Έχουμε επιτακτική ανάγκη από τη διατύπωση ενός αιτήματος λογοδοσίας στην αστυνομία, που επιτέλους δεν θα θεωρεί άκακο χόμπι τη συστηματική αντιστροφή της πραγματικότητας, αλλά θα τη θέτει στην εύλογη ηθική της βάση ως μια πράξη αδιανόητης προσβολής στοιχειωδών δικαιωμάτων. Θέλω να πω ότι το αίτημα είναι πια πρακτικό. Έχουμε σωρεύσει αρκετές μαρτυρίες και εκθέσεις για να είμαστε πια υποχρεωμένοι να απαντήσουμε στο ερώτημα τι έχουμε κάνει για να σταματήσει αυτό. Το διαπιστωτικό μας χρέος έχει, νομίζω, καλυφθεί.
Δεν ήμουνα εγώ στη χειρότερη θέση. Ήμουνα μονάχα ένας πολύ πονεμένος άνθρωπος που βογκούσε. Προτιμώ αυτό. Τώρα εγώ απλώς δεν βλέπω τα παιδιά να πηγαίνουν σχολείο ή να παίζουνε στο πάρκο. Αυτοί όμως πώς αντικρίζουν τα παιδιά τους;
Γεώργιος Μαγκάκης,
Γράμμα από τη φυλακή για τους Ευρωπαίους, Διεθνής Αμνηστία, 1975
Την Τετάρτη μίλησα στην εκδήλωση που είχε οργανώσει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, για την παρουσίαση της έκθεσής της με τίτλο Αστυνομία, Βία και Δικαιώματα. Μια επισκόπηση της αστυνομικής αυθαιρεσίας στην Ελλάδα. Υπήρχαν ήδη οι πληροφορίες για τον θάνατο μετανάστη σε αστυνομικό τμήμα, με εμφανή σημάδια βασανισμού. Τώρα που έχει προηγηθεί συνέντευξη τύπου με τη δικηγόρο και τον αδερφό του θύματος, του Μοχάμεντ Καμράν Ασίκ, και πλήθος δημοσιεύσεων για το θέμα, θα ήθελα να προσθέσω έναν πρόλογο που αφορά το συγκεκριμένο περιστατικό, πριν να ακολουθήσει η ομιλία που έκανα την Τετάρτη.
Στην αρχή της εκδήλωσης ο κύριος συντάκτης της έκθεσης, Ιάσονας Γουσέτης, εξήγησε ότι δεν συμπεριλαμβάνονται μια σειρά από περιστατικά που δεν πρόλαβαν να τεκμηριώσουν εγκαίρως, όπως ο θάνατος του Κώστα Μανιουδάκη στα χέρια της αστυνομίας. Η επικαιρότητα της έκθεσης επιβεβαιωνόταν δραματικά καθώς την ώρα που παρουσιαζόταν είχαμε την είδηση για ένα ακόμη θύμα αστυνομικής βίας που έχασε τη ζωή του στα χέρια της αστυνομίας.
Ένα μόνο σύντομο σχόλιο για αυτό: τεκμηριώνεται στην έκθεση ότι η αστυνομία βασανίζει, σκοτώνει και ψεύδεται. Όχι πάντα και όχι όλοι, θα σπεύσουν κάποιοι να πουν, αλλά ας απαντήσουμε ότι βεβαίως δεν το κάνουν όλοι, αλίμονο, αλλά η έκθεση αυτή προστίθεται σε μια σειρά από εκθέσεις συναφών οργανισμών που συνολικά κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα είναι δομικό και δεν αφορά κάποιους ατομικά παραβατικούς αστυνομικούς.
(Αστυνομία, Βία και Δικαιώματα… σ. 103: Αναφέρεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τις σχετικές επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου, τη CPΤ, την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τον Συνήγορο του Πολίτη, τη Διεθνή Αμνηστία κ.ά.).
Όσο για τη σχέση της Αστυνομίας με την αλήθεια, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει χωριστό κεφάλαιο με τίτλο «Οι περίπλοκες σχέσεις της ΕΛΑΣ με την αλήθεια και το ψέμα». Είναι σταθερή πρακτική της αστυνομίας να εκδίδει ανακοινώσεις που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και επίσης να συκοφαντεί τα θύματά της.
Για την κατηγορία της ενδοοικογενειακής βίας στην περίπτωση του Μοχάμεντ Καμράν Ασίκ ισχύει σε κάθε περίπτωση αυτό που είπε η δικηγόρος της οικογένειας στη Νεκταρία Ψαράκη, ότι και ο χειρότερος εγκληματίας έχει δικαίωμα στην προστασία από την αστυνομία, οι αστυνομικοί δεν είναι δήμιοι. Δεν παύω όμως να διατηρώ μια επιφύλαξη σε σχέση με το ότι κάθε φορά που η αστυνομία εγκληματεί εις βάρος των δικαιωμάτων ή και της ζωής ενός θύματος, φροντίζει να διαρρέουν πληροφορίες που μπορεί να μην αλλοιώνουν τον νομικό πυρήνα της υπόθεσης, που παραμένει ότι οι αστυνομικοί δεν είναι δήμιοι, αλλά παρέχουν στην κοινή γνώμη επαρκή στοιχεία για να πει “καλά του κάναν”.
Τα σημεία που θεωρώ βέβαιο ότι η αστυνομία ψεύδεται ή είναι ευθέως συνένοχη είναι όταν λέει ότι α) το θύμα χτύπησε τα χέρια του ξεκολλώντας έναν νιπτήρα εκεί που δεν υπάρχουν κάμερες. Δηλαδή το θύμα αυτοτραυματίστηκε αφού πρώτα φρόντισε να βρεθεί σε μέρος χωρίς κάμερες. Και μάλιστα δεν ήταν δεμένα τα χέρια του τότε, αλλά τον έδεσαν μετά. Εν τω μεταξύ, στις φωτογραφίες διακρίνεται πληγή από τις χειροπέδες και πρησμενα χέρια, που πολύ λογικότερα παραπέμπουν σε άνθρωπο που χτυπήθηκε δεμένος, όπως ισχυρίζεται η δικηγόρος, παρά άνθρωπο που πήγε και κρύφτηκε για να αυτοτραυματιστεί. Θεωρώ ότι αποτελεί σταθερά αδιανόητο όνειδος για την αστυνομία ότι εκφράζεται θεσμικά μέσα από τέτοιες ανακοινώσεις, που υπάγονται στο λογοτεχνικό είδος: “ανακοινώσεις-ζαρντινιέρα”. (Με αυτή την αφορμή να υπενθυμίσω ότι ο τότε αρχηγός της αστυνομίας είχε πει ότι η αυτοσυγκράτηση και η ψυχραιμία της Αστυνομίας στην υπόθεση της ζαρντινιέρας ήταν παροιμιώδης).
Δεύτερο ζήτημα: Η ανακοίνωση της αστυνομίας αναφέρει ότι τον χτύπησαν συγκρατούμενοί του, κάτι το οποίο επίσης βαρύνει την αστυνομία, αν τον άφησε στα χέρια άλλων για να τον βασανίσουν, διότι βλάβες που συμβαίνουν ενώ κανείς βρίσκεται στα χέρια της αστυνομίας βαρύνουν την ίδια, που έχει την απόλυτη ευθύνη για την ασφάλεια του ανθρώπου που κρατείται. Ο Θανάσης Καμπαγιάννης ανέφερε σε ανάρτησή του την υπόθεση Βελίκοβα εναντίον Βουλγαρίας, όπου ακριβώς αναπτύσσεται αυτό το νομικό σκεπτικό.
Συνεπώς το ρατσιστικό κλείσιμο του ματιού στο ότι “τον χτύπησαν οι συγκρατούμενοι” αποτελεί και πάλι δήλωση αυτοενοχοποίησης εκ μέρους της αστυνομίας, που όφειλε να τον έχει προστατεύσει.
Τρίτο ζήτημα, η κλήση του ΕΚΑΒ. Στο ίδιο ρεπορτάζ o υπεύθυνος Τύπου του ΕΚΑΒ είπε στη Νεκταρία Ψαράκη ότι υπήρξε άρνηση διακομιδής, κοινώς δεν άφησαν το ΕΚΑΒ να τον πάρει, διότι δεν πίστευαν ότι θα πεθάνει. Δεν έχουμε ιδέα τι συνέβη, αλλά προκύπτει μια εικόνα συγκεχυμένη.
Ο άνθρωπος αυτός βασανίστηκε μέχρι θανάτου στα χέρια της αστυνομίας. Την ανακοίνωση της αστυνομίας θα την εντάξουμε και αυτή στη λίστα των ντροπιαστικών ανακοινώσεων της Αστυνομικής Διεύθυνσης που σημείο προς σημείο θα δούμε να διαψεύδονται οι ισχυρισμοί της, καθώς θα προστίθενται τα ρεπορτάζ εκείνων των Μέσων ενημέρωσης που παρακολουθούν το θέμα χωρίς να αναπαράγουν άκριτα το αφήγημα της αστυνομίας, δηλαδή την υπερασπιστική γραμμή των βασανιστών και δολοφόνων του μετανάστη.
Στην ομιλία που ακολουθεί θα διαβάσετε μερικές σκέψεις για μια έκθεση που τεκμηριώνει μεθοδικά και εκτεταμένα ότι αυτά που συζητάμε εδώ για τη συγκεκριμένη υπόθεση αποτελούν τον κανονικό τρόπο λειτουργίας της αστυνομίας και όχι μια κακή στιγμή της. Επίσης, η έκθεση αυτή μπορεί να προβλέψει το μέλλον: οι ένοχοι αυτού του εγκλήματος δεν θα τιμωρηθούν, γιατί δεν τιμωρούνται ποτέ.
Τα βασανιστήρια είναι μία ακραία ανθρώπινη συνθήκη. Η ηθελημένη πρόκληση πόνου στον άλλον αγγίζει τα όρια της κατανόησης μας για το πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη κακία και σκληρότητα. Η μόνη πράξη που ξεπερνά αυτό το όριο είναι η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Με δεδομένο λοιπόν ότι σε αυτή την έκθεση θα ασχολούμαστε με περιπτώσεις βιασμών, βασανιστηρίων και δολοφονιών, ίσως φανεί περίεργο ότι σκοπεύω να ασχοληθώ με ένα παράπλευρο ζήτημα, τα ψεύδη και τις συκοφαντίες τις ΕΛΑΣ, το οποίο όμως κατά την άποψή μου πολλαπλασιάζει το πλήγμα των ίδιων των εγκληματικών πράξεων και μάλιστα ισχυρίζομαι ότι θα έπρεπε να απασχολεί περισσότερο την πλευρά όσων αγωνιούν για την κατάσταση της παραβίασης δικαιωμάτων στη χώρα μας.
Εννοώ τον αμυντικό χαρακτήρα των δικών μας αιτημάτων απέναντι στις ψευδείς κατηγορίες που κατασκευάζει η αστυνομία. Η αστυνομία συμπεριφέρεται όπως ο κοινός εγκληματίας: κατασκευάζει μια υπερασπιστική γραμμή που αν δεν τον απαλλάσσει με τη νομική έννοια του όρου από τις κατηγορίες, έστω κλείνει το μάτι στα επιθετικά ένστικτα ενός μέρους της κοινής γνώμης για να το προκαλέσει να πει ότι το θύμα άξιζε να πάθει ό,τι έπαθε. Πρόκειται για κάτι το οποίο διαχρονικά με ταράζει και με εξοργίζει, οπότε χάρηκα που το εντόπισα στις σελίδες της έκθεσης που παρουσιάζεται απόψε, από την οποία αντιγράφω:
«αποτελεί σχεδόν κανονικότητα τα θύματα αστυνομικής βίας να βαφτίζονται εν μια νυκτί σε εγκληματίες, με αυθαίρετες κατηγορίες που τους αποδίδονται, προκειμένου να αιτιολογηθεί η υπέρμετρη αστυνομική βία που τους έχει ασκηθεί και, είτε να μην κινηθούν με καταγγελίες εναντίον των αστυνομικών, είτε αυτές να καταπέσουν λόγω της αιτιολόγησης της βίας ως “νόμιμης” απέναντι στα “παραβατικά θύματα”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, στην καλύτερη περίπτωση τα θύματα να ταλαιπωρηθούν για χρόνια προσπαθώντας να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες και να βρουν το δίκιο τους σε πολύχρονες, κοστοβόρες και ψυχοφθόρες δικαστικές διαδικασίες, είτε, στη χειρότερη περίπτωση, τα θύματα να καταδικαστούν από το δικαστήριο ως θύτες».
Διατρέχω πολύ βιαστικά και δειγματοληπτικά τον μακρύ κατάλογο αυτών των περιπτώσεων της αντιστροφής της πραγματικότητας, όπου τα θύματα έπρεπε όχι μόνο να θεραπεύσουν τις πληγές τους, αλλά και να αμυνθούν απέναντι στα ψεύδη της Αστυνομίας:
Ο Δημήτρης Ινδαρές, σαν να μην έφτανε ότι ξυλοκοπήθηκε χωρίς λόγο, κατηγορήθηκε ότι είχε προσπαθήσει να αποσπάσει το όπλο αστυνομικού! Η εισαγγελέας Δ. Σιδηροπούλου αποδέχθηκε αυτόν τον εξωφρενικό ισχυρισμό και θεώρησε ότι «ο ισχυρισμός των εγκαλούντων ότι οι αστυνομικοί τους έδειραν μόνο και μόνο επειδή τους είδαν μπροστά τους δεν έχει λογικό έρεισμα». Και αν κάτι δεν έχει λογικό έρεισμα, προφανώς δεν συνέβη, διότι διαφορετικά θα είχαμε αστυνομία που χτυπάει έναν αθώο, όπερ απίθανον.
Ο Άρης Παπαζαχαρουδάκης βασανίστηκε από την αστυνομία και βεβαίως δικάζεται για τα κακουργήματα α) απόπειρας ανθρωποκτονίας από κοινού β) έκρηξης γ) κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών, δ) εμπρησμού από πρόθεση, ενώ σε ανάρτησή του περιέγραψε την τραγελαφική διαδικασία της διερεύνησης των καταγγελιών του.
Ο Ηλίας Γκιώνης αντέδρασε στα σεξιστικά “αστεία” αστυνομικών και γι’ αυτό τον συνέλαβαν για εξύβριση και απειλή, κατηγορίες από τις οποίες απαλλάχτηκε. (Αστυνομία, Βία και Δικαιώματα… σ. 71).
Στη Νέα Σμύρνη, ο νεαρός που φώναζε “πονάω” και πάλι κατηγορήθηκε από τους αστυνομικούς ότι προσπάθησε να αποσπάσει τον οπλισμό τους και αθωώθηκε.
«Οι αιτιάσεις τους σχετικά με το ότι ο νεαρός προσπάθησε να αποσπάσει τον οπλισμό τους δεν έγιναν δεκτές από το δικαστήριο». (Αστυνομία, Βία και Δικαιώματα… σ. 89).
Και βεβαίως αυτά συμβαίνουν αν κανείς είναι τυχερός και επιζήσει. Αν βρεθεί νεκρός, θα πρέπει οι δικοί του να ακούν τους φονιάδες του παιδιού τους να συκοφαντείται από τους δράστες της δολοφονίας.
Στην περίπτωση Σαμπάνη (Αστυνομία, Βία και Δικαιώματα… σ. 89) υποτίθεται ότι «οι δράστες πραγματοποίησαν κίνηση όπισθεν και εμβόλισαν πέντε δίκυκλα Ομάδων ΔΙ.ΑΣ. τραυματίζοντας συνολικά επτά αστυνομικούς. Οι αστυνομικοί έκαναν χρήση όπλου επιχειρώντας να ακινητοποιήσουν το όχημα». Η έκθεση αναφέρει συνοπτικά τα τεκμήρια της διάψευσης όλων των ισχυρισμών της ανακοίνωσης της αστυνομίας. Δεν έριξαν προειδοποιητικές βολές, δεν ήταν οδηγός ο Σαμπάνης, δεν τραυματίστηκαν, δεν αναφέρεται ότι τα θύματα ήταν άοπλοι, είπαν ψέματα για την ηλικία και για το αν ήξεραν την καταγωγή του.
Με λίγα λόγια, αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει κάποια λέξη που να μην έχει διαψευστεί από την αρχική ανακοίνωση της αστυνομίας.
Στην υπόθεση Φραγκούλη αναφέρεται ότι «επιχείρησε να εμβολίσει μετωπικά το προπορευόμενο δίκυκλο της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ., θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή των αστυνομικών, αγνοώντας εκ νέου τις εντολές τους. Ενόψει του άμεσου κινδύνου, οι αστυνομικοί έκαναν χρήση όπλου (πραγματοποιώντας δύο βολές) επιχειρώντας να ακινητοποιήσουν το όχημα». Και πάλι, δεν αποδεικνύεται απόπειρα διεμβολισμού, δεν είχαμε προειδοποιητικά πυρά, η ανακοίνωση δεν αναφέρει καν ότι τον σκότωσαν.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η συστηματική παραπλάνηση της κοινής γνώμης από την Αστυνομία σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε σχέση καλής πίστης με τις δηλώσεις της ΕΛΑΣ που να μην καθίσταται καταγέλαστη αν όχι ύποπτη. Δεν είναι καθόλου λογικό να πιστεύει κανείς έναν κατά συρροή ψεύτη. Και επειδή η ειλικρίνεια είναι θεμέλιο της εμπιστοσύνης, ιδίως όταν αφορά κρατικούς θεσμούς, και μάλιστα με δικαιώματα άσκησης βίας έναντι πολιτών, το πλήγμα στην εμπιστοσύνη είναι πολύ βαρύ. Θέλω να πω ότι όσοι νουθετούν αναρχικούς για να τους εξηγήσουν ότι την οργή μας θα πρέπει να τη διοχετεύουμε στα νόμιμα κανάλια που διαθέτει η δημοκρατία μας προκειμένου να τιμωρεί την αδικία, θα χρειαστεί να απαντήσουν πρώτα αν θεωρούν ότι η εμπειρία και οι σχετικές εκθέσεις που την αποτυπώνουν επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν αυτή τη θέση.
Ισχυρίζομαι ότι αυτή η αντιστροφή της πραγματικότητας δεν είναι ανεξάρτητη από την τάση της αστυνομίας να εγκληματεί και λογαριασμό να μη δίνει, διότι οποιαδήποτε απόπειρα να μπει φρένο στην εγκληματική δράση της αστυνομίας θα απαιτούσε ουσιαστικούς μηχανισμούς λογοδοσίας, δηλαδή αστυνομία που να πρέπει να απαντήσει και να υφίσταται συνέπειες όταν αφήνει τα μέλη της να εγκληματούν, αντί να τους αφήνει ατιμώρητους να ψεύδονται και να κατασκευάζουν κατηγορητήρια εναντίον των θυμάτων.
Είναι από τα πράγματα που τα αντιμετωπίζουμε με έναν αναστεναγμό ανακούφισης, διότι προφανώς όταν έχουν φύγει οι μελανιές από το κορμί και έχει μείνει κανείς με μια εκκρεμή κατηγορία, ακόμη και κακουργηματικού χαρακτήρα, όταν έρθει η στιγμή της αθώωσης, της κατάρρευσης του κατηγορητηρίου, δεν μπορεί παρά να αναφωνήσει “πάλι καλά”.
Όμως δεν θα έπρεπε να υπάρξει μια αντίδραση που να είναι ισοβαρής με την πραγματική απαξία των γεγονότων; Συκοφαντούνται και σέρνονται στη δικαιοσύνη θύματα της αστυνομικής βίας ή κάποτε, όπως στην περίπτωση του Ζακ, συκοφαντούνται για χρόνια, μετά τον θάνατό τους. Στην περίπτωση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, όχι μόνο αθωώθηκαν οι αστυνομικοί, ποινικά και πειθαρχικά, σε πείσμα κάθε λογικής, αλλά έπρεπε οι οικείοι του να ακούν την υπεράσπιση να επαναλαμβάνει ad nauseam τα ίδια ψεύδη για τοξικομανία, μαχαίρια και ληστείες, αδιαφορώντας προκλητικά για οποιοδήποτε τεκμήριο, για χρόνια.
Το ερώτημα σε όλα αυτά είναι πώς γίνεται; Πώς είναι δυνατό; Τι είναι αυτό που προκαλεί τέτοια αδράνεια στην κοινωνία, ώστε να ανέχεται κάτι τόσο προκλητικά άδικο και ανήθικο; Θα προτείνω μια σειρά από εξηγήσεις.
Η πρώτη είναι ότι μπορεί να λέμε κάποιες φορές ότι αυτό αφορά “κάθε δημοκρατικό πολίτη”, αλλά η αλήθεια είναι ότι η χώρα μας δεν διαθέτει φιλελεύθερο κέντρο υπολογίσιμων διαστάσεων. Η δεξιά μας είναι αρκετά δεξιά ώστε τα μέλη της κυβερνώσας παράταξης να καταπίνουν την περίπτωση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Τακη Θεοδωρικάκου, ο οποίος, «σε μια πρωτοφανή παρέμβαση σε εν εξελίξει ποινική υπόθεση, επισκέφθηκε τους επτά κρατούμενους αστυνομικούς στη ΓΑΔΑ» και εξέφρασε την ικανοποίησή του όταν αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους, ενώ ο υπουργός ανάπτυξης και επενδύσεων τους έδωσε συγχαρητήρια μέσω Twitter (Αστυνομία, Βία και Δικαιώματα… σ. 91, 102). Όπως θυμάστε, δεν είχαμε παραιτήσεις από τη ΝΔ όταν συνέβησαν αυτά.
Με λίγα λόγια, δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με την ανοχή σε αυτή τη φονική παραβατικότητα, έχουμε έναν εντελώς διαφορετικό κώδικα αξιών, που ενθουσιωδώς επιβραβεύει αυτά που η Έκθεση που παρουσιάζουμε στηλιτεύει. Όπως η δικηγόρος των αστυνομικών στη δίκη για τη δολοφονία του Ζακ που είχε πει ότι θα έπρεπε να τους απονεμηθεί έπαινος για τη δράση τους, ότι είναι κόσμημα για την ελληνική αστυνομία, θυμίζοντας, τηρουμένων των αναλογιών, τη φράση του βασανιστή Μάλλιου στη δίκη της Χαλκίδας, που είχε χαρακτηρίσει τους κατηγορούμενους αστυνομικούς “πανύψηλα δέντρα ηθικής”.
Ο δεύτερος λόγος είναι η λειτουργία του λεγόμενου “αστυνομικού ρεπορτάζ”, που σημαίνει στην πραγματικότητα ρεπορτάζ της Αστυνομίας, δηλ. την αναπαραγωγή των Δελτίων Τύπου της, καθώς υπάρχουν δημοσιογράφοι που καλλιεργούν τις καλές σχέσεις τους με το να παίζουν οποιαδήποτε διαρροή της Αστυνομίας ως είδηση. Με άλλα λόγια, υπάρχουν ένστολοι κατηγορούμενοι για βαριά εγκλήματα, όπως βασανιστήρια ή ανθρωποκτονία, οι οποίοι έχουν κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας στο πλευρό τους για να προβάλλουν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς τους παριστάνοντας ότι είναι ειδήσεις.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιμονή της Καθημερινής όταν προέβαλε την ανακοίνωση της αστυνομίας για τα γεγονότα της νέα Σμύρνης, όπου ισχυριζόταν ότι 30 αντιεξουσιαστές είχαν επιτεθεί στους αστυνομικούς. Πλήθος σχολιαστών εξηγούσαν στην Καθημερινή σε σχόλια στην αναρτηση ότι θα πρέπει να ανασκευάσει ή να κατεβάσει την ανάρτηση διότι ήδη κυκλοφορούσε το βίντεο στο ThePressProject που έδειχνε ότι αυτά δεν συνέβησαν ποτέ. Η ναυαρχίδα του αστικού τύπου συνέχισε απτόητη και μετά από λίγες μέρες διοργάνωσε και ημερίδα για τα fake news, προκειμένου να ενημερώσει τους πολίτες για το πώς να προστατεύονται από την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο και από τους ρώσους χάκερς.
Ο τρίτος παράγοντάς είναι ότι η κοινωνία μας με πολύ απλά λόγια διψάει για αίμα. Εννοώ, για να το πω όσο πιο ωμά μπορώ, ότι αν η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δώσει αυτό το βιβλιαράκι στη Νέα Δημοκρατία, η Νέα Δημοκρατία μπορεί να το μοιράζει ως φυλλάδιο στους υποστηρικτές της και θα αυξήσει τα εκλογικά της ποσοστά.
Αυτό οφείλεται στο ότι η αστυνομική βία μπορεί να σοκάρει ένα κομμάτι της προοδευτικής κοινής γνώμης, που θεωρεί ότι η αστυνομία θα έπρεπε να δεσμεύεται από τους νόμους, αλλά ικανοποιεί τα σαδιστικά ένστικτα ενός άλλου, πολύ μεγάλου κομματιού της κοινής γνώμης που επιχαίρει κάθε φορά που η αστυνομία εγκληματεί εις βάρος ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Ονομάζω αυτό το φαινόμενο κουρδιστό πορτοκάλι. Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία όπου βάζουν τον πρωταγωνιστή να μελετήσει το ευαγγέλιο για να συμμορφωθεί. Διαβάζει ένα χωρίο όπου ένας Ρωμαίος λεγεωνάριος μαστιγώνει τον Ιησού και στην φαντασία του ταυτίζεται χαιρέκακα με τον λεγεωνάριο.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου μπορεί να παραδίδουμε μια πληροφορία προκειμένου να προκαλέσουμε την κατακραυγή, αλλά υπάρχει ένα ογκώδες και δραστήριο κοινό της Δεξιάς που ζητωκραυγάζει εκεί που εμείς φρίττουμε, με τον ίδιο τρόπο που τον μεσαίωνα υπήρχε ένα είδος περιγραφής αγιολογικών περιγραφών αμαρτίας και μαρτυρίων που λειτουργούσαν σαν μια πρώιμη μορφή πορνογραφίας.
Ότι η βία δεν απωθεί και δεν σοκάρει, αλλά αντιθέτως εξιτάρει ένα μέρος της κοινής γνώμης το αναφέρει και η έκθεση γράφοντας ότι όταν «είχε ήδη δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας και είχε ήδη ξεκινήσει η δίκη της Χρυσής Αυγής, οι έλληνες αστυνομικοί παρέμεναν αμετακίνητοι στις επιλογές τους: σύμφωνα με τις αναλύσεις, το ποσοστό των αστυνομικών που ψήφισαν Χρυσή Αυγή και σε αυτές τις εκλογές κινούνταν μεταξύ 40-50%» (Αστυνομία, Βία και Δικαιώματα… σ. 59).
Θυμίζουμε για την αστυνομία τα όσα είχε μεταφέρει η Αναστασία Τσουκαλά από τη διδασκαλία της στη σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, όπου τριτοετής δόκιμος είχε πει ότι είναι υπερήφανα φασίστες και της εξηγούσαν ότι δεν δεσμεύονται από τον νόμο, διότι όταν βγαίνουν στον δρόμο είναι σε πόλεμο. Αντίστοιχα είναι τα συμπεράσματα του Δ. Χριστόπουλου στο κεφάλαιο που αφιερώνει στις σχέσεις αστυνομίας και ακροδεξιάς στη συλλογή κειμένων με τίτλο «Το βαθύ κράτος στη σημερινή Ελλάδα και η ακροδεξιά : αστυνομία, δικαιοσύνη, στρατός, εκκλησία». Αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι το Βέλγιο έχει καταδικαστεί για επιστροφή Αφγανού αιτούντος άσυλο στην Ελλάδα βάσει του κανονισμού Δουβλίνο 2, ενώ όφειλε να γνωρίζει ότι οι συνθήκες κράτησης στην Ελλάδα είναι απάνθρωπες!
Αυτό όμως δεν αφορά δυστυχώς κάποια περιχαρακωμένη ομάδα νεοναζιστών αστυνομικών, αφορά ένα διάχυτο ρατσιστικό μένος το οποίο δηλητηριάζει ένα ευρύτερο κομμάτι της κοινωνίας.
Την ηθική αυτή τη συναντούμε σε αναλύσεις για το φαινόμενο που ονομάζεται Dirty Harry Situations στην αστυνομική πρακτική. Ο επιθεωρητής Κάλαχαν είναι αγαπημένο παιδί της αμερικανικής συντηρητικής δεξιάς, ακριβώς διότι ενσαρκώνει την ηθική του μπάτσου που δεν εμποδίζεται από τη γραφειοκρατία του σώματος και είναι έτοιμος να παραβιάσει τον νόμο για να κάνει αυτό που θέλει.
Το χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι η φράση του Κάλαχαν ότι αν δει κάποιον να κυνηγάει μια γυναίκα για να τη βιάσει, δεν περιμένει απόφαση δικαστηρίου: “Ι shoot the bastard”, “του ρίχνω”. Αυτή την ηθική την επικροτεί ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, όχι μόνο ακροδεξιό, όχι μόνο αναγνώστες του Μακελειού αλλά και της Athens Voice, που κάθε φορά που ακούει για υπέρμετρη αστυνομική βία δεν κατανοεί τη λέξη “υπέρμετρη”, διότι για τις κατηγορίες που μισεί (από ρατσισμό, τσιγγανοφοβία, ομοφοβία, τρανσφοβία κλπ) κάθε βία είναι ευπρόσδεκτη. Αυτό ακριβώς εννοούν στην Ελλάδα όταν δημοσιολόγοι και γενικώς φίλοι της αστυνομίας συζητούν για αυτό που ονομάζουν αστυνομία με λυμένα χέρια, διότι μάλλον θεωρούν ότι η αστυνομία σήμερα ήδη αυτά που κάνει τα κάνει με δεμένα χέρια, λοιπόν θέλει λίγη ελευθερία ακόμα.
Όπως έλεγε ο Παναγιώτης Κονδύλης, πολλοί άνθρωποι «δεν θα ήθελαν να ζουν σε έναν τέτοιο κόσμο», μολονότι αυτό ακριβώς κάνουν. Ζουν σε έναν τέτοιο κόσμο, όπου μετανάστες βασανίζονται και δολοφονούνται δίπλα τους, ανήλικοι, άοπλοι Ρομά δέχονται δεκάδες σφαίρες για ασήμαντες παραβάσεις, πρόσφυγες πνίγονται και ληστεύονται, αναρχικοί βασανίζονται και φυλακίζονται με κατασκευασμένα κατηγορητήρια, και ο μηχανισμός που διαπράττει αυτά τα εγκλήματα συγκαλύπτει σταθερά, πάντοτε, χωρίς τιμωρία. Ένα μέρος αυτής της αδιαφορίας για τις ηθικές δεσμεύσεις οφείλεται στην πεποίθηση ότι οι ίδιοι δεν θα βρεθούν ποτέ σε μια τέτοια θέση, γιατί δεν είναι παραβατικοί ή παρεκκλίνοντες, δεν ανήκουν στις ομάδες που σταθερά στοχοποιεί η αστυνομία. Από αυτή την άποψη, καλό είναι να τελειώσουμε με δύο επισημάνσεις. Η πρώτη είναι πως η ύπαρξη νόμων θα έπρεπε να εξασφαλίζει ότι προστατεύονται όλα τα άτομα, ιδίως τα αδύναμα, ιδίως τα ευάλωτα. Η ύπαρξη του νόμου δεν χρειάζεται για τους ισχυρούς, που έχουν έτσι κι αλλιώς τη δύναμη να επιβάλλουν τη θέλησή τους. Τον νόμο τον χρειαζόμαστε για τους αδύναμους.
Το δεύτερο είναι ότι αν νομίζει κανείς ότι η θέση του στην κοινωνία τον προστατεύει, μπορεί να κοιτάξει την υπόθεση Ινδαρέ και να το ξανασκεφτεί. Να δούμε δηλαδή τον Ινδαρέ ως τον “ασθενή μηδέν” μιας νέας εποχής, όπου αν κανείς ζει με το μότο “χίλιες βεργιές σε ξένο κώλο λίγες είναι”, μπορεί πολύ σύντομα να ανακαλύψει ότι οι βεργιές δεν θα πέφτουν πάντα σε ξένο κώλο.
Έχουμε επιτακτική ανάγκη από τη διατύπωση ενός αιτήματος λογοδοσίας στην αστυνομία, που επιτέλους δεν θα θεωρεί άκακο χόμπι τη συστηματική αντιστροφή της πραγματικότητας, αλλά θα τη θέτει στην εύλογη ηθική της βάση ως μια πράξη αδιανόητης προσβολής στοιχειωδών δικαιωμάτων. Θέλω να πω ότι το αίτημα είναι πια πρακτικό. Έχουμε σωρεύσει αρκετές μαρτυρίες και εκθέσεις για να είμαστε πια υποχρεωμένοι να απαντήσουμε στο ερώτημα τι έχουμε κάνει για να σταματήσει αυτό. Το διαπιστωτικό μας χρέος έχει, νομίζω, καλυφθεί.