του Αλέξανδρου Λιτσαρδάκη

(αναδημοσίευση από το omniatv)

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προωθεί σχέδιο νόμου το οποίο, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, έρχεται να καλύψει «ένα αναμφίβολα υπαρκτό κενό στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Η δημιουργική του ασάφεια, η «επιμονή» στη διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής και η ανάδειξη της αστυνομίας ως ανώτατου ρυθμιστή των διαδηλώσεων, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του. Η πιο πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση σχετικά με τις διαδηλώσεις στην Ελλάδα είναι το νομοθετικό διάταγμα 794/1971 της Χούντας των Συνταγματαρχών. Ας εξετάσουμε τα πιο επίμαχα άρθρα του νομοσχεδίου, όπως αυτά έχουν πλέον κατατεθεί στη Βουλή.

Το Σύνταγμα προβλέπει την απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, σε δύο περιπτώσεις (άρθρο 11 παρ. 2): [1] αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια και [2] σε ορισμένη περιοχή αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής.

Ο οργανωτής και η γνωστοποίηση – Άρθρο 3

Με το άρθρο 3 εισάγεται ο «οργανωτής πορείας», ο οποίος αποτελεί τον δίαυλο επικοινωνίας με την αστυνομία. Ο οργανωτής οφείλει να γνωστοποιήσει στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα τη διοργάνωση της πορείας, να δώσει τα στοιχεία του και μεταξύ άλλων να αναφέρει και το σκοπό της διαδήλωσης. Το σημαντικότερο ωστόσο φαίνεται να είναι η ίδια η ύπαρξη του «οργανωτής πορείας», με δεδομένο ότι μια μεγάλη μερίδα πολιτικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων που λειτουργούν χωρίς ιεραρχικές δομές, τίθενται τεχνηέντως στο στόχαστρο του νομοθέτη. Η δε δυνάμει στοχοποίηση του «οργανωτής πορείας» είναι ακόμη σημαντικότερη, ωστόσο θα αναφερθούμε σε αυτήν με αφορμή τα ανάλογα άρθρα του νομοσχεδίου παρακάτω.

Ενδιαφέρον έχει η παράγραφος 3 του άρθρου:

«Αυθόρμητη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δεν έχει γνωστοποιηθεί κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους δύναται να επιτραπεί εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής.»

Η ύπαρξη αυτής της παραγράφου έχει διττή όχι μόνο ερμηνεία αλλά και εφαρμογή. Αφενός ανοίγει το παράθυρο σε πολιτικά κόμματα και οργανώσεις, που έχουν αποδείξει ότι δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, στη δυνατότητα μη γνωστοποίησης της διαδήλωσης τους.

Αφετέρου γνωστοποιεί ότι συνάθροιση που δεν γνωστοποιείται απαγορεύεται, με δεδομένη την αναφορά «δύναται να επιτραπεί», αλλά και την ανάλογη αναφορά στο άρθρο 9ε.

Από τη γνωστοποίηση εξαιρείται η Πρωτομαγιά και η 17η Νοεμβρίου, γεγονός που αναδεικνύει την προσπάθεια του κράτους να «αγκαλιάσει» αυτές τις δυο επετείους, ως γιορτές, και όχι ως εξεγέρσεις, που τροφοδοτούν τις σημερινές διεκδικήσεις.

Η παρέμβαση του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Χριστόφορου Σεβαστίδη, για το θέμα είναι αξιοσημείωτη:

«Το Σχέδιο Νόμου (άρθρο 9 περ. ε’) δίνει στις αστυνομικές αρχές το δικαίωμα διάλυσης της υπαίθριας συνάθροισης, που βρίσκεται σε εξέλιξη, εάν πραγματοποιείται χωρίς να έχει γίνει γνωστοποίηση. Πρόκειται ξεκάθαρα για διάταξη αντισυνταγματική, αφού ορθά επισημαίνεται ότι «το δικαίωμα στη συνάθροιση δεν υπόκειται σε καθεστώς άδειας, αναγγελίας ή προληπτικού ελέγχου από τις αστυνομικές αρχές όπως γινόταν σε ανώμαλες περιόδους παλαιότερα (Σπυρόπουλος/ Κοντιάδης/ Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης, (Τσιφτσόγλου), ΕρμΣυντ (2017) άρθ. 11 αρ. 12). Θυμίζουμε ότι όμοια πρόβλεψη υπήρχε και στο ν.δ. 794/1971 (άρθρο 7 παρ. 1β’), περίπτωση που θεωρήθηκε καταργημένη σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 1 του Συντάγματος (έτσι Κ. Χρυσόγονος, ανωτ, σελ. 492).»

Απαγόρευση των αντισυγκεντρώσεων: ο νόμος στην υπηρεσία των ακροδεξιών συγκεντρώσεων – Άρθρο 7

Το άρθρο 7 ορίζει σε ποιες περιπτώσεις απαγορεύεται επικείμενη διαδήλωση:

α. όταν επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, λόγω ιδιαιτέρως πιθανής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων ιδίως κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας και της πολιτειακής εξουσίας ή

β. όταν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή ή

γ. πρόκειται για δημόσια υπαίθρια συνάθροιση ο σκοπός της οποίας αντιτίθεται προς το σκοπό ήδη προγραμματισμένης γνωστοποιηθείσας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος και μη απαγορευθείσας συνάθροισης που πραγματοποιείται ή βρίσκεται σε εξέλιξη στην ίδια περιοχή ή εγγύς της ίδιας περιοχής και κατά το αυτό χρονικό διάστημα.

Σημαντικότερη από τις τρεις περιπτώσεις είναι η τελευταία, η οποία κάνει σαφή μνεια στις αντισυγκεντρώσεις που πραγματοποιούνται τακτικά με αφορμή συγκεντρώσεις ή εκδηλώσεις ακροδεξιών και νεοναζιστικών ομάδων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αστυνομία φρόντιζε να δημιουργεί ένα «κορδόνι» μεταξύ των δυο με σκοπό να προστατέψει τις ακροδεξιές ομάδες, οι οποίες πριν, μετά και κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης τους δρούσαν ανενόχλητες ως εγκληματικές συμμορίες με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της δράσης τους στην Θεσσαλονίκη μετά τα Μακεδονικά συλλαλητήρια. [1], [2], [3]

Επομένως, επανερχόμαστε στο σκοπό της συνάθροισης, ο οποίος φαίνεται ότι ακόμα κι αν δεν τίθεται κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή για διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, μπορεί να οδηγήσει τις αστυνομικές αρχές σε απαγόρευση της συνάθροισης. Για αυτόν ακριβώς το λόγο και ζητείται (άρθρο 3) και αποτελεί και πεδίο άσκησης πολιτικής και ευκαιρία εφαρμογής ιδεολογικών κριτηρίων από την πλευρά της αστυνομίας. Ένα πιθανό σενάριο είναι οι ακροδεξιές οργανώσεις να καλούν σε συγκεντρώσεις γνωστοποιώντας τις στις αστυνομικές αρχές, καθώς έχει γίνει σαφές από τα «μακεδονικά συλλαλητήρια» ότι φροντίζουν να αναδεικνύουν τους οργανωτές τους. Αντιφασιστικές οργανώσεις θα καλούν σε αντισυγκέντρωση και η αστυνομία θα επιτίθεται στην αντισυγκέντρωση όπως έχει κάνει στο παρελθόν, αλλά αυτή τη φορά όχι απλά με την άδεια, αλλά με την εντολή του νόμου.

Είναι τελικά το ζήτημα «τα 50 άτομα που κλείνουν το δρόμο»;

Στο άρθρο 7 παρ. 4 αναφέρονται τα κριτήρια που θα λαμβάνονται υπόψη για την απαγόρευση ή μη της διαδήλωσης:

4. Για τη λήψη της απόφασης περί απαγόρευσης, όπως και για την επιβολή περιορισμών κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο σε γνωστοποιηθείσα δημόσια υπαίθρια συνάθροιση λαμβάνονται υπόψη ιδίως: (α) ο εκτιμώμενος αριθμός συμμετεχόντων, (β) η περιοχή πραγματοποίησής της, (γ) ο βαθμός επικινδυνότητας αυτής ως προς την πιθανότητα διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων και διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής.

Το κρίσιμο σε αυτή την περίπτωση είναι ο εκτιμώμενος αριθμός συμμετεχόντων. Ο νομοθέτης αρχικά θεωρεί εύλογο ότι ο οργανωτής είναι σε θέση να γνωρίζει και οφείλει να γνωστοποιεί τα άτομα που θα συμμετέχουν. Ο αριθμός των συμμετεχόντων στις πορείες αποτέλεσε το κύριο αφήγημα της κυβέρνησης για το νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση νομοθετεί με την πρόφαση ότι δεν μπορούν «50 άτομα» να κλείνουν το δρόμο της πόλης και να «διαταράσσουν την κοινωνικοοικονομική ζωή».

Το ερώτημα εν προκειμένω είναι πόσα άτομα είναι αρκετά και πόσα λίγα για να διαταράξουν την κοινωνικοοικονομική ζωή;

Είναι οι μικρές πορείες που κλείνουν «άσκοπα» τους δρόμους, παρά το γεγονός ότι ο όγκος τους επηρεάζει σαφώς τη διάρκεια και το «στίγμα» τους ή είναι οι μεγαλύτερες πορείες που έχουν έναν νομιμοποιητικό αριθμό διαδηλωτών, αλλά παράλληλα αυτό τις κάνει να διαρκούν περισσότερο και να καλύπτουν και μεγαλύτερα μέρη του οδικού δικτύου. Η δημιουργική ασάφεια της εν λόγω παραγράφου δημιουργεί ερωτήματα.

Η κυβέρνηση θέλει να διαλύει συγκεντρώσεις λίγων πολιτών με μικρό στίγμα ή να στοχοποιήσει μεγάλες διαδηλώσεις που δημιουργούν κλίμα αντίστασης; Είναι εν τέλει το πρόβλημα «τα 50 άτομα που κλείνουν το δρόμο» ή ένας ολόκληρος πολιτικός χώρος;

Πληρεξούσιος κριτής των διαδηλώσεων η αστυνομία – Άρθρο 10

Το άρθρο 10 ορίζει ουσιαστικά την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή ως κριτή της εκάστοτε διαδήλωσης

«1. Αρμόδιος για την επιβολή περιορισμών ή την απαγόρευση επικείμενης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης καθώς και για την επιβολή περιορισμών ή τη διάλυση εν εξελίξει δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης είναι η κατά τόπον αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή με απλή γνώμη των οικείων Δημάρχων, η οποία διατυπώνεται εγγράφως ή προφορικά σε επείγουσες περιπτώσεις και μνημονεύεται στη σχετική απόφαση. »

Το μόνο που χρειάζεται να κάνει η αστυνομία, πριν επιλέξει να απαγορεύσει μια διαδήλωση είναι να ζητήσει την απλή γνώμη των οικείων Δημάρχων και να ενημερώσει τον/την αρμόδιο/α εισαγγελέα.

Οι αποφάσεις της αστυνομίας, αναφέρει η παράγραφος 2, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες, ωστόσο δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη για διαφάνεια στις αποφάσεις αυτές, καθώς δε θα αναρτώνται κάπου, για να ενημερώνονται οι διαδηλωτές με ποια αιτιολογία απαγορεύεται η συνάθροιση.

Ακύρωση της απόφασης μέσω ΣτΕ – Άρθρο 13

Το άρθρο 13 είναι το επιστέγασμα του πληρεξούσιου που παραχωρεί ο νομοθέτης στην αστυνομία, καθώς ορίζει το ΣτΕ ως το δικαστικό όργανο υπεύθυνο για την αμφισβήτηση τυχόν απαγόρευσης. Το γεγονός αυτό καθιστά αποτρεπτική την όποια προσφυγή στο ΣτΕ, με δεδομένο ότι πέραν από χρονοβόρα διαδικασία είναι και ιδιαίτερα δαπανηρή. Ο νομοθέτης θα μπορούσε να ορίσει ως αρμόδιο το εκάστοτε Διοικητικό Πρωτοδικείο, όπως προτάθηκε και στα σχόλια της διαβούλευσης, πρόταση η οποία απορρίφθηκε με την πρόφαση ότι είναι μείζονος σημασία το δικαίωμα στο συνέρχεσθαι και γι’ αυτό πρέπει να αποφασίζει το ανώτατο δικαστήριο της χώρας. Πέραν όλων των άλλων η μοναδική σχετική νομολογία του ΣτΕ, όπως επισημαίνει ο Κώστας Παπαδάκης, είναι αρνητική. Πρόκειται για την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ 633/1999 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναστολής εκτέλεσης του Κ.Κ.Ε. κατά της απόφασης του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής, κατά την επίσκεψη Κλίντον στην Ελλάδα.

Από διαδηλωτής σε πλημμεληματικός τρομοκράτης;

Ένας σοβαρότατος κίνδυνος που προκύπτει από το νομοσχέδιο είναι να κατηγορηθεί κάποιος για σύσταση τρομοκρατικής οργάνωσης. Πιο συγκεκριμένα η κατηγορία της διατάραξης κοινής ειρήνης (189 ΠΚ), μπορεί να χρησιμοποιηθεί εργαλειακά ως έγκλημα κατά της δημόσιας τάξης και να κατηγορηθεί κάποιος με βάση τον νέο τροποιποιημένο τρομονόμο. Αναλυτικότερα ο συλλογισμός του Κώστα Παπαδάκη σχετικά με την δυνατότητα που προσφέρει στις διωκτικές αρχές το μείγμα αυτών των νόμων:

«Με το ν. 4637/2019, δηλαδή τις τροποποιήσεις που επέφερε η κυβέρνηση της Ν.Δ. τον Νοέμβριο 2019 στον νέο ΠΚ τα «εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης», ακόμα και πλημμεληματικού χαρακτήρα εντάσσονται στα αδικήματα (αρθ3,παρ15), τα οποία αποτελούν κορμό για την απόδοση διακεκριμένων επιβαρυντικών περιστάσεων τρομοκρατικής τέλεσης, αλλά και αντικείμενο συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης. Στην «αντικειμενική υπόσταση» του άρθρου 187Α Π.Κ. με άλλα λόγια. Ανάμεσα βεβαίως στα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης ανήκει και η διατάραξη κοινής ειρήνης (ΠΚ 189). Έτσι λοιπόν η συνδυασμένη εφαρμογή των ΠΚ 187Α, 189 και του νέου νομοσχέδιου για τις συναθροίσεις, εφόσον τελικά ψηφιστεί, όχι μόνο θα απαγορεύσει και θα περιορίσει τις συναθροίσεις, αλλά θα ανοίξει και τον δρόμο, ώστε η εκτροπή τους να αντιμετωπίζεται και να τιμωρείται ως τρομοκρατική πράξη απειλούμενη με αυξημένα όρια ποινής (+ ένα έτος), αλλά και ως αντικείμενο συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης (κακούργημα).»

«Χουντικότεροι της χούντας» στις ποινικές κυρώσεις – Άρθρο 14

Είναι σαφές ότι η Χούντα των Συνταγματαρχών είχε απαγορεύσει δια νόμου και με σαφήνεια την έκφραση και την πολιτική δράση των απανταχού αντιπάλων της. Είναι εξίσου σαφές ότι παρά το γεγονός ότι σήμερα ζούμε σε ένα τυπικά φιλελεύθερο καθεστώς, το κράτος δικαίου αμφισβητείται καθημερινά. Ο νομοθέτης σε μερικά από τα άρθρα που εισάγει χρησιμοποιώντας γενικές και αόριστες διατυπώσεις, καταλήγει να υπερβαίνει το νομοθετικό διάταγμα των Συνταγματαρχών.

Το Άρθρο 14 του νομοσχεδίου θεσπίζει ιδιώνυμο για τις πορείες που απαγορεύονται, καθώς τιμωρεί με 1 έτος φυλάκιση όσους μετέχουν σε τέτοια ή δε συμμορφώνονται σε τυχόν περιορισμούς αυτής. Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση θέλει να επαναφέρει το κατηργημένο με τον νέο ΠΚ, άρθρο 171 “θρασύτητα κατά της αρχής” όπως μαρτυρά και η απάντηση στα σχόλια της διαβούλευσης. Βέβαια, το εν λόγω κατηργημένο άρθρο προέβλεπε χαμηλότερο όριο ποινής (μέχρι 6 μηνών).

Στο νδ 794/1971 της Χούντας δεν υπήρχε πρόβλεψη για ποινή φυλάκιση των συμμετεχόντων. 

Παράλληλα το νομοσχέδιο προβλέπει αστική ευθύνη του οργανωτή για τυχόν ζημιές ή βλάβες που θα προκληθούν από τους διαδηλωτές.

Στο νδ 794/1971 της Χούντας δεν υπήρχε πρόβλεψη για αστική ευθύνη του οργανωτή.

Μη γνωστοποιηθείσα διαδήλωση = απαγορευμένη διαδήλωση – Άρθρο 9

Τέλος στο άρθρο 9ε αναφέρεται ρητά ότι μπορεί να διαταχθεί διάλυση της διαδήλωσης που πραγματοποιείται χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 του παρόντος, με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου.

Στο νδ 794/1971 της Χούντας δεν θεωρούνταν απαραίτητα απαγορευμένη διαδήλωση που δεν είχε γνωστοποιηθεί. 

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 5 ΝΔ 794/1971 της Χούντας: «συνάθροιση, η οποία διεξάγεται ακόμα και χωρίς να έχει υποβληθεί στους απαιτούμενους τύπους για την προηγούμενη έγκριση της εκ μέρους της αστυνομικής αρχής, εφόσον δεν έχει απαγορευθεί και δεν έχει κοινοποιηθεί απαγόρευση της 8 ώρες πριν την πραγματοποίηση της θεωρείται ως μη απαγορευθείσα»

***

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι νομοθετεί για την διασφάλιση της κοινωνικοοικονομικής ζωής, και την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα δίνει υπηρεξουσίες στην τοπική αστυνομία, προστατεύει και de jure πλέον ακροδεξιές και νεοναζιστικές οργανώσεις και υπερβαίνει τα εσκαμμένα της Χούντας.