Ο Κάστρο μόλις έχει επιστρέψει από την Κύθνο όπου τελευταία πηγαινοέρχεται κάθε βδομάδα.
Συναντιόμαστε στα Εξάρχεια, ένα πρωί που μοιάζει ήδη καλοκαίρι.
Στην Ελλάδα ζω “από προ Χριστού” αστειεύεται ο 55χρονος Σύρος με καταγωγή από την Κρήτη.
Οι γείτονες τον χαιρετούν και εκείνος απαντά με μια “Καλημέρα” και ένα “Ίντα κάνεις;” ενώ κερνάει καλούδια ακόμα και τον ταξιτζή που τον φέρνει στο ραντεβού μας.
Ο Κάστρο Ντακντούκ έζησε “μια όμορφη ζωή” στη Συρία μέχρι τα 19 του χρόνια. Έπειτα ο δρόμος τον έβγαλε στην Κρήτη όπου έμεινε για 17 χρόνια.
Το 2011, με άλλους Σύρους της διασποράς έτρεξε να συνδράμει τους εκτοπισμένους του πολέμου στον καταυλισμό στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας.
“Πιστεύαμε ότι αυτό το κακό θα κρατούσε για λίγο. Κανείς δεν ήθελε να μπει στη διαδικασία της βαριάς προσφυγιάς”.
Η προσφυγιά όμως αποδείχτηκε βαριά κι ατέλειωτη και έτσι, η γνωριμία μας με τον Κάστρο πάει πίσω στο 2015 και στη Λέσβο όπου μετακόμισε για να βοηθήσει αυτούς που είχαν εγκλωβιστεί στη Μόρια σε μια ζωή παθητική και κενή.
“Μεγάλο λάθος να ζουν οι άνθρωποι μαντρωμένοι στα καμπ. Η δική μας φιλοσοφία ήταν να φύγουν από το μαντρί και τη ζωή με επιδότηση. Το να ταΐζεις τον πρόσφυγα είναι ένα είδος παράλυσης.”
Έτσι, το 2016 ο Κάστρο ξεκίνησε το αυτοοργανωμένο εγχείρημα “Τα Χωράφια της Αλληλεγγύης” στις Πλαταιές Βοιωτίας.
Φωτογραφία: Carlos Muñoz
Αυτοοργάνωση, αλληλεγγύη, τροφή και εργασία
Στόχος ήταν να παράγουν οι πρόσφυγες την τροφή τους και να εφοδιάζονται με πρώτες ύλες οι καταλήψεις στις οποίες πολλοί διέμεναν τότε.
Στις Πλαταιές διέθετε γη ένας φίλος του Κάστρο και ήταν η πιο πρόσφορη λύση για να ξεπεραστεί ο πρώτος σκόπελος.
Από το παγιωμένο στερεότυπο του μετανάστη-εργάτη, τώρα οι πρόσφυγες ζητούσαν να είναι κύριοι του εαυτού τους.
“Δεν πας στην επαρχία με την απαίτηση για αλληλεγγύη γιατί υπάρχει μεγάλη προπαγάνδα. Δεν είναι εύκολο να δεχτούν πρόσφυγες να νοικιάζουν τα χωράφια τους” λέει ο Κάστρο.
“Σιγά-σιγά όμως μας γνώριζαν και με γνώμονα το κοινό συμφέρον ήρθαμε κοντά. Ήταν σημαντικό οι ντόπιοι να μην μας αισθανθούν σαν βάρος στη μικρή τους κοινωνία και να μην νιώσουν φόβο. Έπρεπε πάντα να είμαστε προσεκτικοί σε όλα μας.”
Από στόμα σε στόμα το εγχείρημα άνθιζε.
Δεκάδες αναγνωρισμένοι πρόσφυγες που ήταν αδύνατον να βρουν εργασία μόνοι τους χωρίς να μιλούν τη γλώσσα και χωρίς να έχουν έναν κοινωνικό κύκλο, άρχισαν να ταξιδεύουν προς τη Βοιωτία για να εργαστούν στα χωράφια.
“Ξεκινήσαμε καλλιεργώντας στάρι και δίναμε το αλεύρι στον αραβικό φούρνο για να μας φτιάχνει πίτες. Αυτός ήταν ένας τρόπος να πληρώνουμε λιγότερα χρήματα γιατί οι πίτες είναι ακριβές. Καλλιεργούσαμε λαχανικά για τις κουζίνες των καταλήψεων αλλά το κυριότερο ήταν ότι δούλευαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες στα χωράφια. Έπειτα πουλούσαμε τα προϊόντα μας σε λαϊκές αγορές χωρίς μεσάζοντες που δυστυχώς τις έκοψαν γιατί δεν ταιριάζουν στη φιλοσοφία της κυβέρνησης.”
Δεν το έβαλαν κάτω. Έστησαν ένα αυτοσχέδιο υπαίθριο μαγαζάκι στον δρόμο προς τις Πλαταιές για να πουλάνε αυγά, τυριά και λαχανικά στους ταξιδιώτες.
Ο Κάστρο θυμάται έναν ντόπιο ιδιοκτήτη ταβέρνας που ζήτησε να προμηθεύεται από τους πρόσφυγες βλήτα και ντομάτες. Λίγο-λίγο γίνονταν αποδεκτοί.
Κατά καιρούς εντάσσονταν στο πρωτόγνωρο πείραμα και άνεργοι Έλληνες.
“Τώρα στη Βοιωτία έχουμε έναν Έλληνα που ήταν άνεργος ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος και ασχολείται πια με τα ζώα” μου λέει ο Κάστρο.
Φωτογραφία από το αρχείο του Solidarity Fields.
Αρκετοί πρόσφυγες ήταν και στη χώρα τους αγρότες ή κτηνοτρόφοι αλλά πολλοί ήταν κι αυτοί που σήκωσαν μανίκια κι έμαθαν τη δουλειά εκ του μηδενός από τους παλιούς.
Η ανταλλαγή γνώσεων αποτελεί άλλωστε ακρογωνιαίο λίθο για τη βιωσιμότητα των Χωραφιών.
“Χρειαζόμαστε συνεχώς επιμόρφωση. Έρχονται αλληλέγγυοι και μοιράζονται τις γνώσεις τους με εμάς και εμείς με τη σειρά μας, τα σαββατοκύριακα κάναμε δωρεάν σεμινάρια σε παιδιά ντόπιων που ήθελαν να μάθουν τους σπόρους και να έρθουν σε επαφή με τη φύση” εξηγεί ο Κάστρο.
“Το εγχείρημα δεν έχει στο επίκεντρο μόνο τους πρόσφυγες αλλά και τη φύση. Καλλιεργούμε χωρίς χημικά για να μην τρώνε τα παιδιά μας δηλητήρια.”
Φωτογραφία από το αρχείο του Solidarity Fields.
Τα Χωράφια απέκτησαν σύντομα και μια φάρμα με αγελάδες, πρόβατα, κότες και γαλοπούλες.
Άντρες, γυναίκες και οικογένειες με παιδιά από τη Συρία, το Κουρδιστάν, το Ιράκ, την Παλαιστίνη και την Αφρική αποφάσιζαν να εργαστούν για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στα Χωράφια της Αλληλεγγύης. Επωφελούνταν από τις πρώτες ύλες που τους έδινε η γη, από τα χρήματα που έφερναν οι πωλήσεις και ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα, ξαναζωντάνευαν τα χέρια τους, τα πόδια τους και η ψυχή τους μετά από μήνες ή και χρόνια εγκλεισμού στα καμπ.
“Μοναδικός μας σκοπός είναι η ανεξαρτητοποίηση του ανθρώπου” λέει ο Κάστρο.
“Τώρα στη Βοιωτία ζουν δύο οικογένειες που προηγουμένως ζούσαν στον δρόμο. Μια άλλη οικογένεια Παλαιστινίων ξεκίνησε από τα Χωράφια της Αλληλεγγύης και σήμερα συνεχίζει με δικά της ζώα. Εμείς αγοράζουμε γάλα από αυτούς και φτιάχνουμε τυριά σε συνεργασία με μια ντόπια τυροκόμο.”
Φωτογραφία: Carlos Muñoz
Ο Μοχάμεντ Σαμπάχ είναι 50 χρονών από την Παλαιστίνη. Έφτασε στην Ελλάδα πριν από 9 χρόνια με τη γυναίκα του και τα 8 παιδιά του.
Εργάζεται στα Χωράφια “από την πρώτη μέρα που ξεκίνησαν” μου λέει συγκινημένος.
Πίσω στη χώρα του ήταν ηλεκτρολόγος αλλά φτάνοντας στην Ελλάδα δεν μπορούσε να βρει τρόπο να βιοποριστεί. Δεν γνώριζε τη γλώσσα, δεν είχε χρήματα και κυρίως δεν είχε καμία βοήθεια και καθοδήγηση για το πώς να ξεκινήσει. Μόλις έμαθε για τα Χωράφια δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη.
“Δεν έκανα τίποτα όλη μέρα και φυσικά ήμουν πολύ ζορισμένος οικονομικά. Τα παιδιά πήγαιναν σχολείο και η ζωή στην Αθήνα είχε αρκετά έξοδα” λέει ο Μοχάμεντ που σήμερα η οικογένειά του έχει σκορπίσει σε χώρες της Ευρώπης.
“Εσύ γιατί έμεινες μόνος εδώ;” τον ρωτάω.
“Αγαπάω την Ελλάδα. Δεν ξέρω να ζήσω αλλού. Πήγα στην Ολλανδία αλλά γύρισα πίσω. Στο χωριό δεν έχει πονοκέφαλο.”
Όταν υπάρχει ελεύθερος χρόνος, πάει στο καφενείο του χωριού.
“Με τους ντόπιους έχω πολύ καλές σχέσεις, δόξα τον Θεό.”
Ο Μοχάμεντ είναι υπ’ ατμόν. Σε λίγη ώρα θα πάρει το καράβι για την Κύθνο για να μοιραστεί τις γνώσεις του με τους πρόσφυγες που εντάσσονται τώρα στο καινούριο εγχείρημα των Χωραφιών της Αλληλεγγύης: τα Χωράφια της Κύθνου.
Φωτογραφία: Carlos Muñoz
Κύθνος: Αναβίωση μιας χαμένης παράδοσης και ένα επιχειρηματικό άλμα
Στο κυκλαδονήσι της Κύθνου μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 καλλιεργούνταν μια ξακουστή τοπική ποικιλία κριθαριού. Η ζυθοποιία ΦΙΞ αγόραζε σχεδόν εξ ολοκλήρου τη σοδειά για τις μπύρες της ενώ στις καλλιέργειες απασχολούνταν οι περισσότεροι Κυθνιώτες και Κυθνιώτισσες.
Η καλλιέργεια του κριθαριού όμως, όπως και ευρύτερα ο πρωτογενής τομέας, εγκαταλείφθηκε στις δεκαετίες 1970-90 εξαιτίας της ανάπτυξης του τουρισμού – μέχρι που η τοπική ποικιλία εξαφανίστηκε από το νησί.
Οι πρόσφυγες που σάλπαραν για την Κύθνο άκουγαν για αυτές τις ιστορίες και δεν έμειναν ασυγκίνητοι.
“Αρχίσαμε να ψάχνουμε, ρωτάγαμε τους γέρους και τελικά βρήκαμε τον σπόρο στην Πάρο και τον ξαναφέραμε στην Κύθνο. Αν όλα πάνε καλά, το καλοκαίρι, η μπύρα που πίνουμε τώρα θα είναι με κριθάρι Κύθνου” μου λέει ο Κάστρο ενώ η ετικέτα ήδη γράφει “Θερμή Νιώτισσα” προς τιμήν του δεύτερου ονόματος της Κύθνου – “Θερμιά” από τις ζεστές ιαματικές πηγές της.
Στο νησί εργάζονται ήδη 6-12 πρόσφυγες. Οι αριθμοί εναλλάσσονται καθώς δεν αντέχουν όλοι τελικά να αφοσιωθούν στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες ενώ παράλληλα σε κάποιους μεταβάλλεται το status των εγγράφων τους ή δοκιμάζουν την τύχη τους στο εξωτερικό.
Ο Μοχάμεντ Χιρ είναι ένας από αυτούς που δεν φαντάζονται τη ζωή τους αλλού.
Μόλις 22 χρονών με καταγωγή από τη Συρία, πρόσφυγας ενός πολέμου δίχως τέλος, ονειρευόταν να σπουδάσει Οικονομικά, πάλεψε να φτιάξει μια δική του δουλειά στην Τουρκία αλλά δεν ένιωθε ευπρόσδεκτος.
Ο Μοχάμεντ έζησε για μερικούς μήνες στο καμπ στην Κω αλλά προσπαθεί να απωθήσει από τη μνήμη του αυτό το βίωμα.
“Η ζωή ήταν τραγική. Είχες κάπου να κοιμηθείς και φαγητό, αλλά τίποτα άλλο. Όταν έβρεχε έμπαινε νερό και είχε διακοπές ρεύματος. Το χειρότερο ήταν όμως ότι κάθε πρωί ξυπνούσα και δεν ήξερα το γιατί.”
Υπάρχουν μέρες που του λείπει μια βραδινή έξοδος με συνομιλήκους αλλά τη ζωή στη φύση δεν την αλλάζει.
“Όλα είναι πιο ανθρώπινα εδώ.”
Ταυτόχρονα με τις εποχικές καλλιέργειες, το κριθάρι, τα ρεβύθια και τα ζώα, οι πρόσφυγες αναλαμβάνουν και οικοδομικές εργασίες “με πιο αγνά υλικά όπως πέτρα, χώμα, ξύλο και άργιλο”.
Φωτογραφία: Carlos Muñoz
Ο Γιάννης Μαρτίνος ζει 49 χρόνια στην Κύθνο. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισε ο Κάστρο στο νησί και του ζήτησε πληροφορίες.
Ο Μαρτίνος δεν είχε ξαναδεί πρόσφυγες στη ζωή του.
“Μου ζήτησαν βοήθεια για να βρουν χωράφια. Η ιδέα μού φάνηκε αμέσως πολύ καλή. Εκτιμώ το ότι προσπαθούν να σώσουν παραδοσιακούς σπόρους που είχαν οι γιαγιάδες μου ενώ με κέρδισε το ότι δεν χρησιμοποιούν φυτοφάρμακα. Τέτοια προϊόντα θέλω να δίνω στα παιδιά μου.”
“Βλέπω ότι η τοπική κοινωνία τούς αποδέχεται πολύ εύκολα. Τους νοικιάζουν τα χωράφια τους με ένα συμβολικό ενοίκιο για να τους στηρίξουν να αντεπεξέλθουν” εξηγεί ο Μαρτίνος.
Πράγματι – η οικογένεια του Μανώλη Φιλιππαίου ήταν πάππου προς πάππου γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Λόγω οικογενειακών προβλημάτων, όμως, εγκατέλειψαν τη γη τους.
Μια μέρα τού χτύπησε την πόρτα ο Κάστρο.
“Τι καλύτερο από το να δώσουν μια δεύτερη ζωή στα παρατημένα χωράφια μου; Εγώ βάζω τη γη και εκείνοι την φροντίζουν και την καλλιεργούν. Χρήματα δεν ήθελα να ζητήσω αφού το βλέπω ως μια συνεργασία” λέει ο γηραιός νησιώτης που αποκαλεί τον Κάστρο “φίλο του”.
Άλλωστε, αν δεν το κάνουν οι πρόσφυγες, μάλλον δεν θα το κάνει κανείς πια.
“Η Κύθνος αυτή τη στιγμή έχει μεγάλη ανάπτυξη στην οικοδομή. Χτίζονται μεγάλα συγκροτήματα – ξενοδοχεία, βίλες – σκέψου ότι ένας πετράς παίρνει τουλάχιστον 70-80 ευρώ μεροκάματο οπότε δεν θα παιδευτεί με ζώα και αρμέγματα.”
Η αγάπη για το νησί, το καλωσόρισμα των ντόπιων και μια λαχτάρα για δημιουργία οδηγούν τώρα την ομάδα των προσφύγων σε μια νέα επιχειρηματική απόπειρα στον Μέριχα, το λιμάνι του νησιού.
Ανάμεσα στα λίγα beach bar και ταβερνάκια, θα εγκαινιάσουν το “Θυμάρι” τους –
το παντοπωλείο-μεζεδοπωλείο όπου θα πωλούν τα βιολογικά προϊόντα τους και θα φτιάχνουν μεσογειακούς μεζέδες. Στόχος είναι να ανοίξει μέσα στο Πάσχα.
“Αλλά τα πλάνα δεν σταματούν ούτε εδώ” χαμογελάει ο Κάστρο:
“Επόμενος στόχος είναι τα σεμινάρια σε παιδιά ντόπιων που έχασαν την επαφή με τη γη. Η Κύθνος ήταν ένας τόπος που ζούσε από ό,τι παρήγαγε. Αυτό χάθηκε με τον τουρισμό αλλά εμείς θέλουμε να το αναγεννήσουμε.”
Φωτογραφία: Carlos Muñoz
“Δεν υπάρχει πολιτική ένταξης. Η πολιτική είναι να ζουν αποκομμένοι από εμάς”
Στον χώρο που βρισκόμαστε στα Εξάρχεια, πέρα από τις παραγγελίες που γίνονται μέσω Facebook και ετοιμάζονται εδώ, υπάρχουν μπλούζες και τσάντες προς πώληση για ενίσχυση των Χωραφιών.
Τα σκίτσα που τις κοσμούν είναι του Κάστρο.
Ο ίδιος είναι ζωγράφος και διοργανώνει εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό με βασικό μέλημα να ενισχύει τα Χωράφια της Αλληλεγγύης.
“Κάθε έργο που εκθέτω έχει από κάτω τη φωτογραφία ενός γεωργικού εργαλείου ή μιας αγελάδας ή ενός προβάτου. Αυτό σημαίνει ότι αυτό έχουμε ανάγκη και μπορείτε να μας το αγοράσετε και απευθείας αντί να μας δώσετε χρήματα. Αν ένα προσφυγόπουλο που δουλεύει στο χωριό θέλει μια κιθάρα ή ένα ποδήλατο, θα βάλω αυτή τη φωτογραφία.”
Χρηματοδότηση δεν λαμβάνουν ούτε από ιδιώτες ούτε από το κράτος.
“Μπορείς να μας προσφέρεις ένα ζώο, ένα εργαλείο ή να αγοράσεις προιόντα ανταποδίδοντας ακόμα και με υπηρεσίες. Αν είσαι δάσκαλος, για παράδειγμα, μπορείς να κάνεις λίγα μαθήματα στους πρόσφυγες.”
Το πείραμά τους νοηματοδοτεί τη ζωή των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτό. Όμως δεν είναι πάντα όλα ρόδινα και η μακροβιότητα είναι ένα συνεχές στοίχημα. Οι αριθμοί των προσφύγων που εργάζονται στα Χωράφια ήταν και παραμένουν μεταβαλλόμενοι – και σίγουρα περιορισμένοι αν κάποιος δει τη μεγάλη εικόνα των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που ζουν στα καμπ ή έχουν λάβει άσυλο και δεν ξέρουν πώς να επιβιώσουν από κει και πέρα σε μια άγνωστη χώρα. Στη Βοιωτία είχαν φτάσει να καλλιεργούν 152 στρέμματα τα οποία σήμερα έχουν μειωθεί. Ο χώρος που βρισκόμαστε στα Εξάρχεια ήταν κάποτε το παντοπωλείο τους αλλά ήταν δύσκολο να συντηρηθεί.
Όμως τα Χωράφια της Αλληλεγγύης είναι ένα πρωτόγνωρο αυτοφυές εγχείρημα, όχι απλώς μια ωραία ιδέα, που μετράει κοντά μια δεκαετία, που βγάζει ρίζες και μεγαλώνει κόντρα στη γκετοποίηση και την απομόνωση των καμπ, κόντρα στη βία της εκκρεμότητας και της ματαίωσης.
Ένα από τα μεγαλύτερα ατοπήματα που έγινε στο προσφυγικό, όσον αφορά την πολιτική ένταξης, είναι ότι ποτέ δεν έγινε καταγραφή των δεξιοτήτων και της επαγγελματικής εμπειρίας που κατέχουν οι πρόσφυγες ώστε να αξιοποιηθούν στους αντίστοιχους κλάδους.
“Θα σου πω το πιο απλό παράδειγμα” λέει ο Κάστρο. “Για ένα διάστημα ήρθε στη Βοιωτία ένας μελισσοκόμος από τη Συρία. Είχαν τρελαθεί οι ντόπιοι με τις γνώσεις του πάνω στις άγριες μέλισσες και το μέλι. Αυτός τελικά έφυγε στην Ολλανδία.”
Τις βιωματικές εμπειρίες επιβεβαιώνει και η έρευνα στο πεδίο.
Φωτογραφία από το αρχείο του Υπουργείου Μετανάστευσης.
Η οργάνωση Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) παρέχει εδώ και μια δεκαετία νομική, κοινωνική και ψυχολογική υποστήριξη σε αιτούντες άσυλο και αναγνωρισμένους πρόσφυγες.
“Στην Ελλάδα δεν υπάρχει επί της ουσίας στρατηγική ένταξης. Τα προγράμματα που η εκάστοτε κυβέρνηση έχει φέρει είναι ελλιπή και περιορισμένα. Αυτή τη στιγμή, το μοναδικό πρόγραμμα ένταξης για αναγνωρισμένους πρόσφυγες είναι το HELIOS και αφορά κυρίως την επιδότηση ενοικίων. Προϋπόθεση βέβαια, μεταξύ άλλων, είναι να έχουν βρει ήδη μόνοι τους σπίτι, κάτι που αντιλαμβανόμαστε πόσο δύσκολο είναι. Ακόμα και όταν είσαι αναγνωρισμένος πρόσφυγας, δηλαδή όταν το ίδιο το κράτος αναγνωρίζει την ανάγκη σου για διεθνή προστασία, η πρόσβασή σου σε κοινωνικά δικαιώματα είναι εξαιρετικά περιορισμένη” εξηγεί η Ειρήνη Γαϊτάνου, υπεύθυνη επικοινωνίας του RSA, ενώ τονίζει ότι ακόμα και το πρόγραμμα HELIOS έχει διακοπεί αρκετές φορές.
“Ένα πολύ μεγάλο κενό βρίσκουμε και στην επαγγελματική ζωή των προσφύγων. Δεν υπάρχει κανένα σχετικό πρόγραμμα. Το HELIOS προβλέπει μόνο μια επαγγελματική συμβουλευτική. Δεν υπάρχει κάτι οργανωμένο ούτε έχουν δοθεί ποτέ κίνητρα στους εργοδότες για προσλήψεις. Συνεπώς, ο καθένας είναι μόνος του.”
Φαντάζει περίεργο στο άκουσμα αλλά ο αναγνωρισμένος πρόσφυγας που λαμβάνει άσυλο βρίσκεται ξαφνικά σε μια πιο ευάλωτη και επισφαλή συνθήκη σε σχέση με την περίοδο που ήταν αιτών άσυλο.
Μόλις λάβει άσυλο και πάρει τα χαρτιά του αποκλείεται αυτομάτως από την πρόσβαση σε τροφή στο καμπ και ακόμα και οικογένειες με μικρά παιδιά μένουν νηστικές και πεινασμένες. Υποχρεούται ακόμα να εγκαταλείψει το καμπ εντός 30 ημερών, να βρει μόνος του σπίτι και να αναζητήσει μόνος του δουλειά σε μια χώρα που δεν γνωρίζει τη γλώσσα, την κουλτούρα και δεν έχει έναν υποστηρικτικό κοινωνικό κύκλο.
Το πιο απτό ρίσκο για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες είναι τελικά η αστεγία.
“Έχουμε πρόσφυγες που έλαβαν επιδότηση ενοικίου αλλά μόλις σταμάτησε το πρόγραμμα βρέθηκαν στον δρόμο γιατί δεν είχαν καταφέρει να βρουν εργασία. Και σίγουρα συναντάμε και εκμετάλλευση των προσφύγων ως εργατών γιατί δεν υπάρχει διαφάνεια στη διαδικασία των εργασιακών τους σχέσεων” λέει η Γαϊτάνου.
Πώς θα ήταν όμως μια κοινωνία με επιτυχημένη ένταξη;
“Επιτυχημένη ένταξη σημαίνει μια ζωντανή κοινωνία. Μια κοινωνία ενεργή που βλέπει τις διαφορετικότητες ως δύναμη και εντάσσει όλες τις φυλές στην ίδια πόλη. Βασικό κομμάτι της ένταξης είναι η πρόσβαση στην υγεία, το σχολείο και τις δραστηριότητες. Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια ακριβώς αντίθετη πολιτική” απαντά.
“Η πολιτική είναι να ζουν αποκομμένοι από την κοινωνική ζωή. Προτεραιοποίηση της κυβέρνησης, ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια, είναι η απομόνωση των ανθρώπων και η απομάκρυνση των καμπ από τους οικισμούς που ζούμε όλοι οι υπόλοιποι. Σε κάποια καμπ δεν υπάρχει καν συγκοινωνία να τους συνδέει με κοντινές πόλεις. Υπάρχουν καμπ με συρματοπλέγματα που δεν επιτρέπουν ούτε μια ελάχιστη οπτική επαφή με τους έξω. Κάποια καμπ έχουν κάμερες για 24ωρη παρακολούθηση ενώ η έξοδος επιτρέπεται 9-9. Αυτό το μοντέλο προσιδιάζει σε φυλακή. Οι άνθρωποι θα έπρεπε να ζουν σε μικρούς χώρους, όχι σε μαζικούς καταυλισμούς, μέσα στις πόλεις και να είναι ενεργά μέλη.”
Φωτογραφία: Carlos Muñoz
“Η γη με θεραπεύει από τον πόλεμο”
Στην Κύθνο, ο νεαρός Μοχάμεντ σηκώνεται με την ανατολή, πίνει έναν γρήγορο καφέ και πιάνει δουλειά. Νιώθει ασφαλής πια μακριά από το καμπ.
Μόλις φύτεψε πειραματικά έναν κάμπο αβοκάντο και έχει αγωνία για το αν θα πιάσουν.
Τα Χωράφια της Αλληλεγγύης δεν είναι ένα εγχείρημα μόνο για τους πρόσφυγες – είναι και ένα σκύψιμο πάνω από τη γη και τη φύση που ξεχνάμε.
Σε λίγο μπορεί να δουλεύει δίπλα-δίπλα με Έλληνες που θέλουν να ξαναπιάσουν τη γη από εκεί που την άφησαν οι παππούδες τους και να μαθαίνουν μαζί.
“Δεν ξέρω ακόμα ελληνικά αλλά και μόνο από τον τρόπο που με κοιτάνε και μου λένε ‘καλημέρα’ αισθάνομαι πολύ όμορφα με τους ανθρώπους. Η δουλειά στη φύση μού προσφέρει γαλήνη και σταθερότητα. Η γη σού δίνει μια υπόσχεση και την τηρεί. Όλα αυτά με θεραπεύουν από τον πόλεμο και την προσφυγιά” μου λέει στο τηλέφωνο.
Ο ήλιος σε λίγο θα δύσει και πρέπει να κλείσει γρήγορα για να ποτίσει τη σωστή ώρα.