Στην εκπομπή «Φύλλο Πορείας» του ΔΙΚΤΥΟΥ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ, της 27ης Οκτωβρίου 2020 είχαμε καλεσμένο τον ιστορικό και μάχιμο δημοσιογράφο Τάσο Κωστόπουλο.

Συζητήσαμε για την «28η Οκτωβρίου, το καθεστώς Μεταξά και το Άγνωστο 1940». Για τους «Εθνικούς Μύθους αλλά και τις μαρτυρίες των φαντάρων για τον πόλεμο του 40».

Στο πλαίσιο επομένως της εκπομπής στη φιλόξενη συχνότητα του The Press Project, μας απασχόλησαν τα ακόλουθα ερωτήματα:

Καταρχήν, ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος του 40’ ήταν ένα τοπικό επεισόδιο ή ψηφίδα της παγκόσμιας σύγκρουσης που πυροδότησαν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί της εποχής και οι επιδιώξεις των αστικών κρατών.

Ποιος ο χαρακτήρας του καθεστώτος Μεταξά και για ποιους λόγους διατυπώθηκε το «ΟΧΙ» στις απαιτήσεις της φασιστικής Ιταλίας από ένα καθεστώς που διεκδικούσε να δώσει φασιστικά χαρακτηριστικά σε μια δικτατορία που επέβαλαν τα πιο δυναμικά τμήματα της ελληνικής άρχουσας τάξης, το Παλάτι και η Βρετανική Αυτοκρατορία.

Ποιος ήταν ο χαρακτήρας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και να ήταν ενιαίος καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου.

Ιδιαίτερη συζήτηση έγινε για την στάση της ΕΣΣΔ και του Στάλιν, των Διεθνών, το ρόλο του κομμουνιστικού κινήματος στο Μεσοπόλεμο και κατά τη διάρκεια του Πολέμου.

Επιλέγουμε να παρουσιάσουμε το παρακάτω απόσπασμα της συζήτησης: 

To Σύμφωνο Μολότοφ Ρίμπεντροπ, έρχεται ως γνωστόν, μετά την αποτυχία της Σοβιετικής Ένωσης να φτιάξει ένα Αντιγερμανικό σύμφωνο με τη δύση που δεν το δέχεται.

Η σοβιετική απολογητική προάσπιση αυτού τού συμφώνου ήταν πως η Δύση ήθελε να χρησιμοποιήσει το Χίτλερ ως αιχμή του δόρατος ενάντια στο σοβιετικό καθεστώς και στην ουσία με αυτό το τρόπο ο Στάλιν αφόπλισε αυτή τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ο Χίτλερ εναντίον του.

Υπάρχει και η περίφημη περίπτωση ενός Άγγλου πολιτικού, του λόρδου Χάλιφαξ που μετά έγινε μάλιστα υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας, ο οποίος πήγε το 37 σαν πολιτικός ανεξάρτητος στο Βερολίνο είχε κάτι κουβέντες με το Χίτλερ, του έλεγε ρε παιδί μου να τα βρούμε, να τα μοιράσουμε και σου δίνουμε το χώρο ανατολικά να μπουκάρεις και να κάνεις ό,τι θέλεις.

Λοιπόν αυτό, θα μπορούσε κανείς να πει ότι στο βαθμό που είναι αμυντικό έχει μια λογική. Όμως δεν ήταν αμυντικό.

Δεν ήταν απλώς σύμφωνο μη-επίθεσης.

Ήταν ένα σύμφωνο που μοίραζε τη Πολωνία, και το οποίο εμπεριείχε η Σοβιετική Ένωση ήταν η καθοδηγητική δύναμη της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ενός παγκόσμιου κινήματος .. είχε κάποιες ιδεολογικές συνέπειες, για ένα χρόνο περίπου, η Σοβιετική Ένωση σαν κράτος και η Διεθνής ως μηχανισμός παγκόσμιος, ξεπλένει ξαφνικά το ναζισμό, εκεί που είχαμε το 34 μέχρι το 39 το αντιφασιστικό μέτωπο, το οποίο όπως είπες πολύ καλά δείχνει τα όρια του στην Ισπανία, ακολουθεί στη συνέχεια το ξέπλυμα του Χίτλερ, ότι ο Χίτλερ είναι ελάσσων καπιταλισμός, λιγότερο επικίνδυνος και λιγότερο επιθετικός από τους Αγγλογάλους οι οποίοι νέμονται ας πούμε την υφήλιο και λοιπά.
Για ένα διάστημα, αυτό εδώ επειδή έχουμε τη δικτατορία Μεταξά και επειδή η αριστερά έχει διαλυθεί δεν βιώνεται πάρα πολύ έντονα, στη Γαλλία π.χ. Το ΚΚ εκεί που θεωρούσε τους ναζι και τη Γερμανία το χειρότερο πράγμα του κόσμου, ξαφνικά βγάζει τη γραμμή του πουρκουά, την αντίθεση στο πόλεμο η οποία πατάει και μεν σε μια προϋπάρχουσα αντιπολεμική κουλτούρα αλλά εκείνη τη στιγμή παίρνει χαρακτηριστικά .. κινείται στα όρια του φιλογερμανισμού…

Στο πλαίσιο επομένως αυτό πρέπει να δούμε και την στάση του ΚΚΕ που καθορίστηκε από τις αλλεπάλληλες επιστολές του Γ.Γραμματέα του Ν.Ζαχαριάδη.

Ήταν όμως ο Ελληνο-Ιταλικό πόλεμος μια σύγκρουση «Δαβίδ εναντίον Γολιάθ» όπως θέλει το εθνικό αφήγημα ή είχαν υπάρξει συγκεκριμένες πολεμικές προετοιμασίες και ενημέρωση για τις προθέσεις του Ιταλικού φασιστικού καθεστώτος, που σε καμιά περίπτωση δεν ανατρέπουν τον καθοριστικό παράγοντα της παρέμβαση του Λαικού παράγοντα, ο οποίος ήταν τελικά αυτός που ξεπέρασε την Στρατιωτική και Πολιτική ηγεσία της εποχής.

Εδώ αξίζει να επισημάνουμε ότι ο Πόλεμος δεν διεξήχθη μόνο στο Αλβανικό Μέτωπο. Ταυτόχρονα είχαμε και μια μεγάλη επιχείρηση εναντίον του εσωτερικού εχθρού. Διαβάζουμε το σχετικό κείμενο της περίφημης δημοσιογραφικής ομάδας του ΙΟΥ. Το άγνωστο 1940: Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΟΥ «ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΧΘΡΟΥ»-Το άγνωστο 1940

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ / [email protected]

Κάθε πόλεμος, ακόμη κι ο πιο δίκαιος και αμυντικός, έχει μια εμφύλια διάσταση.
Οχι με την αφηρημένη φιλοσοφική προσέγγιση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι, σε τελική ανάλυση, αδέρφια. Αλλά επειδή στις ανθρώπινες κοινωνίες υπάρχουν πάντοτε κάποιοι τους οποίους οι καθοδηγητές τής πολεμικής προσπάθειας ταυτίζουν με τον εχθρό ή θεωρούν εμπόδιο στον αγώνα του έθνους.

Η μεταχείριση αυτού του (υπαρκτού ή δυνάμει) «εσωτερικού εχθρού» ποικίλλει από σύρραξη σε σύρραξη, ανάλογα με την ένταση του κινδύνου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθεστώτος κάθε εμπόλεμης χώρας.

Στις δημοκρατικές π.χ. και συνάμα ρατσιστικές ΗΠΑ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, 80.000 αμερικανοί πολίτες ιαπωνικής καταγωγής και 40.000 ιάπωνες μετανάστες πρώτης γενιάς κλείστηκαν το 1942 «προληπτικά» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι (λευκοί) αμερικανοί πολίτες γερμανικής καταγωγής είχαν σαφώς καλύτερη τύχη: ως φαντάροι, στάλθηκαν, απλώς, να πολεμήσουν τους Γιαπωνέζους στον Ειρηνικό ωκεανό κι όχι τους «ομόφυλούς» τους στην Ευρώπη.

Στην εξίσου δημοκρατική Γαλλία, πάλι, 600.000 γερμανόφωνοι πολίτες απομακρύνθηκαν αναγκαστικά το 1939-40 από τις παραμεθόριες περιοχές της Αλσατίας και της Λωραίνης για λόγους «εθνικής ασφαλείας».

Ο ελληνοϊταλικός κι ελληνογερμανικός πόλεμος του 1940-41 δεν θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση. Από τη στιγμή, μάλιστα, που η διεξαγωγή του καθοδηγούνταν από τη φασίζουσα δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η προληπτική καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» δεν μπορούσε παρά να πάρει ολοκληρωτικές διαστάσεις.

Η επίσημη εκδοχή

Η εσωτερική αυτή διάσταση του «έπους του σαράντα» έχει, ωστόσο, διαγραφεί εντελώς από τη συλλογική μνήμη. Αποτελεί θέμα ταμπού, όχι μόνο για τους οπαδούς μιας «εθνικά καθαρής» Ιστορίας, αλλά και για το «μετα-αναθεωρητικό» ρεύμα που υπερπροβάλλει τις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχικής περιόδου, με στόχο την απονομιμοποίηση της εαμικής Αντίστασης – όχι όμως και της «συντεταγμένης», εθνικόφρονος Πολιτείας.

*Ας επιστρέψουμε, όμως, στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» το 1940-41. Μια πρώτη, γενική εικόνα μας δίνουν οι επίσημες Ιστορίες των σωμάτων ασφαλείας της εποχής.

«Από της πρώτης στιγμής της κηρύξεως του πολέμου», διαβάζουμε στο λεύκωμα που εξέδωσε το 1961 για τα σαραντάχρονά της η Αστυνομία Πόλεων, «η Αστυνομία Αθηνών επεφορτίσθη, ως ήτο επόμενον, με σοβαρά εθνικά και κοινωνικά καθήκοντα. Συνέλαβε τους υπηκόους των χωρών του Αξονος, ως και τα εθνικώς ύποπτα άτομα, τα οποία, αφ’ ενός μεν υπήρχε πιθανότης να κινηθούν κατασκοπευτικώς, αφ’ ετέρου δε να δημιουργήσουν πνεύμα ηττοπαθείας εις τον πληθυσμόν. Το έργον τούτο, λίαν λεπτόν και δυσχερές, εξετελέσθη ταχύτατα, βάσει επιμελώς κατηρτισμένου σχεδίου» (σ. 65).

*Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο επίσημος ιστοριογράφος της Χωροφυλακής (επί χούντας), πανεπιστημιακός καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης:

«Επρεπε να συλληφθούν ή να τεθούν υπό αυστηράν επιτήρησιν οι δρώντες εις τα παρασκήνια και παρακολουθούμενοι έως τότε κομμουνισταί, ως και πάντα τα εν γένει ύποπτα και επικίνδυνα δι’ ανατρεπτικήν ή υπονομευτικήν του εθνικού φρονήματος δράσιν άτομα. Το έργον τούτο η Χωροφυλακή επετέλεσε καθ’ άπασαν την χώραν μετ’ εκπληκτικής ταχύτητος, κατά το μέγιστον δε μέρος αυτήν την 28ην Οκτωβρίου. Ούτως, από της πρώτης ημέρας του πολέμου εδραιώθη η εσωτερική ασφάλεια, εξέλιπε πας κίνδυνος εις το εσωτερικόν και ο Ελληνικός Λαός με ακμαίον ηθικόν διεδήλωνεν αυθορμήτως τον ενθουσιασμόν του» («Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950», Αθήναι 1973, τ. Α’, σ. 86-7).

*Κάπως διαφωτιστικότερη για τα χαρακτηριστικά του «εσωτερικού εχθρού» είναι η διαταγή, βάσει της οποίας εξαπολύθηκε το ανθρωποκυνηγητό – οι απόρρητες «Κανονιστικαί Οδηγίαι επιστρατεύσεως των Σωμάτων Ασφαλείας» που είχε εκδώσει το 1939 ο υφυπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης και παραθέτει η επίσημη Ιστορία της Χωροφυλακής.

«Τα Σώματα Ασφαλείας», γράφει, «εν περιπτώσει επιστρατεύσεως:

*Φροντίζουσι δια την κατάπνιξιν και εξαφάνισιν πάσης αντιδραστικής ιδέας φιλειρηνικής και κατά του πολέμου και της υπάρξεως προπαγάνδας, υφ’ οιονδήποτε πρόσχημα εν τη ημετέρα χώρα (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ. 7).
*Επιμελούνται της διώξεως του κομμουνισμού και της πολιτικής αντιδράσεως (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ. 11).

*Επιμελούνται της εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων κατά των ασκούντων προπαγάνδας (Ορα αριθ. 12).

*Επιφορτίζονται με την υποχρέωσιν της αυστηράς παρακολουθήσεως των εν τη ημετέρα χώρα εγκατεστημένων αλλοδαπών και μειονοτήτων (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ. 13)» (όπ.π., σ. 79-80).

Δυστυχώς, ο Δασκαλάκης δεν δημοσιεύει το κείμενο των επιμέρους «οδηγιών». Για την πληρέστερη επισκόπηση του ζητήματος πρέπει έτσι να καταφύγουμε σε άλλες πηγές.

«Κόκκινοι» και «ηττοπαθείς»

Με δεδομένο τον υστερικό αντικομμουνισμό της 4ης Αυγούστου, αλλά και την έντονα αντιμιλιταριστική κι αντιεθνικιστική δραστηριότητα των κομμουνιστών στο μεγαλύτερο μέρος του Μεσοπολέμου, η προληπτική εξουδετέρωση των οπαδών της αριστεράς ήταν μάλλον αναμενόμενη. Καθώς, μάλιστα, τα ενεργά μέλη του ΚΚΕ την 28η Οκτωβρίου βρίσκονταν είτε σε φυλακές κι εξορίες είτε σε βαθιά παρανομία, η εκκαθάριση επικεντρώθηκε σε όσους είχαν παλιότερα «μολυνθεί» από τον «ιό» του «μπολσεβικισμού» ή είχαν συμμετάσχει ενεργά στο εργατικό κίνημα. Η τοποθέτηση του φυλακισμένου Ζαχαριάδη υπέρ του πολέμου κι η ενθουσιώδης συστράτευση πολλών αριστερών κατά του εισβολέα ελάχιστα επηρέασαν αυτό το κλίμα.

*«Ηταν όλος ο κρατικός μηχανισμός, ο Στρατός και η Χωροφυλακή, εμποτισμένοι με κακόβουλες συκοφαντικές αντιλήψεις από την προπαγάνδα της άκρας δεξιάς», θυμάται χαρακτηριστικά ένας συνδικαλιστής καπνεργάτης.

 

«Εβλεπαν τους καπνεργάτες και κάθε προοδευτικό με αποστροφή και δε θα ήταν υπερβολικό αν έλεγα με μίσος. Πολλοί από τους πατριώτες που έτρεχαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στις μονάδες, βρέθηκαν σημαδεμένοι στα μητρώα του λόχου τους και το σημάδεμα αυτό σήμαινε την υποβάθμιση του πατριωτισμού τους».

»Οταν ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες κατόρθωσα να φτάσω στο λόχο μου, το όνομά μου ήταν υπογραμμισμένο με κόκκινη μελάνη. Αποτέλεσμα: δε με όπλισαν, αλλά με έριξαν στο Λόχο Σκαπανέων, όπου βρήκα πολλούς άλλους πατριώτες. Υπηρετήσαμε για πολύ με τους ανεπιθύμητους Τούρκους, Πομάκους και βουλγαρόφωνους. Ύστερα από την επιφυλακτική αναγνώριση για το ειλικρινές ή όχι περιεχόμενο που είχε το γράμμα του Ζαχαριάδη, άλλους όπλισαν και άλλους έβαλαν να δουλεύουν σε οχυρωματικά και δημόσια έργα» (Γιώργος Πέγιος, «Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας», Αθήνα 1984, σ. 124).

*Σε «πειθαρχικό λόχο» μουλαράδων κατέληξε κι ένας άλλος προπολεμικός κομμουνιστής, από τα Χανιά. Στο στρατολογικό γραφείο, ενημερώθηκε ότι «στο απολυτήριο είχαν κάμει ειδικό σημάδι πως είμαι κομμουνιστής και μου είπε να είμαι προσεκτικός».

Πριν η μονάδα του μπει στην Αλβανία, όλοι οι «χαρακτηρισμένοι» ειδοποιήθηκαν από τους αξιωματικούς πως θα εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες «αν χύσουν το δηλητήριό τους στις τάξεις του στρατού». Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου οι διακρίσεις σε βάρος τους ήταν φανερές, με κυριότερη την εξαίρεσή τους απ’ τη διανομή της -πολύτιμης- «φανέλας του στρατιώτη» (Χρ. Ρουμελιωτάκης, «Γράμμα στο γιο μου από τον πόλεμο», Αθήνα 1981, σ. 12, 36-8 & 48-9).

*Μια δεύτερη κατηγορία διωχθέντων πολιτών ήταν όσοι θεωρήθηκαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Μανιαδάκη ότι συνέβαλλαν στην καλλιέργεια αισθημάτων «ηττοπάθειας».

*Από τα αρχεία της Διοικήσεως Δυτικής Μακεδονίας πληροφορούμαστε π.χ. ότι στις 24.12.1940 προφυλακίστηκε ο 20χρονος Δ.Φ., κάτοικος Νυμφαίου Φλωρίνης και «τελειόφοιτος της εν Θεσ/νίκη Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής», «ίνα δικασθή» από το Στρατοδικείο Κοζάνης «ως υπαίτιος του ότι κατά τας αρχάς Δεκεμβρίου 1940, ανεκοίνωσεν εις ιδιώτας πληροφορίες δυναμένας να εμβάλωσιν εις ανησυχίαν τους πολίτας ήτοι ότι “οι δικοί μας οπισθοχωρούν, νικήθηκαν από τους Ιταλούς και οι Ιταλοί βάλανε δύναμη μεγάλη κ.τ.λ.”».

*Η «προστασία» της ηρεμίας του κοινού πήρε ενίοτε κωμικές διαστάσεις: Σαράντα μέρες μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο άκρως εθνικόφρων απόστρατος βενιζελικός στρατηγός Στυλιανός Γονατάς μεταφέρθηκε στις 20.2.1941 από όργανα της Ειδικής Ασφάλειας στο Ελληνικό, όπου και παρέμεινε «εν απομονώσει και υπό φρούρησιν».

Όπως διαβάζουμε στην απόφαση της Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας, η ήπια «εκτόπιση» του γηραιού πολιτικού έγινε «διότι η παρουσία του εις Αθήνας και αι συναντήσεις αυτού μετά διαφόρων προσώπων, δημιουργούσι φήμας μη εποικοδομητικάς της απολύτου γαλήνης, της οποίας έχει ανάγκην η Χώρα, ίνα αντιμετωπίση τας κρισίμους περιστάσεις, τας οποίας διέρχεται».

Η «πέμπτη φάλαγγα»

*Η εξουδετέρωση των πρακτόρων του αντιπάλου, πραγματικών ή εικαζόμενων, αποτελεί πάγιο συστατικό στοιχείο κάθε πολέμου. Για την έκταση που πήρε η εφαρμογή του μέτρου στην Ελλάδα το 1940-41, αποκαλυπτικός είναι ο επίσημος ιστοριογράφος της Αστυνομίας Πόλεων (και στέλεχος του διαβόητου «Μηχανοκινήτου» επί Κατοχής), Νικόλαος Αρχιμανδρίτης:

*«Την 28.10.1940 συνελήφθησαν εντός 2 ωρών άπαντα τα εν τη περιοχή της Πρωτευούσης μέλη των ιταλικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας ως και έτεροι χίλιοι Ιταλοί ύποπτοι, μέχρι δε της 13 ώρας της 6ης Απριλίου [1941] άπαντα τα μέλη των υφισταμένων εννέα Γερμανικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας και άπαντες οι Γερμανοί ύποπτοι, 3.500 εν συνόλω» («Αστυνομικά Χρονικά», 1.11.1954, σ.1680).
Ο ίδιος μας πληροφορεί επίσης ότι «ελήφθησαν δηλώσεις αποκηρύξεως της Ιταλικής Ιθαγενείας εκ μέρους χιλιάδων Ιταλών». Προφανώς, αξιοποιήθηκε η πλούσια πείρα της ειρηνικής περιόδου στον ίδιο τομέα.

*Η μεταχείριση των ιταλών υπηκόων υπήρξε, πάντως, ηπιότερη: «Οι ιταλικές οικογένειες οδηγήθηκαν υπό περιορισμό στο χώρο της ιταλικής πρεσβείας», σημειώνει στις 28 Οκτωβρίου στο ημερολόγιό του ο αμερικανός Λέρντ Αρτσερ, διευθυντής, τότε, του «Ιδρύματος Εγγύς Ανατολής». Μεταξύ των συλληφθέντων, πάντως, συγκαταλεγόταν τουλάχιστον «μια οικογένεια Εβραίων, που είχαν διαφύγει από την Ιταλία για να αποφύγουν τις διώξεις εναντίον της φυλής τους».

Πέντε μέρες αργότερα, ο ίδιος πληροφορείται πως «το προσωπικό της πρεσβείας μαζί με άλλους 240 Ιταλούς φεύγουν σήμερα από την Ελλάδα». Καταγράφει, μάλιστα, και μια περίεργη εκδήλωση αβροφροσύνης του Μεταξά προς τον Αξονα: «Αρχικά επρόκειτο να φύγουν 300, αλλά οι Γερμανοί ζήτησαν 60 θέσεις για δικούς τους» («Βαλκανικό Ημερολόγιο 1936-1941», Εστία, Αθήνα 1993, σ. 174 & 184).

Οι Έλληνες πολίτες που στοχοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες του Μανιαδάκη υπήρξαν φυσικά λιγότερο τυχεροί, όπως διαπιστώνουμε από το (επίσης δημοσιευμένο) ημερολόγιο του Χριστόφορου Χρηστίδη: «1 Μαΐου 1941. Ηλθε να με δει ο Φώκος Δημητριάδης. Συνάντησε κάποιον, που χωρίς κανένα λόγο ήταν σε ελληνικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αν όσα του διηγήθηκε είναι αλήθεια, οι κρατούμενοι πέρασαν πάρα πολύ άσκημα από τους χωροφύλακες, που επιπλέον τους εκμεταλλεύτηκαν αγρίως. Φοβούμαι πως, παρά τις υπερβολές, θα έχουν γίνει θλιβερά έκτροπα» («Χρόνια Κατοχής», Αθήνα 1971, σ. 7).

*Κάπως γνωστότερη έχει γίνει, τα τελευταία χρόνια, η «προληπτική» καταστολή των γλωσσικών και εθνικών πληθυσμιακών ομάδων που θεωρήθηκαν ύποπτες για συμπάθεια προς τον εισβολέα. Με εξαίρεση την ξεχασμένη σήμερα -αλλά σχετικά πολυπληθή τότε- ιταλική μειονότητα της Κέρκυρας και της Πάτρας (βλ. διπλανή στήλη).

Σε Θεσπρωτία και Μακεδονία

*Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας αριθμούσαν το 1940 κάπου 20.000 άτομα. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, οι αρχές συνέλαβαν κι εξόρισαν δεκάδες προκρίτους, ανάμεσά τους και μετριοπαθείς προσωπικότητες φιλικές προς την ελληνική διοίκηση. Μετά την ανακατάληψη της περιοχής απ’ τον ελληνικό στρατό στα μέσα Νοεμβρίου, και ως απάντηση στη συνεργασία μελών της μειονότητας με τον ιταλικό στρατό, οι εκτοπίσεις γενικεύτηκαν κι εκατοντάδες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία», θυμάται ένας θεσπρωτός συγγραφέας, «τα έκτροπα σε βάρος των Μουσουλμάνων συνεχίστηκαν με διάφορες μορφές. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης, καλούσαν στα γραφεία τους τις όμορφες χανούμισες και τις βίαζαν. Ορισμένοι χριστιανοί κάτοικοι οργίασαν. Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη έκδοση Μουσουλμανίδων, από ορισμένα χωριά, σε δημόσιους λειτουργούς, μεγάλη» (Γ. Σάρρας, «Μνήμες της τραγικής περιόδου», Αθήνα 2001, σ.52-3). Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής, στα χρόνια της Κατοχής, είναι γνωστές.

*Παρόμοια μεταχείριση -με ανάλογα αποτελέσματα- επιφυλάχθηκε και στους σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας, που το 1940 υπολογίζονταν μεταξύ 160.000 και 200.000.

«Η κήρυξις του ελληνοϊταλικού πολέμου και η διεξαγωγή αυτού», γράφει στην ημιεπίσημη ιστορία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ο κατοχικός Διευθυντής Νομαρχιών Μακεδονίας Αθανάσιος Χρυσοχόου, «έδωσαν αφορμήν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν να επιληφθή της αντιμετωπίσεως του εσωτερικού τούτου προβλήματος, ως πρόχειρος δε λύσις εξευρέθη ο εις το εσωτερικόν της Ελλάδος εκτοπισμός των υπόπτων. Ελήφθησαν αψυχολόγητα και εν πολλοίς άδικα μέτρα, παρασύραντα εις εκτοπισμούς ακραιφνείς Ελληνας» («Η Κατοχή εν Μακεδονία», τ.Β1, Θεσ/νίκη 1950, σ. 15).
Ο ίδιος αναφέρει ότι, «εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι θεωρηθέντες ύποπτοι ελήφθησαν εξ όλων των χωρίων, εις ά ωμιλείτο το σλαυόφωνον ιδίωμα». Θεωρεί δε πως το μέτρο τελικά εξυπηρέτησε τη βουλγαρική προπαγάνδα, αποξενώνοντας τους κατοίκους αυτών των περιοχών απ’ το ελληνικό κράτος.

*Την ίδια άποψη συμμερίζονται οι παρατηρητές της εποχής, είτε πρόκειται για εαμίτες είτε για εθνικόφρονες.

«Ενώ όλαι ηλικίαι ευρίσκοντο από την πρώτη στιγμή και εις την πρώτην γραμμήν υπό τα όπλα», γράφει π.χ. τον Ιανουάριο του 1944 στον εξόριστο πρωθυπουργό Τσουδερό ο Δημ. Λαμπράκης, «την ημέραν της ενάρξεως του πολέμου συνελήφθησαν και εξετοπίσθησαν εκατοντάδες πατέρες και αδελφοί των στρατιωτών. Παρά πάσαν ενέργειαν εκρατήθησαν πεισμόνως μέχρι τέλους, μολονότι τα παιδιά των επολεμούσαν εις τα Αλβανικά βουνά και πολλοί ετραυματίζοντο, εφονεύοντο, ηνδραγάθουν».

*Ο δε Γεώργιος Μόδης, αφού περιγράφει εκτενώς στα απομνημονεύματά του την αδυναμία του να εμποδίσει τις εκτοπίσεις (σ. 391-3), καταλήγει στην πικρή διαπίστωση πως «αποδειχθήκαμε άλλη μια φορά ανίκανοι να διοικήσουμε λαούς».

Η αυξημένη «επαγρύπνηση» του μεταξικού καθεστώτος κατά του «εσωτερικού εχθρού» είχε κάποιες απρόβλεπτες συνέπειες.

Μια απ’ αυτές ήταν η αντιστροφή της χρήσης των υπηρεσιακών φακέλων, που στις χαώδεις στιγμές της κατάρρευσης του μετώπου έπεσαν σε λάθος χέρια.
*«Πλείστοι αστυνομικοί διέπραξαν εγκληματική επιπολαιότητα να εγκαταλείψουν έκθετα τα εμπιστευτικά αρχεία των (Φλώρινα, Αμύνταιον)», διαβάζουμε σε επιστολή του Δημητρίου Λαμπράκη προς την εξόριστη κυβέρνηση (1944). «Οι Βούλγαροι έσπευσαν άμα τη εισόδω των Γερμανών να τα λάβουν και να επιδεικνύουν εις τους διστακτικούς και αμφιρρέποντας ταύτα, εις τα οποία ανεγράφοντο και ούτοι ως ύποπτοι» (ΓΑΚ/Αρχείο Εμμ. Τσουδερού, φ. Ε16).

*Το γεγονός επιβεβαιώνεται από «σημείωμα» της Υπηρεσίας Αλλοδαπών (22.7.1941) που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ: «Η Νομαρχία Φλωρίνης αναφέρει ότι περιήλθον εις τας Βουλγαρικάς αρχάς και διά τούτων εις τας Γερμανικάς όλοι οι φάκελλοι και οι ονομαστικοί κατάλογοι των υπόπτων και ως Βουλγάρων χαρακτηριζομένων, ούτω βάσει των στοιχείων τούτων θα ζητηθή η λειτουργία Βουλγαρικών Σχολείων και Εκκλησιών».

*«Η βουλγαρική προπαγάνδα είχε τις εγκληματικές συλλήψεις [του 1940-41] τρομερόν όπλο εναντίον μας», συνοψίζει ο Φλωρινιώτης Γεώργιος Μόδης. «Η Χωροφυλακή της έδωσε και ένα άλλο: Διοικήσεις και Υποδιοικήσεις στην φυγή τους, άφησαν έκθετα και τα εμπιστευτικά τους αρχεία. Δε θέλησαν να εξοδεύσουν και ένα σπίρτο και να τους βάλουν φωτιά. Και οι πράκτορες του Κομιτάτου τα πήραν και έδειχναν σ’ ένα διστακτικόν ή και σταθερόν ιδικό μας την σελίδα όπου χαρακτηριζόταν “ύποπτος”, “επικίνδυνος”, “φανατικός Βούλγαρος” κ.λπ.» («Αναμνήσεις», Θεσσαλονίκη 2004, σ.393).

*Οι φάκελοι των «ύποπτων» Μακεδόνων δεν ήταν όμως το μοναδικό προϊόν των υπηρεσιών ασφαλείας που αξιοποίησε η βουλγαρική προπαγάνδα. Ερευνώντας τα αρχεία του βουλγαρικού ΥΠΕΞ, ανακαλύψαμε ένα φάκελο του 1940-44 με «ντοκουμέντα για τα εθνικά προβλήματα της Βουλγαρίας σε σχέση με τις εργασίες της προσεχούς ειρηνευτικής διάσκεψης, μετά το τέλος του πολέμου» (TsDA, f. 176k, op. 21, a.e. 2613). Το σημαντικότερο από τα έγγραφα που περιέχονται εκεί, και προορίζονταν να στηρίξουν τις βουλγαρικές αξιώσεις πάνω στην ελληνική Μακεδονία, είναι μια 17σέλιδη «στατιστική εθνολογική κατάστασις του [τότε] νομού Φλωρίνης».

*Καταρτισμένη το 1932 από το (ελληνικό) Β’ Σώμα Στρατού, καταγράφει τόσο τον αριθμό των σλαβόφωνων κατοίκων ανά χωριό όσο και την ταξινόμηση των «εθνικών φρονημάτων» τους. Σε σύνολο 77.795 κατοίκων της επαρχίας Φλωρίνης, καταμετρούνται, έτσι, 60.288 «βουλγαρόφωνοι»: 11.554 «ελληνικής συνειδήσεως», 14.033 «βουλγαρόφρονες» και 34.701 «αμφίβολοι». Στην επαρχία Καστορίας, από τους 57.867 κατοίκους «βουλγαρόφωνοι» είναι οι 28.513: 10.418 «ελληνοσυνείδητοι», 4.986 «βουλγαροσυνείδητοι» και 13.109 «αμφίβολοι».

*Πώς να μην έτριβαν τα χέρια τους οι παραλήπτες αυτού του «εθνοπρεπούς» συλλογικού φακελώματος;

Η ξεχασμένη μειονότητα

Μια από τις πληθυσμιακές ομάδες που στις 28 Οκτωβρίου 1940 βρέθηκαν στο στόχαστρο των υπηρεσιών ασφαλείας ήταν, αναπόφευκτα, και οι ιταλικές παροικίες της Κέρκυρας και της Πάτρας.
Συγκροτημένες κατά κύριο λόγο από απόγονους πολιτικών προσφύγων των επαναστάσεων του 1848, οι κοινότητες αυτές αριθμούσαν τουλάχιστον 1.500 άτομα στην Κέρκυρα και 2.000-3.000 στην Πάτρα. Πολιτικά δεν διαφοροποιούνταν ιδιαίτερα από τον ελληνόφωνο περίγυρό τους, παρά την ύπαρξη οργανωμένων πυρήνων του ιταλικού φασιστικού κόμματος. Οι Ιταλοπατρινοί, άλλωστε, είχαν παίξει παλιότερα καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του τοπικού σοσιαλιστικού και αναρχικού κινήματος.

*Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, το σύνολο αυτής της μειονότητας αντιμετωπίστηκε από τις αρχές ως de facto πέμπτη φάλαγγα. «Από της πρώτης ημέρας των εχθροπραξιών, η Αστυνομία της Κερκύρας προέβη εις την σύλληψιν και συγκέντρωσιν εντός του παλαιού φρουρίου απάντων των Ιταλικής καταγωγής Κερκυραίων και άλλων υπόπτων ή επικινδύνων διά την εθνικήν ασφάλειαν ατόμων. Το έργον τούτο ήχθη εις πέρας εντός ελαχίστου χρόνου», μας πληροφορεί χαρακτηριστικά το λεύκωμα της Αστυνομίας Πόλεων (σ. 19).

*Παρόμοιο ανθρωποκυνηγητό εξαπολύθηκε και στην Πάτρα: «Στις 5 το πρωί αστυνομικές δυνάμεις κυκλώσανε τη συνοικία του Αγίου Διονυσίου, όπου κατοικούσαν πολλοί Ιταλοπατρινοί, για να τους συλλάβουνε. Πιάσανε όμως τους πιο ακίνδυνους, γιατί οι οργανωμένοι φασίστες, ειδοποιημένοι από το τοπικό φάτσιο, δεν κοιμηθήκανε εκείνο το βράδι στα σπίτια τους». Οι συλληφθέντες «κλειστήκανε στις φυλακές του Μαργαρίτη και στη Μέση Σχολή» (Βασίλης Λάζαρης, «Πολιτική ιστορία της Πάτρας», τ. Β’, Αθήνα 1986, σ. 403).

*Η καταδίωξη συνεχίστηκε όλο το Νοέμβριο. Με έγγραφό της προς τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές, η Στρατιωτική Διοίκηση Πατρών διαβίβασε π.χ. στις 19.11.40 καταστάσεις «ιταλών το γένος προσώπων, κατοικούντων και διαμενόντων εν Πάτραις και εν τοις περιχώροις», τα οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, «δρώσιν αντεθνικώς, προπαγανδίζουν ιδέας και διασπείρουν φήμας προς τον σκοπόν να αποθαρρύνουν τον πληθυσμόν», ζητώντας την άμεση σύλληψή τους (όπ. π., τ. Γ’, Αθήνα 1989, σ. 43).

*Αναλυτικές πληροφορίες παρέχει το πρόσφατα δημοσιευμένο «Ημερολόγιο» της τοπικής Χωροφυλακής (Ξενοφών Παπαευθυμίου, «Εδέχθημεν αεροπορικήν επιδρομήν», Πάτρα 2005). Ηδη από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου οι σταθμάρχες ενημερώνονται «να ώσιν έτοιμοι να συλλάβουσι τους Ιταλούς βάσει καταστάσεων» και λίγο μετά περνούν στη δράση: «Κατά διαταγήν Υφυπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας συνελήφθησαν άπαντες οι Ιταλοί μέχρι της 8ης πρωινής ώρας» (σ. 9). Το επόμενο διήμερο, ο επικεφαλής της Υποδιοίκησης πηγαίνει με 22 στρατιώτες στο Προάστειο, συλλαμβάνει 300 Ιταλούς και τους στέλνει «εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως εις Πάτρας» (σ. 10-11). Μεταξύ 4-30 Νοεμβρίου ασχολείται, τέλος, «με την εκκαθάρισιν της περιφερείας από κρυπτομένους ιταλούς υπηκόους και αλβανούς τοιούτους».

Υπήρξαν όμως και «παράπλευρα» θύματα: Στις 29.10.40 στα Ζαρουχλέικα «δύο στρατιώται καταδιώκοντες φεύγοντα Ιταλόν και πυροβολούντες, εφόνευσαν εξ αμελείας δύο γυναίκας» (σ. 10). Τρεις πάλι από τους 7 νεκρούς του ιταλικού βομβαρδισμού στις 2.11.40 ήταν Ιταλοπατρινοί (σ. 12).

*Εξίσου προδιαγεγραμμένο υπήρξε το τέλος αυτής της «αλλογενούς» μειονότητας. Ηδη από την άνοιξη του 1944 ο βρετανός πρεσβευτής Ρέτζιναλντ Λίπερ προεξοφλούσε πως «οι 2.000 περίπου Ιταλοί της Πάτρας δεν μπορούν να παραμείνουν» μεταπολεμικά στη χώρα (FO 371/43775, Leeper to Eden, 29.5.44, Νο 107). Την επαύριο της απελευθέρωσης καταγράφηκαν στην πόλη 1.943 άτομα, εργάτες κατά 90%, που περίμεναν μέρα με τη μέρα την εκδίωξή τους. «Τελικά το σύνολο σχεδόν των ιταλοπατρινών αναχώρησε για την Ιταλία, στα τέλη του Δεκέμβρη του 1945, με τις κορβέτες “Πάτραι” και “Θεσσαλονίκη”, ενώ στην αχαϊκή πρωτεύουσα παρέμειναν μόνο εκατό οικογένειες» (Β. Λάσκαρης, όπ. π., τ. Δ’, Πάτρα 1990, σ. 53-4).

*Συνοπτικότερες διαδικασίες υιοθετήθηκαν στην Κέρκυρα. Με την απελευθέρωση, η αστυνομία συνέλαβε όχι μόνο «τους ιταλούς υπηκόους, οίτινες διέπραξαν εγκλήματα κατά του λαού», αλλά και «τα λοιπά μέλη της ιταλικής παροικίας, προς πρόληψιν αυτοδικιών και αντεκδικήσεων εις βάρος των» (Λεύκωμα, σ. 19-20). Στις 13.10.44 πραγματοποιήθηκε «αυθόρμητο συλλαλητήριο» με αίτημα την εκδίωξή τους και με αποτέλεσμα τον εγκλεισμό τους στο φρούριο της πόλης. Τέλος, «στις 7 Νοέμβρη φορτωθήκανε σε νορβηγικό φορτηγό που στείλανε οι Αγγλοι και πήγανε στην Ιταλία» (Οδυσσέας-Κάρολος Κλήμης, «Ιστορία νήσου Κέρκυρας», Κέρκυρα 1992, σ. 174).

Την συζήτηση μας με τον Τάσο Κωστόπουλο απασχόλησε και η εκκαθάριση των πληθυσμών που ακολούθησε το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση του Εβραϊκού πληθυσμού κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Επίσης, σημαντική είναι και η παρατήρηση ότι ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος διεξήχθη στην επικράτεια ενός τρίτου λαού, του Αλβανικού. Σημαντικές οι μαρτυρίες των φαντάρων που έχει συμπεριλάβει κείμενο του ΙΟΥ. ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ από το Αλβανικό Μέτωπο-Οι παράπλευρες απώλειες στον πόλεμο του ’40

Απ’ όλες τις συρράξεις της νεοελληνικής Ιστορίας, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41 παρουσιάζει μια μοναδική ιδιαιτερότητα: αν εξαιρέσουμε τις πρώτες μέρες μετά την ιταλική εισβολή, οι πολεμικές επιχειρήσεις διεξήχθησαν στην επικράτεια όχι των εμπολέμων αλλά ενός τρίτου λαού.
Από την προέλαση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία. Κατειλημμένη στρατιωτικά από τον Απρίλιο του 1939, η γειτονική μας Αλβανία -και συγκεκριμένα οι νοτιότερες επαρχίες της- ήταν αυτή που μετατράπηκε σε πεδίο βολής και πηγή τροφοδοσίας των δύο στρατών.

Με εξαίρεση την ελληνική μειονότητα της περιοχής, κι αυτή κατά κανόνα στο ρόλο του χειροκροτητή των ελληνικών στρατευμάτων, ο άμαχος πληθυσμός αυτού του πολεμικού θεάτρου απουσιάζει συνήθως ολοκληρωτικά από τις επετειακές αφηγήσεις. Η ιδιότητά του ως «παράπλευρου» θεατή (κι όχι μόνο) των ελληνικών επιτυχιών δεν αρκεί, φαίνεται, για να τους εξασφαλίσει μια θέση σε μνημονικές τελετές οργανωμένες με βάση ένα μανιχαϊκό δίπολο όπου υπάρχουν μόνο «δικοί μας» και «εχθροί».

Κι όμως, αν ανατρέξει κανείς στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις όσων μετείχαν στο έπος του ’40, διαπιστώνει ότι οι σχετικές αναφορές κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Απομνημονεύματα κι ημερολόγια φαντάρων ξεχειλίζουν από πληροφορίες, άλλοτε λακωνικές κι άλλοτε γλαφυρότατες, για τους κατοίκους της περιοχής που μετατράπηκε σε θέατρο της ελληνοϊταλικής αναμέτρησης. Σε είκοσι τέτοιες μαρτυρίες, δημοσιευμένες την τελευταία τριακονταετία, βασίζεται το σημερινό μας αφιέρωμα. Τα πλήρη στοιχεία των βιβλίων δίνονται σε χωριστή στήλη.

Κρανίου τόπος

Πόλεμος σημαίνει πρώτα απ’ όλα πένθος και υλικές καταστροφές, και η Αλβανία του ’40 δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση.

«Περνούσαμε από χωριά εγκαταλειμμένα, βομβαρδισμένα και με πολλά σπίτια χαλασμένα από τις οβίδες, που έχασκαν σαν πληγές», θυμάται ένας κρητικός φαντάρος για την περιοχή της Κορυτσάς, το Δεκέμβριο του 1940. Λίγο παρακάτω, η Ερσέκα «ήταν ρημαγμένη από το βομβαρδισμό και εγκαταλειμμένη από κατοίκους. Μόνο ένα μαγαζάτορα είδαμε που πουλούσε ούζο» (Ρουμελιωτάκης, σ. 40 & 52). Ενας Ρουμελιώτης επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του: «Περάσαμε την πόλιν Ερσέκα, η οποία έχει καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς της εχθρικής αεροπορίας. Ωραία πόλις αλλά ακατοίκητος, μόνον ολίγους χωροφύλακας είδα να μένουν εκεί» (Νικολάου, σ.35).

Στις 7 Ιανουαρίου, ο ίδιος στρατιώτης επισκέπτεται την Πρεμετή: «Ωραία πόλις και μεγάλη. Εκεί είδα την θραύσιν της ελληνικής αεροπορίας, είδα υπόστεγα, κτίρια, αυτοκίνητα και όπλα και διάφορον υλικόν αποτεφρωμένον στον δρόμο». Την επομένη, η πόλη χτυπιέται (και) απ’ τους Ιταλούς: «Το απόγευμα πήγαινα προς το Πρεμετί, αλλά ο Θεός και η Παναγία φύλαξαν και άλλαξα δρόμον διότι το Πρεμετί κάηκε από τις βόμβες των ιταλικών αεροπλάνων» (Νικολάου, σ. 48-9).

Η Κορυτσά, επίσης, «είναι αρκετά βομβαρδισμένη. Πολλά σπίτια δεν είναι παρά ερείπια» (Δασκούλης σ. 67). «Νύχτα φτάσαμε στην έρημη και κατεστραμμένη από τις μάχες Βίγλιστα», θυμάται ένας μεταγωγικός. «Εκεί κοιμηθήκαμε ομάδες-ομάδες, με τα όπλα αγκαλιά, διαλέγοντας όποιο σπίτι μας άρεσε» (Κάρης, σ. 14). Στις 21 Φλεβάρη, ένας πειραιώτης πυροβολητής αντικρίζει την Πέστανη «με τα κατάλευκα σπιτάκια της». Τρεις βδομάδες μετά, «η Πέστανη είναι τελείως κατεστραμμένη από τα πυροβολικά και των δυο αντιπάλων» (Καρατζίκας, σ. 95 & 111).

«Περνάμε το πρώτο αλβανικό χωριό», σημειώνει στις 3.12.40 στο ημερολόγιό του ο λαογράφος Δημήτρης Λουκάτος. «Το βαρύ πυροβολικό τούχει γκρεμίσει τα πρώτα σπίτια. Γκρεμισμένοι ξώτοιχοι αφήνουνε το μάτι να φθάσει ως όλα τα ενδότερα» (σ. 76). Ενας πρόσφυγας πιτσιρικάς περιγράφει, πάλι, «τον τρόμο και τη φρίκη που είχαν σπείρει τα βομβαρδιστικά μας στο Πόγραδετς» (Σίσκος, σ. 83).

«Η Κλεισούρα είναι ένα μεγάλο χωριό με μεγάλα κτίρια», θυμάται ένας πατρινός ανθυπολοχαγός. «Εχει όμως καταντήσει ένα ερείπιο. Εχει κατακαεί κι είναι καταμαυρισμένο από τις βόμβες Ελλήνων και Ιταλών. Μαύρα χαλάσματα βλέπει μόνο κανείς και γύρω πλήθος τάφων των σκοτωμένων». Το Προγονάτι, πάλι, «ήταν κοντά στο μέτωπο και κτυπιότανε κι αυτό συνεχώς». Το ίδιο και «το απαίσιο Γκολέμι, χωριό μικρό, που πολλές φορές βομβαρδίστηκε από πυροβολικό ιταλικό και κυρίως από ιταλικά αεροπλάνα. Το χωριό κατήντησε ερείπιο και κατάμαυρο απ’ την μπαρούτη. Τάφοι μόνον υπάρχουν εκεί σκοτωμένων». Οσο για τη ζωή των αμάχων, διαφωτιστική είναι η περιγραφή του για το γειτονικό Παλιόκαστρο: «Οι κάτοικοι του χωριού με την πρώτη οβίδα τρέχουν όλοι σε κάτι σπηλιές, που ‘ναι στην άκρη του χωριού» (Αναστασόπουλος, σ. 80, 64, 60 & 57).

Υπάρχει, τέλος, η εσωτερική προσφυγιά. «Καθ’ όλην την πορείαν αυτήν, ησθάνθην άλγος διά τους επιστρέφοντας πρόσφυγας εις τα χωρία των, τους οποίους εξηνάγκασαν οι Ιταλοί να εγκαταλείψουν», σημειώνει στις 23.11.40 ένας μικρασιάτης πεζικάριος (Κουτσοδόντης, σ.29), ενώ ο Δημοσθένης Ζαδές είναι πιο γλαφυρός: «Είχα δει το δράμα των ανθρώπων των χωριών, που φορτώνανε στις ράχες τους ή στα ζα, ό,τι προφταίνανε απ’ το πριν λίγες μέρες χαρούμενο νοικοκυριό τους και φεύγανε σ’ αντίθετη κατεύθυνση από κείνη που πηγαίναμε εμείς. Παίρνανε το δρόμο της προσφυγιάς, γιατί ο πόλεμος πάτησε το χωριό τους. Για “λόγους στρατηγικούς” έπρεπε να φύγουνε» (σ. 40).

Η Ελλάδα του 1940 δεν ήταν καμιά πλούσια χώρα, με μοντέρνες υποδομές και ανέσεις. Στους φαντάρους της, όμως, η ανέχεια της αλβανικής υπαίθρου προκαλεί πραγματικό σοκ.

«Δυστυχία και συφορά που δεν την φαντάζεται άνθρωπος δέρνει τον κόσμο εδώ», σημειώνει στις 3.12.40 ένας επιστρατευμένος δικηγόρος. «Αυτοί δεν βλέπουν θεού πρόσωπο ούτε διαβόλου. Εχω λεφτά στην τσέπη μου. Θέλω ν’ αγοράσω κάτι. Να βρω τσιγάρα. Ενα τσάι. Ενα φάκελο. Αστεία πράματα. Τα λεφτά είναι ολότελα άχρηστα. Μια κότα ζήτησα χωρίς να ξέρω πού θα τη βράσω και τα λεφτά μας δεν τα παίρνουν οι Αρβανίτες. Τρομερό πράμα». Και παρακάτω: «Χοιρινό, κότα, πρόβατο, πρέπει να βάλης κυάλι για να ιδείς. Δεν υπάρχουν. Μπακάλικο-καφενείο, καλέ τι λες. Ούτε ακίνητα δεν υπάρχουν» (Γκοτσίνας, σ. 44 & 46).

Τις παρατηρήσεις του συμμερίζονται κι άλλοι φαντάροι, λιγότερο επηρεασμένοι απ’ τον αστικό πολιτισμό. «Η Ελλάς διαφέρει κατά πολύ της Αλβανίας, βλέπει κανείς χωριουδάκια περιποιημένα και όχι τα χάλια των αλβανικών», παρατηρεί ένας τσαγκάρης απ’ το Δίστομο (Νικολάου, σ. 92). Κι ένας δάσκαλος συμπληρώνει για τα περίχωρα της Κορυτσάς: «Το μέρος φτωχό κι ο κόσμος φτωχός. Σε πολλά χωριά δε βρίσκομε σχολειό» (Σίσκος, σ. 37).

Αλβανόφωνο χριστιανικό χωριό, η Λέσνια «ήταν δίπλα στο δρόμο κι από πάνω του περνούσαν τα ηλεκτροφόρα σύρματα της Κορυτσάς, αλλά τα δικά του σπίτια δεν είχαν ούτε λάμπα πετρελαίου. Τα σπίτια ήταν από τα χειρότερα αγροτόσπιτα, κεραμίδια δεν είχαν και το πάτωμά τους ήταν πασαλειμμένο με σβουνιές βοδιών. Το τελευταίο αυτό ίσως νάταν και μόνωση» (Μιχελίδης 1984, σ. 77-8).

Υπάρχουν, βέβαια, και προνομιούχοι: «Εγώ θάβρισκα σπίτι για τους αξιωματικούς και για μένα. Ηταν ένα μεγάλο σπίτι, αρχοντικό. Είχε δυο οντάδες μεγάλους. Βρήκα και φωτιά αναμμένη. Ευλογία θεού. Ο νοικοκύρης, ένας καλοπερασμένος Αλβανός -έδειχνε προύχοντας εδώ- μας δέχτηκε με κάποια προσήνεια, μα το μούτρο του μου φάνηκε πονηρό και παλιάνθρωπος ο ίδιος» (Γκοτσίνας, σ. 121).

Φτώχεια κι επιτάξεις

Η ανάγκη στέγασης, θέρμανσης και τροφοδοσίας δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών επιβαρύνει φοβερά αυτές τις οριακές ισορροπίες. Το ημερολόγιο του δικηγόρου Γκοτσίνα, λοχία εφοδιασμού στο μέτωπο, είναι από κάθε άποψη αποκαλυπτικό:

*«7.12.1940. Επρεπε να βρω κρέας για το λόχο. Αύριο Κυριακή. Οι Αρβανίτες δεν έχουν τίποτα λεν. Σκα, δεν έχει. Ολο σκα ακούς. Χρειάζεται ζόρι. Ο,τι έχουν το κρύβουν και τους προσφέρουμε καλή πληρωμή. Ψάχνοντας στα καλύβια είχα και τον Στέλ. κοντά μου με όπλο για κάθε ενδεχόμενο. Ανακάλυψα ένα κοπαδάκι αρνοπρόβατα, καμιά 25. Ξέκοψα 4 αρνιά. Αρβανίτες, Αρβανίτισσες, φωνή και κακό απ’ έξω. Ούτε ξέρω τι λέγουν. Πού να ξέρω; Τα πήγα να τα φυλάξω. Θα τα σφάξουμε αύριο» (σ. 55-6).

*«11.12.1940. Κρέας αδύνατον να βρεθεί. Οσα σφαχτά δεν κατάκοψε προελαύνοντας ο στρατός μας, τα εξαφάνισαν τρομοκρατημένοι οι Αρβανίτες. Σκα λοιπόν όπου ρωτούμε» (σ. 68).

*«26.12.1940. Βρήκαμε με κόπο και με μάχη μερικά σπίτια. Ο λόγος γιατί α) ήταν κι άλλος στρατός στο χωριό και β) έψαχναν και άλλοι σχηματισμοί για σπίτια. Εκανα ό,τι μπορούσα να βρω σπίτια, εφαρμόζοντας όλους τους τρόπους στους Αρβανίτες» (σ. 122-3).

«Αλλοι μας κοιτούσαν σαν θεούς και άλλοι σαν δαίμονες, ιδίως όταν σε λίγο τμήματά μας δήμευαν ολόκληρα μπουλούκια ζώων τους και τους μοίραζαν για αποζημίωση ελληνικά χαρτονομίσματα», θυμάται πάλι ένας μεσσήνιος συνάδελφός του, μιλώντας για φαινόμενο που «έφτανε στα όρια της αρπαγής» (Παναγιωτόπουλος, σ. 171).

Εκτός απ’ την επίσημη επιμελητεία, υπήρχε φυσικά και η ανεπίσημη: «Η καθημερινή πείνα ζορίζει. Πάρα πολλοί φαντάροι που δεν αντέχουν σ’ αυτό το μαρτύριο κάνουνε παγάνες στη γύρω περιοχή και αγοράζουν ό,τι βρουν: καλαμπόκι, στάρι κτλ. Ομως οι πιο πολλοί είναι απένταροι και κατ’ ανάγκη ή πρέπει να υποφέρουν ή να κλέψουν. Γι’ αυτό περιτριγυρίζουν τις ιδιότυπες μυτερές καλαμποκοαποθήκες των χωρικών που είναι έξω από τα σπίτια και αρπάζουν καλαμπόκια. Οι χωρικοί διαμαρτύρονται και το τάγμα αναγκάστηκε να βγάλει περιπολίες και σκοπούς» (Μιχελίδης 1977, σ. 53).

Παρόμοια περιστατικά διανθίζουν κάθε αφήγηση. «Η αλήθεια είναι ότι εμείς εκεί πίσω δεν πεινάσαμε», εξομολογείται ένας ακαρνάνας ημιονηγός. «Βρίσκαμε κι από καμιά γίδα. Τις εψέναμε στις σπηλιές» (Κραμπής, σ. 29). «Προτού καλά καλά φέξει», αφηγείται ένας άλλος, «ευρυτάνες θηρευτές της νύχτας είχαν έτοιμο, περασμένο στη σούβλα σφάγιο και άναβαν φωτιά. Ολοι συνένοχοι στην επιλήψιμο αυτή ενέργεια» (Λόης, σ. 47). Ο δάσκαλος, πάλι, είναι σχεδόν συνθηματικός: «Τα αρνιά κι οι κότες κάνουν φτερά. Ή καλύτερα στα δεύτερα πέφτουν τα φτερά…» (Σίσκος, σ. 49).

Τις συνέπειες τις υφίστανται, ως συνήθως, οι πιο αδύναμοι: «Ενας γεροντάκος, με χαλασμένο το ένα μάτι, Αλβανός, με σταματάει στο δρόμο μου: “Πεινώ, παιδάκι μου. Ψωμί ντεν έχει”. Του λέω να ‘ρχεται στο Τάγμα, να του δίνω. Μου περισσεύει η κουραμάνα και το φαΐ» (Λουκάτος, σ. 222 & 244).

Δεν είναι όμως μόνο η τροφή. Ο δριμύτατος χειμώνας επιβαρύνει κι αυτός, με τον τρόπο του, τις τοπικές κοινωνίες: «5.12.1940. Κοιμήθηκα ωραία και ζεστά. Είχε μπόλικη φωτιά γιατί τα ξύλα και οι φράχτες των Αλβανών ρημάζονταν, όπου στεκόμαστε» (Γκοτσίνας, σ. 53). «Η διμοιρία αφού πρώτα έκαψε όλα τα ξύλα που είχε μαζεμένα για το χειμώνα ο Κυριάκος, άρχισε ύστερα να καίει και τους φράχτες από τους κήπους του. Κι όταν τέλειωσαν και οι φράχτες, κόβανε και τα δέντρα που ήταν γύρω από το σπίτι του. Εβλεπε ο Κυριάκος και πονούσε η καρδιά του. Μα τι νάκανε;» (Τσάρος, σ. 72).

Εκτός από αγαθά, ο πόλεμος όμως χρειάζεται κι ανθρώπους. «Δεν θέλαμεν πλέον να μείνωμεν εις το χωρίον, διότι όλα τα στρατεύματα ανεχώρησαν εις το μέτωπον και εφοβήθημεν τους κατοίκους. Ως εκ τούτου, κατορθώσαμεν να επιτάξωμεν 5 βοϊδάμαξα και αναχωρήσαμεν», σημειώνει στο ημερολόγιό του ένας πεζικάριος (Κουτσοδόντη, σ. 30). Ενας συνάδελφός του, πάλι, περιγράφει μια πιο σύνθετη διαδικασία: «Ο ανθυπασπιστής μου είπε να πω στον Αλβανό να έρθει ως οδηγός μας και πρόσθεσε να τον βάλω μπροστά και αν επιχειρήσει να το σκάσει ο Αλβανός να τον σκοτώσω […] Ο Αλβανός οδηγός μου είπε να του δώσω ένα σημείωμα ότι τον χρησιμοποιήσαμε ως οδηγόν για να το δώσει στον Πρόεδρο του χωριού του να μεταβεί στην έδρα της 1ης Μεραρχίας για να πάρει αποζημίωση» (Παπαδήμος 1989:20-1).

Εργασία κι αγγαρεία

Τη λεπτομερέστερη περιγραφή παραθέτει οι Λουκάτος: «Το σούρουπο μαζεύονται στο Τάγμα όλοι οι Αρβανίτες του χωριού. Τους μαζεύει κάθε νύχτα το Τάγμα, και τους στέλνει υποχρεωτικά να κόψουν κορμούς δέντρων στο βουνό, για αμυντικά έργα. Καλούμε το πρωί το Μουχτάρη και του λέμε: “Απόψε θέλουμε 40 εργάτες”. Ο Μουχτάρης διαμαρτύρεται: “Το εργκατικό ντεν έχει τόσο πολύ. Εχει άρρωστο. Εχει πάει Κορύτσα”. Εμείς επιμένουμε. “Αν δεν μαζωχτούν τόσοι ως το βράδυ, στέλνομε τον λοχία, με όπλα και χειροβομβίδες, να τους μαζέψει με τη βία. Πρέπει όλη νύχτα να πάνε στο βουνό”. Στρατολογούμε όλες τις ηλικίες, από 12 χρόνων ως 60» (σ. 220).

Εξίσου εύγλωττο το τέχνασμα που επιστρατεύτηκε όταν οι χωρικοί κρύφτηκαν για ν’ αποφύγουν την αγγαρεία: «Αύριο, λέμε, πούναι Σάββατο, μπορεί όποιος θέλει να πάει στην Κορυτσά. Αυτό οι Αλβανοί το ποθούν, γιατί καιρός είναι που τους έχουν απαγορευτεί οι μετακινήσεις και γιατί θέλουν να ψωνίσουν, για τα σπίτια και τα μαγαζιά τους. Η Κορυτσά είναι η μόνη πολιτεία που έχουν να πάνε, κι ας απέχει 170 χιλιόμετρα. Οι άλλες (Ελβασάν-Βεράτι) είναι στα ιταλικά χέρια, και δεν μπορούν να περάσουν. Μαζεύονται λοιπόν, ανύποπτοι και χαρούμενοι, όλοι τους. Οι φουκαράδες. Δίνουν τα ονόματά τους για την άδεια και περιμένουν. Μα, ξαφνικά, γίνεται η “προδοσία”. Ετσι, όπως είναι, τους κατακρατούν όλους, και με συνοδεία τους παίρνουν στο βουνό για να δουλέψουν. Στενοχωριέμαι για λογαριασμό της Ελλάδος και κρύβομαι» (σ. 223).

Με το ζόρι ή εθελοντικά, δεν είναι λίγοι οι Αλβανοί που βγάζουν μεροκάματο. «Δουλειά τους είναι να μεταφέρουν στον ώμο τα τρόφιμα των προφυλακών, εκεί δηλ. που δεν μπορεί να πατήσει πόδι ζώου, να ξεθάψουν στρατιώτες από το χιόνι, να φέρουν στην πλάτη βαρέλια με κονιάκ για να ζεσταθούν τα τμήματα και το σπουδαιότερο ν’ ανοίξουν δρόμο. Γίνονται και οδηγοί και αγωγιάτες και κατάσκοποι» (Σίσκος, σ. 110).

Αφθονη δουλειά υπάρχει και για τις γυναίκες: «Χίλιοι πεντακόσιοι στρατιώτες σ’ ένα χωριό με ογδόντα σπιτάκια, είναι πολλοί. Οι γυναίκες σ’ όλα τα σπίτια έχουν μπουγάδα κάθε μέρα» (Σίσκος, σ. 77). Πανευτυχής που βρήκε λύση, καθώς ήταν «μαθημένος να του τα δίνουν όλα στο χέρι», ο τσαγκάρης απ’ το Δίστομο σημειώνει πως για το πλύσιμο των ρούχων του πλήρωσε «3 δραχμές το κομμάτι» (Νικολάου, σ. 33-4 & 70).

Μεταξύ κατακτητών

Με δεδομένα τα ήθη της περιοχής, αλλά κι επειδή ο φόβος φυλάει τα έρημα, οι Αλβανίδες -ιδίως οι νεότερες- δεν είναι και πολύ ορατές στους στρατιώτες. Στη θέα μιας πανέμορφης τριαντάρας, ένας λοχίας αποφαίνεται πως ο σύζυγός της «είχε δίκιο ο φουκαράς να τήνε κρύψει απ’ τα λαίμαργα μάτια των φαντάρων» (Ζαδές 1981, σ. 23). Δεν λείπουν κάποια περιστατικά φλερτ (Λουκάτος, σ. 244-61) ή ομαδικών βιασμών (Κραμπής 1991, σ. 27). Ως επί το πλείστον, όμως, οι αλβανομάχοι μένουν μάλλον με την όρεξη: «Με κόπο χώθηκε στο σπίτι του Μουχτάρη όλος ο λόχος μας, αφού τον υποχρεώσαμε να μαζέψη το χαρέμι του σ’ ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα. Οι σκλαβωμένες γυναίκες του όμως προσπαθούν με κάθε τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί μας» (Μιχελίδης 1977, σ. 43-4).

Η ιεραρχία καταστέλλει, άλλωστε, αυτού του είδους τις επαφές: «Ενας φαντάρος που θέλησε να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις με μια Αρβανιτοπούλα αφράτη, παχουλή, τιμωρήθηκε με σαράντα μέρες φυλάκιση από το στρατηγό» (Σίσκος, σ. 38).

Πόλεμος σημαίνει έρευνες της ελληνικής χωροφυλακής στα σπίτια για όπλα και κακοποίηση όσων διαμαρτύρονταν (Ρουμελιωτάκης, σ. 42), σύλληψη και παράδοση στο «γραφείο αντικατασκοπίας» κάθε χωρικού που κατηγορείται π.χ. ότι «προσπάθησε να δώσει σήματα με φακό σε διερχόμενο αεροπλάνο» (Κουτρολίκος, σ. 165). Με κάποιες εξαιρέσεις, πάντα: «Στην πόρτα του σπιτιού ήταν μια διαταγή της Γ’ Διοίκησης Ηπείρου, που έλεγε να μην πειράξει κανείς τον τάδε, γιατί είναι φίλος της Ελλάδας» (Ρουμελιωτάκης, σ. 51).

Η πλειονότητα του πληθυσμού, σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες, κρατά απέναντι στον ελληνικό στρατό μια στάση νομιμόφρονα μεν αλλά επιφυλακτική. «Κύριο συστατικό της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο χωριό», γράφει για την τρίμηνη παραμονή του στο Γαρδίκι ένας ηπειρώτης βοηθητικός, «ήταν ένας διάχυτος φόβος που δεν εκδηλωνόταν φανερά, τον διαισθανόσουν όμως από τη στάση των ανθρώπων, τα λόγια τους και τις αντιδράσεις τους. […] Ενιωθαν σκλάβοι, το είχαμε συνειδητοποιήσει αυτό, παρόλο που κανένας τους δεν πειράχτηκε. Το παράξενο ήταν πως τους Ιταλούς τους έβλεπαν με διαφορετικό τρόπο, τα αισθήματά τους ήταν φιλικά γι’ αυτούς, προδίδονταν ακόμα και στις κουβέντες τους. Φοβούνταν ίσως από μας και για το μέλλον του τόπου τους» (Νικολαΐδης, σ. 97 & 111).

«Είναι αλήθεια πως οι Αλβανοί δεν μας βλέπουν φιλικά», διαβάζουμε σ’ ένα ημερολόγιο. «Μας περιποιούνται κάπως, σαν κατακτητές, αλλά προτιμούν τους Ιταλούς από μας. Φαίνεται πως εκείνοι τους μεταχειρίστηκαν πιο φιλικά…». Στις αρχές Απριλίου, πια, «δεν βλέπουν την ώρα να ξεκουμπιστούμε από τον τόπο τους. Εχουνε και δίκιο. Γίναμε αφεντικά στον τόπο τους, εγκατασταθήκαμε στα σπίτια τους, τους φάγαμε ό,τι φτωχό είχαν (κότες, χοίρους, βόδια), τους κόψαμε τα δέντρα τους, τα ξύλα τους, ακόμα και τα πορτοπαράθυρά τους» (Λουκάτος, σ. 220 & 257).

Οι τίτλοι του τέλους θα πέσουν με την υποχώρηση: «Στ’ αρβανίτικα χωριά που περνάμε, δεν φαίνεται ψυχή. Εχουνε κρυφτεί ή φύγει οι χωριάτες, από φόβο. Ομως εμείς περνάμε ήσυχα και πολιτισμένα. […] Θα χαίρονται, σκέφτομαι, κι έχουν δίκιο. Ομως δεν θ’ απομείνουν ελεύθεροι. Σε δυο τρεις μέρες θα τους παραλάβει άλλο αφεντικό» (όπ. π., σ. 297).

Στα χαρακώματα της γλώσσας

Το γλωσσικό φράγμα δυσκολεύει κάπως τις επαφές μεταξύ ελλήνων φαντάρων και ντόπιων κατοίκων.
Ευτυχώς όμως υπάρχουν οι αρβανίτικες κοινότητες της νότιας Ελλάδας, με τη διάλεκτό τους ακόμη ζωντανή, οπότε δεν αργούν να βρεθούν μεταφραστές:

* «Χτύπησα την πόρτα και βγήκε ένας μεσόκοπος Αλβανός. Είπα σε δυο στρατιώτες που ήταν από το Κρανίδι και γνώριζαν αρβανίτικα να πλησιάσουν εκεί για να συνεννοηθούμε» (Παπαδήμος, σ. 19).

* «Ο Τάσος, που ήταν απ’ τα δικά μας τα Σουλιμοχώρια, ήξερε τ’ αρβανίτικα σαν τα ελληνικά, Θάκανε το διερμηνέα. Τον έβαλα, λοιπόν, ν’ αρχινήσει μια ψιλοκουβέντα με τον Πρόντα. Στην αρχή τούτος ξαφνιάστηκε πάκουσε να μιλάνε στη γλώσσα του τόσο καθάρια» (Ζαδές, σ.19).

* «Μας φέρνουν συνοδεία, στο Τάγμα, δυο πολίτες Αλβανούς. Είναι, λέει, αυτομόλοι σε μας, λιποτάκτες του ιταλικού στρατού. Θέλουνε να πάνε στα σπίτια τους, που είναι στα δικά μας μετώπισθεν. Τους περιεργαζόμαστε. Ενας δυο φαντάροι, που ξέρουν αρβανίτικα, βοηθάνε στην ανάκριση» (Λουκάτος, σ. 219).

Το 1940 δεν έχουν κλείσει ούτε τρεις δεκαετίες από τότε που η Αλβανία έπαψε ν’ αποτελεί τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνεννόηση με τους ηλικιωμένους βοηθάνε, έτσι, και τα τούρκικα: «Βγαίνει ένα γεροντάκι κατατρομαγμένο, του κάνουμε νόημα για κάτι φαγώσιμο, μάζεψε τους ώμους και με χέρια, με τις χειρονομίες μας είπε όχι, δεν έχω τίποτε», θυμάται ένας επιστρατευμένος Γιαννιώτης δάσκαλος. «Τέλος επιστράτευσα τα λίγα τουρκικά που είχα μάθει υπηρετώντας δάσκαλος στα Μουσουλμανικά Σχολεία της Θράκης, στις Σάππες Κομοτηνής και στο Ωραίο Ξάνθης, τρία ολόκληρα χρόνια. Γλύκανε το πρόσωπο του γέρου με τα τουρκικά, πήγε οπίσω, μέσα στο σπίτι και μας έφερε αρκετή φακή και αρκετή μυζήθρα, αλμυρή φοβερά. Τον ευχαρίστησα και πάλι τουρκικά και φύγαμε νοικοκυραίοι» (Οικονόμου, σ. 50).

«Εννοείται πως όσοι ξέρουν τούρκικα ή είναι από τα περίχωρα της Αθήνας, που ύστερα από 115 χρόνια λευτεριά μιλούν ακόμα αρβανίτικα, αυτοί συνεννοούνται εύκολα», συνοψίζει απ’ την πλευρά του ένας μικρασιάτης πεζικάριος (Μιχελίδης, σ. 41).

Υπάρχουν, ωστόσο, και πιο πολύπλοκες καταστάσεις: «Το αφεντικό μας είναι Ρουμάνος και μιλάνε όλοι στο σπίτι τους, όπως και πολλές άλλες οικογένειες στο χωριό εδώ, βλάχικα. Βαβυλωνία γλωσσών κι εδώ στην Αλβανία» (Σίσκος, σ. 83).

Οι περισσότεροι φαντάροι θα χρειαστεί, φυσικά, ν’ αρχίσουν από τα στοιχειώδη. «Ενα κοριτσάκι, Αλβανιδούλα, μας πουλάει κάρτες και αναμνηστικά», σημειώνει στις 3.12.40 ο Λουκάτος. «Κουβεντιάζω μαζί της και μαθαίνω την πρώτη αλβανική λέξη.”Σκα” = δεν έχω» (σ. 80). Η εμπειρία είναι λίγο πολύ κοινή: «Η πρώτη λέξη του καχύποπτου Τουρκαλβανού είναι τούτη: “Σκα, ιτς, μωρέ στρατιώτη”. Που θα πει: δεν έχει τίποτα, διόλου» (Μιχελίδης 1977, σ. 41). «Οι Αρβανίτες, κάθε φορά που τους ζητούσαμε κάτι με πληρωμή, μας απαντούσανε με το χαρακτηριστικό “σκα”, δεν έχει» (Σίσκος, σ. 38).

Δίπλα στις ντοπιολαλιές των κατοίκων, οι επίσημες γλώσσες νικητή και ηττημένου δίνουν κι αυτές τη δική τους, ιδιότυπη μάχη: «Περνάμε το πρώτο αλβανικό χωριό. Ιταλικές επιγραφές, εδώ κι εκεί, θυμίζουν τον προηγούμενο κυρίαρχο. Τώρα θα μπούνε ελληνικές» (Λουκάτος, σ. 76). Στο νόημα έχει μπει ακόμη κι ένας πολύγλωσσος δωδεκάχρονος απ’ το Πόγραδετς: «Κάθε φορά που ζητάμε να μας εξηγήσει ιταλικά πράγματα του δωματίου, μας απαντάει: «Δεν ξέρεις ιταλικά… Τώρα ξέρεις ελληνικά…» (Σίσκος, σ. 83-4).

Πολύ πριν παρέμβει διοικητικά, το κράτος του – προσωρινού – νικητή δίνει άλλωστε το παρών, μέσω της κυρίαρχης ιδεολογίας: «Το βράδι, καθώς καθόμαστε γύρω από το τζάκι συντροφιά τις πιότερες φορές με τους νοικοκυραίους, οι έφεδροι αξιωματικοί, που είμαστε στα τρία τέταρτα δάσκαλοι, για να μην ξεχάσουμε και το επάγγελμά μας, μα και από κάποια γενικότερη εθνική υποχρέωση, αρχίζουμε στ’ Αρβανιτόπουλα τη διδασκαλία της καινούριας τους γλώσσας» (όπ. π., σ. 77).
Τέλος, σημαντική υπήρξε η προσπάθεια να απαντηθούν οι σχετικοί μύθοι για το «κοινωνικό έργο» του Μεταξικού καθεστώτος.

Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση με τον πολύτιμο συναγωνιστή Τάσο Κωστόπουλο φώτισε σκοτεινές πτυχές της Ιστορίας, προκάλεσε ερωτήματα και τροφοδότησε τη διάθεση αναζήτησης.

Για εμάς σαν ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ μένει να κρατήσουμε και την τελική διαπίστωση:

ο χαρακτήρας ενός πολέμου δεν καθορίζεται από το ποιος είναι ο επιτιθέμενος, ποιος ρίχνει την πρώτη ντουφεκιά. Καθορίζεται από ποια τάξη κάνει τον πόλεμο και ποια είναι τα συμφέροντα που εξυπηρετεί στα πλαίσια των αντιθέσεων που υπάρχουν στο καπιταλιστικό σύστημα στην εποχή του Ολοκληρωτικού Καπιταλισμού.

ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ – ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΩΝ