του Θάνου Καμήλαλη

«Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει». Mε αυτήν την παράγραφο ξεκινάει το άρθρο 86 του Συντάγματος για την ποινική διωξη των Υπουργών. Μια συζήτηση πολλών χρόνων γύρω από την υπουργική «ασυλία» και των νόμο περί ευθύνης Υπουργών επανήλθε έντονα και επιτακτικά στη δημόσια συζήτηση, μετά το έγκλημα των Τεμπών και το διαδικτυακό ψήφισμα της Μαρίας Καρυστιανού με τις πάνω από 1,3 εκατ υπογραφές και την αίσθηση που καταγράφεται σε μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης ότι οι πολιτικές ευθύνες συγκαλύπτονται.

Το Άρθρο 86 επικαλέστηκε και ο πρώην Υπουργός Μεταφορών, Κώστας Καραμανλής, στην ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής, κατά τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας που έχει καταθέσει η αντιπολίτευση. «Καμία βουλευτική ασυλία δεν έχω για τα Τέμπη. Το θέμα των Τεμπών για έπρεπε όλοι να γνωρίζουμε ότι υπάγεται στο άρθρο 86 του Συντάγματος και είτε είμαι βουλευτής είτε δεν ήμουν δεν θα είχε καμία σημασία». Όντως, ο Κώστας Καραμανλής, ως πρώην Υπουργός, έχει διαφορετικό καθεστώς και οι ασυλίες βουλευτών και υπουργών προβλέπονται σε διαφορετικά άρθρα του Συντάγματος.

Την Τετάρτη, το κόμμα «Κόσμος» διοργάνωσε εκδήλωση με θέμα την ανάγκη αναθεώρησης του Άρθρου 86, παρουσιάζοντας την πρόταση να αποσυνδεθεί η διαδικασίας της δίωξης από τη Βουλή και να μεταφερθεί σε ένα συλλογικό όργανο αποτελούμενο από ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς. Ο γραμματέας του κόμματος και ευρωβουλευτής των Πρασίνων, Πέτρος Κόκκαλης, χαρακτήρισε την αναθεώρηση του Άρθρου 86 ως «πρώτη προτεραιότητα στο πρόγραμμά μας», ενώ δύο συνταγματολόγοι, ο Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του «Κόσμου» και ο Γιώργος Σωτηρέλης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ ανέλυσαν το σκεπτικό γύρω από αυτήν την πρόταση αναθεώρησης.

Παράλληλα αναφέρθηκαν και στην ανάγκη περαιτέρω, δραστικών μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη, όπως το να μην επιλέγει η κυβέρνηση την ηγεσία της δικαστικής εξουσίας.

Η πρόταση για το άρθρο 86

Επιγραμματικά, η πρόταση κάνει λογο για αποσύνδεση της δίωξης των υπουργών από την εκάστοτε έγκριση της πλειοψηφίας της Βουλής, μεταφέροντας την απόφαση σε ένα ευρύ σώμα ανώτερων δικαστικών λειτουργών. «Σε λιγότερο από οκτώ μήνες μπορεί να ξεκινήσει η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, την οποία η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα εκκινήσει. Σήμερα θέτουμε στον προαναθεωρητικό διάλογο την πρόταση να αποσυνδεθεί η ποινική δίωξη πολιτικών προσώπων από τη Βουλή και να παραπέμπονται στον φυσικό δικαστή τους» τόνισε, κατά την εισήγησή του, ο Ξενοφών Κοντιάδης.

«Η πρότασή μας δεν είναι καινοφανής. Στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών η διαδικασία δίωξης των μελών της κυβέρνησης για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχει αποσυνδεθεί από κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αν ανατρέξουμε σε όσα συμβαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας διαπιστώνουμε ότι οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες κατά κανόνα αποτρέπουν την ποινική δίωξη πολιτικών προσώπων που προέρχονται από τις τάξεις τους, ενώ αντίθετα εκκινούν διαδικασία δίωξης των πολιτικών τους αντιπάλων». Όπως σημείωσαν οι δύο συνταγματολόγοι, η συζήτηση για την αναθεώρηση της ποινικής ευθύνες των υπουργών υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα, ενώ η αναγκη αναθεώρησης, όπως υποστήριξε ο κ.Κοντιάδης, είναι «τεκμηριωμένη στον επιστημονικό διάλογο».

«Ακόμα και η προσχηματική θέση της ΝΔ στον διάλογο του 2014 – προσχηματική γιατί δεν την επανέφερε και ήταν γνωστό ότι η Βουλή θα διαλυθεί πρόωρα – αναφερόταν στην αναθεώρηση του Άρθρου 86. Αυτά τα πράγματα λοιπόν, δεν είναι καινοφανή, είναι καιρός κάποιος να τα αναδείξει, να ξεπεράσει τους  παραδοσιακούς φόβους της πολιτικής τάξης και να προστατεύσουμε την αξιοπιστία του Συντάγματος».

To 2018 μάλιστα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρεται σε «πάγια θέση του» για αλλαγή του άρθρου περί ευθύνης Υπουργών, για λόγους ισοτιμίας.

«Το έναυσμα που δόθηκε ήταν ασφαλώς οι σχεδόν 1,5 εκατ. υπογραφές. Αυτές οι υπογραφές είναι μια μορφή νομοθετικής πρωτοβουλίας που προβλέπεται πια στο Σύνταγμά μας, με 500.000 υπογραφές, που είναι πάρα πολλές, αν σκεφτούμε ότι στο Ευρωκοινοβούλιο καθιερώθηκε, με 1 εκατ. για όλη την Ε.Ε. Αυτή η πρόβλεψη όμως δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί, γιατί δεν υπάρχει ο εφαρμοστικός νόμος. Έχουμε 5 χρόνια και δεν έχει ψηφιστεί αυτός ο εκτελεστικός νόμος» σημείωσε αρχικά ο Γιώργος Σωτηρέλης. Προσθεσε ότι «αυτή όμως η πρωτοβουλία, μολονότι αφορά νόμο, τον νόμο περί ευθύνης Υπουργών, πρέπει να ληφθεί κατά την άποψή μου ως αναθεωρητική πρωτοβουλία. Διότι ο νόμος δεν μπορεί να αλλάξει αν δεν αλλάξει το Σύνταγμα στα βασικά»

Προχώρησε σε μια ιστορική αναδρομή, εξηγώντας το πώς και το γιατί θεσμοθετήθηκε πριν από δεκαετίες η αρμοδιότητα της Βουλής για τον έλεγχο συγκεκριμένων ζητημάτων, όπως η εγκυρότητα των εκλογών, πριν τη δημιουργία του Εκλογοδικείου και η ποινική ευθύνη Υπουργών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «στόχος ήταν να προφυλαχθούν οι Υπουργοί απέναντι στον Μονάρχη. Από τότε πέρασε πολύς καιρός».

«Είναι φανερό πλέον ότι οι πλειοψηφίες της Βουλής, όπως έχει εξελιχθεί το πολιτικό σύστημα, τείνοντας δηλαδή προς το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, λειτουργούν με μια σύμπνοια. Αν προτείνει η κυβέρνηση, αν θέλει η κυβέρνηση παραπέμπονται Υπουργοί, αν δεν θέλει δεν παραπεμπονται, αυτή είναι η ουσία. Υπάρχει ένας φατριασμός» τόνισε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στο τι συμβαίνει στο εξωτερικό.

«Δεν είναι τυχαίο ότι στις πιο προηγμένες δημοκρατικά χώρες, δηλαδή σε χώρες που υπήρξαν η κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού, στην Αγγλία και στη Γαλλία, η διαδικασία άλλαξε. Δεν υπάρχει χώρα που να είναι πιο έντονα προσηλωμένη στον ρόλο της Βουλής από την Αγγλία. Το πολίτευμά της είναι, θα λέγαμε, βουλευτοκεντρικό. Παρά ταύτα, ανατέθηκε το θέμα στα δικαστήρια. Το ίδιο έγινε στη Γαλλία, με αναθεώρηση, αν δεν κάνω λάθος, του 1993. Το ίδιο στη Γερμανία. Κάποιες χώρες πράγματι, με τη δύναμη της αδράνειας, έχουν κρατήσει τον ρόλο της Βουλής και ιδίως εκεί που δεν ανέκυψαν σοβαρά προβλήματα. Αν ανέκυπταν κι εκεί θα είχαν αλλάξει. Επομένως, ειδικά για τη χώρας μας, νομίζω ότι είναι πλέον επιτακτικό, όχι απλώς αναγκαίο, να αλλάξει η διαδικασία, ώστε να μην υπάρχει πλέον η υπόνοια πολιτικών προνομίων.»

Ο κ.Σωτηρέλης προχώρησε και σε διάκριση μεταξύ βουλευτικής και υπουργικής ασυλίας: «Με την αναθεώρηση του 2019, σε ό,τι αφορά τη βουλευτική ασυλία, τα πράγματα ρυθμίστηκαν επαρκώς, θα έλεγα. Κατά την άποψή μου, δεν χρειάζεται ξανά αναθεώρηση. Όμως για την ευθύνη Υπουργών, το μόνο που έγινε, ήταν να καταργηθεί η παραγραφή. Που ήταν σοβαρό ζήτημα, αλλά δεν ήταν το μόνο ζήτημα. Το βασικό ζητούμενο αυτήν τη στιγμή, είναι να απεμπλακεί εντελώς η Βουλή».

Ως προς το ποιο θα μπορούσε να είναι το δικαστικό όργανο που θα εξετάζει ποινικές υποθέσεις Υπουργών, ο κ.Σωτηρέλης ανέφερε την προσωπική του θέση: «Έχω προτείνει εδώ και πολλά χρόνια, την Ολομέλεια των Εφετών της Αθήνας. Ένα πολύ ευρύ σώμα, στο οποίο δεν είναι εύκολο να γίνουν παρεμβάσεις, διότι δεν εξαρτάται το ποιος είναι εκεί από το ποιος τον έβαλε. Θα μπορούσε αυτό το σώμα να αντικαταστήσει τη Βουλή. Κι από την άλλη μεριά, σε αυτό το σώμα, νομίζω, ότι θα πρέπει να υπάρξει σοβαρή ασφαλιστική δικλείδα, ένα σώμα που θα διηθεί όλες τις υποθέσει που θα έρχονται, γιατί πάρα πολλές από αυτές δεν θα είναι σοβαρές. Για ψύλλου πήδημα ο άλλος θα ζητείται δίωξη Υπουργού. Πρέπει να γίνεται ένα ξεσκαρτάρισμα προφανώς, όταν λέμε ότι πρέπει να υπάρχει ισοτιμία με τους πολίτες δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι ακριβώς η ίδια διαδικασία. Πρέπει να είναι ειδική η δωσιδικία. Αυτό ισχύει π.χ. για τους δικηγόρους, που παραπέμπονται στο Εφετείο, δεν παραπέμπονται στα Πρωτοδικεία για αδικηματα».

Ο κ.Κοντιάδης σημείωσε σχετικά: «Υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να διαφοροποιηθεί η ποινική δίωξη των Υπουργών; Πράγματι τα μέλη της κυβέρνησης αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους να κατηγορηθούν αβάσιμα. Από την άλλη πλευρά ωστόσο είναι αδιανόητο να καλύπτονται πολιτικά από τη Βουλή για αδικήματα που ενδεχομένως έχουν διαπράξει. Όμως η κρίση για το αν κάποιος παραβίασε το ποινικό δίκαιο αποτελεί μια αμιγώς νομική κρίση και όχι πολιτικό ζήτημα.

Προτάσεις των επιστημόνων και για ευρύτερες αλλαγές

Μολονότι η εκδήλωση αφορούσε το άρθρο 86, από τις τοποθετήσεις των συνταγματολόγων δεν έλειψαν και άλλες προτάσεις για δραστικές αλλαγές στη σχέση πολιτικής και δικαστικής εξουσίας.

«Συμπληρωματικά στα προηγούμενα πρέπει να αναθεωρηθεί και το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, ώστε να μην διορίζει η κυβέρνηση τους Προέδρους, Αντιπροέδρους και Εισαγγελείς των ανωτάτων δικαστηρίων. Η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια. Οι διορισμένοι από την κυβέρνηση Πρόεδροι, Αντιπρόεδροι και Εισαγγελείς μπορεί να είναι καθ’ όλα άξιοι, ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι όμως αυτή η ανεξαρτησία και αμεροληψία θα τίθεται πάντα υπό αμφισβήτηση όταν ο διορισμός τους έγινε με κυβερνητική επιλογή» τόνισε ο Ξενοφών Κοντιάδης.

Από την πλευρά του ο Γιώργος Σωτηρέλης σχολιάσε: «Έχουμε εμπιστοσύνη στα δικαστήρια; Εύλογο το ερώτημα. Πλήρη εμπιστοσύνη δεν μπορούμε να έχουμε, όπως έδειξε και η υποθεση των υποκλοπών. Όχι γιατί δεν υπάρχουν καλοί δικαστές, υπάρχουν εξαιρετικοί δικαστές. Όταν όμως ανακύπτουν θέματα με πολιτικό ενδιαφέρον δυστυχώς οι ηγεσίες των δικαστηρίων που επιλέγονται από την κυβέρνηση και υπάρχει ο ομφάλιος λώρος, δεν επιλέγουν τους εξαιρετικούς δικαστές, επιλέγουν αυτούς που τείνουν ευήκοων ους, να το πούμε κομψά, στην εξουσία, με αποτέλεσμα να δούμε αυτό που είδαμε στις υποκλοπές. Αυτό που έγινε στις υποκλοπές είναι σκάνδαλο και για τη δικαστική εξουσία. Η δικαστική εξουσία τις υποκλοπές, δυστυχώς είναι μέρος της συγκάλυψης. Για τα Τέμπη δεν μπορώ να το πώ ακόμα αυτό, υπάρχουν ενδείξεις για τη δικαστική εξουσία, αλλά μέχρις εκεί. Και σε άλλα θέματα βέβαια, η δικαστική εξουσία, δεν είναι αυτό που θα περιμέναμε να είναι»

Ενώ κατέθεσε και την προσωπική του άποψη για δύο ακόμα αλλαγές, στον τρόπο λειτουργίας των Εξεταστικών και την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. «Θα πρέπει να αλλάξει, κατά την άποψή μου και η διαδικασία, κατά την Αναθεώρηση, ως προς τις Εξεταστικές Επιτροπές. Και εκεί έγινε ένα βήμα, που έμεινε όμως μισό. Μπορούν πλέον οι Εξεταστικές να συγκροτούνται με πρόταση δύο πέμπτων. Είναι αυτό μια πρόοδος, η αντιπολίτευση μπορεί πλέον να ζητήσει να γίνει Εξεταστικη. Πού σκαλώνει όμως το ζήτημα, όπως βλέπουμε. Στο ότι κάθε κόμμα βγάζει δικό του πόρισμα. Η πλειοψηφία της Βουλής είναι πλειοψηφία στην Εξεταστική, άρα κυριαρχεί το πόρισμα της πλειοψηφίας, άρα τελικά «Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει. Άρα και εδώ, φατριασμός της πλειοψηφίας». ανέφερε συγκεκριμένα.

Πρόσθεσε ότι «αυτό το ζήτημα μπορεί να λυθεί, όπως έχουν δείξει άλλες χώρες. Να ορίζεται μια Επιτροπή, από την ίδια της Εξεταστική, από προσωπικότητες κύρους, όπως π.χ συνταξιούχους δικαστές, νομικούς, οι οποία θα αναλαμβάνουν να καταθέσουν το πόρισμα. Θα μαζεύεται δηλαδή όλο το υλικό από τη Βουλή, με βάση το υλικό θα κατατίθεται ένα πόρισμα, από άλλη Επιτροπή, η οποία Επιτροπή θα μπορεί να ζητήσει και συμπλήρωση των στοιχείων. Για παράδειγμα αυτή η Εξεταστική, δεν προχώρησε στην κλήση σημαντικών μαρτύρων. Να σας πω απλώς, ότι αυτό έγινε στην Ισλανδία, πριν κάποια χρόνια και το αποτέλεσμα ήταν ότι από το πόρισμα της Εξεταστικής προέκυψε δίωξη του Πρωθυπουργού.»

Και συνέχισε λέγοντας πως «ενδεχομένως μία ακόμη αλλαγή, για την οποια έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, θα ήταν η ίδρυση Συνταγματικού δικαστηρίου. Τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας δεν ανταποκρίνονται, δυστυχώς, επαρκώς, ως προς τον έλεγχο συνταγματικότητας. Ένα συνταγματικό δικαστήριo, με προσοχή ως προς την επιλογή και τον έλεγχο των μελών τους, θα μπορούσε και να δώσει διέξοδο σε θέματα συνταγματικότητας, αλλά και ενδεχομένως και να αναλάβει την εκδίκαση των συγκεκριμένων υποθέσεων, όπως συμβαίνει σε ορισμένες χώρες, με υπουργούς που παραπέμπονται σε Συνταγματικό Δικαστήριο αντί για το Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται σήμερα.»

Π.Κόκκαλης: Πρώτη προτεραιότητα η αναθεώρηση του Άρθρου 86, όρος για κάθε μας συνεργασία

Στον χαιρετισμό του ο γραμματέας του «ΚΟΣΜΟΥ» και ευρωβουλευτής των Πρασίνων, Πέτρος Κόκκαλης, σημείωσε πως «η επί της αρχής ορθή πρόβλεψη της ασυλίας πολιτικών για την πολιτική τους δράση, στον απόηχο σωρείας πολιτικών διώξεων στο παρελθόν της χώρας μας κακοποιήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες της δημοκρατικότερης περιόδου από σύστασης του ελληνικού κράτους. Σε όποια περίπτωση υπήρξε ποινικό ζήτημα για τη δράση ενός υπουργού, οι πολίτες ήταν βέβαιοι πως έπρεπε να περιμένουν τις εκλογές, την αλλαγή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας προκειμένου ο πολιτικός να βρεθεί μπροστά στον φυσικό του δικαστή και να κριθεί. Υπήρξε μία μόνο, καθόλα κραυγαλέα περίπτωση, στα 50 χρόνια δημοκρατικής μεταπολίτευσης. Η εικόνα συγκάλυψης σε κάθε μεγάλη υπόθεση απαξίωσε το πολιτικό σύστημα και το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών, ενώ σήμερα αποτελεί πλέον απειλή για τη Δημοκρατία, αφού οι πολίτες έχουν βεβαιότητα για την απουσία δικαίου, όποτε εμπλέκεται πολιτικός».

Τόνισε την ανάγκη «να αλλάξουν πολλά, προτού αφήσουμε την απουσία δικαίου να τροφοδοτήσει περαιτέρω την απελπισία και έτσι τον κάθε πολιτικό τυχοδιώκτη – ακροδεξιό ή μη – να βρει πάτημα σε αυτό και να ανελιχθεί σε θέσεις εξουσίας πλήττοντας περαιτέρω την Δημοκρατία μας με τη ρητορική του “όλοι ίδιοι είναι”».

Ενώ καταλήγοντας, έθεσε την αναθεώρηση του Άρθρου 86 ως «πρώτη προτεραιότητα». Όπως δήλωσε, «ο ΚΟΣΜΟΣ, ζητάει την αναθεώρηση του Άρθρου 86 του Συντάγματος και δεσμεύεται πως θα παλέψει με όλες του τις δυνάμεις για την κατάργησή του, καθιστώντας το όρο για κάθε συνεργασία – πολιτική, ή κυβερνητική. Για εμάς, η κατάργηση του Άρθρου 86 καθίσταται από σήμερα η πρώτη προτεραιότητα στο πρόγραμμα και την πολιτική μας δράση.»

Aπαντώντας σε ερώτηση του ΤPP για το αν ο «Κόσμος» θα ενσωματώσει στις επίσημες θέσεις του και τις υπόλοιπες προτάσεις που κατατέθηκαν, ο κ.Κόκκαλης σημείωσε ότι το ζήτημα της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση καταγράφεται επικριτικά στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, τονίζοντας πως «η επιλογη της ηγεσιας της δικαιοσυνης απο την εκτελεστικη εξουσια καθιστα αμφιβολο τον διαχωρισμο των εξουσιων».

Πρόσθεσε ότι «μεσα στην αναθεώρηση εμείς έχουμε πάρα πολλά πράγματα να προτείνουμε και νομίζω ότι θα βρούμε πολλά ευήκωα ώτα. Γιατί η πραγματικότητα είναι ότι 50 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση έχουμε φτάσει σε δύο σημεία που είναι οριακά, το ένα είναι να μας εγκαλεί το Ευρωκοινοβούλιο για κατάπτωση του Κράτους Δικαίου σε όλη τη γκάμα, από την Ελευθερία του Τύπου μέχρι την αστυνομική βία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το άλλο είναι η πρωτοφανής κατάπτωση της εμπιστοσύνης του κόσμου στους θεσμούς. Αυτο συμπεριλαμβάνει το πολιτικό σύστημα, την εξουσία των ΜΜΕ, τον στρατό, την αστυνομία, τα Δικαστήρια. Χρειαζόμαστε ένα σοβαρό restart. Και νομίζω όποιος είδε τη διαδικασία στην πρόταση δυσπιστίας, που πράγματη θα έπρεπε να είναι ύψιστη κοινοβουλευτική διαδικασία, νομίζω ότι τουλάχιστον η αρχή δεν μπορεί να δημιουργήσει εμπιστοσύνη στους πολίτες. Οπότε ναι, να περιμέτε»