του Κωνσταντίνου Πουλή

Aυτή τη στιγμή η ελληνική Δεξιά διεξάγει καθημερινό πόλεμο παραπληροφόρησης. Αντιμετώπισε από την αρχή την είδηση για τους μετανάστες στον Έβρο σηκώνοντας τη σημαία των fake news. Τι σημαίνει αυτό; Ξεκινούν αποδίδοντας πρόθεση και εξυπηρέτηση συγκεκριμένης ατζέντας σε όσους λένε κάτι άλλο. Δεν υπάρχει συζήτηση επί των στοιχείων, υπάρχουν ατεκμηρίωτες αλλά πεισματικές αναφορές στον Ερντογάν και πώς έχει στη δούλεψή του όλους αυτούς τους “χρήσιμους ηλίθιους” ή πληρωμένους πράκτορες που μιλούν για το προσφυγικό χωρίς να γίνονται τέρατα.

Τι άλλο χρειαζόταν εδώ για να υπάρξει τεκμηρίωση; Είχαμε διεθνείς οργανισμούς και μεγάλα ειδησεογραφικά Μέσα που τοποθετούνταν βασισμένα σε εικόνες, βίντεο, ηχητικά μηνύματα, μαρτυρίες, ζωντανό στίγμα τοποθεσίας. Τι άλλο πρέπει να υπάρξει; Η ερώτηση δεν έχει νόημα. Το διαδίκτυο, και νομίζω πολύ περισσότερο το τουίτερ, είναι ένα παράλληλο σύμπαν. Σε κάθε δημοφιλή ανάρτηση που εκφράζεται υπέρ των προσφύγων, υπάρχει από κάτω ένας οχετός ειρωνείας και επιθετικότητας, που αναρωτιέσαι σε τι αντιστοιχεί ανθρώπινα, στην πραγματική ζωή. Όταν λέω ότι αναρωτιέμαι πού αντιστοιχεί αυτό κοινωνικά, κυριολεκτώ. Είναι άνθρωποι που θα κλωτσούσαν έναν μετανάστη στον δρόμο; θα τον μαχαίρωναν; Δεν θα έκαναν τίποτα, απλώς ταΐζουν το παιδί τους φρουτόκρεμα και μετά γράφουν «ψόφο στους λάθρο» στο τουίτερ; Ποιος ανθρωπότυπος αστειεύεται με πεντάχρονο νεκρό;

Δεν εννοώ ούτε τον Μουμτζή ούτε τον Φαήλο. Εκεί τουλάχιστον είναι μια δουλειά. Βρόμικη, αλλά είναι μια δουλειά. Δεν μπορώ να χωνέψω όμως ότι πίσω από κάθε ανώνυμο δεξιό τρολ δεν υπάρχουν μηχανές – κάποιος τα γράφει αυτά.

Για τις επαναπροωθήσεις ισχύει γενικά ό,τι και με τους πρόσφυγες στον Έβρο. Υπάρχει τεκμηρίωση που κινείται σε υψηλό επίπεδο, θεσμικό και δημοσιογραφικό, σε πολύ μεγάλη έκταση. Όμως η επαγγελματική πολιτική ψεύδεται με τη φυσικότητα της αναπνοής και ο δεξιός κόσμος του διαδικτύου είναι μια αλλόκοτη φούσκα μισανθρωπίας.

Περάσαν αυτές οι μέρες με συνεχή αμφισβήτηση. Είχαμε παρέμβαση της ΕΕΔΑ, δεύτερο ρεπορτάζ του Channel 4 με καινούργια βίντεο. Θα χρειαστεί κανείς να υπαναχωρήσει, να πει ότι έκανε λάθος; Όχι βέβαια. Αυτός είναι ο κόσμος της συστημικής ενημέρωσης. Σκεφτείτε πόσο πολύ έχουμε συνηθίσει την επίσημη κρατική ψευδολογία. Από τον Λιγνάδη μέχρι τη Novartis, από τις επαναπροωθήσεις ώς τις παρακολουθήσεις, δεν υπάρχει πεδίο της κεντρικής πολιτικής ζωής που να μην καλύπτεται από γεωργιάδειο αδιαφορία απέναντι στην αλήθεια. Όχι την πολύπλοκη αλήθεια της ζωής και των αξιών του καθενός μας, την πολύ απλή αλήθεια που λέει αν μπορεί ή δεν μπορεί η αστυνομία να εντοπίσει σαράντα ανθρώπους που ζητούν βοήθεια. Αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. Δεν έχει νόημα να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Πού και πού υπάρχουν θέματα που προκαλούν δημόσιο ενδιαφέρον, αλλά οι πνιγμοί είναι η σιωπηρή καθημερινότητα της χώρας μας. Είναι αυτά τα πτώματα που πλέουν δίπλα σε τουριστικά πλοία, τα πτώματα που ξέβραζε η θάλασσα σε αμέριμνες καλοκαιρινές ξαπλώστρες στα πρώτα χρόνια του προσφυγικού. Αυτή είναι η κανονικότητα που ραγίζει κάθε που εμφανίζεται ένας μικρός Αϊλάν.

Ο μυθικός ήρωας ξεκινά την περιπέτεια της ζωής του εξ απαλών ονύχων, νωρίς-νωρίς, σαν τον Οιδίποδα, που τον πετάνε στα βουνά για να πεθάνει. Βλέπω την εικόνα αυτής της ετοιμόγεννης στον Έβρο, που ταξίδεψε σε αυτή την κατάσταση, κοιλοπονούσε και εκλιπαρούσε για βοήθεια. Θα γεννήσει ένα παιδί που η ιστορία της γέννησής του θα λέει ότι ήταν σε μια νησίδα που για μια φορά δύο εχθρικές χώρες ήθελαν η καθεμιά να τη δώσει στην άλλη, για να μην αναλάβουν την ευθύνη για αυτό το μωρό ή για το πεντάχρονο που πέθανε από τσίμπημα σκορπιού.

Θυμάστε την έγκυο στη Λέσβο, που της φώναζε ο ντόπιος «Στ’ αρχίδια μας αν είσαι έγκυος, εμείς σε γκαστρώσαμε;»; Της πήραμε συνέντευξη μετά από καιρό. Κρατούσε ένα μωράκι στα χέρια της, αυτό που ήταν τότε στην κοιλιά της. Αυτή θα είναι η καταγωγική του ιστορία. Έτσι ήρθε στον κόσμο. Αυτή η γυναίκα, και σε λίγο αυτό το παιδάκι, μιλούν. Όπως γράψαν και γράφουν λογοτεχνία Αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα, έτσι και αυτά τα παιδιά θα μιλήσουν για τη χώρα μας. Η Μπαϊντά άκουσε για τις αμφισβητήσεις, τις σχολίασε στο βίντεο που έστειλε. Δεν μας προστατεύει το εμπόδιο της γλώσσας. Ό,τι λέγεται, λέγεται για να μείνει. Είμαστε η χώρα που φέρθηκε με αυτόν τον τρόπο. Και αυτοί οι άνθρωποι θα μεγαλώσουν, θα μιλήσουν, θα γράψουν, θα κουβεντιάσουν στις παρέες τους, και θα μείνει αυτό που φανταζόμαστε: μια χώρα που ντρέπεσαι να πεις ότι είναι η χώρα σου.