«Η διάταξη στηρίζεται υποτίθεται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/13 (άρθρο 7). Μόνο που, η οδηγία αυτή έχει ακριβώς αντίθετο σκοπό, δηλαδή τη διασφάλιση του δικαιώματος ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, εφόσον σε κάποιες χώρες προβλεπόταν τέτοιος αποκλεισμός», αναφέρουν.

Και συνεχίζει διευκρινίζοντας πως «όμοιο με την προτεινόμενη διάταξη περιεχόμενο είχε η διάταξη του άρ. 101 παρ. 3 του παλαιού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η οποία εισήχθη με το ν. 4236/2014, άρ. 12 και καταργήθηκε με τον νέο ΚΠΔ (2019) καθώς, προφανώς, κρίθηκε ως αχρείαστη και ασύμβατη με το συναφές υπερκείμενο νομικό πλαίσιο».

«Η διάταξη αυτή είχε καταστεί ούτως ή άλλως ανενεργή και δεν εφαρμόστηκε ποτέ επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Για τη διάταξη αυτή είχαν εκφραστεί επικριτικά σημαντικοί ποινικολόγοι – καθηγητές ποινικού δικαίου των νομικών σχολών» σημειώνει με νόημα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Αναλυτικά:

«ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

(κατ’ άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής)

του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Καθορισμός αδικημάτων και κυρώσεων σε βάρος φυσικών και νομικών προσώπων για παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενσωμάτωση Οδηγίας (ΕE) 2024/1226 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων για την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης και την τροποποίηση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 και λοιπές διατάξεις”

Οι βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΠΣ που υπογράφουμε, προβάλλουμε ένσταση και αντιρρήσεις λόγω αντισυνταγματικότητας κατά του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης ως προς το άρθρο 18 αυτού.

Ι. Με το άρθρο 18 ΣχΝ, όπως διαμορφώθηκε μετά τις νομοτεχνικές διορθώσεις, εισάγεται παράγραφος 3 στο άρθρο 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Με την προτεινόμενη διάταξη νομοθετείται η δυνατότητα αποκλεισμού της πρόσβασης του κατηγορουμένου σε μέρος του υλικού της δικογραφίας. Παραβιάζεται, έτσι, κατάφορα το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη (άρθρ. 20 Συντ. ) και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρ. 6 ΕΣΔΑ). Ειδικότερα: Παρόμοιο κατά βάση με την προτεινόμενη διάταξη περιεχόμενο είχε η διάταξη του άρ. 101 παρ. 3 του παλαιού ΚΠΔ, η οποία εισήχθη με το ν. 4236/2014, άρ. 12 και καταργήθηκε με το νέο ΚΠΔ (2019) καθώς προφανώς κρίθηκε ως αχρείαστη και ασύμβατη με το συναφές υπερκείμενο νομικό πλαίσιο (Συντ., ΕΣΔΑ). Για τη διάταξη αυτή είχαν εκφραστεί επικριτικά σημαντικοί ποινικολόγοι – καθηγητές ποινικού δικαίου των νομικών σχολών (βλ. Α.Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 8η έκδ., 2018, σ. 169, Ά. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2022, σ. 181-183, Αθ. Ζαχαριάδης, Όψεις της παραβίασης του δικαιώµατος υπεράσπισης στην ποινική δίκη, Αρμενόπουλος 3/2017, σ. 518). Κατά τις επικρίσεις αυτές η διάταξη του άρθρ. 101 παλαιού ΚΠΔ δεν στηριζόταν αληθινά στην Οδηγία 2012/13/ΕΕ (άρ. 7) ενώ, αντίθετα, παραβίαζε το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου (άρθρ. 20 Συντ.) και δίκαιης δίκης (άρ. 6 ΕΣΔΑ). Τελικά, δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο ότι η εν λόγω διάταξη του παλαιού άρθρ. 101 ΚΠΔ εφαρμόστηκε έστω και μία φορά και ευλόγως, βέβαια, καταργήθηκε.

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρ. 20 παρ. 1 του Συντάγματος «[κ]αθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασία από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Κατοχυρώνεται έτσι ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα η δυνατότητα πρόσβασης στα δικαστήρια για την παροχή έννομης προστασίας, στην οποία εμπεριέχεται και το δικαίωμα ακρόασής. Το Σύνταγμα, βέβαια, δεν απαγορεύει στον κοινό νομοθέτη να καθορίζει τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος αυτού, εφόσον όμως αυτός συμβάλλει στη διασφάλισή του και δεν αναιρεί την ουσία του. Επιπλέον, αν τυχόν τεθούν περιορισμοί, αυτοί πρέπει να μην οδηγούν, άμεσα ή έμμεσα, σε κατάλυση του προστατευόμενου ατομικού δικαιώματος, δηλαδή δεν επιτρέπεται οι τιθέμενοι περιορισμοί να περιστέλλουν κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό το δικαίωμα, ώστε αυτό να προσβάλλεται στον πυρήνα του. Ουσιώδη όψη του δικαιώματος ακροάσεως στην ποινική διαδικασία συνιστά η υποχρέωση ανακοίνωσης των εγγράφων της ανάκρισης, ώστε το διωκόμενο άτομο (ύποπτος ή κατηγορούμενος) – ακολούθως- να είναι σε θέση να εκφράσει τις απόψεις του και να αντικρούσει την κατηγορία και κάθε επιβαρυντικό στοιχείο. Συνεπώς, όπως γίνεται δεκτό, «το δικαίωμα στην ανακοίνωση των εγγράφων έχει συνταγματική κάλυψη και δεν μπορεί να καταργηθεί με διατάξεις νόμου όπως είναι ο ΚΠΔ» (: Α.Παπαδαμάκης, όπ.π., σ. 141).

ΙΙΙ. Με την προτεινόμενη διάταξη του ΣχΝ μπορεί να απαγορευθεί στον κατηγορούμενο να λάβει γνώση της δικογραφίας «κατά την ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση». Επιπλέον δεν ορίζεται πόσο διαρκεί ο αποκλεισμός και πότε μπορεί να επιτραπεί στον κατηγορούμενο η πρόσβαση. Ομοίως δεν ορίζεται ότι θα εκδίδεται «Διάταξη», κατά τα γνωστά στην ποινική δικονομία.
Η διάταξη δήθεν στηρίζεται στην Οδηγία 2012/13/ΕΕ (άρ. 7). Μόνο πως η οδηγία αυτή έχει ακριβώς αντίθετο σκοπό, δηλ. την διασφάλιση του δικαιώματος ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, εφόσον σε κάποιες χώρες προβλεπόταν τέτοιος αποκλεισμός. Είχε δηλ. σκοπό την ενδυνάμωση του δικαιώματος πρόσβασης, και προέβλεπε εγγυήσεις. Σε κάθε περίπτωση η Οδηγία προέβλεπε δυνατότητα και όχι υποχρέωση των κρατών-μελών να προβούν σε αντίστοιχες ρυθμίσεις. Άλλωστε, γενικά η Οδηγία δεν θίγει το εθνικό δίκαιο ως προς το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων ενημέρωσης των προσώπων που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σε μια ποινική διαδικασία. (βλ. άρ. 10 της Οδηγίας: «Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν επιτρέπεται να εκληφθεί ότι περιστέλλει ή αποκλίνει από τα δικαιώματα ή τις δικονομικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται από […] ή το δίκαιο οποιουδήποτε κράτους μέλους που παρέχει υψηλότερο βαθμό προστασίας).

Συνεπώς, με την προτεινόμενη διάταξη:

Δε ορίζεται σε ποιο τμήμα και πόσο σημαντικό μέρος της δικογραφίας μπορεί να απαγορευθεί η πρόσβαση του κατηγορουμένου.
Δεν ορίζεται για πόσο διάστημα ή σε ποια ακριβώς διαδικαστικά στάδια θα υπάρχει ο ως άνω αποκλεισμός.
Δεν εξαιρούνται από τον αποκλεισμό της πρόσβασης οι περιπτώσεις δίωξης για πλημμέλημα, δηλ. αδίκημα ήσσονος σημασίας. Αντίθετα, ορίζεται ότι θα εφαρμόζεται μόνο για αδικήματα κατά μη προσωποπαγών εννόμων αγαθών, δηλ. όχι π.χ. για ανθρωποκτονία, βιασμό ή ληστεία.
ΙV. Κατά τη διαδικασία ακρόασης των εξωκοινοβουλευτικών φορέων στην Επιτροπή, ακούστηκαν σφοδρές επικρίσεις για την επίμαχη διάταξη του άρ. 18 του ΣχΝ και εγέρθησαν έντονες ενστάσεις για τη συμβατότητά της με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Ειδικότερα οι εκπρόσωποι της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων (Αθ.Ζούπας, Θ.Μαντάς), του Ινστιτούτου ευρωπαϊκού και διεθνούς ποιν. Δικαίου (καθηγ. Χρ. Μυλωνόπουλος), της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων (καθ. Η.Αναγνωστόπουλος, Όλ.Τσόλκα), της Ελλ. Εταιρείας Ποιν. Δικαίου (καθ. Ι.Ανδρουλάκης) και της Ένωσης Ποινικολόγων και μαχόμενων δικηγόρων (Β.Ταουξής) τάχθησαν συνολικά ενάντια στη συγκεκριμένη διάταξη επισημαίνοντας τη αντίθεσή της με τα δικαιώματα του ανθρώπου και ιδίως το δικαίωμα ακροάσεως. Ομοίως αρνητικά τάχθηκε και η Ένωση Δικαστών & Εισαγγελέων με το υπόμνημά της.

V. Με βάση τα παραπάνω, η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 18 του νομοσχεδίου προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα ακροάσεως του ατόμου (κατηγορουμένου).
Αθήνα, 18/9/2025

Οι ενιστάμενοι Βουλευτές

Διονύσιος – Χαράλαμπος Καλαματιανός
Θεόφιλος Ξανθόπουλος»