του Σπύρου Γιανναρά

Εγκαινιάζοντας νέα στήλη βιβλίου σ’ ένα νέο ένθετο, νιώθω την ανάγκη να δώσω ορισμένες διευκρινίσεις, σαν τις οδηγίες χρήσης που βρίσκει κανείς στις συσκευασίες προϊόντων. Η ανάγνωση, η μετάφραση και η κριτική δεν είναι παρά εκφάνσεις της ίδιας σχέσης με τη λογοτεχνία η οποία τροφοδοτεί το γράψιμο. Εν ολίγοις, δεν γράφω για να ταξινομήσω, αλλά για να φωτίσω (στο μέτρο των δυνάμεων και των δυνατοτήτων μου) το κάθε κείμενο. Αν έπρεπε να δώσω ένα στίγμα για το πώς αντιλαμβάνομαι την κριτική βιβλίου θα παρέθετα την εναρκτήρια φράση από το θεμελιώδες και ξεστραβωτικό λογοτεχνικό δοκίμιο του Τζορτζ Στάινερ, Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι (εκδ. Αντίποδες), το οποίο κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στα βιβλία της χρονιάς: «Η λογοτεχνική κριτική πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης». Κι όταν μιλάμε για αγάπη, προϋποθέτουμε μαζί την αγκαλιά, αλλά και τη σφαλιάρα στα πισινά. Αν και δεν είναι, δηλαδή, ποτέ αυτοσκοπός, αποτελεί όμως χρέος κάθε επαρκούς αναγνώστη, να εκφράζει την αρνητική του κριτική όπου πρέπει και μπορεί. Γιατί η κριτική χωρίς κρίση, δηλαδή διά-κριση του καλού απ’ το μέτριο, και του κακού απ’ το αριστουργηματικό, παραμένει ένας νεκρός ευφημισμός.
 
Τώρα για τις αναγκαίες λίστες των ημερών. Είναι οι πρώτες που γκρεμίζει με πάταγο ο πανδαμάτωρ χρόνος. Αυτές κοιτάς δέκα χρόνια μετά, και γελάς με τα ξεχασμένα βιβλία που δεν θυμάται (δικαίως) πια κανείς. Το πρόβλημα με τις λίστες των βιβλίων της χρονιάς είναι ότι εξισώνουν το βιβλίο με κάθε άλλου είδους εμπόρευμα, λησμονώντας πως, όσο τα αφορά, δεν υπάρχουν παλιά και καινούργια (πιο καινούργιο απ’ την Οδύσσεια ή τον Άμλέτ, υπάρχει;), αλλά μονάχα καλά και κακά.
 
Η λίστα που ακολουθεί απαρτίζεται από προσωπικές επιλογές, δεδομένου ότι δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να έχει κανείς εποπτεία όλης της ετήσιας βιβλιοπαραγωγής. Ξεκινώντας από την ξένη λογοτεχνία, ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς που φεύγει ήταν αναμφισβήτητα, η Ημέρα Ανεξαρτησίας του Ρίτσαρντ Φορντ (εκδ. Πατάκη) σε έξοχη μετάφραση Θωμά Σκάσση. Ο Φορντ, ένας από τους δύο-τρεις μεγαλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς της εποχής μας, ξεχωρίζει, κατ’ αρχάς, διότι αποφεύγει τον μεγαλύτερο, ίσως, σκόπελο της σύγχρονης λογοτεχνίας, πάνω στον οποίο τσακίζονται πλήθος μεγαλόπνοων γραπτών, δηλαδή την πανοραμική απεικόνιση μιας κοινωνίας, εν είδη κοινωνιολόγου ή επιδερμικού ηθογράφου.Στο δεύτερο μυθιστόρημα της τετραλογίας του [της οποίας ήδη κυκλοφορεί στα ελληνικά το εξαιρετικό τρίτο μέρος, Η χώρα όπως είναι (Πατάκης)] με ήρωα τον πρώην αθλητικογράφο και μετέπειτα μεσίτη, Φρανκ Μπάσκομπ, ο Φορντ ως γνήσιο τέκνο της μεγάλης λογοτεχνίας του αμερικανικού νότου, κουβαλάει στις πλάτες του όλη την υπαρξιακή και μεταφυσική αγωνία των λογοτεχνικών του προπατόρων, με την οποία μπολιάζει την ψυχή του ήρωα του. Τοποθετημένο σε μια κομβική στιγμή, την 4η Ιουλίου, σε αντιστοιχία με το τρίτο μυθιστόρημα της σειράς, το οποίο εξελίσσεται την ημέρα των Ευχαριστιών, δηλαδή σε περίοδο γιορτών, σε έναν νεκρό, τρόπον τινά χρόνο, έξω από την καθημερινή ρουτίνα πίσω από την οποία εύκολα παραχώνουμε τις μεγάλες οντολογικές μας αγωνίες και τα ερωτηματικά, ο Φορντ στήνει άλλη μια ομηρικών αναφορών περιπλάνηση στην Αμερική, και του αντίστοιχου σε αυτές τις περιπτώσεις ψυχικού της ισοδύναμου, αποτυπώνοντας με εντυπωσιακή δύναμη και διαύγεια την υπαρξιακή αμφιβολία που θεριεύει στην ψυχή του ήρωα του, σαρώνοντας όλες τις κατεστημένες κοινωνικές, πολιτικές και ανθρώπινες αξίες του σύγχρονου πολιτισμού.
 
Οι εκδόσεις Γκοβόστη μάς προσφέρουν σταδιακά (σε αμφιλεγόμενες, είναι η αλήθεια, μεταφράσεις) όλο το έργο του Βασίλι Γκρόσμαν, ενός από τα μεγαλύτερα αναστήματα της λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα. Το μικρό το δέμας, αλλά αβυσσαλέο σε περιεχόμενο μυθιστόρημα Τα πάντα ρει, αφηγείται την επιστροφή ενός ακέραιου ανθρώπου στη χώρα των ασώτων υιών. Ο Ιβάν Γκρεγκόριεβις επιστρέφει στη Μόσχα μετά τον θάνατο του Στάλιν, ύστερα από τριάντα χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε στρατόπεδο στη Σιβηρία. Έξω από τις φυλακές έχουν εν πολλοίς απομείνει μονάχα οι άνθρωποι εκείνοι που θυσίασαν τον διπλανό τους για να σώσουν το δικό τους πετσί. Η συνάντησή τους με τον αγνό και καθαρό Ιβάν, λειτουργεί ως λυδία λίθος, φέρνοντας τους αντιμέτωπους με το αμείλικτο οντολογικό ερώτημα για την αληθινή φύση της ελευθερίας. Με άλλα λόγια, ο Γκρόσμαν θέτει το τρομερό ερώτημα «πώς μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει τους καταδότες και τους δολοφόνους;» για να απαντήσει με τον πιο απρόσμενο και ουσιαστικό τρόπο: με τη συγχώρεση. Ένα μυθιστόρημα από τα λίγα εκείνα που συντροφεύουν τον αναγνώστη σε όλη του τη ζωή.
 
Το βιβλίο που έκανε άνω κάτω τη γαλλική λογοτεχνική σκηνή, μετά την απόρριψη από τον 36 χρόνο πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα του με το δηλωτικό ψευδώνυμο, Ζοζέφ Αντράς, του πιο περίβλεπτου βραβείου της χώρας του, Για τα πληγωμένα μας αδέλφια (εκδ. Εικοστού Πρώτου, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας) συγγενεύει εν πολλοίς με το προηγούμενο. Έχοντας κι αυτό στον πυρήνα του το φλέγον υπαρξιακό ζήτημα της ελευθερίας και συνακόλουθα εκείνο της δικαιοσύνης, ο Γάλλος συγγραφέας υφαίνει ένα σπαρακτικό μαρτυρολόγιο, περιγράφοντας τον άδοξο και άδικο βίο του Φερνάν Ιβετόν, ο οποίος είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι ο μοναδικός Γάλλος που εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Η ανθρωπιά του συγγραφέα, αλλά και ο θαυμαστός τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα χωρίς να ξεφύγει σε ιδεολογικά χωράφια, ακυρωτικά κάθε λογοτεχνικού εγχειρήματος, καθιστά το βιβλίο αυτό ένα από τα μυθιστορήματα της χρονιάς.
 
Η έξοχη μεταφορά στη γλώσσα μας του αριστουργήματος της Κλαρίσε Λισπέκτορ, Η ώρα του Αστεριού (εκδ. Αντίποδες) από την εξαίσια πέννα του Μάριου Χατζηπροκοπίου αποτελεί αναμφισβήτητα το λογοτεχνικό γεγονός του τελευταίου μήνα του έτους. Η ουκρανικής καταγωγής, εθνική συγγραφέας της Βραζιλίας, στο κύκνειο άσμα της, το οποίο αποτελεί συνάμα και λογοτεχνική της παρακαταθήκη, μια ανίχνευση σε αχαρτογράφητα εδάφη της λογοτεχνικής γραφής, ένα τεστ αντοχής και μια αναζήτηση των ορίων της, στήνει μπροστά στα μάτια μας το θηλυκό αντίστοιχο του ανεπανάληπτου πρίγκιπα Μίσκιν του Ντοστογιέφσκι. Πετυχαίνει, εν ολίγοις, έναν λογοτεχνικό άθλο, αγγίζοντας τον υψηλότερο πήχη που έχει ποτέ θέσει στην εαυτό της η ίδια η λογοτεχνία, τη σκιαγράφηση ενός αμιγώς θετικού ήρωα. Η Λισπέκτορ χρησιμοποιεί ως ενδιάμεσο έναν βαθιά απορητικό  μεταφυσικό λόγο για να αποδώσει τη θεϊκή σαλότητα της Μακαμπέα, από φόβο μην την συντρίψει, όπως το παραμικρό άγγιγμα τα πλουμιστά φτερά της πεταλούδας.
 
Η εκφραστική δεινότητα του Φίλιπ Μάγιερ, συγγραφέα του επικού αλληγορικού μυθιστορήματος Ο Γιος (εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. Ιλαέιρα Διονυσοπούλου) παραπέμπει στους μεγάλους παραμυθάδες που έστησαν στα πόδια του το κραταιό δυτικό μυθιστόρημα. Μέσα από την αφήγηση του βίου τριών μελών μιας αμερικανικής οικογένειας η οποία καλύπτει όλη την ιστορία του νεότευκτου αυτού κράτους, ο Μάγιερς χτίζει μια περιπετειώδη αλληγορία για το σήμερα. Οι σχέσεις ισχύος, αρπαγής και βίας, που προσδιορίζουν εξίσου όλους τους αποίκους και εποίκους που έζησαν στο πρώτο σύγχρονο κράτος μεταναστών, φωτίζουν, με τον απαράμιλλο τρόπο της λογοτεχνίας, την εποχή μας.
 
Η συγκλονιστικά ανθρώπινη, αλλά και επίκαιρη αυτοβιογραφία του αρχηγού των Απάτσι τσιρικάουα, Τζερόνιμο (εκδ. Άγρα, σε μια όπως πάντα απολαυστική μετάφραση της Παλμύρας Ισμυρίδου) συγκαταλέγεται στο σπάνιο εκείνο είδος προφορικών αυτοβιογραφικών κειμένων, όπως π.χ. τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη ή του Σπαθάρη, τα οποία διαθέτουν μια ψυχική ευρυχωρία, άγνωστη στη λογοτεχνία. Χωράνε μέσα τους ατόφια, πολύ περισσότερη ζωή, δηλαδή ανθρωπιά, από κείνη που παλεύει να αποτυπώσει η μεγάλη λογοτεχνία. Η αυτοβιογραφία του Τζερόνιμο, η οποία σήμερα μπορεί να διαβαστεί ως μια βροντερή οικολογική προειδοποίηση για τα επίχειρα του φιλάργυρου δυτικού πολιτισμού της αέναης προόδου, αλλά και ως σπαρακτική μαρτυρία μιας κατάφωρης αδικίας, της ανηλεούς εθνοκάθαρσης των γηγενών ινδιάνων της Αμερικής με έντονες αντιστοιχίες με την τελική εθνικοσοσιαλιστική λύση για την εξαφάνιση των εβραίων.
 
Γράφοντας για το αντίπαλο δέος, στην αντίπερα όχθη του ατλαντικού, ένας άλλος νεαρός Αμερικανός, ο Άντονι Μάρα, συγγραφέας του εντυπωσιακού μυθιστορήματος Αστερισμός ζωτικών φαινομένων (εκδ. Ίκαρος), θέτει στη νέα σπονδυλωτή συλλογή διηγημάτων του, Ο Τσάρος της αγάπης και της τέκνο (Ίκαρος, και τα δύο σε εξαίσιες μεταφράσεις Αχιλλέα Κυριακίδη) ένα ερώτημα αναφορικά με τα καταστρεπτικά όρια του παγκοσμιοποιημένου καταναλωτικού πολιτισμού που απορρέει από τη χώρα του. Η βαθιά ανατομία του σύγχρονου ανθρώπινου ψυχισμού υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης, αλλά και η βαθιά γνώση της ρωσικής κοινωνίας και ιδιοπροσωπίας, προκαλεί πραγματικά μεγάλη εντύπωση. Όση και η λογοτεχνική αναζήτηση ενός ρηξικέλευθου τρόπου γραφής.
 
Κληρονόμος της χειμαρρώδους γραφής που θυμίζει διαδοχικά Προυστ, Ρομάν Ρολλάν ή Γουλφ, ο κορυφαίος, ίσως, ευρωπαίος συγγραφέας της εποχής μας, Λάσλο Κρασναχορκάι, συμπληρώνει με το μυθιστόρημα Η Μελαγχολία της Αντίστασης (εκδ. Πόλις, μτφρ. από τα γαλλικά Ιωάννα Αβραμίδου) ένα σοφά και προσεκτικά χτισμένο προσωπικό λογοτεχνικό σύμπαν (ίδιον των μεγαλύτερων αναστημάτων της λογοτεχνίας) το οποίο περικλείει εντός του ποικίλες εκδοχές, αυτού που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μονάχα με τη λέξη χάος. Η λογοτεχνία ως εύτακτη απόδοση του ανθρώπινου χάους ή αλλιώς το σύγχρονο πρόσωπο του πιο καταλυτικού μηδενισμού, είναι το ψωμοτύρι του μεγάλου Ούγγρου συγγραφέα.
 
Τα βιοποριστικά κείμενα αμαυρώνουν συνήθως την εικόνα των συγγραφέων που προκύπτει απ’ τα λογοτεχνικά τους γραπτά. Εκτός κι αν πρόκειται για σπουδαία αναστήματα, εκτός κι αν πρόκειται για τον Γιόζεφ Ροτ. Τα Βερολινέζικα χρονικά (εκδ. Άγρα, σε ζηλευτή μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου), το ευωδιαστό απάνθισμα των κειμένων του Αυστριακού πεζογράφου τα οποία δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, δεν είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα μιας ανεπανάληπτης λογοτεχνίας. Είναι ένα αυτόνομο συγγραφικό έργο το οποίο προσφέρει στον αναγνώστη του ακέραιο το λεπταίσθητο μεγαλείο της εικονολογικής περιγραφής, τη δύναμη και την ενάργεια της μεταφοράς που χαρακτηρίζουν την πένα του. Το μεγαλύτερο, εν ολίγοις προτέρημα του απολαυστικού αυτού βιβλίου δεν αφορά μονάχα στην αναπάντεχη επικαιρότητα μιας κρίσιμης μεταβατικής εποχής την οποία στήνει με ζηλευτή πληρότητα στα πόδια της, αλλά στην οξυδέρκεια της ματιάς ενός μεγάλου λογοτέχνη, ο οποίος παντρεύοντας την περιγραφική γλώσσα της υψηλής λογοτεχνίας με το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, προσφέρει ένα κείμενο που υπερβαίνει τα είδη δίνοντας ζωή στα γραφόμενα.
 
Η κυκλοφορία δύο βιβλίων του λεπταίσθητου Ιταλού πεζογράφου, Έρρι ντε Λούκα Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια και Είσαι δικός μου, εσύ (εκδ. Κέλευθος, μτφρ. Άννα Παπασταύρου) αποτελεί μεγάλο ευτύχημα, γιατί ο ντε Λούκα αποτελεί υπόδειγμα του πώς μπορεί κανείς να γράψει μια έντονα συναισθηματικά φορτισμένη λογοτεχνία, δίχως ποτέ να υποπίπτει στην εύκολη λούμπα του μελό, παραμένοντας αποφθεγματικά καίριος και ουσιαστικός.
 
Ακατάτακτο, το βιβλίο με τα ταξιδιωτικά, ημερολογιακά και εξομολογητικά κείμενα του πάπα της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας Χανς Μάγκνους Έτσενσμπέργκερ, Αναβρασμός (εκδ. Εστία)είναι μια αυτό-υπονομευμένη αυτοβιογραφία. Γνωρίζοντας ότι κάθε βιογραφία είναι αναπόδραστα λογοτεχνία, δηλαδή εν πολλοίς μυθοπλασία, ο Ετσενσμπέργκερ μάς προσφέρει το ζέον υλικό της ζωής, έτσι όπως αναδύεται θραυσματικό και αποσπασματικό μέσα από το αναβράζον καμίνι της μνήμης. Το ευφυέστατο εύρημα της αντιπαραβολής, υπό μορφήν διαλόγου των δυο εαυτών, του πρότερου και του ύστερου, για να μιλήσει για τα ταξίδια, αλλά κυρίως για τις πολιτικές και ερωτικές απερισκεψίες της νιότης, εντείνει την αίσθηση ότι το βιβλίο αυτό περιέχει το συμπυκνωμένο μα και παιγνιώδες βλέμμα της σοφίας με το οποίο αποχαιρέτησαν το παρελθόν όλοι σχεδόν οι μεγάλοι φιλόσοφοι και ποιητές.
 
Ο Υπουργός νύχτας (εκδ. Πατάκης) του Γιώργου Σκαμπαρδώνη υπήρξε ίσως το πιο άρτιο και μεστό ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς. Το πολυφωνικό αυτό μυθιστόρημα, αποτυπώνει, μέσω της ανέλιξης ενός ιδιοφυούς τζογαδόρου στην κορυφή της ιεραρχίας του εγκλήματος και της πολιτικής, όχι απλώς και μόνο την εικόνα, αλλά το ήθος της σύγχρονης Ελλάδας. Με αιχμή του δόρατος το διαλυτικό του χιούμορ, την οργιώδη φαντασία και τη  περιγραφική του δεινότητα, ο Σκαμπαρδώνης τείνει έναν καθρέφτη εντός του οποίου ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει την θλιβερή αδιέξοδη εποχή του. Για τον ατομικό ή χειρότερα τον συλλογικό θάνατο, μπορείς να μιλήσεις μονάχα με τρόπο ιλαρό. Η επανέκδοση των από χρόνια εξαντλημένων πέντε πρώτων συλλογών του σπουδαίου διηγηματογράφου (1989-1998) με τον τίτλο Τα δεδουλευμένα (εκδ. Πατάκης), αποτελεί οπωσδήποτε εκδοτικό γεγονός. Το βιβλίο συγκεντρώνει μερικά από τα καλύτερα διηγήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
 
Πιο επικίνδυνο στοίχημα, στην προσπάθειά του να μιλήσει για τον παρόν, βάζει με τον εαυτό του, αλλά και φέρνει επιδέξια σε πέρας ο  στιβαρός λογοτέχνης Κωνσταντίνος Τζαμιώτης με το μυθιστόρημα Το Πέρασμα (εκδ. Μεταίχμιο). Η λογοτεχνία έχει συνήθως ανάγκη μιας χρονικής και ψυχικής απόστασης από την ζέουσα πραγματικότητα προκειμένου να διαμορφωθεί και να σταθεί στα πόδια της. Διαφορετικά κινδυνεύει να βαλτώσει στα ρηχά νερά της δημοσιογραφικής απόδοσης μιας τυποποιημένης ειδησεογραφικής, δηλαδή περιοριστικής και στεγνής εκδοχής οικείων γεγονότων. Γράφοντας ο Τζαμιώτης ένα μυθιστόρημα με θέμα το προσφυγικό δράμα, καταφέρνει να κινηθεί στην δύσβατη, καθότι αχαρτογράφητη, γκρίζα ζώνη, στο ενδιάμεσο της δημοσιογραφικής ασπρόμαυρης ερμηνείας του φαινομένου. Καταφέρνει να μετατρέψει το παρόν μας σε λογοτεχνία, στήνοντας ορισμένους ζωντανούς χαρακτήρες με σάρκα, αίμα και οστά, υπερβαίνοντας τον επικίνδυνο επί ποινή θανάτου στη λογοτεχνία, σκόπελο της σκιαγράφησης ενός ανθρώπινου τύπου. Το Πέρασμα είναι ένα δυνατό πολιτικό μυθιστόρημα χαρακτήρων, οι οποίοι θα διατηρηθούν στη μνήμη μας και μετά το τέλος της ανθρωπιστικής αυτής κρίσης.
 
Τα μικρά και μεσαία πεζά που απαρτίζουν τη συλλογή Το κήτος (εκδ. Κίχλη) της πρωτοεμφανιζόμενης Ούρσουλας Φώσκολου δεν μπορούν επουδενί να χαρακτηριστούν πρωτόλειο έργο. Η σαφήνεια και η δύναμη των εικόνων, η καθαρότητα των περιγραφών σε συνδυασμό με την έφεση στην απόδοση της κρίσιμης λεπτομέρειας, η εξαιρετική αληθοφάνεια ιδιαίτερων χαρακτήρων, οι μεστές και συνάμα αναπάντεχες μεταφορές είναι στοιχεία τα οποία δεν έχουν ακόμη κατακτήσει συγγραφείς με αρκετά βιβλία και περγαμηνές στο ενεργητικό τους. Το στοιχείο όμως που ξαφνιάζει είναι η λογοτεχνική ωριμότητα που επιδεικνύει η συγγραφέας στη λεπτή παραμόρφωση της πραγματικότητας και στη χρήση του παραλόγου (λογοτεχνικά δάνεια από τον Κάφκα και τον Γονατά με τους οποίους συνομιλεί δημιουργικά) προκειμένου να αναδείξει μια βαθιά δυσανεξία στον αδήριτο ορθολογισμό που διέπει τη ζωή και τον θάνατο. Το Κήτος φέρνει αυθόρμητα στο νου δυο αντίστοιχης σκληρής τρυφερότητας βιβλία, με τα οποία μοιάζει να τα ενώνει μια υπόγεια και βαθιά συγγένεια: Τα μαλλιά του Φιν της Εύας Στεφανή (εκδ. Πόλις) και Του λιναριού τα πάθη / Ο Μέγας μυρμηγκοφάγος της Νίκης-Ρεββέκας Παπαγεωργίου (εκδ. Άγρα).
 
Στα ιδιαίτερα βιβλία των τελευταίων στιγμών του 2016, που περιμένουν να ανοίξουν την περπατησιά τους, όπως θα έλεγε ο ίδιος, το 2017, συγκαταλέγεται και η απρόσμενη (ημιτελής) νουβέλα του Ζήσιμου Λορεντζάτου, με τίτλο Ιογενής πνευμονία, (εκδ. ΜΙΕΤ), η οποία αντλήθηκε από τα κατάλοιπά του. Η τσεχοφικής έμπνευσης και εκτέλεσης νουβέλα αποκαλύπτει μετά θάνατον έναν δεινό πεζογράφο, απαράμιλλης περιγραφικής ικανότητας. Το πέρασμα από τη ζωογόνο επαφή του σώματος με τη θάλλουσα φύση και τη θάλασσα, στην αβεβαιότητα και τον τρόμο της βαριάς ασθένειας, δίνει το έναυσμα για μια ημιτελή μελέτη θανάτου.
 
 
Από τις εκδόσεις Κριτική κυκλοφόρησε το 2016 (επιτέλους) στα ελληνικά το σημαντικότερο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θεατρικό έργο του μεγαλειώδους συγγραφέα, Τόμας Μπέρνχαρντ, Πλατεία Ηρώων σε εξαιρετικά φροντισμένη μετάφραση του Βασίλη Τσαλή. Με αφορμή τις ενδοοικογενειακές συζητήσεις που προκαλεί η αυτοκτονία του εβραίου καθηγητή Σούστερο Μπέρνχαρντ  επιδίδεται στη σφοδρότερη κριτική της πατρίδας του, και κατ’ επέκταση αύτανδρου του δυτικού πολιτισμού, καταγγέλλοντας συγχρόνως την απανθρωπία του ανθρώπου και το παράλογο της ζωής.
 
Η Ανδόρρα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι, δικαίως θεωρείται το θεατρικό αριστούργημα του μεγάλου Ελβετού συγγραφέα Μαξ Φρις. Προσεγγίζοντας το ουσιαστικότερο υπαρκτικό και υπαρξιακό ανθρώπινο ζήτημα της εύρεσης μιας ταυτότητας, μέσα από την κατεξοχήν στιγματισμένη εκείνη του εβραίου, ο συγγραφέας του Homo Faber θέτει με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο το αίτημα της νομιμοποίησης του υπάρχειν, απάντηση στο οποίο προσφέρει εν τέλει μονάχα η αγάπη.
 
Αυτά ήταν τα βιβλία της χρονιάς που ευτυχώς παρήλθε, τα οποία με τον έναν ή άλλον τρόπο σημάδεψαν, αλλά κυρίως μαλάκωσαν και καταπράυναν τα άγχη και τα άλγη της. Καθώς όμως οι χρονολογίες έκδοσης είναι το τελευταίο πράγμα το οποίο ενδιαφέρει τον συνεπή αναγνώστη, η πλειοψηφία των όσων διαβάζουμε στη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους έχουν ως ημερομηνίες έκδοσης χρόνια που υπερβαίνουν κατά πολύ τα χρόνια της δικής μας ζωής. Το 2016 μαγεύτηκα ανακαλύπτοντας τις ποιητικές συλλογές της Τζένης Μαστοράκη, αρχής γενομένης από το Σόι (εκδ. Κέδρος) στο οποίο έκτοτε επανέρχομαι συχνά. Το πιο επίκαιρο λογοτεχνικό βιβλίο που έπιασα και δεν μπόρεσα να αφήσω πριν το τέλος από τα χέρια μου ήταν το opus magnum του ανυπέρβλητου Τζόζεφ Κονραντ Νοστρόμο, στην καταπληκτική τυπογραφικά έκδοση του Ιδεογράμματος και σε εξαιρετική μετάφραση της Έφης Καλλιφατίδη. Η ανυπέρβλητη γοητεία των κλασσικών αντανακλάται σε αυτή τη περίεργη δυσφορία που σε κατακλύζει μετά το τέλος της ανάγνωσης, όταν σου είναι αδύνατο να βρεις κάτι εφάμιλλο να διαβάσεις μετά από αυτό. Μεγάλη ανακάλυψη και δώρο ήταν επίσης τα εντελώς προσωπικά, ιδιαίτερα και ζηλευτά διηγήματα του Νίκου Χουλιαρά (εκδ. Νεφέλη) με προεξάρχουσα τη συγκλονιστική συλλογή Το μπακακόκ. Συνειδητοποίησα (ξανά) τις άπειρες δυνατότητες του διηγήματος και απήλαυσα τη μεθυστική ομορφιά των ελληνικών. Τέλος, αποκαλυπτική μιας άλλης, πρωτόγνωρης για μένα και εξαιρετικά γόνιμης προσέγγισης της λογοτεχνίας υπήρξε η Διαθήκη του Γκομπρόβιτς – Συνομιλίες με τον Ντομινίκ Ντε Ρου (εκδ. Πατάκη) σε μετάφραση του Θεόφιλου Τραμπούλη.
 
Από το 2016 παίρνω μαζί μου παραμάσχαλα μερικά αρχινισμένα, εξαιρετικά βιβλία, για τα οποία τρέφω το ισχυρό προαίσθημα (τη σιγουριά θα έλεγα) ότι πρόκειται για μεγάλα και σπουδαία βιβλία που πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσω. Τη συλλογή διηγημάτων (την πρώτη στα ελληνικά!) του Τόμας Χάρντι, Ο παραστρατημένος εφημέριος και άλλες ιστορίες, (εκδ. Καστανιώτη), τη συλλογή του άλλου μεγάλου Ελβετού, του Φρίντριχ Ντύρενματτ, Η πτώση και άλλες ιστορίες, από τις ταγμένες στην καλή κλασική λογοτεχνία εκδόσεις Ροές. Τη μνημειακή κριτική μετάφραση της Οδύσσειας, έργο ζωής, του ιδιοφυούς φιλολόγου Μανώλη Χατζηγιακουμή (Κέντρο Ερευνών και Εκδόσεων) και την εξίσου εμβριθή επιστημονική εργασία της ακάματης εταιρίας φιλολόγων Εν Κύκλω, που μετέφρασαν το Περί Ερμηνείας του Αριστοτέλη (εκδ. Σμίλη). Πλάι σ’ αυτά, μερικές ακόμη αδιάβαστες βιβλιοθήκες που με κοιτούν ειρωνικά. Καλή χρονιά.