του Θέμη Τζήμα
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον πραγματικού κινδύνου και φόβου, ο δημόσιος διάλογος έχει εκλείψει σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της Βουλής, ενώ η χώρα κυβερνιέται δια Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, με την επίκληση της γνώμης των ειδικών ιατρών- παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να απαντήσει κάποιος γιατί η Βουλή εξακολουθεί να υπολειτουργεί εν μέσω κρίσης και περιορισμού ελευθεριών.
Πριν όμως σπεύσουμε όλοι να χαιρετίσουμε τη νέα πράξη νομοθετικού περιεχομένου της κυβέρνησης, όπως ήδη κάνουν τα ΜΜΕ, είναι σημαντικό να διαφυλάξουμε το δικαίωμά μας στη σκέψη και άρα στη δράση.
Πρώτον, όλες οι συνταγματικές διατάξεις και ελευθερίες είναι ισοϋψείς. Καλό είναι όλοι να το θυμόμαστε. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, αν η προστασία της ζωής ήταν το υπέρτατο αγαθό μπροστά στο οποίο κάμπτονται όλα τα άλλα δικαιώματα και ελευθερίες θα έπρεπε ή έστω θα μπορούσε να απαγορευτούν εντελώς ενδεικτικά η οδήγηση, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, το σεξ χωρίς προφυλάξεις, το αλάτι, η βιομηχανική παραγωγή, όπως και η χρήση βίας τόσο από το κράτος, όσο και σε συνθήκες άμυνας. Η ζωή αποτελεί πράγματι αυταξία αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι θα πρέπει να σταθμίζεται πάντα με τις άλλες ελευθερίες και δικαιώματα σε κάθε δεδομένη στιγμή και υπό το φως κάθε ειδικής συνθήκης.
Δεύτερον, η περιστολή ορισμένων ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και ελευθεριών αποτελεί επιλογή βεβαίως η οποία βρίσκεται στη φαρέτρα του ίδιου του συντάγματος. Ωστόσο, θα πρέπει να υπακούει στις βασικές αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Δεν μπορεί να ασκείται αυθαίρετα, στη βάση συγκινησιακής φόρτισης, εικασιών και άρα χωρίς επαρκή αιτιολόγηση τόσο αμιγώς ιατρικού- επιδημιολογικού χαρακτήρα, όσο και χωρίς εξέταση εναλλακτικών μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να υπηρετήσουν τη δημόσια υγεία, διασφαλίζοντας μικρότερη επίδραση επί των δικαιωμάτων και ελευθεριών. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η διαχείριση της δημόσιας υγείας δεν αποτελεί προνόμιο μόνο ή κυρίως της ιατρικής κοινότητας αλλά αντιθέτως ζήτημα πολιτικής απόφασης- τα συστήματα δημόσιας υγείας δεν τα θέσπισαν γιατροί αλλά κυβερνήσεις υπηρετώντας τη λαϊκή βούληση, ενώ τα απαξιώνουν επίσης κυβερνήσεις.
Τίθεται λοιπόν το εξής ερώτημα: αποδεικνύονται η απαγόρευση κυκλοφορίας ή αλλιώς άσκοπης μετακίνησης όπως και η επιβολή μια σειράς ακόμα μέτρων περιορισμού ελευθεριών και δικαιωμάτων, κατά τη στάθμισή τους με τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, επιλογές αναλογικές;
Η απάντηση προϋποθέτει μια σειρά στοιχειών, όπως για παράδειγμα τον αριθμό κρουσμάτων έστω κατά προσέγγιση, αξιόπιστες εκτιμήσεις για το ρυθμό εξάπλωσης του ιού πριν και μετά τη λήψη των όποιων μέτρων, το ποσοστό θνησιμότητας και πάλι έστω κατά προσέγγιση, το κατά πόσο οι θεωρίες περί ανοσίας της αγέλης είναι επιστημονικά σοβαρές ή όχι και από την άλλη ποιες είναι οι επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων στο επίπεδο επίσης της δημόσιας υγείας, της οικονομικής δραστηριότητας και άρα και μιας σειράς βασικών αγαθών αλλά και στις ελευθερίες και δικαιώματα αυτά καθαυτά.
Έχουν εξεταστεί άλλα, λιγότερο περιοριστικά μέτρα; Για παράδειγμα, περισσότερα ιατρικά τεστ και ακριβέστερη ιχνηλάτηση, περισσότερες κλίνες ΜΕΘ και καλύτερο ΕΣΥ, χρήση μεθόδων που αξιοποιήθηκαν σε άλλες περιοχές του κόσμου, γεωγραφικοί περιορισμοί εντός νομού, αξιοποίηση φοιτητών ιατρικής ή συνταξιούχων ιατρών για να διενεργούνται κατ’ οίκον επισκέψεις, περιορισμός κίνησης των πλέον ευπαθών ομάδων, προγράμματα για βοήθεια στο σπίτι ή οτιδήποτε άλλο, αντί της απαγόρευσης κυκλοφορίας; Η Βουλή υπάρχει εν τοις πράγμασι ως νομοθετικό σώμα;
Τα παραπάνω εν πολλοίς μας είναι άγνωστα. Η επίκληση της απειλής του κορονοϊού έχει οδηγήσει σε μια απόλυτη σιωπή. Εδώ και ένα περίπου μήνα, από όταν δηλαδή ο δημόσιος διάλογος άρχισε να περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της νέας νόσου, δεν υπάρχει αξιόπιστη ενημέρωση για τίποτα από τα παραπάνω.
Η ιατρική είναι αυστηρά το πεδίο των ειδικών, όχι η ρύθμιση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, ούτε η διαχείριση του συστήματος υγείας. Για αυτά οφείλουν να αποφασίζουν, λαμβάνοντας βεβαίως τη γνώμη των ειδικών σοβαρότατα υπόψη, οι αρμόδιοι θεσμοί του κράτους, στη βάση του συντάγματος οι οποίοι με τη σειρά τους απαιτούν αναγκαιότητα και αναλογικότητα, όποτε υπάρχει ο οποιοσδήποτε περιορισμός.
Και τέλος: η αποθέωση του κράτους της κατανοητής- λιγότερο ή περισσότερο- κατασταλτικής λειτουργίας δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχνούμε ούτε το Σύνταγμα, ούτε ότι η ανάγκη μεγαλύτερης καταστολής συνιστά το αντιστρόφως ανάλογο αποτέλεσμα της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους. Μόνο καχυποψία πρέπει να γεννά κάθε τέτοια απόπειρα από γνωστά ΜΜΕ.