις βάρος της μεγαλοαστικής τάξης.
Έτσι, το πλαίσιο που διαμορφώνεται σήμερα είναι αυτό μιας Ελλάδας που ενσωματώνει ως δική της, εθνική, πολιτική την πολιτική ασφαλείας των ΗΠΑ και του Ισραήλ, χωρίς να βρίσκεται σε θέση να διαπραγματευθεί έστω μια ελάχιστη υποστήριξη σε συνθήκες σύγκρουσης. Η εθνική συναίνεση πάνω στην οποία ομνύουν οι «ρεαλιστικές» δυνάμεις- ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ακροδεξιά κλπ- είναι αυτή που μετατρέπει την πατρίδα σε χώρο και ωθεί το ελληνικό «εθνικό» σε απορρόφηση από αμερικανό- Ισραηλινό «εθνικό».
Είναι μάλιστα βέβαιο ότι όσο ΗΠΑ και Ισραήλ θα διαψεύδουν έμπρακτα τις φαντασιώσεις περί αμυντικής συνδρομής, τόσο η νέο- εθνικοφροσύνη θα παραχωρεί τη θέση της στο νέο- ραγιαδισμό, δηλαδή στη δορυφοριοποίηση από την Τουρκία.
Υπάρχει όμως και μια ευρύτερη προβληματική που αφορά εν γένει τη θεώρηση των διεθνών σχέσεων, μέσα από το πρίσμα του εκχυδαϊσμένου ρεαλισμού. Ο λεγόμενος ρεαλισμός των νέο- εθνικοφρόνων δεν είναι παρά η ένταξη της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, χωρίς καν, όπως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα να υφίσταται εν μέρει διαταξική και ιστορικά θεμελιωμένη,, εθνική επιδίωξη. Με άλλα λόγια, ο εν λόγω ρεαλισμός εμπλέκει την Ελλάδα σε περιπέτειες από τις οποίες ακόμα και αν οι πάτρωνες της πατρίδας μας εξέλθουν νικητές, εμείς ως λαός θα έχουμε μόνο απώλειες. Χαρακτηριστική η περίπτωση του East- Med, που προσπορίζει οφέλη στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και στο Ισραήλ αλλά ουσιαστικά κανένα στη χώρα μας.
Ακόμα λοιπόν και όταν σε επιμέρους πτυχές της εξωτερικής πολιτικής υπάρχει συναίνεση με τις δυνάμεις που επέβαλαν τις προαναφερθείσες πολιτικές, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι εντελώς συγκυριακή και περιορισμένη μόνο στα αναγκαία για την υπεράσπιση της πατρίδας από άμεσους εξωτερικούς κινδύνους.
Αντιθέτως προς τα λεγόμενα, για τους σοσιαλιστές και άρα για τους όντως προοδευτικούς, η εξωτερική και διεθνής πολιτική αποτελούν κατεξοχήν πεδίο σύγκρουσης, ιδίως μάλιστα για λαούς, οι οποίοι, όπως ο ελληνικός βιώνουν την εξάρτηση. Αυτό το στοιχείο παρεμπιπτόντως, όσο και αν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να το παραγνωρίζει, στιγματίζει τόσο την κυβερνητική, όσο και την αντιπολιτευτική του πορεία. Εδώ εντοπίζεται άλλωστε και η σύνδεση ταξικού/ κοινωνικού και εθνικού/πατριωτικού, όπως και η αφετηρία μιας σοσιαλιστικής αντίληψης διεθνούς και εξωτερικής πολιτικής.
Για τα πραγματικά σοσιαλιστικά και επομένως όντως προοδευτικά κόμματα και φορείς, ο ρεαλισμός έχει την έννοια της διαυγούς αντίληψης της πραγματικότητας των διεθνών σχέσεων, ούτως ώστε να την αλλάξουν και όχι της αποδοχής και της θέσης αυτή πραγματικότητας ως ορίου της πολιτική τους.
Ο πρώτος στόχος μιας τέτοιας, σοσιαλιστικής πολιτικής δεν μπορεί να είναι η αναπαραγωγή και η ενίσχυση των σχέσεων εσωτερικής ισχύος και συγκέντρωσης πλούτου, μέσα από τη διεθνή προβολή και επιβολή της ισχύος του κράτους που ηγεμονεύεται και επομένως υπερασπίζεται τον εν λόγω συσχετισμό αλλά η υπεράσπιση της κρατικής υπόστασης από εξωτερικούς καταναγκασμούς, στο βαθμό και στους τομείς που μια τέτοια διασφάλιση είναι κρίσιμη προκειμένου να υπάρχει πεδίο εξέλιξης του κοινωνικού αγώνα και μετά τη δικαίωση αυτού, προκειμένου ο λαός να υπερασπιστεί τα επιτεύγματά του.
Δεύτερος στόχος μιας σοσιαλιστικής πολιτικής είναι η χώρα να ανατρέψει τις εις βάρος της σχέσεις εξάρτησης αλλά και να συμβάλλει η ίδια, θετικά και δυναμικά στην αποδόμηση του ιμπεριαλισμού τόσο διεθνώς, όσο και στην περιοχή της. Με αυτήν την πρωταρχική επιδίωξη συνδέονται όλα τα μεγάλα διεθνή ζητήματα και βεβαίως η αντιπαράθεση με το νεοφιλελευθερισμό. Αποσκοπεί δε σε ένα σταθερό και ασφαλές διεθνές περιβάλλον, προκειμένου η κοινωνική σύγκρουση να μπορεί να εξελιχθεί χωρίς τη σπατάλη των πολέμων.
Τα μεγάλα διεθνή ζητήματα πρέπει να αφορούν όχι μόνο τη ρητορική αλλά και έμπρακτα την κυβερνητική πολιτική μιας σοσιαλιστικής παράταξης. Επομένως, ενώ ξεκινάει κανείς από τους αναγκαίους συμβιβασμούς σε ένα δεδομένο, διεθνές περιβάλλον θέτει σε αυτούς κάποια όρια, με βασικά τη μη προσχώρηση σε ιμπεριαλιστικές πολιτικές ,την εκπόνηση συμμαχιών που να δίνουν στο κράτος και στο λαό τη μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία εντός ενός δεδομένου πλαισίου αλλά και στην ανατροπή των σχέσεων εξάρτησης.
Ο δεύτερος στόχος προϋποθέτει βεβαίως μια εσωτερική, αμεσότερη ή σταδιακότερη, αλλαγή μοντέλου. Δεδομένου ότι δε συνιστά θεματική του άρθρου αυτού, το μόνο που θα πούμε εδώ είναι ότι η έννοια του λαϊκού φρονήματος είναι κρίσιμη, όχι με την επιφανειακή, προπαγανδιστική προσέγγιση αλλά με εκείνη της έμπρακτης ταύτισης του λαού με την πατρίδα του και της δυνατότητας της τελευταίας να υποστηρίξει μια τέτοια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ούτως ώστε μεταξύ άλλων και η αμυντική ικανότητα να βελτιώνεται.
Αν προσαρμόσουμε τα παραπάνω στην ελληνική περίπτωση θα καταλήξουμε σε ό,τι αφορά τα πλέον φλέγοντα ζητήματα ότι έχουμε κάθε λόγο να υπερασπιζόμαστε ακόμα και στο δεδομένο μοντέλο, τα δικαιώματά της πατρίδας μας που απορρέουν από το δίκαιο της θάλασσας αλλά σε τίποτα δεν αποτελεί πατριωτικό καθήκον η υπεράσπιση και η υποστήριξη μιας πολιτικής αγωγών που στοχεύει στη διασφάλιση των κερδών για τις πολυεθνικές εταιρείες, των συμφερόντων των ΗΠΑ ή στην προστασία του στρατηγικού βάθους του Ισραήλ.
Είναι καθήκον μας, προκειμένου ο λαός να έχει μια πατρίδα, εντός της οποίας θα μπορεί να μεταβάλλει το συσχετισμό ισχύος, να υπερασπιζόμαστε τα σύνορα και να διασφαλίζουμε την ισομετρία ισχύος με γειτονικές και μάλιστα απειλητικές χώρες, όπως είναι η Τουρκία όπως ταυτοχρόνως και να τασσόμαστε υπέρ μιας ανοιχτής, δυναμικής αλλά και συνεκτικής λαϊκής ταυτότητας.
Η ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας δεν αποτελεί ένδειξη μιλιταρισμού αλλά αμυντικής επάρκειας, όπως και η εκπόνηση συμμαχιών με στόχο την περίσφιξη του τουρκικού αναθεωρητισμού- Συρία, Ιράκ, Ιράν, Χεζμπολάχ κλπ- δε συνιστά επιθετικότητα αλλά ρεαλιστικό, αμυντικό αντίμετρο.
Την ίδια στιγμή όμως, τα παραπάνω πρέπει να συνδυάζονται με μια συνεκτική πρόταση προς την Τουρκία για αμοιβαία αποστασιοποίηση από τα παιχνίδια του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, με προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη για το θέμα της ΑΟΖ και για μια νέα φάση ύφεσης στις μεταξύ μας σχέσεις, που βεβαίως έχει σαφή και περιορισμένα όρια όσο το Κυπριακό θα παραμένει άλυτο.
Παραλλήλως, μια σοσιαλιστική προσέγγιση σημαίνει ότι η δορυφοριοποίηση της Ελλάδας από το Ισραήλ και από τις ΗΠΑ πρέπει να ανασχεθεί και να αναστραφεί. Τόσο για λόγους ηθικό- δικαιικούς αλλά και για λόγους συμφερόντων της χώρας, η Ελλάδα πρέπει να αποτρέψει τον κίνδυνο της μετατροπής της σε «στρατηγικό βάθος» άλλων χωρών. Η Ελλάδα πρέπει να κατευθυνθεί προς διμερείς στρατιωτικές συνεργασίες κατά το δυνατόν ισόρροπες, ικανές να διασφαλίζουν και τα συμφέροντα του λαού της, αναπτυξιακά- αμυντικά.
Η αναζήτηση μιας διεθνούς πολιτικής με σοσιαλιστικό χαρακτήρα ωστόσο και σε αντίθεση με την κυρίαρχη αφήγηση δεν μπορεί να ετεροπροσδιορίζεται, ούτε από τις ΗΠΑ ή άλλες δυνάμεις, ούτε και από την Τουρκία. Η ελληνική διεθνής και εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να περιορίζεται στα ελληνοτουρκικά, ούτε από τα ελληνοτουρκικά.
Αντιθέτως πρέπει να εκλαμβάνει την Ελλάδα, όπως και κάθε χώρα, ως σημαντικό διαμορφωτικό παράγοντα ευρύτερων διεθνών πολιτικών, με έμφαση στα μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα, όπως σε αυτά της διεθνούς ασφάλειας, της σταθερότητας των συνόρων, των εναλλακτικών ολοκληρώσεων, του περιβάλλοντος, των κοινωνικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των περιφερειακών συνεργασιών, του δίκαιου εμπορίου, της αντιμετώπισης των πολιτικών κυρώσεων, της συνεργασίας των πολιτισμών αλλά και της προστασίας και της ανάπτυξης του ευρύτερου Ελληνισμού. Η ύπαρξη επομένως γνήσια εθνικής, διεθνούς πολιτικής θεμελιώνεται στην ανά- κατάληψη του εθνικού από το λαϊκό, δεδομένου ότι μόνο αυτή η διαδικασία μπορεί να προσφέρει συνεκτική και ρεαλιστική αυτοπεποίθηση.
Υπάρχει ένα ερώτημα- τουλάχιστον: είναι όλα αυτά πραγματοποιήσιμα; Παρότι οι εμπειρικού χαρακτήρα απαντήσεις είναι συνήθως ανεπαρκείς αξίζει κανείς να σταθεί εδώ σε μια τέτοια. Αν παρακολουθήσει κανείς τη νεότερη ελληνική ιστορία, όπως και άλλων κρατών της περιοχής θα εντοπίσει ότι όσοι λαοί και όσα κράτη πλησιάζουν αυτό το πρότυπο, δηλαδή στην ηγεμόνευση του εθνικού από το λαϊκό, τόσο ισχυροποιούνται. Όσο αντιθέτως προσχωρούν προς μια εθνική ενότητα καθοδηγούμενη από ξένους πάτρωνες, εργαλειοποιώντας το εθνικό προς όφελος του ιμπεριαλισμού και επομένως των εθνικών συμφερόντων των ισχυροτέρων καπιταλιστικών κρατών, τόσο εξωθούνται σε ήττες. Οι σοσιαλιστές δεν επιτρέπεται να ξεχνούν τέτοια πολύτιμα, ιστορικά μαθήματα.